Ι. Εισαγωγή
Η παρούσα μελέτη[1] πραγματεύεται το θέμα της ιδιωτικότητας στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) υπό το πρίσμα δύο αλληλένδετων πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων, αυτών του ψηφιακού ανθρωπισμού και του ψηφιακού συνταγματισμού. Η ιδιωτικότητα στην εποχή της ΤΝ αναδεικνύεται ως κρίσιμο ζήτημα, καθώς η τεχνολογία διεισδύει βαθύτερα στην καθημερινή ζωή, συλλέγοντας και επεξεργαζόμενη τεράστιες ποσότητες προσωπικών δεδομένων.
Υπό το πρίσμα του ψηφιακού ανθρωπισμού και του ψηφιακού συνταγματισμού, η προστασία της ιδιωτικότητας αποκτά διπλή διάσταση. Ο ψηφιακός ανθρωπισμός εστιάζει στην ανάγκη διατήρησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αυτονομίας σε ένα περιβάλλον όπου οι αλγόριθμοι και τα συστήματα ΤΝ μπορούν να επηρεάσουν αποφάσεις και συμπεριφορές χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεση των ατόμων. Παράλληλα, ο ψηφιακός συνταγματισμός προσπαθεί να θεσπίσει νέους κανόνες και πλαίσια διακυβέρνησης που θα περιορίζουν την ανεξέλεγκτη ισχύ των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών, διασφαλίζοντας την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η ιδιωτικότητα, μέσω της νομοθετικής και δικαστικής παρέμβασης. Η συνέργεια αυτών των δύο κινημάτων στοχεύει στη διαμόρφωση ενός τεχνολογικού οικοσυστήματος που θα είναι συμβατό με τις αρχές της δικαιοσύνης και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής στην ψηφιακή εποχή.
Τα προϊόντα της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) αποτελούν μεγάλη πρόκληση για το μέλλον, αλλά δημιουργούν και έντονες ανησυχίες για τους κινδύνους που διατρέχει ο ανθρώπινος πολιτισμός. Δυσοίωνες προβλέψεις για τον ρόλο που θα αποκτήσουν τα δημιουργήματα της ΤΝ σε ποικίλες πτυχές της ζωής, όπως η ατομικότητα και η ιδιωτικότητά μας, φόβοι σχετικά με την καταστρατήγηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων λόγω της αλόγιστης χρήσης των προσωπικών δεδομένων και την εξάπλωση της ψηφιακής επιτήρησης, ανησυχίες για την υιοθέτηση διακρίσεων λόγω της μη δυνατότητας κατανόησης του τρόπου λήψης αποφάσεων από τις «έξυπνες» μηχανές[2], συνθέτουν ένα δυστοπικό σκηνικό που για πολλούς δεν απέχει πολύ από το άμεσο μέλλον.
Οι επιπτώσεις από την εξέλιξη της τεχνολογίας ή καλύτερα από τη συνεξέλιξη της τεχνολογίας και του ανθρώπου εξαπλώνονται σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης καθημερινότητας μετατοπίζοντας τις δομές ισχύος και θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ανθρώπου και μηχανής. Οι ακόλουθοι του υπερανθρωπισμού μιλούν για τη γέννηση ενός αναβαθμισμένου ανθρώπινου είδους που θα υπερβεί ακόμη και την ανθρώπινη φθορά. Ο Τάσης[3] στο βιβλίο του «Ψηφιακός ανθρωπισμός: Εικονιστικό υποκείμενο και τεχνητή νοημοσύνη» αναφέρεται στη «δυσήνια ανασφάλεια ενόψει της πρωτόγνωρης φθοράς βεβαιοτήτων και κανόνων τόσο στην εθνική δημόσια σφαίρα όσο επίσης και στη διεθνή γεωπολιτική τάξη». Η εικονιστική κοινωνία δοκιμάζει την ανθεκτικότητα παραδοσιακών θεσμών όπως η δημόσια σφαίρα, η γλώσσα, το έθνος κράτος, η οικονομία και η πολιτική. Το εικονιστικό υποκείμενο αναδύεται ως μιας νέας μορφής ανθρωπότυπος, ένα μελλοντικά υβριδικότερο ανθρώπινο είδος που αναδιαμορφώνει τη σχέση προς τον εαυτό σε σχέσεις μεταξύ ψηφιακών εικόνων.
Οι κοινωνίες έχουν δύο βασικές επιλογές: να αντιδράσουν παθητικά και να προσαρμοστούν σιγά σιγά στις αλλαγές που φέρνει η ΤΝ ή να αποφασίσουν ενεργά να ξεκινήσουν έναν ουσιαστικό διάλογο, αξιοποιώντας όλες τις πτυχές της ανθρώπινης γνώσης, για να καθορίσουν τον ρόλο της ΤΝ και, ταυτόχρονα, τον ρόλο των ανθρώπων σε αυτό το νέο πλαίσιο. Η πρώτη επιλογή θα συμβεί χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, σχεδόν αυτόματα. Η δεύτερη, όμως, απαιτεί επίγνωση και συνεργασία, φέρνοντας μαζί πολιτικούς, επιστήμονες και φιλοσόφους προκειμένου να αναμετρηθούν με τις νέες προκλήσεις[4].
ΙΙ. Ο ψηφιακός ανθρωπισμός
Είναι αλήθεια ότι το διακύβευμα της ανθρώπινης ύπαρξης ενεργοποίησε μηχανισμούς προστασίας τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, με τη μορφή νόμων, κανονισμών, κανόνων δεοντολογίας και δικαστικών αποφάσεων, σε μια προσπάθεια να εξασφαλιστεί δικαιοσύνη, ισότητα, λογοδοσία και διαφάνεια στην ψηφιακή εποχή και στα προϊόντα τεχνολογικής καινοτομίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ανάδειξη νέων κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων, όπως αυτό του ψηφιακού ανθρωπισμού στον οποίο θα αναφερθούμε αναλυτικότερα στην επόμενη ενότητα.
1. Γενικά
Ο ψηφιακός ανθρωπισμός έκανε την εμφάνισή του ως κοινωνικό και πολιτικό κίνημα τον Μάιο του 2019 μετά από ένα διεθνές συνέδριο στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο της Βιέννης το οποίο κατέληξε στο Μανιφέστο της Βιέννης ως «πρόσκληση για διαβούλευση και δράση σχετικά με την τεχνολογική ανάπτυξη»[5]. Το μανιφέστο συντάχθηκε από 31 ακαδημαϊκούς συγγραφείς από διάφορα πανεπιστήμια της Αυστρίας, της Ιταλίας, των Κάτω Χωρών, της Ελβετίας, της Γερμανίας και των ΗΠΑ. Το εν λόγω Μανιφέστο για τον Ψηφιακό Ανθρωπισμό έχει υπογραφεί από περισσότερους από χίλιους εμπειρογνώμονες και οργανισμούς παγκοσμίως και έχει μεταφραστεί σε αρκετές ξένες γλώσσες.
Ο E. Prem[6] αναφέρει για το Μανιφέστο ότι, ξεκινώντας από μια διαγνωσμένη συνεξέλιξη της τεχνολογίας και της ανθρωπότητας, αποτελεί ευκαιρία για μια νέα «αναζήτηση του διαφωτισμού και του ανθρωπισμού», καθώς και αφορμή για κάλεσμα προκειμένου να καθοδηγηθεί η τεχνολογική ανάπτυξη προς μια ανθρωπιστική κατεύθυνση.
Το μανιφέστο της Βιέννης ξεκινά με το απόσπασμα του Tim Berners-Lee «Το σύστημα αποτυγχάνει» και ζητά δράση, συμπεριλαμβανομένης της ρύθμισης[7]. Απαριθμεί έντεκα βασικές αρχές για την ανάπτυξη ενός καλύτερου ψηφιακού μέλλοντος, που δίνουν έμφαση στη δημοκρατία και την προστασία των ατομικών ελευθεριών, ενώ, επίσης, τονίζει την αναγκαιότητα για αυστηρότερη ρύθμιση του ψηφιακού τομέα και των τεχνολογικών μονοπωλίων και πλατφορμών με βάση έναν ευρύ ακαδημαϊκό και δημόσιο διάλογο.
Σε γενικές γραμμές, οι υπέρμαχοι του ψηφιακού ανθρωπισμού προωθούν μια προσέγγιση που είναι ευνοϊκή προς τον άνθρωπο[8] και επικεντρώνεται στην ανθρωποκεντρικότητα[9] όσον αφορά τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας και τη διαμόρφωση της κοινωνίας. Αυτή η προσέγγιση αντλεί έμπνευση εν μέρει από τις αρχές του αναγεννησιακού ανθρωπισμού και του Διαφωτισμού. Οι υποστηρικτές της θεωρίας αυτής υποστηρίζουν την ανάγκη για εναρμόνιση της τεχνολογίας με τις ανθρωπιστικές αξίες και αμφισβητούν αντιλήψεις και πρακτικές που ενδέχεται να παραγκωνίσουν τον άνθρωπο, να υπονομεύσουν την ανθρώπινη λογική, τις δεξιότητες και τη δημιουργικότητα[10] καθώς και να θυσιάσουν τις ανθρώπινες αξίες στον βωμό της τεχνολογικής προόδου.
Για να αποσαφηνίσει την έννοια του ψηφιακού ανθρωπισμού, ο Coeckelbergh[11] διακρίνει τις εξής συνιστώσες:
α) Η πρώτη συνιστώσα αφορά την εικόνα του ανθρώπου στην ψηφιακή εποχή. Οι ψηφιακοί ανθρωπιστές αμφισβητούν τη σύγχρονη αντίληψη περί μηχανοποίησης του ανθρώπου. Απορρίπτουν την ιδέα του τεχνητού ανθρώπου µε ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανθρώπινη φύση και προασπίζονται τον ανθρωπιστικό ορισμό του ανθρώπου.
β) Η δεύτερη συνιστώσα αναφέρεται στην ιδέα ότι οι άνθρωποι πρέπει να διατηρούν τον έλεγχο της ψηφιακής τεχνολογίας. Κρίσιµος στόχος του ψηφιακού ανθρωπισµού είναι να τεθεί υπό ανθρώπινο έλεγχο η ΤΝ και οι εφαρµογές της, κυρίως, µέσω της υιοθέτησης τεχνικών και οργανωτικών µέτρων.
γ) Η τρίτη συνιστώσα αφορά την ανθρωποκεντρική ηθική η οποία συνεπάγεται την ανθρώπινη παρέµβαση ήδη στο στάδιο του σχεδιασµού των τεχνολογικών προϊόντων έτσι ώστε οι ψηφιακές τεχνολογίες να υιοθετούν τις ανθρώπινες αξίες και αρχές, όπως είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η δηµοκρατία, η συµµετοχικότητα, η δικαιοσύνη, η λογοδοσία, τα ανθρώπινα δικαιώµατα, και ούτω καθεξής.
δ) Η τέταρτη συνιστώσα αφορά τη διεπιστηµονικότητα και τη συνεργασία της πληροφορικής µε τους µελετητές των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστηµών έτσι ώστε να προχωρήσουµε σε µια πιο ολιστική κατανόηση των προβλημάτων της ανθρωπότητας. Η εισαγωγή προγραμµάτων σπουδών που διδάσκουν την τεχνολογική ηθική στους προγραµµατιστές, τους µηχανικούς και τους επιστήµονες πληροφορικής αποτελεί βασική πρόταση των ψηφιακών ανθρωπιστών.
ε) Η πέμπτη συνιστώσα σχετίζεται µε την άποψη ότι ο ψηφιακός ανθρωπισμός λόγω της σαφούς πολιτικής συνιστώσας, απαιτεί (περισσότερο ή λιγότερο) ριζοσπαστικές πολιτικές µεταρρυθµίσεις για την επίτευξη των άλλων συνιστωσών. Πολλοί από τους ακόλουθους αυτού του κινήµατος αµφισβητούν το καπιταλιστικό σύστηµα και υπερασπίζονται µια συγκεκριµένη μορφή κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης: τη δηµοκρατία. Άλλωστε, η πρώτη αρχή του Μανιφέστου πρεσβεύει ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες θα πρέπει να σχεδιάζονται για να προωθούν τη δηµοκρατία και την ένταξη.
Είναι γεγονός ότι αυτή η πολιτική διάσταση δεν πρέπει να µας εκπλήσσει, εφόσον κάθε κίνηµα που επιδιώκει να αλλάξει την τεχνολογία είναι εξ ορισµού πολιτικό. Και οι ψηφιακές τεχνολογίες, όπως όλες οι τεχνολογίες, είναι ήδη οι ίδιες πολιτικές, καθώς εκτός από πολιτικούς σκοπούς εµπεριέχουν την εµπλοκή µε ευρύτερα πολιτικά και κοινωνικά ζητήµατα, όπως είναι οι διακρίσεις και ο κοινωνικός αποκλεισµός.
2. Ψηφιακός ανθρωπισμός και ιδιωτικότητα
Παρά τη δυναμική των σύγχρονων τεχνολογιών να βελτιώσουν την ανθρώπινη ευημερία, οι ίδιες τεχνολογίες μπορούν, επίσης, να προκαλέσουν σημαντικές αρνητικές συνέπειες. Ο διάλογος γύρω από τις επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών εστιάζει κυρίως στους κινδύνους που ελλοχεύουν για την προστασία της ιδιωτικότητας των δεδομένων: πώς η κακή χρήση των δεδομένων των χρηστών μπορεί να προκαλέσει ψυχολογικές, κοινωνικές, οικονομικές επιπτώσεις ή θέματα ασφαλείας[12] ;
Είναι ενδιαφέρον ότι οι οπαδοί του ψηφιακού ανθρωπισμού πηγαίνουν τη συζήτηση για την προστασία της ιδιωτικής ζωής ένα βήμα παρακάτω μιλώντας για την ανάγκη καλλιέργειας τεχνολογιών που δεν σέβονται απλά την ιδιωτικότητα των δεδομένων, αλλά και τις προσδοκίες των χρηστών για τον ρόλο της τεχνολογίας και το πλαίσιο στο οποίο αυτή χρησιμοποιείται[13].
Ως έννοια η ιδιωτικότητα είναι σύνθετη και αφορά πολλούς τομείς της κοινωνίας. Είναι ενδιαφέρον ότι ο ορισμός της ιδιωτικής ζωής ως «το δικαίωμα να μείνει κανείς μόνος» πρωτοεμφανίστηκε σε ένα άρθρο της Νομικής Επιθεώρησης του 1890[14] και αφορμή ήταν η αυξημένη πώληση φωτογραφικών μηχανών. Έκτοτε, έχουν δημοσιευθεί πολυάριθμες εννοιολογικές αναλύσεις της ιδιωτικότητας, με τον ορισμό του Altman να είναι ένας από τους πιο σημαντικούς. Ο Altman[15] ορίζει την ιδιωτικότητα ως τον «επιλεκτικό έλεγχο της πρόσβασης στον εαυτό ή στην ομάδα».
Η τρέχουσα ερευνητική βιβλιογραφία διακρίνει τη φυσική, ψυχολογική, κοινωνική και πληροφοριακή ιδιωτικότητα και αγγίζει αντίστοιχα έννοιες, όπως ο προσωπικός χώρος και η φυσική πρόσβαση σε αυτόν, το δικαίωμα ελέγχου του με ποιον και υπό ποιες συνθήκες θα μοιραστεί κανείς τις σκέψεις του, τη δυνατότητα διατήρησης της ανωνυμίας και ελέγχου των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, καθώς και το πότε, πώς και σε ποιο βαθμό θα δοθούν πληροφορίες για τον εαυτό σε άλλο πρόσωπο ή οργανισμό[16] .
Τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά την εφαρμογή του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία των Δεδομένων (ΓΚΠΔ), υπάρχει έντονη ανησυχία για τον όγκο των προσωπικών πληροφοριών που συλλέγονται από τις τεχνολογικές εφαρμογές και τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούμε καθημερινά. Αυτή η εκτεταμένη συλλογή και εμπορευματοποίηση προσωπικών δεδομένων είναι κυρίως αποτέλεσμα των εταιρειών που συλλέγουν, αναλύουν και πωλούν προφίλ χρηστών με σκοπό τη στοχευμένη διαφήμιση, μια πρακτική γνωστή ως «καπιταλισμός της επιτήρησης»[17].
