Εισαγωγή
Στις 19 Νοεμβρίου του 2024 εκδόθηκε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής «ΕΔΔΑ» ή «Δικαστήριο») στην υπόθεση Τσιώλης κατά Ελλάδας.[1] Με την εν λόγω απόφαση διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής «ΕΣΔΑ» ή «Σύμβαση»), στο οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, λόγω της απόρριψης, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως απαράδεκτης της αίτησης αναίρεσης του προσφεύγοντος, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Παρότι το ζήτημα της συμβατότητας της διάταξης αυτής με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ έχει απασχολήσει ξανά το Δικαστήριο[2], με τη σχολιαζόμενη απόφαση κρίθηκε για πρώτη φορά ότι, κατά την εφαρμογή της διάταξης, παραβιάσθηκε το εν λόγω άρθρο της Σύμβασης, γεγονός που αναζωπυρώνει τη συζήτηση γύρω από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης που προβλέπονται στο άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, κατόπιν της τροποποίησής του με το άρθρο 12 του ν. 3900/2010.
Πραγματικά περιστατικά και εξέλιξη της υπόθεσης
Από το έτος 1981 ο Ιωάννης Τσιώλης, κάτοικος Ιωαννίνων, είχε επίσημη άδεια εγκατάστασης ιχθυοτροφείου έκτασης 44.087 τ.μ. σε ιδιοκτησία κυριότητάς του στον Αμβρακικό Κόλπο. Αίτησή του για λήψη άδειας επέκτασης του ιχθυοτροφείου στα υπόλοιπα 26.771 π.μ. της ιδιοκτησίας του, απορρίφθηκε, τον Μάιο του 1992, με έγγραφο του Υπουργείου Περιβάλλοντος, για τον λόγο ότι το ιχθυοτροφείο βρισκόταν σε ειδική ζώνη προστασίας υγροτόπων του Αμβρακικού Κόλπου (Ζώνη Α) και αποκλειόταν από τις επιτρεπόμενες δραστηριότητες στη ζώνη.
Την 1η Νοεμβρίου 2004, ο προσφεύγων άσκησε αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, προβάλλοντας ότι όλες οι κατασκευαστικές του δραστηριότητες που σχετίζονταν με την ιχθυοκαλλιέργεια είχαν παύσει και αξιώνοντας αποζημίωση και ηθική βλάβη ύψους 923.562,05 ευρώ, βάσει του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, για τη ζημία που υπέστη λόγω της παράλειψης των κρατικών οργάνων να εκδώσουν προεδρικό διάταγμα, βάσει του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 1650/1986. Το εν λόγω διάταγμα θα καθόριζε τους όρους και τη διαδικασία για την καταβολή αποζημίωσης εξαιτίας της επιβολής εξαιρετικά επαχθών περιορισμών στην ιδιοκτησία για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος. Με την επικουρική βάση της αγωγής του αξίωνε το ποσό των 474.092,05 ευρώ ως αποζημίωση για τον περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας του βάσει του άρθρου 22 παρ. 1 του ίδιου νόμου. Το δικαστήριο, με την υπ’ αριθμόν 6211/2006 απόφασή του, απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής ως αβάσιμη και την επικουρική ως απαράδεκτη.
Στη συνέχεια, ο προσφεύγων άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμόν 3882/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Ακολούθως, ο προσφεύγων άσκησε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έγινε δεκτή, και το Διοικητικό Εφετείο, δικάζοντας εκ νέου μετ’ αναίρεση, εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 6432/2014 απορριπτική απόφαση, κρίνοντας ότι η αξίωση του αιτούντος προς αποζημίωση είχε υποπέσει σε παραγραφή.
Έπειτα, ο προσφεύγων άσκησε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 115/2017 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε ο πρώτος λόγος αναίρεσης ως απαράδεκτος, για τον λόγο ότι οι αποφάσεις που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων για τη θεμελίωση του παραδεκτού του, δεν αφορούσαν στο ίδιο νομικό ζήτημα με το επίδικο, αλλά σε ανάλογο. Ως απαράδεκτος απορρίφθηκε και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με την αιτιολογία ότι το νομικό ζήτημα δεν είχε προσδιορισθεί με ανεξάρτητο και ακριβή τρόπο και δεν είχε αναδειχθεί η κρισιμότητά του για την επίλυση της διαφοράς. Τέλος, ο τρίτος λόγος αναίρεσης απορρίφθηκε ως απαράδεκτος, διότι ο ισχυρισμός περί αντίθεσης της προσβαλλόμενης απόφασης με αποφάσεις του ΕΔΔΑ, οι οποίες, κατά το εθνικό δικαστήριο, δεν αφορούσαν στο συγκεκριμένο νομικό ζήτημα επί του οποίου είχε αποφανθεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απορρίφθηκε ως αβάσιμος.
Στη συνέχεια, ο αιτών προσέφυγε στο ΕΔΔΑ επικαλούμενος την παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης για τον λόγο ότι, με την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης ως απαράδεκτης χωρίς επαρκή αιτιολογία, στερήθηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη.
Νομικό ζήτημα- Εθνικό δίκαιο
Το αναφυόμενο νομικό ζήτημα, εν προκειμένω, αφορά στη συμβατότητα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, σχετικά με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη,[3] της προϋπόθεσης παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης που εισήχθη στο άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, «[η] αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου».
Κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η παραπάνω διάταξη έχει την έννοια ότι η αίτηση αναίρεσης ασκείται παραδεκτώς μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με αυτοτελείς, ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, για το οποίο είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία -επί του ίδιου νομικού ζητήματος και υπό τους ίδιους όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων- του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.[4] Ως τέτοια, δε, νομολογία θεωρείται η διαμορφωθείσα επί του κρίσιμου νομικού ζητήματος που επιλύθηκε σε υπόθεση υπό τα ίδια ή ουσιωδώς παρεμφερή πραγματικά περιστατικά και όχι επί ζητήματος ανάλογου ή παρόμοιου.[5]
Έχει, επίσης, γίνει δεκτό ότι το νομικό ζήτημα θα πρέπει να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως αν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού[6] και θα πρέπει να είναι αποφασιστικό για την επίλυση της ενώπιον του δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς. Αντίθετα, δεν πρέπει να αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της συγκεκριμένης υπόθεσης ή απλώς στην ορθή ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου.[7]
Εξ αυτών συνάγεται ότι, ενώ η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση είναι ήδη περιοριστική, η νομολογία την έχει ερμηνεύσει αυστηρά, επιβάλλοντας στον διάδικο πρόσθετα βάρη τα οποία δεν προβλέπονται στον τυπικό νόμο.[8] Μέρος της θεωρίας έχει ασκήσει κριτική στην εν λόγω διάταξη, διότι, με τη θέσπιση της έλλειψης νομολογίας ή της αντίθεσης σε υφιστάμενη νομολογία ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης, ο νομολογιακός κανόνας που εφαρμόστηκε από τον δικαστή σε μία συγκεκριμένη περίπτωση καθίσταται αποκλειστικό νομικό κριτήριο για το παραδεκτό και, ταυτόχρονα, το βάσιμο και προσδίδεται σε αυτόν γενικεύσιμη ισχύ.[9] Με αυτόν τον τρόπο, η νομολογία αναγορεύεται σε πηγή δικαίου, το δε Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας χάνει την αδιαμφισβήτητη, σύμφυτη με τη λειτουργική ανεξαρτησία του, θεσμική δυνατότητα να μεταβάλει νομολογία, αν θεωρήσει ότι η προηγούμενη θέση του ήταν εσφαλμένη.[10] Επιπλέον, έχει επισημανθεί ότι περιορισμοί που θεσπίστηκαν για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, στην πράξη επεκτείνονται και στην εξέταση του βασίμου αυτής, καθώς, παρότι νομοθετικά οι λόγοι αναίρεσης δεν έχουν τροποποιηθεί, ουσιαστικά καταργούνται όσοι είναι ασύμβατοι με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010.[11] Έτσι, πλήττεται ιδίως ο λόγος αναίρεσης που αφορά στις πλημμέλειες της αιτιολογίας, καθώς το κρίσιμο νομικό ζήτημα για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης πρέπει να αφορά αποκλειστικά ζητήματα ερμηνείας του κανόνα δικαίου και όχι ζητήματα εφαρμογής και αιτιολογίας. Κατά συνέπεια, παραβιάζεται μία θεμελιώδης εγγύηση του κράτους δικαίου, αυτή του δικαστικού ελέγχου της τήρησης της υποχρέωσης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος.
Παρόλα αυτά, το Συμβούλιο της Επικρατείας, επικαλούμενο την αιτιολογική έκθεση του νόμου,[12] έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 θεσπίσθηκε για την αποσυμφόρηση του Συμβουλίου της Επικρατείας από μεγάλο αριθμό αναιρετικών δικών, στις οποίες, είτε δεν τίθενται σοβαρά νομικά ζητήματα είτε τίθενται ζητήματα, τα οποία έχουν ήδη επιλυθεί. Τούτο δε, προς τον σκοπό της εξυπηρέτησης του προορισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας ως ανώτατου δικαστηρίου με κύρια αποστολή, κατά την άσκηση της αναιρετικής αρμοδιότητάς του, την ενοποίηση της νομολογίας των διοικητικών δικαστηρίων και την επιτάχυνση της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης, εφόσον, πάντως, επί των συγκεκριμένων διαφορών υφίσταται τελεσίδικη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και διαφυλάσσεται, κατά τον τρόπο αυτό, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από δικαστήριο.[13]
Ενόψει των ανωτέρω, έχει κριθεί ότι η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 δεν αντίκειται στα άρθρα του Συντάγματος 4 παρ. 1 (για την αρχή της ισότητας), 25 (για την αρχή της αναλογικότητας), 20 παρ. 1 (για το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας), 26 παρ. 1 (για την αρχή της διάκρισης των εξουσιών), 93 παρ. 3 (για την οργάνωση και τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων), καθώς και 95 παρ. 1 περ. β΄ (για την αναιρετική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας). Τούτο διότι από την τελευταία αυτή διάταξη δεν συνάγεται, ενόψει και της διάταξης της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, ότι ο κοινός νομοθέτης κωλύεται, κατά την άσκηση της ρυθμιστικής του αρμοδιότητας, να θεσπίζει, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, δικονομικές προϋποθέσεις, οι οποίες περιορίζουν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μόνο στις περιπτώσεις, στις οποίες, επί των τιθέμενων ζητημάτων, είτε δεν υπάρχει ακόμη νομολογία είτε υπάρχει αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς την υπάρχουσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου[14].
Αναφορικά με τις προαναφερόμενες αντιρρήσεις μέρους της θεωρίας, αφενός ως προς το ζήτημα της παγίωσης της νομολογίας και της αναγωγής της ως πηγής δικαίου, έχει γίνει δεκτό ότι μπορεί μεν με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 να περιορίζεται ο αριθμός των αιτήσεων αναίρεσης και κατά συνέπεια οι περιπτώσεις μεταστροφής της νομολογίας, όμως η μεταστροφή αυτή δεν αποκλείεται. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, επιλαμβανόμενο πάλι σχετικού ζητήματος, που άγεται ενώπιόν του κατά νόμο, όπως όταν τα δικαστήρια της ουσίας δεν ακολουθούν τη νομολογία του, είτε κατόπιν άσκησης αίτησης αναίρεσης υπέρ του νόμου ή κατόπιν τήρησης της διαδικασίας πιλοτικής δίκης ή προδικαστικού ερωτήματος του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, μπορεί να κρίνει ότι, λόγω π.χ. μεταβολής των συνθηκών, επιβάλλεται μία τέτοια μεταστροφή. Αφετέρου, ως προς το θέμα της κατάργησης του ελέγχου αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, έχει κριθεί ότι ζητήματα σχετικά με τη νομιμότητα και την επάρκεια της αιτιολογίας της ουσιαστικής κρίσης του διοικητικού δικαστηρίου εξαρτώνται αποκλειστικώς, κατά περίπτωση, από το περιεχόμενό της, με αποτέλεσμα να μην τίθεται θέμα δημιουργίας ή έλλειψης σχετικής νομολογίας, κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, από την άποψη αυτή.[15] Με το σκεπτικό αυτό, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει απορρίψει ως αβάσιμους ισχυρισμούς περί αναγωγής της νομολογίας σε πηγή δικαίου και περί αποκλεισμού του αναιρετικού ελέγχου των δικαστικών αποφάσεων.[16]
Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας υφίσταται και αναφορικά με τη συμβατότητα της διάταξης του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι η αμετάκλητη επίλυση των διαφορών σε σύντομο χρονικό διάστημα, που επιτυγχάνεται χάρη στην εφαρμογή του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, είναι σύμφωνη με τις επιταγές του άρθρου 6, ενώ το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο παραπέμπει και στη νομολογία του ΕΔΔΑ[17] με την οποία έχει γίνει δεκτό ότι, λόγω της ιδιαίτερης φύσης του αναιρετικού δικαστηρίου, οι προϋποθέσεις πρόσβασης σε αυτό μπορεί να είναι περισσότερο τυπικές.[18]
Η σχολιαζόμενη απόφαση
