Θέλω, πρώτα-πρώτα, να ευχαριστήσω την Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), την Πρόεδρο και τους δύο πρώην Προέδρους του Δικαστηρίου για την εξαιρετική τιμή που μου έκαναν, ζητώντας μου να εκφωνήσω την κεντρική ομιλία στην αποψινή παρουσίαση της δεύτερης έκδοσης του Λευκώματος. Εξακολουθώ, βλέπετε, να δικηγορώ στο Δικαστήριό Σας και να εμπλέκομαι έτσι, από απόσταση έστω, αλλά, κάποιες φορές, μοιραία πιο άμεσα, στην καθημερινή ρουτίνα του. Θέλω να σας βεβαιώσω πάντως ότι θα καταβάλω κάθε προσπάθεια η εμπλοκή μου αυτή να μην επηρεάσει τη ματιά μου ως κάποιου που από παλιά μελετά επιστημονικά τον θεσμό και τους ανθρώπους του, γιατί πιστεύει στην αποστολή του. Σας ευχαριστώ, ως εκ τούτου, και πάλι για την εμπιστοσύνη σας.
Ο τίτλος του σχολιαζόμενου βιβλίου επέβαλε και τη δομή της ομιλίας μου. Θα αντιστρέψω, ωστόσο, τη σειρά και θα μιλήσω πρώτα για τα πρόσωπα και μετά για τον θεσμό.
Το Λεύκωμα παρουσιάζει βιογραφικά σημειώματα των 372 δικαστών από το σύνολο των 381 που υπηρέτησαν στο Δικαστήριο από το 1929 έως σήμερα. Ανέρχονταν σε 272 το 2005, όταν κυκλοφόρησε η πρώτη έκδοση του βιβλίου. Δηλαδή, σε 18 χρόνια, προστέθηκαν εκατό νέα πρόσωπα. Σήμερα υπηρετούν 168 συνολικά, από τα οποία 116 γυναίκες και 51 άνδρες. Πρόκειται, δίχως άλλο, για τη σημαντικότερη μεταβολή στη σύνθεση του Δικαστηρίου. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι η αείμνηστη Πηνελόπη Αθανασοπούλου, πρώτη γυναίκα στο Δικαστήριο, διορίσθηκε εισηγήτρια μόλις το 1958, ότι η κ. Αθανασία Τσαμπάση, πρώτη Αντιπρόεδρος το 2004, και η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου, πρώτη Πρόεδρος, το 2018, εντυπωσιάζεται για την ταχύτητα με την οποία η μεταβολή αυτή συντελέστηκε, σε λιγότερο από τρεις γενιές. Εύλογα, συνεπώς, η Σύμβουλος κ. Φραντζέσκα Γιαννακού μας θυμίζει, στο πολύ εμπεριστατωμένο εισαγωγικό σημείωμά της, την απόρριψη λόγω φύλου της υποψηφιότητας της Αγνής Ρουσοπούλου το 1931, αλλά και τους άλλους μείζονες σταθμούς της αναβάθμισης, ακριβέστερα της κυρίαρχης πλέον θέσης των γυναικών στην απονομή της δικαιοσύνης, στο Συμβούλιο και, γενικότερα, στη χώρα μας. Να σημαίνει άραγε κάτι αυτό –και μιλώ καθαρά νομικά, όχι ανθρωπολογικά!– ή μήπως πρόκειται απλώς για μιαν εξέλιξη δευτερεύουσας σημασίας; Εξ όσων γνωρίζω, ο μόνος κλάδος του δικαίου, στον οποίο έχει μελετηθεί η συμπεριφορά των γυναικών ως δικαστών, είναι το ποινικό δίκαιο, με το συμπέρασμα να είναι ότι οι γυναίκες είναι γενικά επιεικέστερες από τους άνδρες συναδέλφους τους. Από διαίσθηση θα έλεγα ότι μάλλον το αντίθετο συμβαίνει στη διοικητική δικαιοσύνη…
Ένα άλλο σπουδαίο στατιστικό στοιχείο που συνάγεται από τα ίδια βιογραφικά σημειώματα είναι ότι 250 από τους βιογραφούμενους, δηλαδή πάνω από τα 2/3 κατάγονται από τη Νότιο Ελλάδα, ιδίως την Πελοπόννησο, και μόνον 32 από τη Βόρειο, με τα νησιά να καταλαμβάνουν την τρίτη θέση με 27 περιπτώσεις, τις χώρες του εξωτερικού την τέταρτη με 17 και την Κρήτη μόλις την πέμπτη με 13. Επιβεβαιώνεται έτσι η εντύπωση που έχουμε διαμορφώσει οι περισσότεροι από τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ότι το ΣτΕ ήταν και παραμένει ένας βαθύτατα παλαιοελλαδίτικος θεσμός. Σημαίνει άραγε κάτι αυτό; Πιθανόν ναι, αν λάβει κανείς υπ’ όψη τη διαχρονική επιρροή των παλαιοελλαδιτών στην άσκηση της κρατικής εξουσίας.