Μέχρι πρόσφατα, υπήρχε η κοινή πεποίθηση ότι η επιτήρηση ήταν κυρίως χαρακτηριστικό των λιγότερο δημοκρατικών χωρών, όπου παρακολουθούνται και ελέγχονται οι πολίτες. Παράδειγμα αυτής της πρακτικής αποτελεί η Κίνα, όπου το περιεχόμενο που διαμοιράζονται διεθνείς χρήστες στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης WeChat αξιοποιείται για τη βελτίωση των μηχανισμών λογοκρισίας στη χώρα[18]. Ωστόσο, αυτή η αντίληψη άλλαξε δραματικά μετά τις αποκαλύψεις του Edward Snowden το 2013, ο οποίος αποκάλυψε πως η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (NSA) συγκέντρωνε τεράστιες ποσότητες δεδομένων από επικοινωνίες σε παγκόσμια κλίμακα, όπως ηλεκτρονικά μηνύματα και αρχεία συνομιλιών[19]. Αν και η κοινή πεποίθηση που επικρατούσε ήταν ότι αυτά τα δεδομένα συλλέγονταν για λόγους εθνικής ασφάλειας, η πραγματικότητα είναι ότι η συλλογή τους γινόταν χωρίς τα απαραίτητα εντάλματα, στοχεύοντας ακόμα και σε αθώους πολίτες.
Καθώς οι συσκευές του Διαδικτύου των Πραγμάτων (IoT) γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς, επιτρέπουμε την καταγραφή ολοένα και περισσότερων προσωπικών πληροφοριών σχετικά με την καθημερινή μας ζωή και τις συνήθειές μας. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι η παρακολούθηση των προτιμήσεων και της συμπεριφοράς δεν περιορίζεται μόνο στην προώθηση προϊόντων, αλλά χρησιμοποιείται και για σκοπούς όπως η χειραγώγηση των δημόσιων και πολιτικών απόψεων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Cambridge Analytica, η οποία χρησιμοποίησε δεδομένα που συνέλεξε από το Facebook για πολιτικές εκστρατείες[20].
Στο πλαίσιο του ψηφιακού ανθρωπισμού, οι βασικές διαφορές ανάμεσα στην επιτήρηση και την ιδιωτικότητα προκύπτουν από το γεγονός ότι η επιτήρηση αφορά τη συλλογή δεδομένων, ενώ η ιδιωτικότητα επικεντρώνεται στην προστασία και στον έλεγχο της χρήσης αυτών των πληροφοριών. Η επιτήρηση μπορεί να παραβιάζει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, εάν γίνεται χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεση του ατόμου ή αν περιλαμβάνει τη συλλογή ευαίσθητων ή προσωπικών δεδομένων. Ωστόσο, η επιτήρηση μπορεί (και πρέπει) να σχεδιάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτρέπει την κατάχρηση εξουσίας[21], να περιορίζει τη συλλογή προσωπικών δεδομένων και να προστατεύει την ιδιωτική ζωή, προσφέροντας παράλληλα σημαντικά οφέλη για την ασφάλεια της κοινωνίας.
Αν και η επιτήρηση και η προστασία της ιδιωτικής ζωής θεωρούνται συνήθως αντίθετες έννοιες, η επιτήρηση από μόνη της δεν είναι ούτε εγγενώς καλή ούτε κακή, καθώς μπορεί να είναι αναγκαία για το ευρύτερο κοινωνικό καλό, όταν, για παράδειγμα, παρέχει στις αρχές τα μέσα για τη διερεύνηση του εγκλήματος. Για παράδειγμα, το υλικό από τις κάμερες παρακολούθησης συνέβαλε καθοριστικά στην εξεύρεση των ενόχων για τη βομβιστική επίθεση στον Μαραθώνιο της Βοστώνης το 2013 και τις επιθέσεις στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ το 2021.
Ωστόσο, η χρήση της επιτήρησης και η συλλογή δεδομένων για την ενίσχυση της ασφάλειας λαμβάνουν τέτοιες διαστάσεις που δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλές ιδιωτικές εταιρείες θέλουν να αντλήσουν σχετικά οφέλη. Στο πλαίσιο της «επιτήρησης στον χώρο εργασίας», οι εταιρείες στοχεύουν στην αποτελεσματικότερη διαδικασία πρόσληψης, προαγωγής και απόλυσης υπαλλήλων[22]. Αυτό προφανώς προϋποθέτει την κρυφή παρακολούθηση της απόδοσης και της δραστηριότητας των εργαζομένων, διασφαλίζοντας ότι εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους και εντοπίζοντας σημεία όπου μπορεί να βελτιωθεί η παραγωγικότητά τους. Η νομιμότητα αυτής της πρακτικής και κατά πόσο μπορεί να συμβαδίσει με την εργατική νομοθεσία[23] παραμένει αμφισβητούμενη. Υπάρχουν, επίσης, ηθικά ζητήματα και ερωτήματα για το κατά πόσο αυτή η πρακτική αποδίδει πραγματικά, καθώς μπορεί να μειώνει την παραγωγικότητα δημιουργώντας ένα εργασιακό περιβάλλον με συνεχή τον φόβο της παρακολούθησης.
Οι Gerber et al.[24] ανακεφαλαιώνουν τις αρνητικές συνέπειες των τεχνολογιών παρακολούθησης και των επιδράσεών τους στην ιδιωτική ζωή και τη συμπεριφορά των χρηστών αναλύοντας τρία χαρακτηριστικά φαινόμενα:
– το φαινόμενο ψυχρού αποτελέσματος (Chilling Effect)[25]: Η χρήση τεχνολογιών παρακολούθησης, όπως η χρήση καμερών, μπορεί να αποθαρρύνει παράνομες ενέργειες, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να περιορίσει τα νόμιμα δικαιώματα των χρηστών. Όταν έρχονται αντιμέτωποι με την ψηφιακή επιτήρηση, για παράδειγμα, οι χρήστες ενδέχεται να αλλάξουν τη διαδικτυακή τους συμπεριφορά και να αυτολογοκριθούν αντί να ασκήσουν το δικαίωμά τους στην ελεύθερη έκφραση.
– το παράδοξο της ιδιωτικότητας: η καθιέρωση του όρου «ιδιωτικό παράδοξο[26]» (privacy paradox) περιγράφει τη διχοτόμηση ανάμεσα στην προθυμία των ατόμων να παραχωρήσουν πρόσβαση στα δεδομένα τους με σχεδόν μηδαμινά ανταλλάγματα και στις εκπεφρασμένες ανησυχίες τους για την παραβίαση της ιδιωτικότητάς τους[27].
– το θεώρημα του Υπολογισμού της Ιδιωτικότητας: Η απόφαση των χρηστών να αποκαλύψουν προσωπικές πληροφορίες βασίζεται συχνά σε μια ανάλυση κινδύνου-οφέλους και προκύπτει ως συμβιβασμός μεταξύ της λειτουργικότητας και της αποτελεσματικότητας μιας τεχνολογικής εφαρμογής και των δεδομένων που πρέπει να μοιραστούν.
Για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών από την τεχνολογική εισβολή στην ιδιωτική ζωή, οι υπερασπιστές του ψηφιακού ανθρωπισμού υποστηρίζουν ότι υπάρχει πλήθος στρατηγικών που μπορούν να υιοθετηθούν από άτομα, προγραμματιστές λογισμικού, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις για την προστασία της ιδιωτικότητας, οι οποίες συνοψίζονται στις ακόλουθες κατευθύνσεις:
–Ιδιωτικότητα από τον σχεδιασμό: Το απόρρητο πρέπει να ενσωματώνεται ως βασική προϋπόθεση από την αρχή της ανάπτυξης ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας.
–Ιδιωτικότητα από προεπιλογή: Οι διαμορφώσιμες ρυθμίσεις πρέπει να ενεργοποιούν εξ ορισμού τις πιο φιλικές προς την ιδιωτικότητα επιλογές, ακολουθώντας την αρχή του «opt-in» για τη συλλογή δεδομένων και όχι του «opt-out»[28].
–Διατήρηση ή ενίσχυση της ιδιωτικότητας: Η διαχείριση των προσωπικών δεδομένων των χρηστών μπορεί να γίνεται με τρόπο που τα προστατεύει, χωρίς να επηρεάζεται το επίπεδο λειτουργικότητας μιας εφαρμογής ή υπηρεσίας σε σύγκριση με μια εφαρμογή ή υπηρεσία με πλήρη και απροστάτευτη πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα.
Για την υλοποίηση των συγκεκριμένων στρατηγικών, προτείνεται η λήψη τεχνικών (έλεγχοι πρόσβασης, κρυπτογράφηση, ανωνυμοποίηση, ελαχιστοποίηση των δεδομένων), οργανωτικών (πολιτικές απορρήτου, εκπαίδευση των εργαζομένων, μελέτες εκτίμησης αντικτύπου για την προστασία της ιδιωτικής ζωής) και πολιτικών μέτρων (νόμοι για την προστασία των δεδομένων, διεθνείς συμφωνίες, ευαισθητοποίηση).
3. Κριτικός προβληματισμός
Όσοι προσεγγίζουν με κριτική σκέψη τα βασικά σημεία του ψηφιακού ανθρωπισμού, εντοπίζουν τις ακόλουθες αδυναμίες.
Πρώτον, εάν σήμερα οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται σαν μηχανές, αυτό είναι αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης σχέσης μεταξύ ανθρώπου και μηχανής που βλέπει τους δύο πρωταγωνιστές ως αντίθετες και ξεχωριστές οντότητες. Οι ψηφιακές τεχνολογίες, όπως και κάθε άλλη τεχνολογία, συνδέονται πάντα με τον άνθρωπο με διάφορους τρόπους: αναπτύσσονται, σχεδιάζονται από ανθρώπους και χρησιμοποιούνται από ανθρώπους. Η λύση στα προβλήματα που αναφέρουν οι ψηφιακοί ανθρωπιστές δεν είναι ο εννοιολογικός και πολιτικός διαχωρισμός ανθρώπων και μηχανών, αλλά η δημιουργία μιας καλύτερης σχέσης μεταξύ τους. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι ο άνθρωπος και η τεχνολογία επηρεάζουν ο ένας τον άλλον.
Δεύτερον, το μοντέλο του τεχνολογικού ντετερμινισμού στο οποίο στηρίζεται η άποψη των ψηφιακών ανθρωπιστών σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι έχουν χάσει ή κινδυνεύουν να χάσουν τον έλεγχο των ψηφιακών τεχνολογιών λόγω της αυτονόμησης της τεχνολογίας θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τη δυνατότητα ανθρώπινου ελέγχου και να εξετάσουμε τις σχέσεις εξουσίας που δημιουργούνται, προωθώντας έναν πραγματικό εκδημοκρατισμό των ψηφιακών τεχνολογιών και της κοινωνίας.
Τρίτον, η πρακτική εφαρμογή της ηθικής στην τεχνολογία παραμένει μέχρι σήμερα ένα ζήτημα ανοιχτό καθώς παραμένει ασαφές με ποιο τρόπο θα εφαρμοστούν οι ανθρωπιστικές αξίες στην τεχνολογία. Ως εκ τούτου, η ιδέα της εφαρμογής ανθρωπιστικών αξιών στην τεχνολογία είναι σημαντική, αλλά παραμένει ασαφές πώς θα επιτευχθεί. Είναι γεγονός ότι, παρά την εννοιολογική εργασία δεκαετιών, οι ψηφιακές τεχνολογίες αναπτύσσονται συχνά χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την ηθική και αυτό συμβαίνει εν μέρει λόγω ζητημάτων εξουσίας ή άγνοιας.
Είναι βέβαιο ότι μια κριτική ματιά στον ψηφιακό ανθρωπισμό πηγαίνει το ζήτημα της ηθικής στην τεχνολογία ένα βήμα παρακάτω και θέτει το ερώτημα εάν πραγματικά χρειαζόμαστε μια ανθρωποκεντρική ηθική. Είναι φανερό ότι οι ψηφιακοί ανθρωπιστές επιδιώκουν να προστατεύσουν τον άνθρωπο απέναντι σε μια απάνθρωπη ή αντι-ανθρώπινη ψηφιακή τεχνολογία. Γιατί θα πρέπει να μετράνε μόνο οι ανθρώπινες αξίες, δεδομένου ότι υπάρχουν επίσης τα ζώα και το φυσικό περιβάλλον; Η συζήτηση προφανώς περιλαμβάνει μια αναθεώρηση του οράματος του ψηφιακού ανθρωπισμού που δεν θα τοποθετεί τον άνθρωπο άκριτα στο επίκεντρο του ηθικού και του πολιτικού.
Τέταρτον, οι ψηφιακοί ανθρωπιστές πρέπει να συζητήσουν περαιτέρω τους πολιτικούς στόχους του κινήματος. Εφόσον θεωρούν ότι ο ψηφιακός ανθρωπισμός δεν είναι απλώς ένα ακαδημαϊκό εγχείρημα, ποιοι πρέπει να είναι οι πολιτικοί του στόχοι; Μικρές αλλαγές στη νομοθεσία και στα εκπαιδευτικά προγράμματα ή μια πιο ριζική και συστημική αλλαγή; Τι σημαίνει εκδημοκρατισμός των ψηφιακών τεχνολογιών και ποιο όραμα δημοκρατίας τον εμπνέει; Χρειάζεται το κίνημα πολιτική ηγεσία και πόσο δημοκρατικό μπορεί να είναι το ίδιο το κίνημα;
Συνοψίζοντας, ο ψηφιακός ανθρωπισμός είναι ένας όρος-ομπρέλα που καλύπτει βασικές κριτικές για τις ψηφιακές τεχνολογίες και προσφέρει μια κανονιστική κατεύθυνση για το μέλλον. Παρότι δεν είναι ακόμα πλήρως πειστικός, έχει μια ολιστική προοπτική και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κριτική ενημέρωση του κοινού και των οργάνων λήψης αποφάσεων. Ήδη η βιομηχανία έχει αρχίσει να αγκαλιάζει τις βασικές του αξίες, εστιάζοντας σε ανθρώπινους παράγοντες και περιβαλλοντικές επιδράσεις, αλλά είναι πιο δύσκολο να υιοθετήσει τις κοινωνικές του πτυχές και τους περιορισμούς που συνεπάγεται στη δύναμή της[29] .Εάν τελικά αυτό επιτευχθεί, ο ψηφιακός ανθρωπισμός μπορεί να γίνει μια ισχυρή δύναμη για κοινωνικο-τεχνολογικές αλλαγές.
ΙΙΙ. Ο ψηφιακός συνταγματισμός
1. Μια πρώτη ανάλυση
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η ψηφιακή τεχνολογία έχει προκαλέσει μια ανισορροπία στο συνταγματικό οικοσύστημα, η οποία έχει οδηγήσει στην εμφάνιση κανονιστικών αντιδράσεων που σκοπεύουν να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις και να αποκαταστήσουν αυτή την ισορροπία. O σύγχρονος συνταγματισμός αποσκοπεί στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στον περιορισμό της ανάδυσης εξουσιών εκτός οποιουδήποτε ελέγχου. Γι’ αυτό, η συζήτηση πλέον επικεντρώνεται σε μια ψηφιακή συνταγματική οπτική γωνία. Όπως παρατηρεί ο N. Suzor[30], «ο ψηφιακός συνταγματισμός απαιτεί από εμάς να αναπτύξουμε νέους τρόπους περιορισμού της κατάχρησης εξουσίας σε ένα πολύπλοκο σύστημα που περιλαμβάνει πολλές διαφορετικές κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών».
Με άλλα λόγια, η νέα αυτή προσπάθεια συνταγματικής ρύθμισης έρχεται να ελέγξει μια νέα μορφή ψηφιακής ιδιωτικής εξουσίας η οποία έχει προκύψει λόγω της μαζικής ικανότητας παραγωγής – οργάνωσης περιεχομένου και επεξεργασίας δεδομένων. Ωστόσο, αυτή η νέα «συνταγματική στιγμή» δεν σημαίνει μια συνταγματική ανατροπή. Δεν αντιμετωπίζουμε μια «κοπερνίκεια» αλλαγή παραδείγματος που αλλάζει τις βασικές αρχές που χαρακτηρίζουν τη συνταγματική μας ταυτότητα[31], αλλά επικεντρωνόμαστε σε μια δυναμική διαλεκτική μεταξύ του τρόπου με τον οποίο οι ψηφιακές τεχνολογίες επηρεάζουν την εξέλιξη του συνταγματισμού και την αντίδραση του συνταγματικού δικαίου απέναντι στη νέα ψηφιακή εξουσία, όπως ακριβώς εκφράζει η συγχώνευση των εκφράσεων «ψηφιακός» και «συνταγματισμός».