Με την απόφαση Τσιώλης κατά Ελλάδας, λοιπόν, έγινε για πρώτη φορά δεκτό ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ λόγω της απόρριψης από το Συμβούλιο της Επικρατείας ως απαράδεκτης της αίτησης αναίρεσης του προσφεύγοντος δυνάμει του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπερβολικά τυπολατρική προσέγγιση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των προϋποθέσεων του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης εμπόδισε την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και έτσι προσβλήθηκε το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο αναφέρει ότι, ενώ ο προσφεύγων, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, υποστήριξε ρητά και με επαρκώς σαφή και ακριβή τρόπο, ότι οι διαπιστώσεις του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ήταν αντίθετες με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε τον λόγο αυτόν, περιοριζόμενο να επισημάνει, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, ότι οι επικαλούμενες αποφάσεις «δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα επί του οποίου είχε αποφανθεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο».[19] Παρά τις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας ενώπιον του αναιρετικού δικαστηρίου για τη διασφάλιση της συνοχής της νομολογίας και παρά τη δυνατότητα επιβολής αυστηρότερων προϋποθέσεων για το παραδεκτό μιας αίτησης αναίρεσης, η προσφυγή σε προϋπόθεση που απορρέει από τη νομολογία όσον αφορά στο παραδεκτό μιας αίτησης αναίρεσης απαιτεί επαρκή αιτιολογία. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν διευκρίνισε ουσιαστικά τον λόγο για τον οποίο θεώρησε ότι οι αποφάσεις που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων δεν αφορούν στο ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό της παρούσας υπόθεσης, ιδίως ενόψει της υποχρέωσης των εθνικών δικαστηρίων να εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή και αυστηρότητα υποθέσεις που σχετίζονται με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που εγγυάται η Σύμβαση ή τα Πρωτόκολλά της.[20]
Έπειτα, το Δικαστήριο τονίζει ότι δεν διευκρινίζεται ο τρόπος με τον οποίο ο προσφεύγων θα μπορούσε να εντοπίσει νομολογία για το κρίσιμο νομικό ζήτημα, όταν οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων και κυρίως, των διοικητικών δικαστηρίων δεν δημοσιεύονται σε κάποιο επίσημο έντυπο ή σε κάποια βάση δεδομένων, στην οποία ο προσφεύγων να είχε πρόσβαση. Δεδομένων αυτών, η απαίτηση του Συμβουλίου της Επικρατείας για περαιτέρω τεκμηρίωση του λόγου αναίρεσης εκ μέρους του αναιρεσείοντος, εκτός από παράδοξη, κρίνεται και δυσανάλογα επαχθής. Το ΕΔΔΑ διαπιστώνει ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, ερμηνεύοντας την επίμαχη απαίτηση, χωρίς να λάβει υπόψη τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετώπισε ο προσφεύγων για την πρόσβαση στην εγχώρια νομολογία, υιοθέτησε μια τυπολατρική προσέγγιση κατά την εφαρμογή των διαδικαστικών απαιτήσεων. Η προσέγγιση αυτή δεν αποδείχθηκε αναγκαία ούτε για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου ούτε για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και πρέπει να θεωρηθεί υπερβολικά φορμαλιστική.[21] Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο φόρτος εργασίας του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου ενδέχεται να προκαλέσει δυσχέρειες στην τακτική λειτουργία της εξέτασης των αιτήσεων αναίρεσης, γεγονός παραμένει ότι οι περιορισμοί στην πρόσβαση στα αναιρετικά δικαστήρια δεν μπορούν να παρακωλύουν, μέσω μιας υπερβολικά τυπολατρικής ερμηνείας, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό, ώστε το δικαίωμα αυτό να προσβάλλεται ως προς την ίδια του την ουσία.[22]
Ενόψει των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να απορρίψει τον τρίτο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος, επειδή έκρινε ότι οι επικαλούμενες αποφάσεις δεν αφορούν στο συγκεκριμένο νομικό ζήτημα επί του οποίου είχε αποφανθεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ισοδυναμεί με υπερβολικό φορμαλισμό και εμπόδισε την εξέταση της βασιμότητας των αξιώσεων του προσφεύγοντος από το εν λόγω δικαστήριο.[23]
Στη συνέχεια, το ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν απάντησε στον πρώτο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος, παρότι το προβαλλόμενο νομικό ζήτημα ήταν καθοριστικό για την αποδοχή του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης και απαιτούσε συγκεκριμένη και ρητή απάντηση. Ελλείψει τέτοιας απάντησης, κατέστη αδύνατο να εξακριβωθεί αν το εθνικό δικαστήριο απλώς αμέλησε να εξετάσει την αιτίαση ή αν την απέρριψε κατά την εξέτασή της και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, για ποιους λόγους.[24]
Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόρριψη από το Συμβούλιο της Επικρατείας του δεύτερου λόγου αναίρεσης, με τον οποίο ο προσφεύγων προέβαλε ότι «όσον αφορά στον δεύτερο λόγο αναίρεσης, πρέπει να εφαρμοστεί αυτός που αναφέρθηκε αμέσως ανωτέρω», δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικά τυπολατρική απόφαση που εμπόδισε την εξέταση της αίτησης αναίρεσης του προσφεύγοντος, διότι ο προσφεύγων περιορίστηκε να παραπέμψει αόριστα στις προηγούμενες παρατηρήσεις του, χωρίς να αναφέρει σε ποια επιχειρήματα και σε ποια νομολογία αναφερόταν.[25]
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι η υπερβολικά συσταλτική ερμηνεία, από δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, της προϋπόθεσης κατά την οποία η επικαλούμενη νομολογία πρέπει να αφορά στο ίδιο νομικό ζήτημα με το επίδικο, η έλλειψη προσβάσιμης συνολικής βάσης δεδομένων νομολογίας, καθώς και η απουσία οποιασδήποτε απάντησης από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αναφορικά με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, απέκλεισαν την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και προσέβαλαν την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο.[26]
Σχετική νομολογία ΕΔΔΑ
Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που απορρέει από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, συνδέεται με τις αρχές του κράτους δικαίου και της δίκαιης δίκης και πρέπει να είναι πρακτικό και αποτελεσματικό. Το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι θεσπίζονται μεν από το κράτος κατά τη διακριτική του ευχέρεια, πρέπει δε να εξυπηρετούν νόμιμο σκοπό και να μη θίγουν την ουσία του δικαιώματος.[27] Έχει επανειλημμένα κριθεί από το Δικαστήριο ότι μια υπερβολικά φορμαλιστική ερμηνεία των τυπικών προϋποθέσεων μιας αίτησης ενδέχεται να παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο.[28] Για την αξιολόγηση των ισχυρισμών περί υπερβολικής τυπολατρίας των εθνικών αποφάσεων, εξετάζεται η υπόθεση στο σύνολό της και λαμβάνονται υπόψη οι συγκεκριμένες περιστάσεις της. Θεμελιώδη κριτήρια για τη διάκριση μεταξύ υπέρμετρου φορμαλισμού και αποδεκτής εφαρμογής δικονομικών κανόνων αποτελούν η ασφάλεια δικαίου και η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο παραβιάζεται όταν οι επίδικοι κανόνες παύουν να εκπληρώνουν τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και θέτουν εμπόδια που αποτρέπουν την εξέταση της ουσίας του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου από το δικαστήριο.[29]
Παρότι το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δεν προβλέπει ρητώς την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους, η υποχρέωση αυτή συνάγεται αβίαστα από την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ,[30] σύμφωνα με την οποία απαιτείται από τα εθνικά δικαστήρια να αναφέρουν επαρκώς τους λόγους στους οποίους στηρίζονται οι αποφάσεις τους. Χωρίς να απαιτείται λεπτομερής απάντηση σε κάθε επιχείρημα, από την υποχρέωση αιτιολόγησης απορρέει ότι ένας διάδικος μπορεί να αναμένει συγκεκριμένη και ρητή απάντηση στους ισχυρισμούς που είναι καθοριστικοί για την έκβαση της διαδικασίας. Ο βαθμός στον οποίο ισχύει η υποχρέωση αυτή ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της απόφασης, γι’ αυτό και το θέμα αν ένα δικαστήριο παραβίασε την υποχρέωση αιτιολόγησης του άρθρου 6 παρ.1 ΕΣΔΑ μπορεί να κριθεί μόνο υπό το πρίσμα των περιστάσεων της εκάστοτε υπόθεσης[31].