Το στατιστικό αυτό στοιχείο επιβεβαιώνεται και από ένα δεύτερο, το ποια είναι δηλαδή η διαχρονική alma mater των δικαστών του ΣτΕ. 307 από τους δηλώσαντες πού πραγματοποίησαν τις βασικές πανεπιστημιακές σπουδές τους, αποφοίτησαν από το Πανεπιστήμιό μας και μόνον 26 από το Αριστοτέλειο. Εντυπωσιακός είναι ο πολύ μικρός αριθμός, μόλις οκτώ, των πτυχιούχων της τρίτης Νομικής Σχολής της χώρας, δηλαδή του Δημοκρίτειου, η οποία, θυμίζω, συμπλήρωσε πέρσι μισόν αιώνα λειτουργίας. Τέλος έξι δικαστές πραγματοποίησαν τις βασικές νομικές σπουδές τους σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Από τους παλαιότερους μνημονεύω τον Γεώργιο Καλογήρου, πτυχιούχο του Πανεπιστημίου της Λειψίας, πάρεδρο του 1929, και τον καθηγητή του διεθνούς δικαίου Στυλιανό Σεφεριάδη, πατέρα του Γιώργου Σεφέρη, πτυχιούχο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Aix-en-Provence, που ήταν μέλος της πρώτης σύνθεσης του Δικαστηρίου, από το οποίο ωστόσο παραιτήθηκε πολύ γρήγορα.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στατιστικό στοιχείο είναι ότι 135 από τους 372 βιογραφούμενους, δηλαδή πάνω από το 1/3, πραγματοποίησαν μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία, 26 στη Γερμανία, 23 στη Μεγάλη Βρετανία, 11 στο Βέλγιο, πέντε στις ΗΠΑ και μόνον έξι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτούς, τα τελευταία χρόνια, έχουν προστεθεί και 56 δικαστές, δηλαδή ποσοστό 14%, που έχουν πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα. Θα διακινδυνεύσω στο σημείο αυτό μια –μη επιβεβαιωμένη πάντως– ανησυχητική τάση: σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, όταν οι περισσότεροι δικαστές εκμεταλλεύονταν την ετήσια εκπαιδευτική άδειά τους για συμπλήρωση των σπουδών τους στο εξωτερικό, σήμερα όλο και πιο λίγοι παρακολουθούν μεταπτυχιακούς κύκλους ειδίκευσης στο εξωτερικό, μετά την είσοδό τους στο Δικαστήριο.
Τελειώνω το πρώτο αυτό μέρος της εισήγησής μου με ένα τελευταίο στατιστικό στοιχείο: έως το 1997, έτος αποφοιτήσεως της πρώτης σειράς των σπουδαστών της Σχολής Δικαστών, όλοι οι δικαστές εισάγονταν στο Δικαστήριο μέσω του αυστηρού διαγωνισμού, συνήθως ετήσιου, που διεξήγαγε το ίδιο για τη βαθμίδα του εισηγητή. Εξαίρεση αποτελούν οι οκτώ δικαστές που είχαν σπουδάσει στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης στο μικρό χρονικό διάστημα που αυτό προβλεπόταν, από το 1989 έως το 1991, αλλά και οι τέσσερις δικαστές «εκ προσωπικοτήτων», που διορίστηκαν στον βαθμό του Παρέδρου κατόπιν επιλογής από την Ολομέλεια -σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο του Δικαστηρίου, ο οποίος ακολουθούσε στο σημείο αυτό τον πολύ συνήθη τρόπο διορισμού των Γάλλων Conseillers d’ État. Γνωστότερος από αυτούς ήταν ο Κωνσταντίνος Χοϊδάς, διάσημος ως Διευθυντής του ιδιαίτερου γραφείου του βασιλιά Κωνσταντίνου, το 1964-1967. Η σχετική ρύθμιση έχει πλέον καταργηθεί, αλλά θα είχε ενδιαφέρον να πληροφορηθεί κανείς από τους παλαιότερους πώς λειτούργησε στην πράξη. Ήταν ένα ευεργετικό άνοιγμα προς τον έξω κόσμο –που είναι πάντοτε χρήσιμο για έναν οργανωτικά κλειστό θεσμό– ή απλώς μια ανώφελη αναστάτωση της επετηρίδας;