Η έννοια του ψηφιακού συνταγματισμού δεν είναι καινούργια. Αντιθέτως, οι βασικές πτυχές αυτής της έννοιας έχουν εμφανιστεί στις αναλύσεις ακαδημαϊκών από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και, λόγω της ασαφούς σημασίας της, τα τελευταία είκοσι χρόνια η βιβλιογραφία την έχει χρησιμοποιήσει σε διάφορα πλαίσια και με διαφορετικές σημασίες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Fitzgerald[32], η φύση της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία είναι διεθνής, άυλη, μη εδαφική και αποκεντρωμένη, απαιτεί μια μικτή δομή διακυβέρνησης που συνδυάζει την αυτορρύθμιση του ιδιωτικού τομέα με την εποπτεία των δημόσιων θεσμών. Η θεωρία του Fitzgerald περί «πληροφοριακού συνταγματισμού» ή «πληροφοριακού δικαίου» αναφέρεται στο δίκαιο του κράτους (ειδικά το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας, το δίκαιο των συμβάσεων, το δίκαιο του ανταγωνισμού και το δίκαιο της ιδιωτικότητας), που πρέπει να περιορίσει την αυτορρύθμιση των ιδιωτικών φορέων. Ωστόσο, υπάρχουν δύο βασικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν: πρώτον, συχνά δεν είναι εύκολο να υπαχθούν οι ιδιωτικοί φορείς στη δικαιοδοσία ενός κράτους, και δεύτερον, η δραστηριότητα των ιδιωτικών φορέων στην κοινωνία της πληροφορίας είναι διακρατική, κάτι που μπορεί να προκαλέσει συγκρούσεις με τους νόμους άλλων κρατών.
Σε αντίθεση με τον Fitzgerald, ο οποίος αναγνώρισε τον ρόλο του ιδιωτικού δικαίου στον περιορισμό της εξουσίας των ιδιωτικών φορέων, ο Berman[33] απέρριψε την ιδέα ότι το «κοινό δίκαιο» θα μπορούσε να επιτελέσει μια τέτοια συνταγματική λειτουργία. Υποστήριξε ότι το συνταγματικό δίκαιο είναι πιο κατάλληλο για την καθιέρωση γενικών αρχών, ενώ ο στόχος του κοινού δικαίου είναι περιορισμένος στην ρύθμιση καθημερινών προβλημάτων. Μέσω αυτής της προσέγγισης, τα δικαστήρια θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν το σύνταγμα ως μέτρο για την ανάπτυξη θεμελιωδών αξιών, την επίλυση πολιτικά απαιτητικών ζητημάτων και την ενθάρρυνση της ενεργούς συμμετοχής του κοινού σε αυτά τα ζητήματα.
Αναφερόμενος τόσο στον Fitzgerald όσο και στον Berman, ο Suzor αναγνώρισε τον ρόλο της εξουσίας των ιδιωτικών φορέων στη ρύθμιση των εικονικών κοινοτήτων[34]. Υποστήριξε ότι η συνταγματική προοπτική είναι χρήσιμη για τον καθορισμό των κατάλληλων ορίων στην εξουσία των ιδιωτικών φορέων και χρησιμοποίησε τον όρο «ψηφιακός συνταγματισμός» για να περιγράψει το έργο που επιδιώκει να οριοθετήσει την εξουσία των ιδιωτικών φορέων, ειδικά στο πλαίσιο των εικονικών κοινοτήτων.
Σε αντίθεση με τον Berman, ο Suzor δεν υποστήριξε ότι ο έλεγχος της ιδιωτικής εξουσίας πρέπει να ασκείται από το συνταγματικό δίκαιο. Αντίθετα, υποστήριξε ότι το συνταγματικό δίκαιο παίζει διπλό ρόλο στον περιορισμό της ιδιωτικής εξουσίας: πρώτον, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καθορίσει τον βαθμό συμμόρφωσης της αυτορρύθμισης των ιδιωτικών φορέων με τις αξίες που καθορίζονται από το κράτος και, δεύτερον, έχει το καθήκον να καθοδηγεί την ανάπτυξη του δικαίου των συμβάσεων .
Από την άλλη πλευρά, ο Karavas εστιάζει στη ρύθμιση των εικονικών κοινοτήτων και υποστηρίζει ότι η διαδικασία συνταγματοποίησης δεν χρειάζεται να καθοδηγείται από το κράτος[35]. Εξετάζοντας μια απόφαση γερμανικού δικαστηρίου σχετικά με την αποβολή ενός χρήστη από μια διαδικτυακή πλατφόρμα, ο συγγραφέας διαπίστωσε ότι οι δικαστές υποστήριξαν εμμέσως την ιδέα μιας συνταγματοποίησης που προέρχεται από την κοινωνία, παρά από το κράτος. Ουσιαστικά, υποστηρίζει ότι η κρατική πολιτική δεν μπορεί πλέον να ρυθμίσει πλήρως την πολυπλοκότητα μιας κατακερματισμένης και πλουραλιστικής κοινωνίας. Υιοθετεί τη θεωρία του Teubner για την εμφάνιση «αστικών συνταγμάτων», τα οποία αναδύονται από την ίδια την κοινωνία[36]. Σύμφωνα με τον Karavas, αυτή η μορφή συνταγματοποίησης προέρχεται από τους ίδιους τους χρήστες και τους κοινωνικούς τομείς, χωρίς να απαιτείται η καθοδήγηση του κράτους. Τελικά, ο Karavas προτείνει έναν ενδιάμεσο δρόμο μεταξύ του κρατικά καθοδηγούμενου συνταγματισμού και της πλήρως αυτόνομης συνταγματοποίησης που προέρχεται από την κοινωνία. Υποστηρίζει ότι, ενώ η αυτορρύθμιση των ιδιωτικών φορέων είναι δυνατή, οι κοινωνικοί τομείς έχουν πλέον τη δυνατότητα να προωθήσουν τη δική τους διαδικασία συνταγματοποίησης, χωρίς να βασίζονται στο κράτος.
Το 2015, οι Gill, Redeker και Gasser[37] πρότειναν να χρησιμοποιηθεί ο όρος «ψηφιακός συνταγματισμός» ως ένας γενικός όρος για να συνδέσει μια σειρά από κείμενα που επιδιώκουν να καθιερώσουν έναν χάρτη δικαιωμάτων για το Διαδίκτυο. Αυτά τα κείμενα, τα οποία έχουν αναδυθεί τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, θεωρούνται ως μέρος ενός ευρύτερου «προ-συνταγματικού» λόγου, με τελικό στόχο να οριστεί ένα σύνολο δικαιωμάτων, αρχών και κανόνων διακυβέρνησης για το Διαδίκτυο.
Ωστόσο, τα εν λόγω κείμενα δεν είναι συντάγματα με την κλασική έννοια, καθώς δεν κατέχουν κάποια πρωταρχική θέση στην ιεραρχία των νομικών πηγών. Παρ’ όλα αυτά, μπορούν να συσχετιστούν με τα συντάγματα επειδή μοιράζονται τις βασικές ουσιαστικές πτυχές του συνταγματισμού, όπως οι αξίες, τα προβλήματα και οι αρχές του, καθώς και τις κύριες λειτουργίες του περιορισμού της κρατικής εξουσίας και της ενίσχυσης των θεσμών μέσα στην κοινωνία[38].
Οι εν λόγω ακαδημαϊκοί υποστήριξαν ότι η αντίληψη τους για τον ψηφιακό συνταγματισμό δεν είναι τόσο στενή όσο αυτή του Suzor, ο οποίος αναφέρεται στον περιορισμό της εξουσίας μόνο στο πλαίσιο των εικονικών κοινοτήτων. Για αυτούς, ο ψηφιακός συνταγματισμός στοχεύει στον περιορισμό της δημόσιας εξουσίας, ενώ για τον Suzor, στον περιορισμό της ιδιωτικής εξουσίας.
Όπως έγινε αντιληπτό, η υπάρχουσα βιβλιογραφία δεν παρέχει μια ενιαία εικόνα της έννοιας του ψηφιακού συνταγματισμού. Συγκεκριμένα, δεν υπάρχει συναίνεση σχετικά με δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά αυτής της έννοιας. Πρώτον, δεν είναι σαφές αν ο ψηφιακός συνταγματισμός στοχεύει στον περιορισμό της ιδιωτικής εξουσίας ή και της δημόσιας εξουσίας. Δεύτερον, δεν υπάρχει συμφωνία για το εργαλείο που θα πρέπει να υλοποιήσει τις αξίες του ψηφιακού συνταγματισμού.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο ψηφιακός συνταγματισμός αποτελεί μια νέα κατεύθυνση του σύγχρονου συνταγματισμού. Ωστόσο, δεν υποδηλώνει ένα νέο στάδιο εξέλιξης του συνταγματισμού, αλλά είναι μια από τις πρόσφατες κατευθύνσεις του. Ο όρος «ψηφιακός» δεν προσδιορίζει άμεσα τον όρο «συνταγματισμός», αλλά μεταφέρει την ιδέα ότι αναφέρεται στον συνταγματισμό που σχετίζεται με το ψηφιακό περιβάλλον. Ο Celeste[39] εξειδικεύει την αντίληψη αυτή κάνοντας τη διάκριση μεταξύ «συνταγματοποίησης» και «συνταγματισμού».
Από τη μια πλευρά, η έννοια της «συνταγματοποίησης του ψηφιακού περιβάλλοντος» αναφέρεται στη διαδικασία δημιουργίας κανόνων που στοχεύουν στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στην ισορροπία των εξουσιών μέσα στο ψηφιακό πλαίσιο. Περιλαμβάνει την εθνική (Συντάγματα, κοινή νομοθεσία με συνταγματική αξία, αποφάσεις ανώτατων/συνταγματικών δικαστηρίων) και την υπερεθνική διάσταση (πρωτογενείς κανόνες, δευτερογενείς κανόνες με πρωτογενή αξία, αποφάσεις δικαστηρίων τελευταίου βαθμού και αποφάσεις μη κρατικών φορέων, όπως είναι οι αποφάσεις του DRM της ICANN[40], εσωτερικοί κανόνες και κώδικες δεοντολογίας εμπορικών φορέων και χάρτες δικαιωμάτων για το Διαδίκτυο[41]).
Από την άλλη, ο ψηφιακός συνταγματισμός αποτελεί το σύνολο των αξιών και των ιδανικών που καθοδηγούν και διαπερνούν τη διαδικασία συνταγματοποίησης του ψηφιακού περιβάλλοντος. Δηλαδή, ο ψηφιακός συνταγματισμός παρέχει το θεωρητικό και αξιακό υπόβαθρο που καθιστά απαραίτητη τη συνταγματοποίηση και τη δημιουργία κανονιστικών αντιδράσεων για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που εγείρει η ψηφιακή τεχνολογία. Σε αυτό το πλαίσιο, η συνταγματοποίηση λειτουργεί ως ένας συνεχής διάλογος για την αναδιαμόρφωση των συνταγματικών αρχών και κανόνων προκειμένου να ανταποκριθούν στις εξελίξεις και τις απαιτήσεις της ψηφιακής εποχής. Αυτό σημαίνει ότι η διαδικασία συνταγματοποίησης δεν είναι στατική αλλά εξελίσσεται διαρκώς, αντικατοπτρίζοντας τις αλλαγές στην κοινωνία και την τεχνολογία.
2. Οι φάσεις εξέλιξης του ευρωπαϊκού ψηφιακού συνταγματισμού
Ο De Gregorio αναφέρεται ειδικότερα στην άνοδο και εδραίωση του ευρωπαϊκού ψηφιακού συνταγματισμού ως παράδειγμα για το πώς το συνταγματικό δίκαιο μπορεί να αντιδράσει απέναντι στις προκλήσεις της αλγοριθμικής κοινωνίας, με ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο των επιγραμμικών πλατφορμών[42]. Στο άρθρο του “The rise of digital constitutionalism in the European Union” διακρίνει τρεις φάσεις στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού ψηφιακού συνταγματισμού[43].
Η πρώτη φάση: ψηφιακός φιλελευθερισμός
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) εστίασε στην απορρύθμιση και την απελευθέρωση της αγοράς, πιστεύοντας ότι η τεχνολογική πρόοδος και η ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας θα οδηγήσουν σε οικονομική ευημερία και καινοτομία. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της εποχής (Οδηγία 95/46/ΕΚ, Οδηγία 2000/31/ΕΚ) είχαν ως στόχο να δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαν να διασφαλίσουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα .
Ωστόσο, αυτή η φιλελεύθερη προσέγγιση δεν αντιμετώπισε επαρκώς τις προκλήσεις που συνδέονται με την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών στον ψηφιακό χώρο. Η εστίαση στην οικονομική ανάπτυξη και την ελευθερία της αγοράς συχνά άφηνε περιθώρια για παραβιάσεις της ιδιωτικότητας και ανεπαρκή προστασία των προσωπικών δεδομένων. Αυτή η αντίφαση αναδείχθηκε κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της ψηφιακής τεχνολογίας και κατέδειξε την ανάγκη για πιο ολοκληρωμένες και αυστηρές ρυθμίσεις[44] .
Η δεύτερη φάση: η προστατευτική νομολογία των δικαστηρίων
Η δεύτερη φάση του ψηφιακού συνταγματισμού στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται από μια σειρά νομολογιακών αποφάσεων, με σημαντικότερες αυτές του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η φάση αναπτύχθηκε σημαντικά μετά την υιοθέτηση της Συνθήκης της Λισαβόνας το 2009, η οποία αναγνώρισε νομική ισχύ στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) ανέλαβε πιο ενεργό ρόλο στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στον ψηφιακό χώρο. Μέσα από σημαντικές αποφάσεις, όπως η υπόθεση Google Spain (2014), η οποία θα αναλυθεί παρακάτω, το δικαστήριο καθόρισε τις υποχρεώσεις των διαδικτυακών πλατφορμών όσον αφορά την προστασία των δεδομένων των πολιτών και την ευθύνη για το περιεχόμενο που φιλοξενούν. Αυτές οι αποφάσεις τόνισαν τη σημασία της προστασίας της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων, υπογραμμίζοντας ότι οι ψηφιακές πλατφόρμες πρέπει να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των χρηστών τους.
Η τρίτη φάση: ψηφιακός συνταγματισμός
Η τρίτη φάση του ψηφιακού συνταγματισμού στην Ευρώπη αναγνωρίζεται ως μια νέα εποχή που εστιάζει στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στην ισορροπία των εξουσιών στο ψηφιακό περιβάλλον.
Αυτή η φάση χαρακτηρίζεται από την υιοθέτηση και εφαρμογή κανονισμών και πολιτικών που στοχεύουν στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που επιφέρει η ψηφιακή τεχνολογία και οι διαδικτυακές πλατφόρμες.
Σημαντικό στοιχείο αυτής της φάσης είναι η Στρατηγική για την Ψηφιακή Ενιαία Αγορά (Digital Single Market – DSM) της ΕΕ, η οποία στοχεύει στη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς για ψηφιακές υπηρεσίες και αγαθά. Η στρατηγική αυτή περιλαμβάνει νομοθετικά μέτρα που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την προστασία των δικαιωμάτων των χρηστών και την υπευθυνότητα των ψηφιακών πλατφορμών.
Συνολικά, η τρίτη φάση του ψηφιακού συνταγματισμού επιδιώκει να ενισχύσει την υπευθυνότητα και τη διαφάνεια των ψηφιακών πλατφορμών μέσω της επιβολής μηχανισμών προκειμένου α) να παρέχουν σαφείς και διαφανείς πληροφορίες στους χρήστες σχετικά με τη συλλογή και τη χρήση των δεδομένων τους και β) να αντιμετωπίζουν φαινόμενα παραπληροφόρησης και μετάδοσης επιβλαβούς περιεχομένου.
IV. Η σχέση του ψηφιακού συνταγματισμού με τον ψηφιακό ανθρωπισμό
Ο Celeste[45] αν και δεν ορίζει ρητά τη σχέση μεταξύ ψηφιακού συνταγματισμού και ψηφιακού ανθρωπισμού, υποδεικνύει τη σύνδεση μεταξύ τους με βάση τις αρχές που περιγράφει στη μελέτη του. Ακολουθούν ορισμένα βασικά σημεία που απεικονίζουν αυτή τη σχέση:
– Εννοιολογικά θεμέλια: Ο ψηφιακός συνταγματισμός και ο ψηφιακός ανθρωπισμός προκύπτουν από την ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της ψηφιακής τεχνολογίας στην κοινωνία. Ο ψηφιακός συνταγματισμός επικεντρώνεται στο νομικό πλαίσιο και τις αρχές που διέπουν τις ψηφιακές αλληλεπιδράσεις, ενώ ο ψηφιακός ανθρωπισμός δίνει έμφαση στις ανθρωποκεντρικές αξίες και τις ηθικές αξίες στο ψηφιακό πεδίο.