Όπως σημειώθηκε παραπάνω, δεν είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο αξιολογεί τη συμβατότητα του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Το ζήτημα αυτό είχε απασχολήσει το Δικαστήριο στην υπόθεση Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας, στην οποία όμως δεν είχε διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης.[32] Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή είχε γίνει δεκτό- μεταξύ άλλων- ότι το άρθρο 6 παρ. 1 δεν επιβάλλει τη λεπτομερή αιτιολόγηση μίας απόφασης δια της οποίας ένα αναιρετικό δικαστήριο, βασιζόμενο σε μία συγκεκριμένη νομική διάταξη, απορρίπτει μία προσφυγή επειδή δεν έχει προοπτικές επιτυχίας. Μάλιστα, είχε κριθεί ότι, υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, τα ανώτατα ή τα συνταγματικά ή άλλα δικαστήρια τελευταίου βαθμού δεν είναι υποχρεωμένα να παραθέτουν λεπτομερή αιτιολογία όταν αρνούνται να εξετάσουν μία προσφυγή στο πλαίσιο μίας διαδικασίας φιλτραρίσματος.
Έγινε, ακόμη, δεκτό ότι οι τυπικές λεπτομέρειες για την άσκηση ενδίκου μέσου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι σαφείς, προβλέψιμες και διασφαλίζουν την αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθώς και ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας- ενόψει και της ιδιαιτερότητας του ρόλου του δικαστηρίου για τη διασφάλιση της συνοχής της νομολογίας- συνάδει, ως επί το πλείστον, με τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης. Επιπλέον, κρίθηκε ότι η εξάρτηση του παραδεκτού μίας αίτησης αναίρεσης από την ύπαρξη αντικειμενικών συνθηκών και από την επίκλησή τους από τον διάδικο που ασκεί το ένδικο μέσο δεν είναι, αυτή καθ’ αυτή, δυσανάλογη ή αντίθετη με το δικαίωμα πρόσβασης στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Συνεπώς, δεδομένου ότι οι εφαρμοστέοι περιορισμοί εξυπηρετούσαν έναν θεμιτό σκοπό και η εφαρμογή τους δεν έθιξε τον λογικό χαρακτήρα της συνάφειας μεταξύ των χρησιμοποιηθέντων μέσων και του στόχου στον οποίο απέβλεπαν, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι ο προσφεύγων δεν αντιμετώπισε κάποιο δυσανάλογο πρόσκομμα κατά την άσκηση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, ως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης.[33]
Κριτική
Η απόφαση Τσιώλης κατά Ελλάδας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία ρηξικέλευθη απόφαση. Ενώ στην υπόθεση Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας είχε γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης είναι σαφείς, προβλέψιμες, αντικειμενικές και διασφαλίζουν τη συνοχή της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου, με τη σχολιαζόμενη απόφαση κρίθηκε ότι η εξόχως συσταλτική ερμηνεία της προϋπόθεσης του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης σχετικά με την υποχρέωση επίκλησης αποφάσεων που αφορούν στο ίδιο νομικό ζήτημα με το επίδικο, σε συνδυασμό με την έλλειψη προσβάσιμης συνολικής βάσης δεδομένων νομολογίας, συνιστά υπέρμετρη τυπολατρία που εμποδίζει την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης από το δικαστήριο. Επιπλέον, με τη σχολιαζόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι παραβιάσθηκε το κρίσιμο άρθρο της Σύμβασης, εξαιτίας της έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη. Και τούτο, παρότι στην υπόθεση Παπαϊωάννου είχε γίνει δεκτό, κατά την εφαρμογή του ίδιου δικονομικού κανόνα, ότι δεν απαιτείται λεπτομερής αιτιολόγηση όταν μία προσφυγή απορρίπτεται λόγω έλλειψης προοπτικών επιτυχίας ή δεν εξετάζεται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας φιλτραρίσματος. Μάλιστα, το Δικαστήριο είναι γενικώς αρκετά ελαστικό απέναντι στα εθνικά δικαστήρια ως προς την υποχρέωση αιτιολόγησης και έχει διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 για τον λόγο αυτό σε μάλλον σπάνιες περιπτώσεις, στο μέτρο που υπήρχε μεν αιτιολόγηση, αλλά η τελευταία ήταν προφανώς αντιφατική ή χωρίς συνοχή.[34]
Με τη σχολιαζόμενη απόφαση, το Δικαστήριο φαίνεται, αφενός, να επικρίνει την υπερβολικά αυστηρή ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 από το Συμβούλιο της Επικρατείας, μετριάζοντας τις συνέπειες της σχετικής του νομολογίας, Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας, και καθιστώντας τις πιο επιεικείς για τον αναιρεσείοντα.[35] Αφετέρου, όμως, δεν τις αναιρεί[36] και αυτοπεριορίζεται από την ίδια του τη νομολογία, όταν αποδίδει τη διαφορετική κρίση του στις δύο εν λόγω αποφάσεις αποκλειστικά στην ανομοιότητα των περιστάσεων μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι, στην υπόθεση Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί αντισυνταγματικότητας της διάταξης για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, για τον λόγο ότι αναφορικά με το ζήτημα αυτό υπήρχε πλούσια νομολογία και τον ισχυρισμό περί έλλειψης νομολογίας αιτιολογώντας ειδικώς ότι ο αναιρεσείων δεν είχε συγκεκριμενοποιήσει επαρκώς το νομικό ζήτημα για το οποίο προέβαλε την έλλειψη νομολογίας.[37]