Από το 1997 όλοι οι δικαστές του Συμβουλίου διορίζονται μέσω της Σχολής δικαστών. Σήμερα είναι 127, δηλαδή πάνω από το 70% του συνόλου. Εξαίρεση αποτελούν, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, οι 25 Πρόεδροι και Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων. Να άλλη μια εναλλακτική δυνατότητα, που θα είχε ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς πώς λειτούργησε στην πράξη. Πεδίο δόξης λαμπρό για φιλόδοξους νέους νομικούς, αφού, θυμίζω ότι, από το 1993 –και με συνταγματική κατοχύρωση από το 2001– το τι έχει ψηφίσει κάθε δικαστής αναγράφεται υποχρεωτικά στις δικαστικές αποφάσεις όλων των πολυμελών δικαστηρίων. Μήπως είναι καιρός να εισαχθεί ως ξεχωριστό μάθημα στις Νομικές Σχολές μας ο νομικός ρεαλισμός, δηλαδή η χρήση ποσοτικών μεθόδων, της στατιστικής και της θεωρίας των πιθανοτήτων, στη δικαστηριακή πράξη (jurimetrics);
Δεν μπορώ τέλος να μην θυμίσω ότι, συμπεριλαμβανομένων και των τριών που υπηρετούν σήμερα, επτά συνολικά δικαστές του ΣτΕ έχουν υπηρετήσει από το 1983 στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κανένας όμως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Θα αποφύγω να συναγάγω συμπεράσματα από τη συνοπτική και, ως εκ τούτου, αναγκαστικά σχηματική αυτή αναφορά στα «πρόσωπα» του Συμβουλίου. Δεν μπορώ, ωστόσο, να αντέξω στον πειρασμό να μην χαρακτηρίσω το Δικαστήριο ως παλαιοελλαδίτικο τελικά θεσμό, με γαλλοκεντρικό –φθίνοντα ωστόσο εσχάτως- προσανατολισμό, στον οποίο πλέον κυριαρχούν αριθμητικά οι κυρίες. Από εκεί και πέρα, θα είχε ενδιαφέρον, με συστηματική μελέτη των αποφάσεων, να δει κανείς εάν τα χαρακτηριστικά αυτά αντανακλώνται στην πράξη του Δικαστηρίου και, πιο συγκεκριμένα, αν αυτό διατηρεί τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα που θέλησε να του προσδώσει ο ιδρυτής του, το 1929. Ένα χαρακτηριστικό που το διαφοροποίησε ευθύς εξ αρχής από τα δικαστήρια της πολιτικής δικαιοσύνης και δικαιολόγησε το καθιερωθέν από την αρχή προβάδισμά του έναντι των τελευταίων. Θυμίζω, για τους νεότερους, ότι τη διαφοροποίηση αυτή μελέτησε ενδελεχώς το 1970 στη σπουδαία διδακτορική διατριβή του, που πρόσφατα επανεκδόθηκε, ο καθηγητής Γιάννης Μεταξάς, με αφορμή το αδιέξοδο που προκλήθηκε από τη διάσταση της νομολογίας του ΣτΕ και του Αρείου Πάγου στο τέλος της δεκαετίας του 1940, για την τύχη των κατοχικών αγοραπωλησιών.
* * *
Περνάμε τώρα στον θεσμό, πολύ φοβούμαι, ακόμη σχηματικότερα. Πώς φθάσαμε εδώ που φθάσαμε και πώς διαγράφεται το μέλλον του ΣτΕ σε έναν κόσμο που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς;
Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση του 1974 και σε πέντε χρόνια ένας αιώνας από την ίδρυση του ΣτΕ. Οι επέτειοι αυτές προσφέρονται, δίχως άλλο, για απολογισμούς και, το κυριότερο, για αναστοχασμό.
Θα επιχειρήσω, πρώτα-πρώτα, μια περιοδολόγηση, μοιραία, λόγω ειδικότητας, από τη σκοπιά περισσότερο του Συνταγματικού, παρά του Διοικητικού Δικαίου.
Όπως μου είχε δοθεί η ευκαιρία να υποστηρίξω και προ τριετίας, στο συνέδριο για τα 90 χρόνια του Δικαστηρίου, το 1974, όπως και για τόσους άλλους θεσμούς του νεοελληνικού κράτους, ήταν για το ΣτΕ ένα έτος-τομή. Και τούτο, όχι μόνο γιατί έπεσε η στρατιωτική δικτατορία και αποκαταστάθηκαν οι δικαστές του που είχαν καρατομηθεί το 1969, αλλά, το κυριότερο, γιατί η Ελλάδα, μετά από μια μακρά περίοδο διχασμών και ανοιχτών εκτροπών, πέρασε και αυτή στην εποχή της συνταγματικής νεωτερικότητας, ξαναέγινε κράτος δικαίου. Πραγματοποίησε, με άλλα λόγια, τον συνταγματικό εκσυγχρονισμό που οι άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης είχαν πραγματοποιήσει μετά την Απελευθέρωση, το 1945.