– Προστασία των δικαιωμάτων: Ο ψηφιακός συνταγματισμός στοχεύει στη θέσπιση ενός κανονιστικού πλαισίου που προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα στο ψηφιακό περιβάλλον. Αυτό ευθυγραμμίζεται με τους στόχους του ψηφιακού ανθρωπισμού, ο οποίος υπερασπίζεται την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα των ατόμων ενόψει των τεχνολογικών εξελίξεων. Και οι δύο έννοιες επιδιώκουν να διασφαλίσουν ότι η τεχνολογία υπηρετεί την ανθρωπότητα αντί να την υπονομεύει.
– Εξισορρόπηση των εξουσιών: Ο ψηφιακός συνταγματισμός ασχολείται με την ισορροπία των εξουσιών μεταξύ των δημόσιων αρχών και των ιδιωτικών επιχειρήσεων στον ψηφιακό χώρο. Ομοίως, ο ψηφιακός ανθρωπισμός απαιτεί μια ισορροπία που δίνει προτεραιότητα στην ανθρώπινη ευημερία έναντι των εταιρικών συμφερόντων. Αυτή η κοινή εστίαση στη δυναμική της εξουσίας αναδεικνύει τη σημασία της λογοδοσίας και της ηθικής διακυβέρνησης στην ψηφιακή εποχή.
– Κανονιστικό πλαίσιο: Ο ψηφιακός συνταγματισμός επιβάλλει την ανάγκη κανονιστικών αντιδράσεων απέναντι στις προκλήσεις που θέτει η ψηφιακή τεχνολογία. Ο ψηφιακός ανθρωπισμός λειτουργεί συμπληρωματικά υποστηρίζοντας την υιοθέτηση ηθικών κατευθυντήριων γραμμών και πρακτικών που προάγουν την ανθρώπινη ευημερία, ενισχύοντας έτσι την ανάγκη για ένα ισχυρό νομικό πλαίσιο που ευθυγραμμίζεται με τις ανθρωπιστικές αξίες.
– Διεπιστημονική προσέγγιση: Και οι δύο έννοιες επωφελούνται από μια διεπιστημονική προσέγγιση, που αντλεί από το δίκαιο, τη δεοντολογία, την τεχνολογία και τις κοινωνικές επιστήμες. Αυτή η συνεργασία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη ολοκληρωμένων στρατηγικών που αντιμετωπίζουν τις πολυπλοκότητες του ψηφιακού τοπίου, διασφαλίζοντας ότι λαμβάνονται υπόψη τόσο οι νομικές όσο και οι ανθρωπιστικές προοπτικές.
Συνοπτικά, ενώ ο ψηφιακός συνταγματισμός επικεντρώνεται στις νομικές πτυχές της διακυβέρνησης στην ψηφιακή εποχή, ο ψηφιακός ανθρωπισμός δίνει έμφαση στις ηθικές και ανθρωποκεντρικές διαστάσεις. Μαζί, αποτελούν ένα συμπληρωματικό πλαίσιο που επιδιώκει την προστασία των δικαιωμάτων και την προώθηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας σε έναν ολοένα και περισσότερο ψηφιακό κόσμο.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του De Gregorio[46] ο οποίος αναλύει τη σχέση μεταξύ ψηφιακού συνταγματισμού και ανθρωπισμού, ειδικά στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης με τον ψηφιακό καπιταλισμό, στον τομέα της ανάπτυξης τεχνολογιών ΤΝ. Ο De Gregorio τονίζει ότι η ΕΕ, μέσω του ψηφιακού συνταγματισμού, προσπαθεί να βρει μια ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών κυρίαρχων ιδεολογιών, προωθώντας την ανθρωποκεντρική προσέγγιση στην ανάπτυξη τεχνολογικών προϊόντων. Ο συγγραφέας αναφέρεται στην έννοια της «τρίτης οδού» που επιδιώκει η ΕΕ στο πλαίσιο του ψηφιακού συνταγματισμού ως μιας στρατηγικής που επιδιώκει να συνδυάσει τα πλεονεκτήματα της τεχνολογικής καινοτομίας με τη διατήρηση των δημοκρατικών αξιών και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
V. Ψηφιακός συνταγματισμός, ιδιωτικότητα και προστασία δεδομένων
Στην παρούσα ενότητα, αναλύεται ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι αποφάσεις του ΔΕΕ στην αλλαγή του παραδείγματος.
1. Ο ρόλος της νομολογίας του ΔΕΕ προς μια ψηφιακή συνταγματική προσέγγιση
Οι αποφάσεις του ΔΕΕ έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην υπογράμμιση των νέων προκλήσεων της κοινωνίας της πληροφορίας, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για μια νέα ευρωπαϊκή συνταγματική φάση. Η θέσπιση νομικών ρυθμίσεων, που ενισχύουν τη διαφάνεια και τη λογοδοσία στον έλεγχο του διαδικτύου και στη διαχείριση δεδομένων, λειτουργεί αποτρεπτικά απέναντι στη θεσμική αυτονόμηση των παγκόσμιων ψηφιακών υποσυστημάτων. Στην ενότητα αυτή, αναλύονται οι σημαντικότερες αποφάσεις για την ανάπτυξη του ψηφιακού συνταγματισμού και τη μεταφορά του κέντρου βάρους από τα οικονομικά συμφέροντα προς τον σεβασμό στον χρήστη και τον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό του. Σημειώνεται ότι κάποιες εξ αυτών θα σχολιαστούν και σε επόμενη ενότητα με μεγαλύτερη λεπτομέρεια ως προς την εισφορά τους στον περιορισμό της αδιάκριτης μαζικής παρακολούθησης.
Οι πρώτες δικαστικές αποφάσεις που λειτούργησαν ως προπομποί της μεταστροφής του ΔΕΕ από την οικονομική διάσταση της Οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε μια πιο συνταγματική προσέγγιση στο ψηφιακό περιβάλλον ήταν οι υποθέσεις Lindqvist (2003) και Promusicae (2008). Στην υπόθεση Lindqvist, το ΔΕΕ έκρινε ότι η δημοσίευση πληροφοριών στο Διαδίκτυο σχετικά με την υγεία και άλλα προσωπικά δεδομένα χωρίς τη συγκατάθεση των ατόμων παραβιάζει την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, όπως αυτά προστατεύονται από την Οδηγία. Το ΔΕΕ τόνισε την ανάγκη εξισορρόπησης μεταξύ της προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της ελευθερίας της έκφρασης. Ωστόσο, έδωσε προτεραιότητα στην προστασία της ιδιωτικής ζωής. Αργότερα, στην υπόθεση Promusicae, το ΔΕΕ διεύρυνε την ερμηνεία του για το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων. Εξετάζοντας το θέμα της αποκάλυψης ταυτότητας και διεύθυνσης χρηστών διαδικτύου, το ΔΕΕ αναγνώρισε τη σημασία της προστασίας των δεδομένων για τη διασφάλιση της ιδιωτικής ζωής, ακόμα και αν αυτά τα δύο δικαιώματα είναι στενά συνδεδεμένα.
Συνεχίζοντας τη νομολογιακή του δράση πάνω στο θέμα της ευθύνης των παρόχων διαδικτυακών υπηρεσιών, το ΔΕΕ έκρινε ότι οι μηχανές αναζήτησης δεν ευθύνονται για τα δεδομένα που αποθηκεύουν κατόπιν αιτήματος των διαφημιστών, εφόσον δεν έχουν γνώση της παρανομίας τους. Η υπόθεση Google France (2010) υπογράμμισε τη σημασία των οικονομικών συμφερόντων, αλλά ανέδειξε επίσης τον αναδυόμενο ρόλο της αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων στη διαχείριση περιεχομένου. Αν και το ΔΕΕ δεν αναγνώρισε ενεργό ρόλο της Google σε αυτή την υπόθεση, επεσήμανε την επιρροή των αλγόριθμων και των αυτοματοποιημένων διαδικασιών στον καθορισμό της εμφάνισης του διαδικτυακού περιεχομένου.
Το δικαστήριο αναγνώρισε ότι διαδικτυακές πλατφόρμες όπως το eBay, οι οποίες βοηθούν στη βελτιστοποίηση των πωλήσεων, επιτελούν πιο ενεργό ρόλο από την απλή παροχή παθητικής υπηρεσίας στην υπόθεση L’Oréal κατά eBay (2011). Η αναγνώριση του γεγονότος ότι οι αυτοματοποιημένες τεχνολογίες μπορούν να κάνουν έναν πάροχο να διαδραματίσει ενεργό ρόλο σημαίνει ότι η ευθύνη τους μπορεί να επεκταθεί πέρα από την απλή αποθήκευση ή διαβίβαση περιεχομένου. Η απόφαση αυτή αποτελεί σημαντική εξέλιξη στο νομικό πλαίσιο ευθύνης των διαδικτυακών μεσαζόντων, υπογραμμίζοντας τη σημασία του διαχωρισμού μεταξύ παθητικών και ενεργών ρόλων των παρόχων υπηρεσιών στο διαδίκτυο.
Η υιοθέτηση μιας πιο συνταγματικής προσέγγισης προέκυψε από δύο υποθέσεις που αφορούσαν διαδικτυακούς μεσάζοντες και την απαγόρευση της γενικής παρακολούθησης και συγκεκριμένα στις υποθέσεις Scarlet Extended και Netlog (2011-2012). Στις υποθέσεις αυτές, τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν αν τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στα δικαστήρια να επιβάλλουν στις διαδικτυακές πλατφόρμες την υποχρέωση εγκατάστασης συστημάτων φιλτραρίσματος όλων των ηλεκτρονικών επικοινωνιών με σκοπό την πρόληψη παράνομου περιεχομένου. Υπενθυμίζουμε ότι η Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο απαγορεύει τη γενική παρακολούθηση. Το ΔΕΕ έκρινε ότι τέτοια επιβολή θα παραβίαζε την επιχειρηματική ελευθερία των πλατφορμών και τα θεμελιώδη δικαιώματα των χρηστών, όπως την ιδιωτική ζωή και την ελευθερία της έκφρασης. Ως εκ τούτου, το ΔΕΕ αποφάσισε ότι η βελγική απαίτηση για γενικό φιλτράρισμα περιεχομένου ήταν ασύμβατη με την απαγόρευση της γενικής υποχρέωσης παρακολούθησης.
Το ΔΕΕ επικύρωσε για μια ακόμη φορά την ερμηνεία των εθνικών δικαστηρίων, στις υποθέσεις Telekabel (2014) και McFadden (2016), αποφασίζοντας ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν αποκλείουν τέτοιες δικαστικές εντολές. Και στις δύο υποθέσεις, το ΔΕΕ εξέτασε διαταγές ασφαλιστικών μέτρων που αφορούσαν διαδικτυακούς διαμεσολαβητές και επιβεβαίωσε την αρχή ότι οι διαδικτυακοί διαμεσολαβητές μπορούν να διατάσσονται να λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη παραβιάσεων πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά τέτοια μέτρα πρέπει να είναι αναλογικά και να μην παραβιάζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των χρηστών.
2. Ο δικαστικός δρόμος προς την ψηφιακή ιδιωτικότητα
Η πρώτη σημαντική απόφαση, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, που αποδεικνύει ότι το ΔΕΕ σταδιακά αρχίζει να εφαρμόζει τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, αναγνωρίζοντας ένα νέο θεμελιώδες δικαίωμα —της προστασίας των προσωπικών δεδομένων— είναι η υπόθεση Digital Rights Ireland (2014). Το δικαστήριο ακύρωσε την Οδηγία για τη διατήρηση δεδομένων λόγω των δυσανάλογων επιπτώσεων στα θεμελιώδη δικαιώματα, τονίζοντας την ανάγκη για εγγυήσεις κατά της κατάχρησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πιο συγκεκριμένα, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση δεδομένων ήταν δυσανάλογη και δεν τηρούσε την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν περιείχε επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων των χρηστών. Σε σχέση με τις αυτοματοποιημένες τεχνολογίες, το ΔΕΕ τόνισε ότι η ανάγκη για τέτοιου είδους εγγυήσεις είναι ακόμη μεγαλύτερη όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υπόκεινται σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία και όταν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος παράνομης πρόσβασης στα δεδομένα αυτά. Η προσέγγιση αυτή σχετικά με τη διατήρηση των δεδομένων υιοθετήθηκε και σε μεταγενέστερες αποφάσεις, όπως στην Tele2 (2016) και La Quadrature du Net (2020), οι οποίες θα αναλυθούν στο επόμενο κεφάλαιο.
Η υπόθεση-ορόσημο Google Spain (2014) καθιέρωσε το «δικαίωμα στη λήθη», επιτρέποντας στα άτομα να ζητούν την αφαίρεση προσωπικών δεδομένων από τα αποτελέσματα των μηχανών αναζήτησης. Αποτελεί την πρώτη δικαστική προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η ισχύς των διαδικτυακών πλατφορμών και να δοθεί απάντηση στη νομοθετική αδράνεια της ΕΕ, θέτοντας έτσι τα θεμέλια του ψηφιακού συνταγματισμού. Το δικαστήριο έκρινε ότι οι μηχανές αναζήτησης είναι υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων και πρέπει να συμμορφώνονται με τις αρχές προστασίας δεδομένων, ενισχύοντας έτσι την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δικαιωμάτων των δεδομένων.
Τέλος, η υπόθεση Schrems Ι (2015) ήταν καθοριστική για την προστασία των δεδομένων στην ΕΕ και επηρέασε σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζονται οι διασυνοριακές μεταφορές δεδομένων. Το Δικαστήριο ακύρωσε τη συμφωνία Safe Harbour[47] καθώς έκρινε δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των πολιτών της ΕΕ όταν αυτά μεταφέρονται στις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι το πλαίσιο δεν προστάτευε επαρκώς τα δεδομένα από την πρόσβαση των αμερικανικών αρχών ασφαλείας. Ουσιαστικά, το ΔΕΕ θεώρησε ότι ένα υπερθενικό πλαίσιο προστασίας ταυτίζεται με την ύπαρξη ενός ουσιαστικά ισοδύναμου με αυτό της ΕΕ[48].
VI. Ψηφιακός συνταγματισμός, ιδιωτικότητα και μαζική επιτήρηση
Οι Celeste και Formici[49] στη μελέτη τους «Constitutionalizing Mass Surveillance in the EU: Civil Society Demands, Judicial Activism, and Legislative Inertia» χαρτογραφούν τη σταδιακή προσπάθεια συνταγματικής αντιμετώπισης των πρακτικών μαζικής παρακολούθησης, εστιάζοντας σε τρεις βασικούς παράγοντες: την κοινωνία των πολιτών, το ΔΕΕ και τους εθνικούς νομοθέτες.
1. Ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών
Οι ανωτέρω συγγραφείς διαπιστώνουν ότι οι πρακτικές επιτήρησης αναπτύχθηκαν λόγω της ύπαρξης ενός συνταγματικού κενού, καθώς τα υπάρχοντα συνταγματικά κείμενα σπάνια αναφέρονται ρητά σε αυτές. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο όρος «επιτήρηση» περιλαμβάνεται ρητά μόνο στα συντάγματα της Σουηδίας και της Γερμανίας. Στη Σουηδία, η νομοθεσία προστατεύει τον πολίτη κατά της παρακολούθησης της αλληλογραφίας και οποιασδήποτε άλλης μορφής εμπιστευτικής επικοινωνίας και της εν γένει παρακολούθησης χωρίς συγκατάθεση, ενώ στη Γερμανία η επιτήρηση επιτρέπεται υπό αυστηρές προϋποθέσεις (δικαστική έγκριση και χρονικός περιορισμός) για την αντιμετώπιση σοβαρών εγκλημάτων ή κινδύνων για τη δημόσια ασφάλεια.
Η προστασία της ιδιωτικής ζωής γενικά αναγνωρίζεται στα σύγχρονα συντάγματα, ωστόσο, δεν υπάρχουν σαφείς διατάξεις που να περιορίζουν αυστηρά τη χρήση πρακτικών μαζικής παρακολούθησης, ακόμα και σε συνταγματικά κείμενα που αναφέρονται συγκεκριμένα στην παρακολούθηση. Αντιθέτως, τα εθνικά συντάγματα συχνά περιλαμβάνουν διατάξεις που μπορεί να περιορίζουν το απόρρητο της αλληλογραφίας, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων. Αυτά τα δικαιώματα δεν θεωρούνται απόλυτα και σχετικοποιούνται από περιορισμούς για λόγους δημόσιας και εθνικής ασφάλειας, επιτρέποντας έτσι την εγκαθίδρυση συστημάτων μαζικής παρακολούθησης.