Εύλογα γεννάται το ερώτημα των πρακτικών συνεπειών της απόφασης. Πέρα από την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει 6.000 ευρώ στον προσφεύγοντα για ηθική βλάβη, σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης, ο προσφεύγων δύναται να αιτηθεί, δυνάμει του άρθρου 69Α του π.δ. 18/1989, την επανάληψη της διαδικασίας ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου. Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι για να γίνει η αίτηση αυτή δεκτή και να εξαφανισθεί η βλαπτική για τον αιτούντα απόφαση, πρέπει να πληρούνται οι επτά ειδικότερες προϋποθέσεις που έχει θέσει το Συμβούλιο της Επικρατείας για τη συμμόρφωσή του στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ.[38]
Η σημασία της απόφασης έγκειται και στο γεγονός ότι επιβεβαιώνονται νομολογιακά, για πρώτη φορά, ορισμένες αντιρρήσεις που είχαν εκφραστεί από μέρος της θεωρίας σχετικά με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και οι οποίες είχαν επανειλημμένως αποκρουστεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας- με επίκληση και νομολογίας του ΕΔΔΑ. Με τη σχολιαζόμενη απόφαση, αναζωπυρώνεται ο επιστημονικός διάλογος στη χώρα μας σχετικά με τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης και επισημαίνεται η ανάγκη -αν όχι νομοθετικής παρέμβασης- πάντως εγκατάλειψης βασικών παραδοχών του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 12 παρ. 1.[39]
Ειδικότερα, ως υπέρμετρα φορμαλιστική αξιολογείται η προαναφερθείσα απαίτηση του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με την οποία η νομολογία την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων επί του κρίσιμου νομικού ζητήματος πρέπει να αφορά στα ίδια ή σε ουσιωδώς παρεμφερή πραγματικά περιστατικά με τα επίδικα και να μην αναφέρεται σε ζήτημα ανάλογο ή παρόμοιο. Και τούτο, διότι, με αυτό τον τρόπο, συρρικνώνονται έτι περαιτέρω οι αποφάσεις που δύναται να επικαλεσθεί ο αναιρεσείων για το παραδεκτό της αίτησής του, δεδομένης της έλλειψης προσβάσιμης βάσης δεδομένων νομολογίας, ιδίως δε της νομολογίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
Λαμβάνοντας υπόψη την εν λόγω αντικειμενική αδυναμία των αναιρεσειόντων ως προς την επαρκή γνώση της νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν μπορεί πλέον να απέχει από την αυτεπάγγελτη- καθ’ερμηνεία του δικογράφου- έρευνα και θεμελίωση της παραδεκτής προβολής λόγου αναίρεσης που αφορά στην ύπαρξη ή μη αντίθετης νομολογίας.[40]
Ας σημειωθεί ότι ο νομοθέτης, αναγνωρίζοντας την αδικαιολόγητη αυστηρότητα της ερμηνείας του άρθρου 12 παρ. 1 από το Συμβούλιο της Επικρατείας εξαιτίας της έλλειψης μιας πλήρους και προσιτής βάσης πληροφοριών με το σύνολο της νομολογίας, επεδίωξε, στο παρελθόν, να ελαστικοποιήσει τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης.[41] Ως εκ τούτου, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016, προσέθεσε στην παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, διάταξη σύμφωνα με την οποία «το απαράδεκτο της αίτησης αναίρεσης καλύπτεται εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση». Εντούτοις, το Συμβούλιο της Επικρατείας, κρίνοντας ενάντια στην τελολογία της ρύθμισης, έκανε δεκτό ότι, αν με το εισαγωγικό δικόγραφο δεν προβάλλεται ισχυρισμός ότι τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου οι σχετικές κρίσεις της προσβαλλομένης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, η έλλειψη αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί δια της εκ των υστέρων προβολής σχετικού ισχυρισμού, με το έγγραφο που προβλέπει το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016.[42]
Στη σχολιαζόμενη απόφαση επισημαίνεται και η υποχρέωση επαρκούς αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, παρότι ο έλεγχος τήρησης της υποχρέωσης αυτής στο εσωτερικό μας δίκαιο έχει εξοβελιστεί με την επί της ουσίας κατάργηση του σχετικού λόγου αναίρεσης που αφορά στις πλημμέλειες της αιτιολογίας, όπως αναδείχθηκε ανωτέρω. Κατά συνέπεια, ενόψει και του γεγονότος ότι το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος απαιτεί ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κάθε δικαστικής απόφασης, υπό το πρίσμα του άρθρου 53 της ΕΣΔΑ,[43] καθίσταται πλέον αντίθετη με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με την οποία η επικαλούμενη έλλειψη νομολογίας ή η αντίθεση προς αυτήν, θα πρέπει να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής και να μην εντοπίζεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της συγκεκριμένης υπόθεσης.[44] Επομένως, το κρίσιμο νομικό ζήτημα για το οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται την έλλειψη νομολογίας ή την αντίθεση προς αυτή δεν θα πρέπει να απαιτείται να αναφέρεται αποκλειστικά στην ερμηνεία του κανόνα δικαίου, αλλά και στην εφαρμογή του και στην αιτιολογία της απόφασης επ’ αυτού.