Προηγείται, όμως, η περίοδος του Μεσοπολέμου. Τόσο το 1911, όσο και το 1929, ο Ελευθέριος Βενιζέλος οραματίστηκε το ΣτΕ περισσότερο ως δικαστήριο, παρά ως οιονεί δεύτερο νομοθετικό σώμα, όπως –θυμίζω– αντιμετωπιζόταν τον 19ο αιώνα. Οι σχετικές αγορεύσεις του είναι γνωστές και δεν χρειάζεται να τις ξαναθυμίσω. Πρόκειται έκτοτε για τη μείζονα διαφορά του ΣτΕ με το Conseil d’ État, όπου η Section du contentieux είναι μόνο μία, επί συνόλου έξι. Ανταποκρίθηκε τότε το Δικαστήριο στην αποστολή του; Αν και η Αγνή Ρουσοπούλου, αν ζούσε, θα είχε ασφαλώς αντιρρήσεις, η απάντηση, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον το δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο, είναι κατ’ αρχήν θετική. Το Δικαστήριο ακολούθησε εν προκειμένω τη νομολογία του Conseil d’ État, την οποία, οι πρώτοι 15 Σύμβουλοι και οι δέκα Πάρεδροι, υποχρεωτικά γαλλομαθείς, γνώριζαν άπαντες απ’ έξω. Θα προσέθετα μάλιστα ότι σε δύο κεφάλαια, τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και το έννομο συμφέρον, προσέθεσε τη δική του πινελιά. Ασφαλώς, για μεν τον έλεγχο της συνταγματικότητας είχε πλέον στα χέρια του την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 του Συντάγματος του 1927 (αντίστοιχη της παρ. 4 του άρθρου 93 του ισχύοντος Συντάγματος) –κάτι που, ως γνωστόν στη Γαλλία δεν έγινε παρά τελευταία, με την καθιέρωση της QPC (question prioritaire de constitutionnalité) και αυτό μόνον εν μέρει– για δε τη διεύρυνση της έννοιας του εννόμου συμφέροντος είχε τότε τον ενθουσιασμό του νεοφώτιστου. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι οι νεωτερισμοί αυτοί ήταν δευτερεύοντες. Τουναντίον, σε συνδυασμό και με τον έλεγχο της αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων και, μέσω αυτής, της υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, καθιέρωσαν από τα πρώτα βήματα του Δικαστηρίου την αίτηση ακυρώσεως ως το δημοφιλέστερο και αποτελεσματικότερο ένδικο βοήθημα για τον αδικούμενο Έλληνα πολίτη στην έννομη τάξη της χώρας μας. Λιγότερο θετικός ήταν ο απολογισμός της πρώτης αυτής φάσης της λειτουργίας του Δικαστηρίου, στον έλεγχο της άσκησης των γενικότερων αρμοδιοτήτων ενός κράτους, που παρέμεινε πεισματικά πελατειακό.
Στο ιδιαίτερο κλίμα της Απελευθέρωσης, το 1944-1945, το ΣτΕ διεκδίκησε για πρώτη φορά στη βραχεία έως τότε ιστορία του άμεσα πολιτικό ρόλο. Ελέγχοντας αν όντως συνέτρεχε εξαιρετική ανάγκη για την έκδοση αρχικά συντακτικών πράξεων και, αργότερα, αναγκαστικών νόμων (ενόσω λειτουργούσε η Βουλή), θέλησε να περιορίσει την ισχύ των πρώτων μεταπολεμικών κυβερνήσεων, υποτάσσοντας σε κανόνες δικαίου τη δράση τους. Κάτι εκ πρώτης όψεως θετικό, που έφερε ως γνωστόν το Συμβούλιο της Επικρατείας σε αντιπαράθεση με τον Άρειο Πάγο για το θέμα που προανέφερα, δηλαδή την τύχη των αγοραπωλησιών ακινήτων επί Κατοχής. Ωστόσο, όπως υποστήριξε με οξυδέρκεια, ήδη από τότε, ο Φαίδων Βεγλερής, η ίδια νομολογία, υποτάσσοντας την κρατική δράση στο παρωχημένο Σύνταγμα του 1911, εμπόδισε την επανίδρυση του κράτους σε νέες βάσεις και αποθάρρυνε τις βαθύτερες τομές. Κάτι, βέβαια, για το οποίο δεν έφταιγε κυρίως το Δικαστήριο, αλλά ο εμφύλιος πόλεμος του 1946-1949, η διεξαγωγή του οποίου μοιραία επέβαλε άλλες προτεραιότητες στις κυβερνήσεις των Αθηνών.
Το ίδιο θα έλεγε κανείς ότι ίσχυσε και στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 όταν, με ελάχιστες οριακές εξαιρέσεις, το ΣτΕ δεν τόλμησε να αντιταχθεί στο λεγόμενο «παρασύνταγμα», στα έκτακτα δηλαδή μέτρα της περιόδου του εμφυλίου πολέμου, όπως η διοικητική εκτόπιση των πολιτικά υπόπτων, ο έλεγχος των κοινωνικών φρονημάτων και άλλα, τα οποία εξακολούθησαν να ισχύουν σχεδόν ανέπαφα έως το 1967. Τα παρέλαβε τότε η δικτατορία για να τα εφαρμόσει σε βάρος όχι μόνον της Αριστεράς, αλλά ακόμη και υψηλόβαθμων αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων και δικαστών του ΣτΕ, που τόλμησαν να αντιταχθούν στην αυθαιρεσία.