Ελλείψει σαφούς και λεπτομερούς ρύθμισης της επιτήρησης στα εθνικά και υπερεθνικά συντάγματα, η κοινωνία των πολιτών έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην προσπάθεια «συνταγματοποίησης» της μαζικής επιτήρησης. Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών έχουν λειτουργήσει ως καταλύτες για σημαντικές δικαστικές υποθέσεις που αμφισβητούν τις κρατικές πρακτικές παρακολούθησης. Ακτιβιστές, όπως ο Max Schrems, και οργανώσεις όπως οι Digital Rights Ireland, Quadrature du Net, Privacy International και Big Brother Watch[50], στο πλαίσιο της στρατηγικής τους ενάντια στις καταχρήσεις των νομοθετών και των κυβερνητικών υπηρεσιών, προσέφυγαν δικαστικά και οδήγησαν σε σημαντικές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Εμπειρικές μελέτες καταγράφουν πάνω από 200 δηλώσεις που εκδόθηκαν από φορείς της κοινωνίας των πολιτών για τη διατύπωση αρχών και αξιών για την ψηφιακή κοινωνία. Αυτά τα κείμενα, γνωστά ως «Internet Bill of Rights», δεν είναι νομικά δεσμευτικά, αλλά προσφέρουν καινοτόμες κανονιστικές λύσεις στις προκλήσεις της μαζικής επιτήρησης. Από κοινωνικο-νομική σκοπιά, αυτά τα έγγραφα έχουν σημασία για την κατανόηση των αιτημάτων της κοινωνίας των πολιτών στην ψηφιακή εποχή και του βαθμού στον οποίο αυτά τα αιτήματα ενσωματώνονται στην έννομη τάξη. Αν και δεν είναι προϊόντα δημοκρατικής διαβούλευσης, τα κείμενα αυτά έχουν στοιχεία που τα καθιστούν παρόμοια με εθνικά και υπερεθνικά συντάγματα[51]. Στα κείμενα αυτά μπορεί κανείς να βρει τρεις βασικούς κανόνες:
Πρώτα απ’ όλα, οι τίτλοι αυτών των εγγράφων αναφέρονται ξεκάθαρα σε μια συνταγματική διάσταση. Μερικά παραδείγματα είναι ο «Χάρτης των Θεμελιωδών Ψηφιακών Δικαιωμάτων της ΕΕ», η «Μάγκνα Κάρτα για την Ψηφιακή Εποχή» και η «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Διαδικτύου».
Δεύτερον, χρησιμοποιούν ορολογία που απαντάται σε συνταγματικά κείμενα. Για παράδειγμα, περιλαμβάνουν «προοίμιο» και προτάσεις που αναφέρονται σε «όλους» ή «όλους τους ανθρώπους», καθώς και ρήματα όπως «πρέπει».
Τρίτον, αναφέρονται σε δικαιώματα και υποχρεώσεις, όπως ακριβώς γίνεται στα εθνικά συντάγματα. Για παράδειγμα, ο Χάρτης Δικαιωμάτων του Διαδικτύου της APC (Association for progressive communications), προβλέπει το δικαίωμα στην ψηφιακή πληροφόρηση υποχρεώνοντας τις κυβερνήσεις να διασφαλίζουν τη διαφάνεια και τη λογοδοσία με ανοικτές και προσβάσιμες μορφές δεδομένων. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι Αρχές της Σάντα Κλάρα σχετικά με τη διαφάνεια και τη λογοδοσία στον έλεγχο του περιεχομένου στο Διαδίκτυο θεμελιώνουν το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, όταν ορίζουν ότι «οι εταιρείες θα πρέπει να παρέχουν μια ουσιαστική ευκαιρία για έγκαιρη προσφυγή κατά οποιασδήποτε αφαίρεσης περιεχομένου ή αναστολής λογαριασμού». Επίσης, το άρθρο 2 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων στο Διαδίκτυο δομεί με συγκεκριμένο τρόπο το δικαίωμα πρόσβασης στο Διαδίκτυο, ενώ ο Χάρτης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Αρχών για το Διαδίκτυο αναγνωρίζει το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων που υποβάλλονται σε ειδική επεξεργασία στο διαδίκτυο.
Σύμφωνα με μια επιστημονική άποψη[52], ο ρόλος αυτών των κειμένων δεν είναι απλά να μεταφέρουν τις ανθρώπινες αξίες και αρχές στον ψηφιακό κόσμο. Αναγνωρίζοντας ότι μια σειρά από θεμελιώδη δικαιώματα, σχεδιασμένα να υπάρχουν στον αναλογικό κόσμο, παλεύουν για να διαπεράσουν στον εικονικό κόσμο, ο Teubner[53] υποστηρίζει ότι τα ιδιωτικά αυτά κείμενα επιτελούν μια διπλή λειτουργία —αυτή της «γενίκευσης» και του «επαναπροσδιορισμού». Ο συνταγματικός κανόνας δεν μπορεί απλώς να εφαρμοστεί αυτούσια σε ένα διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο. Είναι απαραίτητο να κατανοηθεί ο βασικός του σκοπός, να γενικευθούν οι θεμελιώδεις αρχές του, να απαλλαγεί από τις αρχικές επιρροές του περιβάλλοντος και στη συνέχεια να επαναπροσδιοριστεί σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της νέας κοινωνικής πραγματικότητας. Ένα παράδειγμα θεμελιώδους αξίας είναι ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής. Ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής του ατόμου είναι ένα απτό παράδειγμα γενίκευσης και επαναπροσδιορισμού καθώς στις διακηρύξεις δικαιωμάτων στο Διαδίκτυο όχι μόνο επαναδιατυπώνεται με αναφορά στην ψηφιακή τεχνολογία, αλλά και γενικεύεται και επαναπροσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις της ψηφιακής κοινωνίας.
Τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα δικαιωμάτων γενικά επιβεβαιώνουν ότι οποιαδήποτε μορφή παρακολούθησης επηρεάζει την ιδιωτική ζωή του ατόμου. Ωστόσο, ορισμένα από αυτά εισάγουν νέες αρχές που περιορίζουν τις πρακτικές μαζικής παρακολούθησης, όπως, για παράδειγμα, η Αφρικανική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες του Διαδικτύου.
Εν κατακλείδι, οι ιδιωτικές διακηρύξεις για τα δικαιώματα στο Διαδίκτυο δηλώνουν ότι η μαζική και αδιάκριτη παρακολούθηση αποτελεί ανεπίτρεπτη παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί αναλογική σε καμία περίπτωση. Μόνο στοχευμένες μορφές παρακολούθησης, οι οποίες υπόκεινται σε συγκεκριμένες εγγυήσεις, μπορούν να γίνουν αποδεκτές ως λογικοί περιορισμοί αυτού του δικαιώματος. Είναι ενδιαφέρον ότι οι εγγυήσεις αυτές, όπως η ανάγκη για αντιμετώπιση σοβαρών εγκλημάτων, η προηγούμενη δικαστική άδεια και η ενημέρωση των ατόμων που υπόκεινται σε καθεστώς παρακολούθησης, ευθυγραμμίζονται με τις πρακτικές που καθιερώνει σταδιακά η νομολογία του ΔΕΕ, όπως θα εξεταστεί στην επόμενη ενότητα.
2. Ο ρόλος των μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών
Στο πλαίσιο της ψηφιακής εποχής, οι ιδιωτικές εταιρείες τεχνολογίας έχουν αναλάβει έναν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση και διαχείριση των ψηφιακών δικαιωμάτων και της διαδικτυακής δραστηριότητας. Οι ιδιωτικές εταιρείες τεχνολογίας, όπως η Facebook, η Google και άλλες μεγάλες πλατφόρμες, έχουν δημιουργήσει τους δικούς τους κανονισμούς και πολιτικές (lex digitalis) για τη διαχείριση του περιεχομένου και της συμπεριφοράς των χρηστών στις πλατφόρμες τους. Αυτές οι πολιτικές συχνά περιλαμβάνουν όρους χρήσης και πολιτικές απορρήτου που καθορίζουν τι επιτρέπεται και τι όχι στην πλατφόρμα (Platform law), καθώς και πώς συλλέγονται, αποθηκεύονται και χρησιμοποιούνται τα δεδομένα των χρηστών.
Ένα παράδειγμα αυτής της ιδιωτικής ρύθμισης είναι η “Lex Facebook”, ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους κανονισμούς και τις πολιτικές που εφαρμόζει η Facebook για τη διαχείριση του περιεχομένου και της συμπεριφοράς των χρηστών της πλατφόρμας της. Η Facebook έχει αναπτύξει ένα σύνολο κανόνων και διαδικασιών για την αντιμετώπιση ζητημάτων όπως η ρητορική μίσους, η παραπληροφόρηση και το βίαιο περιεχόμενο. Επιπλέον, έχει δημιουργήσει και εφαρμόζει δικούς της μηχανισμούς επιβολής των κανόνων της, συμπεριλαμβανομένων αλγορίθμων που εντοπίζουν και αφαιρούν περιεχόμενο που παραβιάζει τις πολιτικές της, καθώς και ομάδες ανθρώπων που εξετάζουν περιπτώσεις πιο περίπλοκες ή αμφιλεγόμενες.
Στο σημείο αυτό είναι ενδιαφέρον να αναφερθούμε στους όρους του “Lex Facebook” στην εποχή πριν τη θέσπιση του ΓΚΠΔ καθώς το συνταγματικό ύφος αυτών προκαλεί εντύπωση. Παρά το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι «η Δήλωση Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων» (Statement of Rights and Responsibilities) που υιοθέτησε το Facebook για να περιγράψει τους εσωτερικούς κανόνες, έγινε για λόγους στρατηγικής μάρκετινγκ, η μοναδικότητα του όρου στο τοπίο των όρων υπηρεσίας των κύριων ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης παραμένει γεγονός. Το Facebook, επίσης, δημιούργησε ένα ξεχωριστό έγγραφο που τιτλοφορήθηκε οι «Αρχές του Facebook» στο οποίο απαριθμεί τις βασικές αξίες (π.χ. διαφάνεια, έλεγχος, προσβασιμότητα).
Είναι προφανές ότι η αυξανόμενη επιρροή των ιδιωτών νομοθετών εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη λογοδοσία και τη διαφάνεια. Σε αντίθεση με τα κρατικά όργανα, οι ιδιωτικές εταιρείες δεν υπόκεινται στην ίδια βαθμίδα ελέγχου και εποπτείας. Οι αποφάσεις τους συχνά λαμβάνονται χωρίς τη διαφάνεια που απαιτείται από τα δημόσια όργανα και οι χρήστες μπορεί να μην έχουν την ίδια δυνατότητα να προσβάλουν ή να ελέγξουν αυτές τις αποφάσεις καθώς δεν έχουν πλήρη εικόνα των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά που κάνει ο Κ. Γιαννακόπουλος[54] στη δράση του Εποπτικού Συμβουλίου της Meta, το οποίο αρχικά ονομάστηκε «Ανώτατο Δικαστήριο». Το Συμβούλιο αποτελεί προϊόν της απόπειρας αυτορρύθμισης ενός εκ των ισχυρότερων φορέων κοινωνικής δικτύωσης παγκοσμίως. Εμφανίζεται ως μια πρωτοποριακή απάντηση στις προκλήσεις που θέτει η ψηφιακή δημόσια σφαίρα, ιδίως σε περιόδους κρίσης, όπως η πανδημία, όταν οι πλατφόρμες αυτές ταυτόχρονα εξυμνήθηκαν για την ενίσχυση της ελευθερίας της έκφρασης και κατηγορήθηκαν για τη διάδοση παραπληροφόρησης και την υπονόμευση της ασφάλειας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Το Συμβούλιο προβάλλεται ως ένα φιλόδοξο, παγκόσμιο πείραμα κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και ειδικά της ελευθερίας της έκφρασης, μέσω μιας φαινομενικά ανεξάρτητης διαδικασίας λογοδοσίας. Η κοσμοπολίτικη σύνθεσή του και η δομή του το καθιστούν εντυπωσιακή ιδιωτική υπερδομή της παγκοσμιοποίησης, η οποία, τουλάχιστον σε επίπεδο θεσμικής φαντασίας, φαίνεται να ανταγωνίζεται το κύρος των εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων και των υπερεθνικών δικαιοδοτικών θεσμών.
Ωστόσο, πίσω από την επίφαση διαφάνειας και την επίκληση του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το Συμβούλιο παραμένει αναπόδραστα συνδεδεμένο με τα ιδιωτικά συμφέροντα και τις στρατηγικές της Meta. Ο κίνδυνος είναι διττός: αφενός, να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση ουσιαστικής λογοδοσίας μέσω αυτορρυθμιστικών μηχανισμών· αφετέρου, να αποδυναμωθούν οι δημόσιοι και δημοκρατικά νομιμοποιημένοι θεσμοί, που είναι κατεξοχήν αρμόδιοι για την προστασία των δικαιωμάτων και τη ρύθμιση της εξουσίας.
Το κρίσιμο ερώτημα επανέρχεται, αρχαίο και πάντα επίκαιρο: Quis custodiet ipsos custodes — Ποιος φυλάσσει τους φύλακες;
Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι η ύπαρξη εσωτερικών κανόνων ιδιωτικών φορέων μπορεί να λειτουργήσει αφενός ως αντίβαρο σε ενδεχόμενη κυβερνητική απάθεια και αφετέρου ως πεδίο διάδρασης που αποκαλύπτει και την πολύπλοκη ισορροπία μεταξύ ιδιωτικής εξουσίας και δημόσιου συμφέροντος. Για παράδειγμα, με την έναρξη ισχύος του ΓΚΠΔ, το Facebook αναπροσάρμοσε τους όρους χρήσης του, περιλαμβάνοντας και αλλαγή στον επίσημο τίτλο τους (“Terms of Service”). Σύμφωνα με τον ΓΚΠΔ, οι υπεύθυνοι για την επεξεργασία δεδομένων οφείλουν να παρουσιάζουν τις πληροφορίες με τρόπο που είναι ξεκάθαρος, κατανοητός και εύκολα προσβάσιμος. Αυτή η απαίτηση πιθανώς οδήγησε το Facebook να κρίνει ότι ο προηγούμενος τίτλος θα μπορούσε να δημιουργήσει παρανοήσεις στους χρήστες.
Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει μια σύντομη αναφορά και στο Lex informatica, όρο που χρησιμοποίησε ο Reidenberg[55], για να περιγράψει τη δυνατότητα που έχουν οι ιδιωτικές εταιρείες να καθιερώνουν νομικούς κανόνες μέσω της τεχνικής αρχιτεκτονικής του λογισμικού τους. Αυτή η ιδέα συνοψίζεται στο διάσημο σύνθημα του Lawrence Lessig «ο κώδικας είναι νόμος». Συνεπώς, αν και ο νομικός κανόνας δεν είναι ρητά διατυπωμένος, είναι ενσωματωμένος στον τρόπο που οι προγραμματιστές σχεδιάζουν ένα πρόγραμμα. Όπως αναφέρει ο Karavas[56], ο κώδικας έχει ισχυρότερη ρυθμιστική δύναμη και αποτελεσματικότητα σε σύγκριση με τους παραδοσιακούς νόμους. Στον ψηφιακό κόσμο, ο κώδικας μπορεί να ρυθμίζει τη συμπεριφορά των χρηστών πιο αποτελεσματικά από τους νόμους, καθώς μπορεί να αποτρέπει άμεσα τις παραβάσεις μέσω της τεχνολογικής του δομής.
Χαρακτηριστική περίπτωση του τρόπου με τον οποίο ο κώδικας υπολογιστών ενσαρκώνει στον ψηφιακό κόσμο τους νομικούς κανόνες είναι η διαχείριση προσωπικών δεδομένων στις κοινωνικές πλατφόρμες. Π.χ. μια κοινωνική πλατφόρμα μπορεί να ενσωματώσει τη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων εφαρμόζοντας τεχνικούς περιορισμούς που οριοθετούν την ποσότητα των προσωπικών δεδομένων που συλλέγονται κατά την εγγραφή ενός νέου χρήστη. Μπορεί επίσης να προσφέρει εργαλεία διαχείρισης απορρήτου που επιτρέπουν στους χρήστες να ελέγχουν ποια δεδομένα μοιράζονται και με ποιον. Ο Karavas καταλήγει ότι οι τεχνολογικές εταιρείες χρησιμοποιούν τόσο τους ρητά διατυπωμένους νομικούς κανόνες τους (όρους χρήσης) όσο και τους εφαρμοσμένους κανόνες τους (κώδικα) για να αυτορρυθμίσουν την εξουσία τους και να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά των χρηστών, καθιστώντας το νομικό πεδίο πιο τεχνο-κεντρικό και λιγότερο εξαρτώμενο από τους παραδοσιακούς νομικούς κανόνες.