Προς υπεράσπιση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, ο Πρόεδρος του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου υποστήριξε- μεταξύ άλλων- ότι η υιοθέτηση της νομολογιακής θέσης του ΕΔΔΑ, όπως διατυπώθηκε στη σχολιαζόμενη απόφαση, θα αναιρούσε τη θεμελιώδη οργανωτική διάρθρωση του δικαστηρίου.[45] Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι θα υποχρέωνε τον εκάστοτε δικαστή που εξειδικεύεται στη νομοθεσία αρμοδιότητας του τμήματος στο οποίο ασκεί τα καθήκοντά του να αναζητά τη νομοθεσία αρμοδιότητας άλλων τμημάτων, προκειμένου να διαγνώσει την ομοιότητα ή μη των τιθέμενων νομικών ζητημάτων. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό δεν φαίνεται ιδιαίτερα πειστικό, καθώς από τη θεμελιώδη αρχή iura novit curia απορρέει ότι ο δικαστής γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει τον νόμο. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ασκεί τα καθήκοντά του σε ένα συγκεκριμένο τμήμα του δικαστηρίου δεν συνεπάγεται ότι απαλλάσσεται από την υποχρέωση εξοικείωσής του με την υπόλοιπη νομοθεσία. Εξάλλου, το ΕΔΔΑ έχει κάνει δεκτό ότι η αποκλίνουσα νομολογία μεταξύ των τμημάτων του Συμβουλίου της Επικρατείας επιλύεται με απόφαση της Ολομέλειας.[46] Έκρινε, λοιπόν, ότι η νομολογιακή σύγκρουση μεταξύ δύο τμημάτων του Συμβουλίου της Επικρατείας, που συνεχίσθηκε επί σειρά ετών και παρά την απόφαση της Ολομέλειας, δημιούργησε ανασφάλεια δικαίου και οδήγησε στην αναποτελεσματικότητα του μηχανισμού εναρμόνισης, με συνέπεια την παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.[47] Επομένως, δυνάμει της λειτουργίας του μηχανισμού επίλυσης της διαφορετικής νομολογίας μεταξύ των τμημάτων του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, ο δικαστής δεν θα βρεθεί αντιμέτωπος με αποκλίνουσα νομολογία αν χρειαστεί να συγκρίνει τη νομοθεσία διαφορετικών τμημάτων για την αξιολόγηση του προβαλλόμενου νομικού ζητήματος σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης. Σε κάθε περίπτωση, η κατανομή της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μεταξύ των τμημάτων του αποτελεί εσωτερική κατανομή εργασίας, άσχετη με το παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων.[48]
Επίσης, ο Προέδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ισχυρίστηκε πως αν ο διάδικος, για τη θεμελίωση του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης, προβάλει ότι δεν βρήκε νομολογία, τότε το δικαστήριο δύναται είτε να δεχτεί τον ισχυρισμό ως «έλλειψη νομολογίας» είτε να αναφέρει το ίδιο τη νομολογία του, την οποία φυσικά γνωρίζει, και να προχωρήσει στη διερεύνηση του βασίμου του λόγου αναίρεσης[49]. Εντούτοις, η δυνατότητα αυτή όχι μόνο δεν προκύπτει από τη νομολογία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, αλλά το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει θεωρήσει δεδομένη την αδυναμία αυτεπάγγελτης έρευνας της συνδρομής λόγων που θεμελιώνουν το κατ’ άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης.[50]
Καταληκτικά, με την απόφαση Τσιώλης κατά Ελλάδας αναδεικνύεται επιτακτικά η ανάγκη νομολογιακής μεταστροφής του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, ώστε να είναι σύμφωνη με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Η υιοθέτηση από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο των προτεινόμενων ενδεικτικών ερμηνευτικών λύσεων θα οδηγήσει, περαιτέρω, στην ενίσχυση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και της υποχρέωσης αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προς τον σκοπό της αποτελεσματικότερης λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας και κατ’ επέκταση του κράτους δικαίου στη χώρα μας.
[1] Βλ. ΕΔΔΑ, Τσιώλης κατά Ελλάδος, αρ. προσφ. 51774/17, 19.11.2024.
[2] Βλ. ΕΔΔΑ Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας, αρ. προσφ. 18880/15, 2.6.2016, Αστικός και Παραθεριστικός Οικοδομικός Συνεταιρισμός Αξιωματικών κατά Ελλάδας, αρ. προσφ. 29382/16, 9.5.2017 και Παναγιώτης Καραγιώργος κατά Ελλάδας, αρ. προσφ, 489/17, 9.5.2017.
[3] «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα, το οποίο θα αποφασίσει είτε ως προς αμφισβητήσεις για τα αστικής φύσης δικαιώματα και υποχρεώσεις του είτε για το βάσιμο κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσης. Η απόφαση πρέπει να εκδοθεί δημόσια, η είσοδος όμως στην αίθουσα των συνεδριάσεων μπορεί να απαγορευτεί για τον Τύπο και το κοινό για όλη ή μέρος της διάρκειας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημόσιας τάξης ή της εθνικής ασφάλειας σε δημοκρατική κοινωνία, όταν αυτό ενδείκνυται από τα συμφέροντα των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή στον απολύτως αναγκαίο βαθμό που κρίνει το δικαστήριο, όταν η δημοσιότητα θα μπορούσε υπό ειδικές συνθήκες να βλάψει τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.».
[4] ΣτΕ 517/2024, 413/2024, 17/2022 7μ., 2396/2022, 1064/2021, 1221/2021, 100/2021, 1577/2020, 1826/2020, 1716/2019, 1464/2019, 316/2016, 833/2016, 1880/2015, 2756/2014, 3008/2013, 2659/2013, 797/2013 7μ., 915-6/2012, 2130/2012, 4163/2012 7μ., 3475/2011 Ολ. κ.ά.
[5] ΣτΕ 1109/2022 7μ., 2749/2022, 2378/2021 Ολ., 585/2021, 679/2021, 456/2020, 1823/2020, 2667/2019, 711/2018, κ.ά.
[6] ΣτΕ 1716/2019, 958/2015, 1913/2014, 3008/2013, 3011/2013, κ.ά.
[7] ΣτΕ 1716/2019, 204/2017, 1534/2016, 2637/2016, 3854/2015, 3529/2015, 3622/2015, 1457/2015, 1307/2015, 3622/2015, 1913/2014, 1913/2014, 3012/2013 κ.ά.
[8] Β. Τσιγαρίδας, Η αρχή iura novit curia στη Διοικητική Δίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021, σελ 407-408.
[9] Β. Μπουκουβάλα, «Οι δικονομικές μεταρρυθμίσεις που τέθηκαν στην άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως με το άρθρο 12 του ν. 3900/2010 και η επιρροή τους στα χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου των νόμων στην Ελλάδα», ΕφημΔΔ 5/2016, σελ. 549.