Κορυφαία πάντως στιγμή της δράσης του ΣτΕ πριν από το 1974 ήταν το γνωστό επεισόδιο του καλοκαιρού του 1969, όταν αποπέμφθηκε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση άλλα οκτώ μέλη του, επειδή τόλμησαν να ακυρώσουν τις απολύσεις 20 συναδέλφων τους της πολιτικής δικαιοσύνης, με το αιτιολογικό ότι είχαν στερηθεί το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης. Το επεισόδιο εκείνο, το οποίο παρουσιάζει γλαφυρά στο τελευταίο τεύχος της Εφημερίδας Διοικητικού Δικαίου, ο Πρόεδρος Χρήστος Γεραρής, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, θα πρέπει, κατά τη γνώμη του, να διδάσκεται, μαζί με τη δίκη του Κολοκοτρώνη, στη Σχολή δικαστών, ως παράδειγμα ηθικοπολιτικής γενναιότητας, μα και ευθιδικίας.
Και ερχόμαστε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Την πρώτη νομολογία του Δικαστηρίου, έως το 1981, στη γνωστή συλλογή αποφάσεων που δημοσίευσε το 1990, ο Πρόεδρος Ιωάννης Σαρμάς χαρακτηρίζει ως άτολμη και «χαμένη ευκαιρία». Ως παράδειγμα κυρίως ανέφερε την πολύ στενή ερμηνεία του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης (άρθρο 20§2 του Συντάγματος). Αν αναλογιστεί κανείς ότι, με σειρά αποφάσεων εκείνης της περιόδου, όπως ο «χωροφύλακας της Χίου», οι απαλλοτριώσεις ακινήτων προστατευόμενων με τον νόμο περί ξένων επενδύσεων για τις ανάγκες της εθνικής οδού Αθηνών-Θεσσαλονίκης και ο γάμος των στρατιωτικών, ξεκαθαρίστηκαν πολλοί λογαριασμοί του παρελθόντος, εγώ προσωπικά θα μετρίαζα τον ως άνω χαρακτηρισμό. Πολύ περισσότερο που τότε εκδόθηκε και η πρωτοποριακή απόφαση για τα ναυπηγεία της Πύλου, η οποία, θυμίζω, ήταν η πρώτη που θεώρησε άμεσα εφαρμοστέο το άρθρο 24 του Συντάγματος. Θυμίζω, ακόμη, και την απόφαση για την ιδιωτική ραδιοφωνία, η οποία, αν και δεν έκρινε αντισυνταγματικό το ραδιοτηλεοπτικό μονοπώλιο της ΕΡΤ, ερμήνευσε με σχετική ευρύτητα το άρθρο 15 του Συντάγματος, ανοίγοντας τον δρόμο για την ιδιωτική ραδιοτηλεόραση.
Ακολούθησε η νομολογία της δεκαετίας του 1980, η οποία επιβεβαίωσε τον παρεμβατικό ρόλο του κράτους στην οικονομία, αλλά και γενικότερα. Κορυφαίες αποφάσεις ήταν η αποδοχή της υπαγωγής των λεγόμενων προβληματικών επιχειρήσεων υπό κρατικό έλεγχο –απόφαση, ωστόσο, για την οποία καταδικαστήκαμε από το τότε ΔΕΚ– και η απόρριψη των ενστάσεων κατά της υπαγωγής των ιδρυματικών νοσοκομείων, όπως ο Ευαγγελισμός και το Μαρίκα Ηλιάδη, στο ΕΣΥ. Αξίζει να σημειωθεί ότι, την ίδια εποχή, σημειωνόταν σε Ευρώπη και Αμερική η αντίθετη τάση. Ήταν η εποχή του νεοφιλελευθερισμού της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Ρόναλντ Ρήγκαν. Σε μας, ωστόσο, η πολιτική των κρατικοποιήσεων της πρώτης οκταετίας του ΠΑΣΟΚ θα έλεγε κανείς ότι επιβραβεύθηκε από το Δικαστήριο, ως ένδειξη κοινωνικής ευαισθησίας. Κάτι, πάντως, το οποίο θα ήταν άδικο να «καταλογισθεί» μόνο στο Δικαστήριο, αφού αυτό θα υποβάθμιζε τη σημασία ορισμένων αυθεντικά «κρατοκεντρικών» διατάξεων του ισχύοντος Συντάγματος, όπως οι γνωστές των άρθρων 15, 16, 25§4 και, προπάντων, 106§2.