3. Η συνταγματικοποίηση της μαζικής επιτήρησης μέσα από δικαστικές απαγορεύσεις
Μελετώντας τη νομολογία που αναπτύχθηκε τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη συμβολή των δικαστικών αρχών στη συζήτηση για τα όρια της παρακολούθησης και τις συνταγματικές επιπτώσεις. Μέσα από την ανάλυσή μας θα αναδείξουμε ότι η συνταγματοποίηση της μαζικής επιτήρησης στην ΕΕ περιλαμβάνει την ενσωμάτωση των αρχών της αναλογικότητας και της απόλυτης αναγκαιότητας στη νομοθεσία, καθώς και την εισαγωγή εγγυήσεων όπως η προηγούμενη έγκριση και ο έλεγχος από ανεξάρτητες αρχές. Αυτή η διαδικασία δεν αποσκοπεί στην απόλυτη απαγόρευση της μαζικής παρακολούθησης, αλλά στην προσαρμογή της στα συνταγματικά πλαίσια, διασφαλίζοντας την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Άλλωστε, κατά την άποψή μας, η συνταγματική κωδικοποίηση μιας απόλυτης απαγόρευσης θα αποτύγχανε τελικά να επιτύχει ισορροπία μεταξύ της προστασίας της κρατικής ασφάλειας και της συμπίεσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Οι νομοθετικές συζητήσεις στην ΕΕ, καθώς και οι ανησυχίες που εξέφρασαν τόσο η Ομάδα Εργασίας του Άρθρου 29 και διάφορες ΜΚΟ (Privacy International, European Digital Rights (EDRi), Amnesty International, Human Rights Watch, Reporters Without Borders) είχαν σημαντική επίδραση στη συνταγματική συζήτηση σχετικά με τα συστήματα διατήρησης δεδομένων στην ΕΕ. Ζητήματα νομιμότητας τόσο της Οδηγίας ePrivacy όσο και της Οδηγίας για τη Διατήρηση των Δεδομένων (Data Retention Directive-DRD) τέθηκαν για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην απόφαση Digital Rights Ireland, η οποία αποτέλεσε και το έναυσμα για τη δημιουργία μιας μακράς και σύνθετης ιστορίας νομοθετικών, δικαστικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων γύρω από την υποχρεωτική διατήρηση δεδομένων επικοινωνίας στην ΕE.
Η εμβληματική αυτή απόφαση έθεσε τις ακόλουθες αρχές για τα συστήματα μαζικής επιτήρησης οι οποίες εν τέλει οδήγησαν στην ακύρωση της DRD. Πρώτον, το ΔΕΕ έκρινε ότι η γενικευμένη και αδιάκριτη διατήρηση μεταδεδομένων, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη μετέπειτα πρόσβαση σε αυτά από τις κρατικές αρχές, θεωρείται από μόνη της παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των χρηστών. Επίσης, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι τα δεδομένα επικοινωνιών, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της επικοινωνίας, μπορούν να οδηγήσουν σε ακριβή συμπεράσματα για τις συνήθειες των χρηστών, την καθημερινή τους ζωή, τον τόπο κατοικίας, τις κινήσεις, τις δραστηριότητες, τις σχέσεις και τα κοινωνικά τους περιβάλλοντα. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει στους ανθρώπους «την αίσθηση ότι οι ιδιωτικές τους ζωές βρίσκονται υπό καθεστώς διαρκούς παρακολούθησης»[57] (σκέψη 37). Δεύτερον, υπογράμμισε ότι η μαζική και γενικευμένη διατήρηση, που καλύπτει όλες τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και το σύνολο των χρηστών και των δεδομένων επικοινωνίας τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαίο μέτρο. Τρίτον, το ΔEE τόνισε ότι μια μορφή νόμιμης και αναλογικής διατήρησης μπορεί να υφίσταται μόνο σε ένα «στοχευμένο σύστημα». Αυτό σημαίνει ότι η διατήρηση πρέπει να περιορίζεται σε άτομα για τα οποία υπάρχουν αποδείξεις ότι μπορεί να έχουν σχέση, έστω και έμμεσα, με σοβαρά εγκλήματα[58], ή να είναι περιορισμένη σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ή χρονικό διάστημα και να έχει μοναδικό σκοπό την πρόληψη ή καταπολέμηση σοβαρών εγκλημάτων.
Μετά την ακύρωση της DRD, πολλά προκαταρκτικά ερωτήματα υποβλήθηκαν από τα σουηδικά, βρετανικά και ισπανικά δικαστήρια, ζητώντας διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία του Άρθρου 15 της Οδηγίας ePrivacy. Το ΔΕΕ στις υποθέσεις Tele2 και Ministerio Fiscal, επανέλαβε τις αρχές που είχε ήδη διατυπώσει στην υπόθεση Digital Rights Ireland, δίδοντας σαφείς οδηγίες στα εθνικά δικαστήρια για την ενσωμάτωση βασικών συνταγματικών αξιών, όπως το κράτος δικαίου, τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης και το τεκμήριο αθωότητας, στους εθνικούς νομικούς κανόνες για τη διατήρηση δεδομένων. Τέλος, διευκρίνισε ότι το άρθρο 15 πρέπει να ερμηνεύεται έχοντας ως νομική βάση τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
Παρά τις σημαντικές συνταγματικές αλλαγές στον τομέα της παρακολούθησης και αποθήκευσης δεδομένων από τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους που προωθήθηκαν από την προαναφερόμενη νομολογία του ΔΕΕ, τα κράτη-μέλη αντέδρασαν αρνητικά υιοθετώντας μια αμυντική στάση απέναντι στο μοντέλο της στοχευμένης παρακολούθησης. Σημειωτέον ότι δεν δέχθηκαν να εγκαταλείψουν τα γενικευμένα καθεστώτα επιτήρησης που θεωρούνταν αναντικατάστατα εργαλεία στην καταπολέμηση των εθνικών και διακρατικών απειλών ασφαλείας. Μάλιστα, αντιπρότειναν ως λειτουργικότερο μοντέλο, αυτό του «καθεστώτος περιορισμένης διατήρησης δεδομένων». Η έντονη κριτική που εκφράστηκε από τις κυβερνητικές αρχές οδήγησε τα εθνικά δικαστήρια να απευθυνθούν εκ νέου στο ΔΕΕ ζητώντας «να αποσαφηνίσει, να βελτιώσει ή ακόμη και να επανεξετάσει διάφορες πτυχές της νομολογίας του»[59] (Case C-520/18, La Quadrature du Net et al. v. Premier Ministre et al. (Jan. 15, 2020). Το ΔΕΕ στις υποθέσεις La Quadrature du Net, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-511/18, C-512/18 and C-520/18 επιβεβαίωσε εκ νέου τη σημασία εφαρμογής των αρχών του κράτους δικαίου όταν οι αρχές επιβολής του νόμου διατάσσουν τη μαζική παρακολούθηση.
Μια απόδειξη της συνεχιζόμενης και εξελισσόμενης φύσης της διαδικασίας συνταγματοποίησης στον τομέα της παρακολούθησης των δεδομένων επικοινωνίας υπήρξε η στάση του ΔΕΕ απέναντι στα ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Στις ίδιες υποθέσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας από σοβαρές απειλές, όπως η τρομοκρατία ή άλλες δραστηριότητες που μπορούν να αποσταθεροποιήσουν ένα κράτος και τις δομές του, παρέχει στα κράτη μέλη μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών και δικαιολογεί τον περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ωστόσο, το Δικαστήριο έσπευσε να καθορίσει συνταγματικές εγγυήσεις και όρια προχωρώντας ένα βήμα παρακάτω την προσπάθεια συνταγματοποίησης και απαιτώντας από τους εθνικούς νομοθέτες να καθορίσουν: (i) ένα σαφές νομοθετικό πλαίσιο που καθορίζει τους όρους για την υιοθέτηση συστημάτων μαζικής αποθήκευσης δεδομένων, (ii) έναν καθορισμένο χρονικό περιορισμό στη χρήση αυτού του μέσου, (iii) αυστηρές εγγυήσεις ασφάλειας δεδομένων για την προστασία από τον κίνδυνο καταχρήσεων και (iv) εποπτεία από δικαστικά σώματα ή ανεξάρτητες διοικητικές αρχές (La Quadrature du Net, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-511/18, C-512/18 and C-520/18 , σκ. 138).
Ειδικά για το θέμα των πρόσθετων εγγυήσεων, η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση H.K. (2021) δημιούργησε δικαστικό προηγούμενο. Ενώ στις αποφάσεις Privacy International και La Quadrature du Net, το Δικαστήριο εξέτασε τη νομιμότητα της επιβολής γενικής υποχρέωσης διατήρησης δεδομένων για λόγους εθνικής ασφάλειας, στην υπόθεση H.K., διευκρίνισε τις προϋποθέσεις για στοχευμένη διατήρηση δεδομένων και ανέλυσε τις επιπτώσεις της παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι ο έλεγχος που ασκεί ο εισαγγελέας στα μέτρα επιτήρησης μεταδεδομένων δεν διαθέτει την απαραίτητη ανεξαρτησία καθώς ο εισαγγελέας είναι μέρος της ποινικής διαδικασίας και όχι ανεξάρτητος διαιτητής και, επομένως, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την εποπτεία που θα έπρεπε να γίνεται από ένα δικαστήριο. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι αυτή η έλλειψη ανεξάρτητου ελέγχου δεν μπορεί να διορθωθεί εκ των υστέρων με εποπτεία κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, καθώς δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι η πρόσβαση στα δεδομένα περιορίζεται μόνο στο απολύτως αναγκαίο.
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο της απόφασης στην υπόθεση H.K. αφορά το γεγονός ότι έθεσε προηγούμενο σχετικά με το πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται τα αποδεικτικά στοιχεία σε ποινικές υποθέσεις όταν αυτά αποκτώνται με τρόπο που δεν τηρεί τις νόμιμες διαδικασίες. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, επειδή το δίκαιο της ΕΕ δεν έχει συγκεκριμένους κανόνες για τον τρόπο αντιμετώπισης των αποδεικτικών στοιχείων που προέρχονται από γενικευμένη και αδιάκριτη διατήρηση δεδομένων, κάθε χώρα της ΕΕ μπορεί να ορίσει τους δικούς της κανόνες. Ωστόσο, αυτοί οι κανόνες πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν συλλεχθεί παράνομα δεν προκαλούν αδικαιολόγητη βλάβη σε κάποιον κατηγορούμενο.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι ένας τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος είναι να μην επιτρέπεται η χρήση τέτοιων παράνομων αποδεικτικών στοιχείων στα δικαστήρια ή, έστω, να λαμβάνεται υπόψη η βαρύτητα αυτών των ελαττωματικών στοιχείων κατά τη διάρκεια της δίκης και τη λήψη της απόφασης. Είναι επίσης σημαντικό, σύμφωνα με το Δικαστήριο, ότι τα εθνικά ποινικά δικαστήρια δεν πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αποδεικτικά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί μέσω γενικής και αδιάκριτης διατήρησης δεδομένων ή μέσω παράνομης πρόσβασης σε αυτά τα δεδομένα, αν δεν δίνεται στους υπόπτους η δυνατότητα να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα αυτών των αποδεικτικών στοιχείων. Με απλά λόγια, το δικαστήριο πρέπει να εξασφαλίσει ότι οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και ότι δεν χρησιμοποιούνται εναντίον τους αποδεικτικά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί παράνομα.
Σε ό,τι αφορά το πεδίο ισχύος των εγγυήσεων, το ΔΕΕ αντιμετώπισε την πρόκληση να διασφαλίσει ότι οι συνταγματικές αρχές και οι εγγυήσεις που προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών εντός της ΕΕ, δεν παύουν να ισχύουν και εκτός αυτής (υποθέσεις Schrems I και ΙΙ). Ειδικότερα, το ΔΕΕ προχώρησε στον έμμεσο έλεγχο των αμερικανικών συστημάτων μαζικής παρακολούθησης, όπως το Prism και το Upstream, και μάλιστα ακύρωσε δύο φορές τις αποφάσεις σχετικά με τις μεταφορές δεδομένων στις ΗΠΑ. Παρόμοια στάση επέδειξε και στη Γνώμη 1/15[60] ακυρώνοντας το σχέδιο συμφωνίας PNR με τον Καναδά που αφορούσε τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων PNR επιβατών της ΕΕ στις καναδικές αρχές.
Όπως έγινε αντιληπτό, η πορεία προς τη συνταγματοποίηση των εργαλείων μαζικής παρακολούθησης στην ΕΕ αποτελεί ένα περίπλοκο και πολυεπίπεδο ζήτημα που αντανακλάται σε διάφορες νομοθετικές και δικαστικές αντιδράσεις των κρατών μελών. Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα κράτη μέλη αντέδρασαν με πολύ διαφορετικούς τρόπους στη συνεχιζόμενη πορεία συνταγματοποίησης που δρομολόγησαν οι δικαστές της ΕΕ, δημιουργώντας ένα κατακερματισμένο τοπίο λύσεων και προσεγγίσεων.
Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι η ακύρωση της εθνικής νομοθεσίας διατήρησης δεδομένων από το βελγικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι η μαζική διατήρηση δεδομένων παραβιάζει τις αρχές της αναλογικότητας. Αντίθετα, η Γαλλία υιοθέτησε μια διαφορετική προσέγγιση, διατηρώντας ένα γενικευμένο σύστημα διατήρησης δεδομένων για λόγους εθνικής ασφάλειας, το οποίο κρίθηκε ότι συμμορφώνεται με τις αρχές της ΕΕ, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η Ιταλία, αν και αρχικά δεν επηρεάστηκε σημαντικά από τη νομολογία του ΔΕΕ, προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις μετά την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση H.K. κατά Prokuratuur[61]. Η μεταρρύθμιση εισήγαγε αυστηρότερες εγγυήσεις για την πρόσβαση στα δεδομένα, αλλά διατήρησε το μαζικό και γενικευμένο σύστημα διατήρησης δεδομένων. Στην Πορτογαλία, το Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε αντισυνταγματικά πολλά άρθρα του νόμου για τα μεταδεδομένα, αναδεικνύοντας την ανάγκη για μια πιο προσεκτική και αναλογική προσέγγιση στη μαζική παρακολούθηση.
Εν κατακλείδι, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η διαδικασία συνταγματοποίησης που έχει προωθηθεί από τη νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με τη διατήρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό πλαίσιο με αρχές που πρέπει να εφαρμοστεί και σε άλλα μέσα μαζικής παρακολούθησης, όπως αυτά που βασίζονται στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Προφανώς, η ενσωμάτωση αυτών των αρχών στις νομοθετικές διαδικασίες αποτελεί πρόκληση για τους νομοθέτες, καθώς πρέπει να εξισορροπήσουν την ανάγκη για ασφάλεια με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι νομοθέτες καλούνται να δημιουργήσουν ένα συνεκτικό και σαφές νομικό πλαίσιο που θα προστατεύει τα δικαιώματα των ατόμων, ενώ ταυτόχρονα θα επιτρέπει τη χρήση προηγμένων τεχνολογιών για τη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας. Η διαδικασία αυτή απαιτεί τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών και υπερεθνικών αρχών, καθώς και την ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών για την εξασφάλιση μιας ισορροπημένης και δίκαιης προσέγγισης.