[10] Χ. Χρυσανθάκης, «Οι νέες ρυθμίσεις για τη διοικητική δίκη: ο ν. 3900/2010, Μια «ανοιχτή» επιστολή προς την Πολιτεία», ΘΠΔΔ, 12/2010, σελ. 1322 και 1324, όπου παρατίθεται επιπλέον ότι «η όλη ρύθμιση είναι ιδιαιτέρως προβληματική εξ απόψεως συνταγματικότητας, δεδομένου ότι αναγορεύει τη νομολογία σε πηγή δικαίου, κάτι το οποίο το άρθρο 26 Συντ. και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών αποκλείει. Το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ (άρθρο 6) προβλέπουν και κατοχυρώνουν την αποστολή του δικαστή ως ερμηνευτή και εφαρμοστή και όχι δημιουργού του δικαίου», Α. Γέροντας, «Η πρόσφατη μεταρρύθμιση της διοικητικής δικαιοσύνης (ν. 3900/2010)», ΕφημΔΔ, 3/2011, σ. 372-374, βλ. και Γ. Γεραπετρίτη, Ο απρόσφορος εκσυγχρονισμός της διοικητικής δικαιοσύνης και ο μονόδρομος των ριζικών λύσεων σε Ένωση Διοικητικών Δικαστών, Τιμητικός Τόμος για τα 50 χρόνια των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, 2015, σελ. 500-501, όπου αναφέρεται πως «η συγκεκριμένη διάταξη θέτει μάλλον αξεπέραστα εμπόδια για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, ώστε κατ’ αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε de facto stare decisis, ίσως πιο ανελαστικό ακόμη και από τον σεβασμό του δικαστικού προηγούμενου σε αγγλοσαξονικά συστήματα, αφού εμποδίζεται το ανώτατο δικαστήριο να ανατρέψει την προηγούμενη νομολογία του στο πλαίσιο της εκδίκασης της αίτησης αναίρεσης».
[11] Μ. Πικραμένος, Το Συμβούλιο της Επικρατείας μετά τον ν. 3900/2010, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 1120.
[12] Άρθρο 12 αιτιολογικής έκθεσης ν. 3900/2010: Ουσιώδης επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας είναι απολύτως αδύνατον να επιτευχθεί χωρίς δραστική µείωση του αριθµού των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιόν του. Ιδίως δε ενόψει του µεγάλου αριθµού των εισαγοµένων στο ∆ικαστήριο αιτήσεων αναιρέσεως που δεν θέτουν σηµαντικά νοµικά ζητήµατα […]. Ο µεγάλος αυτός αριθµός οφείλεται επίσης στην επιµονή της ∆ιοίκησης να εξαντλεί όλα, ανεξαιρέτως, τα προβλεπόµενα στο νόµο ένδικα µέσα κατά των δικαστικών αποφάσεων που δέχονται ένδικα βοηθήµατα πολιτών, ακόµη και επί υποθέσεων εντελώς δευτερευούσης σηµασίας. […]. Ενόψει δε του ότι βασικός σκοπός του ∆ικαστηρίου είναι η ενότητα της νοµολογίας, τα ένδικα αυτά µέσα είναι παραδεκτά µόνον όταν δεν υπάρχει ακόµη νοµολογία, είτε όταν υπάρχει αντίθεση της προσβαλλοµένης απόφασης προς την νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου, είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου [….]Τα µέτρα αυτά, ανακουφίζοντας το Συµβούλιο της Επικρατείας από τη σηµερινή οριακή για τη λειτουργία του κατάσταση υπερφόρτωσης, θα του δώσουν τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσµατικά τις συνταγµατικές του αρµοδιότητες ως ανωτάτου δικαστηρίου στις περιπτώσεις που κατ’ εξοχήν επιβάλλεται, σοβαρά δε ζητήµατα που, ανεξάρτητα από τις πιο πάνω δικονοµικές προϋποθέσεις, ενδείκνυται να φθάσουν προς κρίση ενώπιόν του, µπορούν, πάντως, να αποτελέσουν αντικείµενο αιτήσεως αναιρέσεως υπέρ του νόµου, κατά τις σχετικές διατάξεις που εξακολουθούν να ισχύουν.
[13] ΣτΕ 1719/2019, ΣτΕ 394/2017, 2656/2016, 316/2016, 4987/2012, 4439/2012 7μ.
[14] Ibid.
[15] ΣτΕ 1457/2015.
[16] ΣτΕ 4447/2013, 439/2012, 4987/2012.
[17] ΕΔΔΑ, Brualla Gomez de la Torre κατά Ισπανίας, αρ. προσφ. 155/1996/774/975, 19.12.1997, παρ. 38.
[18] ΣτΕ 316/2016, 4987/2012, 4439/2012.
[19] ΕΔΔΑ, Τσιώλης κατά Ελλάδας, αρ. προσφ. 51774/17, 19.11.2024, παρ. 71 και 78.
[20] Ibid. παρ. 71
[21] Ibid. παρ. 72 και 79.
[22] Ibid. παρ. 73.
[23] Ibid. παρ. 74.
[24] Ibid. παρ. 77.
[25] Ibid. παρ. 82 και 83.
[26] Ibid. παρ. 84.
[27] ΕΔΔΑ Zubac v. Croatia, αρ. προσφ. 40160/12, 5.4.2018, παρ. 76-78.
[28] ΕΔΔΑ Trevisanato v. Italy, αρ. προσφ. 32610/07, 15.12.2016, παρ. 38.
[29] ΕΔΔΑ Affaire Xavier Lucas c. France, αρ. προσφ. 15567/20, 9.6.2022, παρ. 57, Affaire Succi et autres c. Italie, αρ. προσφ. 55064/11, 28.1.2022, παρ. 81, Affaire Vermeersch c. Belgique, αρ. προσφ. 49652/10, 16.2.2021, παρ. 79, Ευστρατίου και λοιποί κατά Ελλάδας, αρ. προσφ. 53221/14, 19.11.2020, παρ. 43, Kart v. Turkey, αρ. προσφ. 8917/05, 3.12.2009 παρ. 79.
[30] Λ.Α. Σισιλιάνος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 287.
[31] ΕΔΔΑ, Τσιώλης κατά Ελλάδας, αρ. προσφ. 51774/17, 19.11.2024, παρ. 62 και Affaire Tourisme d’ Affaires c. France, αρ. προσφ. 17814/10, 16.5.2012, παρ. 26, 27 και 30, όπου, επιπλέον, αναφέρεται ότι η ενίσχυση της αιτιολογίας θα μπορούσε να παράσχει χρήσιμη καθοδήγηση στους ιδιώτες ως προς το νόημα των αποφάσεων, ενώ ταυτόχρονα θα βοηθούσε το Δικαστήριο να εκπληρώσει τον ρόλο του, ο οποίος περιορίζεται στον έλεγχο της συμβατότητας με τη Σύμβαση των αποτελεσμάτων μίας τέτοιας ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου.