Ακολούθησε, βέβαια, η δεκαετία του 1990, την οποία δεν θα ήταν άδικο να χαρακτηρίσει κανείς ως δεκαετία του Ε΄ Τμήματος. Ποταμοί μελάνι έχουν χυθεί για τον σχολιασμό, τον έπαινο αλλά και την επίκριση της σχετικής νομολογίας, η οποία, ό,τι και να λένε οι πολέμιοί της, συνιστούσε και συνιστά τη σημαντικότερη συμβολή ελληνικού δικαστηρίου όχι μόνο στο κεφάλαιο της προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά, θα προσέθετα, στη συζήτηση για το πώς πρέπει να ερμηνεύεται το Σύνταγμα: ως καθηλωμένο έργο άλλων εποχών ή ως «ζωντανό» κείμενο; Μια συζήτηση επίκαιρη έως τις μέρες μας σε χώρες, όπως η δική μας, στις οποίες η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι εξαιρετικά δυσχερής, αφού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τυχαίους παράγοντες. Δεν αντέχω, πάντως, στον πειρασμό να μην μεταφέρω μια κακεντρέχεια ενός πολύ προσεκτικού σχολιαστή της νομολογίας σας: δεν είναι τυχαίο, όπως ισχυρίζεται, ότι ο δικαστικός ακτιβισμός του ΣτΕ εκδηλώθηκε με τη μεγαλύτερη ένταση στο πεδίο του περιβάλλοντος. Διότι η προστασία του αντιμετωπίστηκε περισσότερο ως δημόσιο συμφέρον, παρά ως συνέπεια της αναγνώρισης ενός ξεχωριστού συνταγματικού δικαιώματος.
Η νομολογία της δεκαετίας του 2000, που παρατάθηκε για πολλά ακόμη χρόνια εξ αιτίας των Μνημονίων, χαρακτηρίστηκε από την αντίστροφη τάση, την αποδοχή δηλαδή των συντελούμενων ιδιωτικοποιήσεων, με ταυτόχρονη χάραξη κάποιων «κόκκινων γραμμών», πέρα από τις οποίες θα ήταν αθέμιτο και πάντως αντισυνταγματικό αυτές να προχωρήσουν.
Το ενδιαφέρον είναι ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας αυτής περιόδου, αρχής γενομένης από την υπόθεση του βασικού μετόχου, άρχισε να απασχολεί το δικαστήριο και το υπαρξιακό ζήτημα της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου. Υπεροχής μόνον έναντι των νόμων ή και έναντι του Συντάγματος; Όσο και αν, με διάφορες τεχνικές, το Δικαστήριο αποφεύγει να δώσει κατηγορηματική απάντηση στο θεμελιώδες αυτό ερώτημα, πολύ φοβούμαι ότι η στιγμή για να πει κανείς απερίφραστα το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι πλησιάζει.
Έχοντας εξέλθει από τα Μνημόνια το 2018 και με τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) να μην αμφισβητείται πια σοβαρά, ερωτάται πού ακριβώς βρισκόμαστε σήμερα και πώς διαγράφεται το μέλλον του Δικαστηρίου. Με τη σημερινή του οργάνωση και τα μέσα που διαθέτει, μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις προκλήσεις του αύριο;
Δύο είναι, κατά τη γνώμη μου, οι μεγαλύτερες προκλήσεις που το Συμβούλιο, ως ανώτατο εθνικό δικαστήριο χώρας μέλους της ΕΕ, θα κληθεί να αντιμετωπίσει τα χρόνια που έρχονται: αφ’ ενός τον πολυεπίπεδο συνταγματισμό, για να δανειστώ τον νεολογισμό του συναδέλφου Ευάγγελου Βενιζέλου, και αφ’ ετέρου την κλιματική κρίση. Για μεν τον πρώτο, πολύ φοβούμαι ότι αν παραταθεί επ’ αόριστο η σημερινή μεταβατική φάση προς την ίδρυση μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, οι δυσκολίες της εναρμόνισης ενωσιακού και εθνικού δικαίου θα επιταθούν. Και τούτο σε βάρος της ασφάλειας και της βεβαιότητας δικαίου. Δεν ξέρω αν η απαισιοδοξία του συναδέλφου Κώστα Γιαννακόπουλου, που μιλά για νεοφεουδαρχικά φαινόμενα, θα δικαιωθεί. Το βέβαιο είναι ότι, μπροστά στις μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις, αν η Ευρώπη δεν βρει την ενότητά της στην επόμενη ή έστω στη μεθεπόμενη γενιά, θα κινδυνεύσει να χάσει τη φυσιογνωμία της.
Όσο για την κλιματική αλλαγή, αυτή, όπως άλλωστε και οι πανδημίες που απειλούν τους βιορυθμούς μας, επιβάλλουν μιαν επιτάχυνση της μεταρρύθμισης του κράτους, με ταυτόχρονη αναβάθμιση της διακρατικής αλληλεγγύης. Κάτι που συνεπάγεται αλλαγές και στον ρόλο των δικαστηρίων και των δικαστών. Για παράδειγμα, αν τα δικαστήρια παραμείνουν προσηλωμένα στις αρχές ενός στείρου θετικισμού, παραβλέποντας τα προφανή, το ότι δηλαδή ο κόσμος αλλάζει στις μέρες μας με πολύ ταχύτερους ρυθμούς απ’ όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας, μοιραία θα ξεπεραστούν.