VII. Επίλογος
Η κριτική προς τον ψηφιακό συνταγματισμό έχει ήδη αρχίσει να διερευνά τα κενά και τις παρανοήσεις του. Όπως υποστηρίζει ο Terzis[62], το έργο του ψηφιακού συνταγματισμού αφηγείται μια συγκεκριμένη ιστορία, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που εντοπίζει με τρόπους που εξυπηρετούν τις επιδιωκόμενες παρεμβάσεις του. Όπως και άλλοι συνταγματισμοί, στηρίζεται σε θεσμικές ελπίδες για επίτευξη ισορροπίας ισχύος μεταξύ ανταγωνιστικών δυνάμεων σε πολιτικές και οικονομικές συγκρούσεις, αλλά αγνοεί ή απλοποιεί κρίσιμα ζητήματα τα οποία ο Terzis κατηγοριοποιεί σε τρεις βασικούς άξονες:
- Ο ψηφιακός συνταγματισμός αποσκοπεί στην οριοθέτηση της αυξανόμενης επιρροής των ιδιωτικών εταιρειών στην ιδιωτικότητα των πολιτών μέσω των ψηφιακών τεχνολογιών. Παραδείγματα όπως το Συμβούλιο Εποπτείας του Facebook και ο ΓΚΠΔ θεωρούνται προσπάθειες συνταγματοποίησης του ψηφιακού χώρου. Ωστόσο, η πολιτική εκπροσώπηση των πολιτών στον ψηφιακό κόσμο συχνά παραμελείται, καθώς υποτίθεται λανθασμένα ότι οι χρήστες των ψηφιακών πλατφορμών απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους πολίτες σε μια συνταγματική τάξη. Η εκμετάλλευση των χρηστών ως πηγής δεδομένων δεν συμβαδίζει με την εικόνα του αυτόνομου πολίτη και οι υποστηρικτές του ψηφιακού συνταγματισμού αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν πλήρως αυτή τη διάσταση. Η χρήση της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου στον ψηφιακό χώρο επικρίνεται για την υπεραπλούστευση των σχέσεων εξουσίας και την αδυναμία αντιμετώπισης των θεμελιωδών προβλημάτων εξάρτησης που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες ψηφιακές πλατφόρμες.
- Οι συνταγματολόγοι υποστηρίζουν ότι οι ψηφιακές εταιρείες ασκούν μια μοναδική μορφή εξουσίας, που διαφέρει από τις παραδοσιακές πολυεθνικές, καθώς οι ψηφιακές τεχνολογίες έχουν μειώσει την ισχύ των κρατών. Θεωρούν ότι η ανάπτυξη του Διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων δημιούργησε συνταγματική ανισορροπία, η οποία απαιτεί άμεσες και ριζικές νομικές παρεμβάσεις. Ωστόσο, η άποψη αυτή βασίζεται σε έναν παραδοσιακό διαχωρισμό μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ο οποίος μπορεί να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεδομένης της συνεργασίας των ψηφιακών εταιρειών με τις κυβερνήσεις. Η κριτική προς τον ψηφιακό συνταγματισμό τονίζει ότι προτού αναπτυχθεί μια θεωρία διακυβέρνησης, είναι αναγκαία η διαμόρφωση μιας πιο ολοκληρωμένης κοινωνικής θεωρίας που θα λαμβάνει υπόψη τις ιστορικές εξελίξεις και τη συνεχή αλλαγή.
- Ένα βασικό πρόβλημα στον ψηφιακό συνταγματισμό είναι η πεποίθηση ότι οι ψηφιακές εταιρείες έχουν αποκτήσει υπερβολική εξουσία λόγω της έλλειψης επαρκούς νομικής ρύθμισης. Ο De Gregorio υποστηρίζει ότι η απουσία ενός ενιαίου νομικού πλαισίου έχει επιτρέψει σε αυτές τις εταιρείες να εκμεταλλεύονται τα προσωπικά δεδομένα για να αυξήσουν την επιρροή τους. Στην πραγματικότητα, όμως, ο νόμος δεν ήταν απών σε αυτή τη διαδικασία, αλλά αντίθετα, έχει συμβάλει στην ενίσχυση της εξουσίας των ψηφιακών εταιρειών, επιτρέποντας τους να παρακάμπτουν τα ατομικά δικαιώματα. Συχνά, οι ψηφιακές εταιρείες κατορθώνουν να παραβιάζουν ή να προσαρμόζουν τους νόμους προς όφελός τους, με ελάχιστες συνέπειες.
Αυτό φανερώνει ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο νομικό αλλά και πολιτικό, καθώς η παραδοσιακή νομική προσέγγιση που προσπαθεί να ισορροπήσει το δημόσιο και ιδιωτικό συμφέρον δεν φαίνεται επαρκής για να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις. Οι τεχνολογικές εταιρείες επηρεάζουν τις πολιτικές συνθήκες και αναδιαμορφώνουν την κοινωνική πραγματικότητα σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα. Για να προστατευτούν τα δικαιώματα των πολιτών στον ψηφιακό κόσμο, απαιτείται μια ριζική αναθεώρηση των νομικών πλαισίων και η ανάπτυξη νέων μορφών ρύθμισης που θα ανταποκρίνονται στις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής. Η κατανόηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ τεχνολογίας και εξουσίας είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη αποτελεσματικών και δίκαιων νομικών και πολιτικών απαντήσεων.
Συνοψίζοντας, ο ψηφιακός συνταγματισμός δεν πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικά ως νομικό ζήτημα, αλλά ως ένα πολύπλευρο κοινωνικό φαινόμενο που απαιτεί συλλογικές και διεπιστημονικές λύσεις. Προσφέρει, συνεπώς, μια ποικιλία προοπτικών για την κατανόηση της προστασίας των δικαιωμάτων, καθώς ακολουθεί εξ ορισμού μια συνεχή εξελικτική πορεία, η οποία ανταποκρίνεται στους αέναους κοινωνικούς και εξουσιαστικούς μετασχηματισμούς.
Ως πολιτικο-ιστορικό φαινόμενο και διεκδικητικό κίνημα παραμένει πιστό σε ένα κεντρικό θεωρητικό και ανθρωπολογικό πρότυπο: αυτό της οριοθέτησης της εξουσίας και της αισιόδοξης προσδοκίας για έναν «καλύτερο κόσμο» όπου η τεχνολογία εξυπηρετεί το κοινό καλό και σέβεται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Το κατά πόσον όλοι οι συμμετέχοντες στον συνταγματικό διάλογο ενστερνίζονται με ειλικρίνεια αυτές τις παραδοχές μπορεί βέβαια να αμφισβητηθεί, καθώς κάθε θεωρία δικαίου προϋποθέτει ένα πλέγμα κοινωνικών συνθηκών εντός του οποίου αξιώνει την κανονιστική της επέμβαση.
Παρά ταύτα, η στροφή που συντελείται με τον ψηφιακό συνταγματισμό, στρέφει τη θεωρητική σκέψη προς την αναζήτηση τρόπων πραγμάτωσης των συνταγματικών, δημοκρατικών αρχών τόσο σε τοπικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό, οι δικαιοδοτικοί και διοικητικοί μηχανισμοί καλούνται, αφενός, να αναλάβουν καίριο ρόλο στην προσαρμογή του δικαίου και των διοικητικών πρακτικών, ερμηνεύοντας τους ισχύοντες κανόνες υπό το φως των ψηφιακών εξελίξεων και των νέων κοινωνικών δεδομένων, και αφετέρου να είναι ευέλικτοι και προορατικοί, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου δεν υπονομεύονται, αλλά αντίθετα ενισχύονται από τις τεχνολογικές εξελίξεις. Ο συνταγματικός διάλογος στον ψηφιακό κόσμο είναι, επομένως, μια συνεχιζόμενη πρόκληση που θα καθορίσει το μέλλον της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο.
[1] Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος της διπλωματικής εργασίας που εκπονήθηκε τον Σεπτέμβριο 2024 στο πλαίσιο του ΜΠΣ «Δίκαιο και ΤΠΕ» του Τμήματος Ψηφιακών Συστημάτων του Πανεπιστημίου Πειραιώς, υπό την επίβλεψη της Δρ. Αικατερίνας Παπανικολάου την οποία και ευχαριστώ θερμά.
[2] Σε επίπεδο ΕΕ, το ζήτημα της ρομποτικής και της αστικής ευθύνης των αυτόνομων μηχανών έχει απασχολήσει σημαντικά ήδη από το 2017, οπότε εκδόθηκε το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου με συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με ρυθμίσεις αστικού δικαίου στον τομέα της ρομποτικής. Ένα από τα βασικά ερωτήματα προς συζήτηση που έθεσε το Ψήφισμα ήταν κατά πόσο τα ρομπότ μπορούν να έχουν ηλεκτρονικές προσωπικότητες. Υπέρ της νομικής προσωπικότητας τάχθηκαν κυρίως ορισμένοι κατασκευαστές και οι θυγατρικές τους, κυρίως στη λογική ότι με αυτόν τον τρόπο τα ρομπότ θα έχουν την ίδια αξία με τις εταιρείες οι οποίες έχουν ήδη καθεστώς νομικών προσώπων και αντιμετωπίζονται ως τέτοιες από δικαστήρια ανά τον κόσμο. Το βασικό επιχείρημα υπέρ της νομικής προσωπικότητας των ρομπότ ήταν ότι σε έναν κόσμο που χάνεται η αιτιώδης συνάφεια, το κενό που δημιουργείται θα καλυφθεί από τις ενέργειες αυτών -ενέργειες που δεν μπορούν να καταλογιστούν μόνο στον ανθρώπινο παράγοντα. Η συζήτηση εγκαταλείφθηκε σύντομα με τα επιχειρήματα κατά της νομικής προσωπικότητας των ρομπότ να υπερισχύουν.
[3] Τάσης Θ., Ψηφιακός Ανθρωπισμός. Εικονιστικό Υποκείμενο και Τεχνητή Νοημοσύνη, Αρμός Αθήνα 2019, σ.11.
[4] Σμιτ Ε., Κίσινγκερ Χ. & Χούτενλοχερ Ν., Η εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και το ανθρώπινο μέλλον μας, Liberal Books, Αθήνα 2022.
[5]«Vienna Manifesto on Digital Humanism» στο https://caiml.org/dighum/dighum-manifesto/ (πρόσβαση: 25.7.2024).
[6] Prem E., «Principles of digital humanism: A critical post-humanist view», Journal of Responsible Technology 17/2024, σ.1-10.
[7] Werthner H., Prem E., Lee E. A.& Ghezzi C.(επιμ.), Perspectives on digital humanism, Springer, Βέρνη 2022.
[8] Nida-Rumelin J. & Weidenfeld N., Digital Humanism. For a Humane Transformation of Democracy, Economy, and Culture in the Digital Age, Springer International Publishing, Χαμ 2022.
[9] Werthner et al., Perspectives on digital humanism, ό.π.
[10] Scuotto V., Tzanidis Th., Usai A. & Quaglia, R. «The digital humanism era triggered by individual creativity», Journal of Business Research 158/2023, σ.113709.
[11] Coeckelbergh Μ. «What is digital humanism? A conceptual analysis and an argument for a more critical and political digital (post)humanism», Journal of Responsible Technology 17/2024, σ. 1-4.
[12] Redmiles E. «The Need for Respectful Technologies: Going Beyond Privacy Perspectives on digital humanism» στο Werthner H., Prem E., Edward A.L. & Ghezzi, C. (επιμ.), Perspectives on Digital Humanism, Springer, Βέρνη 2022, σ.309-312.
[13] Idem.
Η Redmiles υποστηρίζει ότι η υιοθέτηση της τεχνολογίας καθοδηγείται από την αντίληψη των χρηστών για το αν η τεχνολογία θα σεβαστεί τις προσδοκίες τους σχετικά με τη χρήση των δεδομένων και τη συνολική της επίδραση στη ζωή τους. Επίσης, ασκεί κριτική στο «παράδοξο της ιδιωτικότητας», όπου οι πραγματικές συμπεριφορές των χρηστών συχνά δεν συμβαδίζουν με τις εκφρασμένες ανησυχίες τους για την ιδιωτικότητα, και προτείνει να ξεφύγουμε από τη μονοδιάστατη εστίαση στην ιδιωτικότητα εξετάζοντας ένα ευρύτερο φάσμα παραγόντων που επηρεάζουν την υιοθέτηση και τον αντίκτυπο της τεχνολογίας, όπως η αποτελεσματικότητα, το κόστος και η ευχρηστία των τεχνολογιών.
[14] Warren S. / Brandeis L., «The Right to Privacy», Harvard Law Review 4/1890, σ.193-220.
[15] Palen L. / Dourish P., «Unpacking “privacy” for a networked world» στο Proceedings of the SIGCHI Conference on Human Factors in Computing Systems, Association for Computing Machinery, Νέα Υόρκη 2003, σ. 129.
Η ιδιωτικότητα παραδοσιακά θεωρείται ως μια κατάσταση κοινωνικής απομόνωσης, δηλαδή αποφυγής των άλλων ανθρώπων. Ωστόσο, ο Altman την αντιλαμβάνεται ως μια διαλεκτική και δυναμική διαδικασία ρύθμισης των ορίων, όπου η ιδιωτικότητα δεν είναι στατική, αλλά αποτελεί έναν επιλεκτικό έλεγχο της πρόσβασης στον εαυτό μας ή στην ομάδα μας. Σύμφωνα με τον Altman, η «διαλεκτική» αναφέρεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ του ανοιγόμενου εαυτού προς τους άλλους και της απομάκρυνσης από αυτούς, δηλαδή στην επιδίωξη ή την αποφυγή της κοινωνικής επαφής. Η «δυναμική» πλευρά της ιδιωτικότητας υποδηλώνει ότι το επιθυμητό επίπεδο ιδιωτικότητας, δηλαδή το ιδανικό επίπεδο κοινωνικής επαφής σε μια συγκεκριμένη στιγμή, δεν είναι σταθερό αλλά αλλάζει διαρκώς. Αυτό το επίπεδο μεταβάλλεται ανάλογα με ατομικές και πολιτισμικές διαφορές και προσαρμόζεται στις διαφορετικές συνθήκες που προκύπτουν με την πάροδο του χρόνου.
Με άλλα λόγια, το επιθυμητό επίπεδο ιδιωτικότητας μεταβάλλεται ανάλογα με το περιβάλλον και τις συνθήκες. Μπορεί σε μια στιγμή να θέλουμε να αποφεύγουμε τους άλλους, ενώ σε μια άλλη στιγμή να επιθυμούμε κοινωνική επαφή. Ο Altman επίσης υποστηρίζει ότι ο στόχος της ρύθμισης της ιδιωτικότητας είναι να επιτευχθεί το βέλτιστο επίπεδο ιδιωτικότητας, δηλαδή το ιδανικό επίπεδο κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Στην προσπάθεια αυτή, όλοι προσπαθούμε να εναρμονίσουμε την επιτευχθείσα ιδιωτικότητα, δηλαδή το πραγματικό επίπεδο επαφής σε μια συγκεκριμένη στιγμή, με την επιθυμητή ιδιωτικότητα. Όταν επιτυγχάνουμε το βέλτιστο επίπεδο ιδιωτικότητας, μπορούμε να βιώνουμε την επιθυμητή μοναξιά όταν θέλουμε να είμαστε μόνοι ή να απολαμβάνουμε την επιθυμητή κοινωνική επαφή όταν επιθυμούμε την παρέα. Ωστόσο, αν το πραγματικό επίπεδο ιδιωτικότητας είναι υψηλότερο από το επιθυμητό, μπορεί να νιώσουμε μοναξιά ή απομόνωση, ενώ αν είναι χαμηλότερο από το επιθυμητό, μπορεί να νιώσουμε ενόχληση ή πίεση από τον συνωστισμό.
[16] Leino-Kilpi Η., Valimaki Μ., Dassen Τ., Gasull Μ., Lemonidou C., Scott A. & Arndt, M., «Privacy: a review of the literature», International Journal of Nursing Studies 38(6)/ 2001, σ. 663-671.
[17] Zuboff S., The age of surveillance capitalism, Profile Books Ltd, Νέα Υόρκη 2019.
[18] Knockel J., Parsons C., Ruan L., Xiong R., Crandall J. & Deibert R., «We chat, they watch how international users unwittingly build up wechat’s Chinese censorship apparatus», Citizen Lab Research Report 127/2020, σ.1-60.
[19] Gellman B./Lindeman T., «Inner workings of a top-secret spy program», Washington Post στο https://goodtimesweb.org/surveillance/2013/wp-prism-jun-29-2013.html (πρόσβαση: 23.72024) ˙ Gellman B./ Poitras L. «U.S., British intelligence mining data from nine U.S. Internet companies in broad secret program», Washington Post στο https://www.washingtonpost.com/investigations/us-intelligence-mining-data-from-nine-usinternet-companies-in-broad-secret-program/2013/06/06/3a0c0da8-cebf-11e2-8845-d970ccb04497_story.html (πρόσβαση: 3.6.2024) ˙ Greenwald G. / MacAskill E., «NSA Prism program taps in to user data of Apple, Google and others», The Guardian στο https://www.theguardian.com/world/2013/jun/06/us-tech-giants-nsa-data (πρόσβαση: 22.6.2024).