[32] Το ίδιο νομικό ζήτημα είχε απασχολήσει το ΕΔΔΑ και στις υποθέσεις Αστικός και Παραθεριστικός Οικοδομικός Συνεταιρισμός Αξιωματικών κατά Ελλάδας, αρ. προσφ. 29382/16, 9.5.2017 και Παναγιώτης Καραγιώργος κατά Ελλάδας, αρ. προσφ, 489/17, 9.5.2017, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν. Το Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές, κρίνοντας ότι η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 εξυπηρετεί νόμιμο σκοπό και δεν συνεπάγεται δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
[33] ΕΔΔΑ Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας, αρ. προσφ. 18880/15, 2.6.2016, παρ. 45, 46, 49 και 50.
[34] Βλ. Λ.Α. Σισιλιάνος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 287, όπου αναφέρεται επιπλέον ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τη φύση της απόφασης, την ποικιλία των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος και τις διαφορές που παρατηρούνται στα συμβαλλόμενα κράτη ως προς τις σχετικές δικονομικές διατάξεις, τις θεωρητικές αντιλήψεις, την παρουσίαση και τη σύνταξη των αποφάσεων. Κατά συνέπεια, το κατά πόσο ένα εθνικό δικαστήριο παραβίασε την υποχρέωση αιτιολόγησης που απορρέει από το άρθρο 6 δεν μπορεί παρά να εξεταστεί κατά περίπτωση.
[35] Χ. Τσιλιώτης, «Η απόφαση της 19.11.2024 του ΕΔΔΑ (Τσιώλης κατά Ελλάδας) ως ρήγμα και όχι αναίρεση των προϋποθέσεων παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ», www.syntagmawatch.gr, 27.11.2024.
[36] Ibid.
[37] ΕΔΔΑ, Τσιώλης κατά Ελλάδας, αρ. προσφ. 51774/17, 19.11.2024, παρ. 85.
[38] ΣτΕ Ολ. 2208/2020, 680/2017. Οι ειδικότερες προϋποθέσεις που έχει θεσπίσει το Συμβούλιο της Επικρατείας για τη συμμόρφωσή του με αποφάσεις του ΕΔΔΑ είναι, συνοπτικά, οι ακόλουθες: Α) Η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παράβαση διάταξης της ΕΣΔΑ να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς το σκεπτικό και το διατακτικό της οικείας απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας. Β) Η συμμόρφωση προς τη σχετική απόφαση του ΕΔΔΑ να μη συνεπάγεται παραβίαση κανόνα του Συντάγματος, το οποίο ναι μεν υπερισχύει της ΕΣΔΑ, αλλά, πάντως, πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του εφικτού, κατά τρόπο «φιλικό» προς την ΕΣΔΑ. Γ) Η συμμόρφωση να μην οδηγεί σε παραβίαση άλλης υποχρέωσης της χώρας από το διεθνές δίκαιο, ιδίως δε από το ενωσιακό δίκαιο, η οποία κρίνεται σημαντικότερη σε σχέση με εκείνη που απορρέει από το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ. Δ) Η συμμόρφωση να μην προσκρούει σε άλλο επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, η εξυπηρέτηση του οποίου κρίνεται ότι υπερέχει. Ε) Η απόφαση του ΕΔΔΑ να μην είναι εμφανώς ελλιπής, ασαφής ή αυθαίρετη. ΣΤ) Η διαπίστωση των επίμαχων παραβάσεων να μην κλονίζεται από οψιγενή στοιχεία. Ζ) Να μην έχει μεσολαβήσει πράξη κρατικού οργάνου, με την οποία να θεραπεύεται κατ’ ουσίαν η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παράβαση και να αίρονται τα δυσμενή για τον αιτούντα αποτελέσματά της, ώστε η επανάληψη της διαδικασίας να παρίσταται αλυσιτελής.
[39] Σημειώνεται πως ανάλογοι προβληματισμοί γεννώνται και για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, ως προς τις προϋποθέσεις παραδεκτού της έφεσης στην ακυρωτική δίκη, που, με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, προστέθηκαν στο άρθρο 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 και ταυτίζονται με τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης που, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, προστέθηκαν στο άρθρο 53 του π.δ. 18/1989.
[40] ΣτΕ 903/2023.
[41] Βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 4446/2016, ιδίως «η ρύθµιση αυτή, µε την οποία ελαστικοποιούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις, παρίσταται αναγκαία, δεδοµένου ότι, µέχρι στιγµής, δεν υφίσταται διαθέσιµη µια πλήρης και προσιτή βάση δεδοµένων µε το σύνολο της νοµολογίας του Συµβουλίου της Επικρατείας, των λοιπών ανωτάτων δικαστηρίων, καθώς και των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας, µε αποτέλεσµα να µην είναι δυνατόν ο διάδικος να γνωρίζει µε βεβαιότητα εάν υφίσταται νοµολογία αντίθετη προς την προσβαλλόµενη απόφαση».
[42] ΣτΕ 1843/2021, 1721/2017, 1076/2017 κ.ά.
[43] «Καμία από τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης δεν ερμηνεύεται έτσι ώστε να περιορίζει ή να αναιρεί τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες που τυχόν αναγνωρίζονται από το δίκαιο κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους ή από κάθε άλλη Σύμβαση από την οποία δεσμεύεται το εν λόγω Συμβαλλόμενο Μέρος.».
[44] ΣτΕ 1716/2019, 204/2017, 1534/2016, 2637/2016, 3854/2015, 3529/2015, 3622/2015, 1457/2015, 1307/2015, 3622/2015, 1913/2014, 1913/2014, 3012/2013 κ.ά.
[45] Μ.Πικραμένος, «Όψεις της επίδρασης της νομολογίας του ΕΔΔΑ στην οργάνωση και λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας», www.constitutionalism.gr, 7.2.2025.
[46] ΕΔΔΑ, Σινέ Τσαγκαράκης Α.Ε.Ε. κατά Ελλάδας, αρ. προσφ. 17257/13, 23.5.2019, παρ. 52.
[47] Ibid, παρ. 58.
[48] Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 6η Έκδοση, σελ. 366.
[49] Μ.Πικραμένος, «Όψεις της επίδρασης της νομολογίας του ΕΔΔΑ στην οργάνωση και λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας», www.constitutionalism.gr, 7.2.2025.
[50] ΣτΕ 903/2023, παρ. 5.
Η Νάγια Ρουπίνα είναι ασκούμενη δικηγόρος, πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και υποψήφια μεταπτυχιακού διπλώματος με αντικείμενο το δημόσιο δίκαιο στη Νομική Σχολή του ίδιου Πανεπιστημίου. Στα ερευνητικά της ενδιαφέροντα συγκαταλέγονται το συνταγματικό, το διοικητικό και το ευρωπαϊκό δίκαιο.