Η αντιμετώπιση, ωστόσο, των δύο αυτών μεγάλων προκλήσεων, στην Ελλάδα όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θα αποτύχει αν δεν ληφθούν υπ’ όψη και οι εθνικές ιδιαιτερότητες. Στη χώρα μας ως πρώτη θα ιεραρχούσα τη συνεχιζόμενη κάθετη αντιπαράθεση των κομμάτων σε έναν παρατεινόμενο άνευ ουσιαστικού λόγου ακραία δικομματικό –ή έστω διπολικό– κοινοβουλευτισμό. Πιο συγκεκριμένα, η απουσία ευρύτερων συναινέσεων ακόμη και για τα βασικά, συνεπάγεται την υποβάθμιση των θεσμικών αντιβάρων, των θεσμών δηλαδή εκείνων που θα μπορούσαν να ανακόψουν την παντοδυναμία των κυβερνώντων, όταν ιδίως αυτοί στηρίζονται σε μονοκομματικές και πειθαρχημένες πλειοψηφίες. Η κατάσταση αυτή αντανακλάται στις ανεξάρτητες αρχές αλλά και τα δικαστήρια, η ανεξαρτησία των οποίων θα εξακολουθήσει να απειλείται. Όχι βέβαια ευθέως, αλλά με πολύ πιο περίτεχνους τρόπους. Τέτοιος, για παράδειγμα ήταν προ ετών, η αύξηση του αριθμού των αντιπροέδρων στα ανώτατα δικαστήρια της χώρας, οι οποίοι ως γνωστόν επιλέγονται από την κυβέρνηση, χωρίς να υπάρχει προφανής ανάγκη. Δεν εξαρτάται, βέβαια από τα δικαστήρια η αναθεώρηση του άρθρου 90 του Συντάγματος. Σε εσάς, εν τούτοις, ανήκει να αποδείξετε ότι, όποιες και αν είναι οι επιλογές των κυβερνώντων, θα εξακολουθήσετε να κάνετε τη δουλειά σας, όπως επιβάλλει ο νόμος και η συνείδησή σας.
Η άλλη μεγάλη απειλή, στη χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα είναι η απειλούμενη εγκατάλειψη μερικών θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους, πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού: το ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας, το οποίο, εν δημοκρατία και με σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, εξασφάλισε όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας, σε τόσο μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, τα αγαθά του υλικού και του πνευματικού πολιτισμού.
Αναφέρομαι πρώτιστα στον μισαλλόδοξο λόγο ορισμένων ομάδων, η ισχύς των οποίων στην Ευρώπη ενισχύεται επικίνδυνα τελευταία. Παρ’ ό,τι ευτυχώς παραμένουν περιθωριακές στη χώρα μας, οι δυνάμεις αυτές έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους αφ’ ότου ξέσπασε η δημοσιονομική κρίση του 2010. Σε μας τους νομικούς και ειδικά σε σας τους δικαστές απόκειται η αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, χωρίς να απειλούνται οι θεμελιώδεις αξίες του συνταγματικού μας πολιτισμού.
Αναφέρομαι ακόμη και στον δογματισμό μερικών αδιόρθωτων υποστηρικτών του ακραίου οικονομικού φιλελευθερισμού, οι οποίοι αδιαφορούν για τον πολλαπλασιασμό και τη διεύρυνση των ανισοτήτων στο σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος. Σε όλους μας ως νομικούς απόκειται να βρίσκουμε κάθε φορά την αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στους νόμους της αγοράς και τα όρια της κρατικής παρέμβασης, ώστε να αποτρέπονται τα αδιέξοδα που προκαλεί η μονόπλευρη προσήλωση είτε στο ένα είτε στο άλλο μοντέλο.