[20] Rosenberg M., Confessore N. & Cadwalladr C., «How Trump consultants exploited the Facebook data of millions», The New York Times στο https://www.nytimes.com/2018/03/17/us/politics/cambridge-analytica-trump-campaign.html (πρόσβαση: 23.7.2024).
[21] Gerber N., Gerber P. & Volkamer M., «Explaining the privacy paradox: A systematic review of literature investigating privacy attitude and behavior», Computers and Security 77/2018, σ. 226-261.
[22] Peck D., «They’re watching you at work», The Atlantic στο https://www.theatlantic.com/magazine/archive/2013/12/theyre-watching-you-atwork/354681/ (πρόσβαση:23.7.2024).
Kantor J. / Sundaram A., «The rise of the worker productivity score», The New York Times στο https://www.nytimes.com/interactive/2022/08/14/business/worker-productivity-tracking.html (πρόσβαση: 3.6.2024).
[23] Calacci D. / Stein J., «From access to understanding: Collective data governance for workers», European Labour Law Journal 14(2)/2023, σ.253-282.
[24] Gerber et al., «Explaining the privacy paradox», ό.π.
[25] Σε νομικό πλαίσιο, το φαινόμενο του «ψυχρού αποτελέσματος» αναφέρεται στην αποθάρρυνση ή αναστολή της νόμιμης άσκησης δικαιωμάτων, είτε από φυσικά είτε από νομικά πρόσωπα, λόγω του φόβου νομικών κυρώσεων. Αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να προκληθεί από διάφορες νομικές ενέργειες, όπως η ψήφιση ενός νέου νόμου, η έκδοση μιας δικαστικής απόφασης, ή ακόμη και η απειλή υποβολής αγωγής. Οποιαδήποτε νομική κίνηση που προκαλεί δισταγμό στην άσκηση νόμιμων δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία της έκφρασης, λόγω φόβου για πιθανές νομικές συνέπειες, μπορεί να συμβάλει στο φαινόμενο αυτό. Στο πλαίσιο των ψηφιακών τεχνολογιών, το φαινόμενο του ψυχρού αποτελέσματος έχει πρόσφατα χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα κατά των πολιτικών περιορισμού περιεχομένου στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook και το Twitter. Οι πλατφόρμες αυτές διαθέτουν όρους και προϋποθέσεις που τους επιτρέπουν να αφαιρούν αναρτήσεις και φωτογραφίες που θεωρούνται προσβλητικές, ακόμα και χωρίς τη συναίνεση του ατόμου που τις δημοσίευσε. Ως αποτέλεσμα, οι ενδιάμεσοι αυτοί συχνά λειτουργούν ως λογοκριτές.
[26] Norberg P.A., Horne D.R & Horne D.A., «The privacy paradox: personal information disclosure intentions versus behaviors», Journal of Consumer Affairs 41 (1)/2007, σ.100-126.
[27] Kokolakis S., «Privacy attitudes and privacy behaviour: A review of current research on the privacy paradox phenomenon», Computers & Security 64/2017, σ.122-134.
[28] Το opt-in είναι η παροχή ρητής συγκατάθεσης από ένα άτομο πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε δραστηριότητας, όπως η αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μάρκετινγκ. Ενώ η αποχώρηση (opt-out) είναι η διαδικασία που επιτρέπει στα άτομα να αρνηθούν ή να αποσυρθούν από τη συμμετοχή τους σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, όπως η λήψη επικοινωνιών μάρκετινγκ.
[29] Krause G., Die praxis des digitalen humanismus, Springer Vieweg, Βισμπάντεν 2023.
[30] Suzor N., Lawless. The Secret Rules That Govern Our Digital Lives, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 2019, σ.173.
[31] Celeste E., «Digital constitutionalism: a new systematic theorization», International Review of Law 33(1)/2019, σ. 76–99.
[32] Fitzgerald B. F., «Software as discourse? A constitutionalism for information society», Alternative Law Journal 24(3)/1999, σ.144–149.
[33] Berman P., «Cyberspace and the State Action Debate: The Cultural Value of Applying Constitutional Norms to ‘Private’ Regulation», University of Colorado Law Review 71/2000, σ. 1263–1310.
[34] Suzor N.P., Digital constitutionalism and the role of the rule of law in the governance of virtual communities, PhD thesis, Queensland University of Technology, 2010.
[35] Karavas V., «Governance of Virtual Worlds and the Quest for a Digital Constitution» στο Graber Ch.B. / Burri-Nenova M. (επιμ.) Governance of Digital Game Environments and Cultural Diversity: Transdisciplinary Enquiries, Edward Elgar Publishing, Τσέλτεναμ-Νόρθαμπτον 2010.
[36] Teubner G., «Societal constitutionalism: Alternatives to state-centred constitutional theory? », στο Joerges C., Sand I.-J. & Teubner G. (επιμ.) Transnational Governance and Constitutionalism, Hart Publishing, Οξφόρδη 2004, σ. 3-28.
[37] Gill L., Redeker D. & Gasser U., «Towards Digital Constitutionalism? Mapping Attempts to Craft an Internet Bill of Rights», Berkman Klein Center Research Publication, Κέμπριτζ 2015, σ.1-26 στο https://www.dennisredeker.com/papers.html (πρόσβαση: 1.8.2024).
[38] Idem.
[39] Celeste, «Digital constitutionalism», ό.π.
[40] Οι αποφάσεις του DRM (Dispute Resolution Mechanism) της ICANN (Internet Corporation for Assigned Names and Numbers) αφορούν τον μηχανισμό επίλυσης διαφορών που διαχειρίζεται η ICANN. Η ICANN είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση και τον συντονισμό του συστήματος ονομάτων τομέα (DNS) του Διαδικτύου. Οι αποφάσεις του DRM της ICANN αποτελούν σημαντικό κομμάτι της υπερεθνικής διάστασης του ψηφιακού συνταγματισμού, καθώς αναδεικνύουν την επιρροή και την εξουσία των μη κρατικών φορέων στη ρύθμιση του ψηφιακού περιβάλλοντος και την προστασία των δικαιωμάτων στο Διαδίκτυο. Αυτές οι αποφάσεις συμβάλλουν στην ανάπτυξη ενός κανονιστικού πλαισίου που διασφαλίζει τη δίκαιη και ισότιμη χρήση των ονομάτων τομέα, ενώ παράλληλα προστατεύει τα δικαιώματα των εμπλεκομένων μερών.
[41] Οι Χάρτες Δικαιωμάτων για το Διαδίκτυο αποτελούν κείμενα, τα οποία αποσκοπούν στον καθορισμό και την προστασία των δικαιωμάτων των χρηστών του Διαδικτύου. Αυτά τα κείμενα δημιουργούνται από διάφορους οργανισμούς, κυβερνήσεις, και φορείς της κοινωνίας των πολιτών και στοχεύουν στη διασφάλιση ενός ασφαλούς, ελεύθερου και ανοιχτού Διαδικτύου. Οι χάρτες αυτοί είναι κρίσιμοι για τη διαμόρφωση ενός δικαιότερου και πιο ασφαλούς ψηφιακού περιβάλλοντος. Επιπλέον, συμβάλλουν στη διαμόρφωση της παγκόσμιας διακυβέρνησης του Διαδικτύου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατών, οργανισμών και χρηστών. Οι Χάρτες Δικαιωμάτων για το Διαδίκτυο περιλαμβάνουν συνήθως τις ακόλουθες αρχές και δικαιώματα: Ελευθερία της Έκφρασης, Ιδιωτικότητα και Προστασία Δεδομένων, Πρόσβαση και Συμμετοχή Ασφάλεια και Ανθρώπινα Δικαιώματα Διαφάνεια και Λογοδοσία.
Δημοφιλείς Χάρτες Χαρτών Δικαιωμάτων για το Διαδίκτυο είναι : η Χάρτα Δικαιωμάτων για το Διαδίκτυο του Συμβουλίου της Ευρώπης, η Χάρτα Δικαιωμάτων για το Διαδίκτυο της Βραζιλίας, η Αφρικανική Χάρτα Δικαιωμάτων για το Διαδίκτυο.
[42] Idem.
[43] De Gregorio, G., «The rise of digital constitutionalism in the European Union», International Journal of Constitutional Law 19 (1)/2021, σ. 41–70.
[44] Idem.
[45] Celeste, «Digital constitutionalism», ό.π.
[46] De Gregorio, Digital Constitutionalism in Europe, ό.π.
[47] Ο όρος “Safe Harbour” (Ασφαλές Λιμάνι) αναφέρεται σε ένα νομικό πλαίσιο που είχε αρχικά δημιουργηθεί για να διευκολύνει τη μεταφορά προσωπικών δεδομένων από την EE προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το πλαίσιο αυτό υιοθετήθηκε το 2000 και προέβλεπε ότι οι εταιρείες στις ΗΠΑ που συμμορφώνονταν με τις αρχές του Safe Harbour, Αρχή της Ενημέρωσης (Notice Principle), Αρχή της Επιλογής (Choice Principle), Αρχή της Επικοινωνίας (Onward Transfer Principle), Αρχή της Ασφάλειας (Security Principle), Αρχή της Ακεραιότητας των Δεδομένων (Data Integrity Principle), Αρχή της Πρόσβασης (Access Principle), Αρχή της Επιβολής (Enforcement Principle), μπορούσαν να μεταφέρουν και να επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα πολιτών της ΕΕ χωρίς να παραβιάζουν την αυστηρή νομοθεσία της ΕΕ περί προστασίας δεδομένων.
[48] Μετά την ακύρωση του Safe Harbour, οι ΕΕ και οι ΗΠΑ διαπραγματεύτηκαν και καθιέρωσαν το Privacy Shield ως νέο πλαίσιο για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΕ στις ΗΠΑ. Το Privacy Shield εισήγαγε αρκετές βελτιώσεις σε σχέση με το προηγούμενο πλαίσιο, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανησυχίες που εκφράστηκαν από το ΔΕΕ και να προσφέρει καλύτερη προστασία των προσωπικών δεδομένων των Ευρωπαίων πολιτών. Σε αντίθεση με το Safe Harbour, το Privacy Shield εισήγαγε αυστηρότερους μηχανισμούς επιβολής, με το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ να αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην επιτήρηση της συμμόρφωσης των αμερικανικών εταιρειών και την επιβολή αυστηρών κυρώσεων σε περιπτώσεις παραβίασης. Περιελάμβανε πιο συγκεκριμένες και αυστηρές διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση των αμερικανικών κυβερνητικών αρχών στα προσωπικά δεδομένα για λόγους εθνικής ασφάλειας, επιβεβαιώνοντας ότι η πρόσβαση αυτή θα γινόταν μόνο όταν ήταν απαραίτητο και αναλογικό. Επιπλέον, εισήγαγε τον ανεξάρτητο μηχανισμό Ombudsman για την εξέταση καταγγελιών των Ευρωπαίων πολιτών και την επιβεβαίωση της συμμόρφωσης με τους νόμους των ΗΠΑ. Οι μηχανισμοί επίλυσης διαφορών ενισχύθηκαν, δίνοντας στους πολίτες τη δυνατότητα προσφυγής σε ανεξάρτητους φορείς στις ΗΠΑ, ενώ οι εταιρείες υποχρεώθηκαν να απαντούν άμεσα στις καταγγελίες. Το πλαίσιο απαιτούσε επίσης μεγαλύτερη διαφάνεια και λογοδοσία, με τις εταιρείες να δημοσιεύουν τις πολιτικές απορρήτου τους, οι οποίες υποβάλλονται σε τακτικές αναθεωρήσεις. Τέλος, το Privacy Shield ενίσχυσε τη συνεργασία με τις ευρωπαϊκές αρχές προστασίας δεδομένων, επιτρέποντάς τους να παραπέμπουν υποθέσεις στις αμερικανικές αρχές και να συνεργάζονται για την επίλυση διαφορών. Παρά τις βελτιώσεις αυτές, το Privacy Shield ακυρώθηκε τελικά στην υπόθεση Schrems II (C-311/18), καθώς κρίθηκε ότι δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων από τις ευρείες εξουσίες παρακολούθησης των αμερικανικών αρχών.
[49] Celeste E. / Formici, G., «Constitutionalizing Mass Surveillance in the EU: Civil Society Demands, Judicial Activism, and Legislative Inertia», German Law Journal 25(3), σ.1-20.
[50] Οι υποθέσεις Big Brother Watch και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου και Privacy International κατά Ηνωμένου Βασιλείου ξεκίνησαν μετά τις αποκαλύψεις του Edward Snowden το 2013, οι οποίες έδειξαν ότι η GCHQ (Government Communications Headquarters) εμπλέκεται σε εκτεταμένες πρακτικές μαζικής παρακολούθησης τόσο εντός όσο και εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου. Και οι δύο περιπτώσεις αμφισβήτησαν τη νομιμότητα αυτών των πρακτικών υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ, επικεντρώνοντας στην παραβίαση των άρθρων 8 (δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή) και 10 (δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης). Οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ ανάγκασαν το Ηνωμένο Βασίλειο να επανεξετάσει και να αναθεωρήσει τις πρακτικές του για τη μαζική παρακολούθηση, εισάγοντας αυστηρότερες εγγυήσεις για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας της έκφρασης.
[51] Celeste E., Digital Constitutionalism: The Role of Internet Bills of Rights (1st ed.), Routledge, Λονδίνο 2022, σ.254.
[52] Teubner G., «Societal constitutionalism», ό.π.
[53] Idem.
[54] Yannakopoulos, C. «Grèce» στο Institut Louis Favoreu – Groupe d’Études et de Recherches sur la Justice Constitutionnelle, Équipe associée au CNRS (επιμ.), Annuaire international de justice constitutionnelle, (UMR 7318), vol. XXXVII, Aix-en-Provence 2021 σ.351-352.
[55] Reidenberg J., «Lex Informatica: The Formulation of Information Policy Rules through Technology», Texas Law Review 76/1998 στο https://ir.lawnet.fordham.edu/faculty_scholarship/42/ (πρόσβαση: 3.6.2024).
[56]Karavas V., «The Force of Code: Law’s Transformation under Information-Technological Conditions», German Law Journal 10(4)/2009, σ.463-482.
[57] European Court of Justice, «Digital Rights Ireland Ltd v Minister for Communications, Marine and Natural Resources and Others and Karntner Landesregierung and Others», Joined
cases C-293/12 and C-594/12, Judgment of the Court (Grand Chamber) of 8 April 2014, παρ.37 στο https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A62012CJ0293 (πρόσβαση: 1.5.2024).
[58] Idem, παρ. 58.
[59] European Court of Justice, «La Quadrature du Net and Others v Premier ministre and Others», Joined cases C-511/18, C-512/18, and C-520/18, Judgment of the Court (Grand Chamber) of 6 October 2020 στο https://eur-lex.europa.eu/legalcontent/EL/TXT/?uri=CELEX:62018CJ0511 (πρόσβαση: 1.5.2024).
[60] Η Γνώμη 1/15, που εκδόθηκε από το ΔΕΕ στις 26 Ιουλίου 2017, αφορά τη νομιμότητα του σχεδίου συμφωνίας μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά σχετικά με τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων PNR (Passenger Name Record) των επιβατών της ΕΕ από τις καναδικές αρχές. Η γνωμοδότηση αυτή εκδόθηκε μετά από αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο ζήτησε από το Δικαστήριο να αξιολογήσει αν το σχέδιο συμφωνίας ήταν συμβατό με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, με έμφαση στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων.
[61] Σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΕ στις 2 Μαρτίου 2021, η πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα από τις αρμόδιες αρχές χωρίς προηγούμενη έγκριση από δικαστική ή άλλη ανεξάρτητη αρχή συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και προστασία των προσωπικών δεδομένων, όπως αυτά προστατεύονται από τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Επιπλέον, το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας κατά την πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα.
[62] Terzis P., «Against digital constitutionalism», European Law Open 3(2)/2024, σ. 1–17.
Η Κωνσταντίνα Μαστρογιάννη είναι απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης και κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών στην Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση (Salford University, UK) και στο Δίκαιο και τις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (Τμήμα Ψηφιακών Συστημάτων, Πανεπιστήμιο Πειραιώς). Υπηρετεί στο δημόσιο τομέα από το έτος 2003 και τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν κυρίως το πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων στην εποχή των νέων τεχνολογιών. Σήμερα είναι Γενική Διευθύντρια Οικονομικών, Διοικητικών Υπηρεσιών και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας.

 
												