Από εκεί και πέρα, όσο είναι καιρός, θα πρέπει να ανοίξει και να προσεγγισθεί με θετικό πνεύμα η ατζέντα των πιο τεχνικών μεταρρυθμίσεων, με κύριο μέλημα την αντιμετώπιση του υπ’ αριθμόν ένα προβλήματος της ελληνικής δικαιοσύνης, που είναι η βραδύτητα της απονομής της. Πώς μπορεί να επιταχυνθούν οι ρυθμοί της, χωρίς να υποβαθμισθεί η ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων; Για παράδειγμα, και σας μιλάει κάποιος που επί πολλές δεκαετίες έχει αντιταχθεί με σφοδρότητα στην ιδέα της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, πιστεύω ότι τα χρόνια που έρχονται το ζήτημα θα τεθεί και πάλι από αυτήν ακριβώς τη σκοπιά. Έχω από παλιά υποστηρίξει ότι το Δικαστήριό Σας λειτουργεί από τη δεκαετία του 1980 ως Συνταγματικό Δικαστήριο, κάτι που ενισχύθηκε και με την καθιέρωση της πιλοτικής δίκης. Συνταγματικό Δικαστήριο όμως χωρίς άνοιγμα στον έξω κόσμο, δηλαδή στην ευρύτερη κοινότητα των νομικών, δεν υπάρχει σε καμιά χώρα του κόσμου και ούτε μπορεί να υπάρξει. Μήπως θα πρέπει να σκεφτούμε την ιδέα ενός σχηματισμού, ας πούμε 8-10 μελών του Δικαστηρίου σας, εμπλουτισμένου με 5 καθηγητές πανεπιστημίων, αναδεικνυόμενων με κλήρωση από έναν κατάλογο 10-15 μελών των Νομικών μας Σχολών, κατάλογο από τους εμπειρότερους συναδέλφους, έναν σχηματισμό ο οποίος θα συγκροτούσε το κατάλληλο δικαστήριο, όχι μόνον για τον κατασταλτικό, αλλά και για τον προληπτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων;
Δεν είναι η στιγμή να απαριθμήσω μέτρα, όπως η ενίσχυση των γραμματειών των δικαστηρίων και γενικότερα των υποδομών τους, που θα συμβάλουν στην αναβάθμισή τους. Γι’ αυτά έχει πολλά να μας πει η εμπειρία των δύο ευρωπαϊκών δικαστηρίων, αλλά και ο συνάδελφος Γιώργος Δελλής, ο οποίος έχει εντρυφήσει στο ζήτημα τελευταία. Το μόνο που μπορώ σήμερα να πω, με σεβασμό και ταπεινότητα από τη σκοπιά μου ως εξωτερικού παρατηρητή, είναι ότι τα όποια παράπονα διατυπώνονται και οι όποιες προτάσεις υποβάλλονται δεν πρέπει να τις αντιμετωπίζετε εκ προοιμίου ως απειλές κατά της ανεξαρτησίας σας, αλλά ως καλόπιστες υποδείξεις για το ξεπέρασμα υπαρκτών και κοινά ομολογημένων προβλημάτων.
Κλείνοντας, δεν μπορώ παρά να σταθώ στη μεγάλη εικόνα: υπό το πρίσμα των περιπετειών που πέρασε ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός τα τελευταία εκατό χρόνια, ο απολογισμός του ΣτΕ είναι, όπως πιστεύω, εν τέλει θετικός. Κατά περιόδους, όπως ήδη υπαινίχθηκα, δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Άλλοτε πάλι δεν λειτούργησε ως ισχυρό θεσμικό αντίβαρο στην παντοδυναμία των κυβερνώντων, όπως πολλοί θα το θέλαμε. Να συμβαίνει άραγε αυτό και στις μέρες μας; Θα έλεγα όχι, αν σταθεί κανείς στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών το 2015 και, λίγο παλαιότερα, στην εκτροπή του Αχελώου. Ίσως όμως ναι αν εστιάσει στην προστασία του περιβάλλοντος, όπου η καινοτόμος νομολογία της δεκαετίας του 1990 μοιάζει σήμερα ως κατάλοιπο ενός απόμακρου παρελθόντος.
Πολύ φοβούμαι ότι, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, ελλείψει δεύτερης Βουλής, που να μπορεί να ανακόψει τη ροπή των κυβερνώντων να τα θέλουν όλα δικά τους, και με ανεξάρτητες αρχές ευάλωτες σε έξωθεν πιέσεις, το βάρος της ευθύνης που σας αναλογεί ξεπερνά το σύνηθες μέτρο που ισχύει για τους ομολόγους σας στη Δυτική Ευρώπη. Γιατί στην Ελλάδα, δεν αρκεί ο ακυρωτικός δικαστής να ελέγχει εκ των υστέρων τη διοίκηση· θα πρέπει, επί πλέον, αυτή να τον φοβάται.
Απομένει να δούμε αν ο απολογισμός αυτός θα παραμείνει τελικά θετικός τα χρόνια που έρχονται, καθώς το Δικαστήριο δεν θα πάψει ποτέ να αμφισβητείται από τους κάθε είδους λάτρεις της ανέλεγκτης και απεριόριστης εξουσίας.
[Στο παραπάνω κείμενο διατηρήθηκε το ύφος του προφορικού λόγου]
Ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου, από το 1979 έως το 2016, δίδαξε Συνταγματικό Δίκαιο. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949, κατάγεται όμως από την Κεφαλονιά και τη Χίο. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής Αθηνών (1972), πήρε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Paris 2, το 1977. Στα βιβλία του περιλαμβάνονται «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας» (Θεμέλιο, 1983), «Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800-2010» (Πόλις, 2011) και «Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω. 8+1 πολυτάραχες δεκαετίες» (Μεταίχμιο, 2020). Ασκεί ενεργό δικηγορία από το 1978 και είναι μέλος της Επιτροπής της Βενετίας.