Ι. Μεθοδολογικές παραδοχές: Σύνταγμα και κοινωνικές συγκρούσεις
Σύνταγμα είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. (Και, προφανώς, με άλλες μεθόδους και άλλη θεσμική μήτρα.)
Για το λόγο αυτό, σε σχέση με την αναθεώρηση, δεν θεωρώ ορθές παραδοχές όπως αυτές: «Ευλόγως αναμένουμε από το πολιτικό σύστημα, το πολιτικό υποκείμενο της συνταγματικής αναθεώρησης, να υπερβεί το επίπεδο της συνήθους πολιτικής αντιπαράθεσης και να ενεργήσει πολιτειακά. (…) Με άλλα λόγια, θα ανέμενε κανείς πως αναθεώρηση γίνεται μόνον όταν ανταποκρίνεται σε μια ανάγκη που προκύπτει από την ίδια τη λογική του πολιτεύματος και έχει ανακύψει από τη μέχρι τότε λειτουργία του. (…) Αντιθέτως, όταν η αναθεωρητική πρωτοβουλία εξυπηρετεί προεχόντως πολιτικές σκοπιμότητες, τότε ενέχει ένα στοιχείο καταχρηστικότητας, το οποίο βεβαίως δεν ελέγχεται ούτε νομικά ούτε, κατ’ αποτέλεσμα[1]».
Κατά τη γνώμη μου, η αναθεωρητική διαδικασία, όπως και κάθε διαδικασία παραγωγής κανόνα δικαίου, δεν εξελίσσεται, εν είδει εγελιανής ιδέας, βάσει κάποιας εσωτερικής λογικής ή ανάγκης του πολιτεύματος, στεγανοποιημένα από τις πολιτικές συγκρούσεις. Κατά τη θέσπιση, κατά την ερμηνεία και κατά την εφαρμογή του, ο συνταγματικός κανόνας αποτελεί πάντα πεδίο μάχης αντιτιθέμενων ιδεών, αξιών και, σε τελική ανάλυση, κοινωνικών συμφερόντων[2]. Τα κόμματα, ως πολιτικά υποκείμενα των συμφερόντων αυτών, εκφράζουν, προφανώς όχι φωτογραφικά, τις συγκρούσεις αυτές και τις μεταφέρουν στο επίπεδο της θεσμικής πραγματικότητας. Αποτελεί, συνεπώς, εύλογη και κάθε άλλο παρά «καταχρηστική» στρατηγική να προσπαθούν να θωρακίσουν μέσω της κανονιστικής σταθερότητας του Συντάγματος στρατηγικές τους επιλογές, είτε προωθητικά, για το μέλλον, όπως π.χ. ο «χρυσός κανόνας» για τα νεοφιλελεύθερα κόμματα, είτε αμυντικά, όπως η προστασία των κοινών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, για τα προοδευτικά.
Οι επιλογές αυτές δεν προκύπτουν μονοσήμαντα από κάποια «ανάγκη που προκύπτει από την ίδια τη λογική του πολιτεύματος». Αντιθέτως, στην δυναμική τους αλληλεπίδραση είναι αυτές που προσδιορίζουν την κυρίαρχη άποψη για το τι συνιστά το πολίτευμα κάθε χώρας, τη «λογική» του. Δεν είναι οι ιδέες αυτές που διαμορφώνουν την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, αν και προφανώς αλληλοεπιδρούν με αυτή. Το αντίθετο συμβαίνει: «Δεν προσδιορίζει η συνείδηση τη ζωή, αλλά η ζωή τη συνείδηση[3]».
Στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο η προσέγγιση αυτή ανάγεται ήδη στον Αλ. Σβώλο και αποκρυσταλλώνεται στον.Αρ. Μάνεση, που ορίζει το Σύνταγμα ως «(τ)η νομική έκφραση και αποκρυστάλλωση ενός συγκεκριμένου συσχετισμού των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, τις οποίες το Σύνταγμα ρυθμίζει και ταυτόχρονα εκφράζει[4]». Το Σύνταγμα όμως, κατά τον πρύτανη του σύγχρονου ελληνικού συνταγματικού δικαίου, δεν αντανακλά απλώς τις συγκρούσεις ως καθρέφτης, ούτε αποτελεί το μέσο όρο των αντιτιθέμενων συμφερόντων. «Ρυθμίζοντας αντιτιθέμενα συμφέροντα, το δίκαιο διασφαλίζει, κατά πρώτο λόγο, τα συμφέροντα των κρατούντων σε μια συγκεκριμένη κοινωνία.[5] (…) Αυτό σημαίνει ότι το εκάστοτε ισχύον δίκαιο ανταποκρίνεται, βασικά, στα συμφέροντα της οικονομικά κυρίαρχης τάξης, δηλαδή βασικά της τάξης πού κατέχει, διαθέτει και ελέγχει τα μέσα παραγωγής, ή οποία με την κατοχή και τη χρήση και της κρατικής εξουσίας επιβάλλεται και ως πολιτικά κυρίαρχη[6]. (…) Έτσι ή κρατική εξουσία ενεργεί, εκάστοτε, για λογαριασμό της κυρίαρχης τάξης, όχι όμως και κατ’ εντολή της. Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι το δίκαιο, πού θεσπίζεται από το κράτος, καθίσταται «ουδέτερο». Ναι μεν δεν εκφράζει πάντοτε, άλλα μόνο «συνήθως» και σε τελική ανάλυση, τη θέληση της κυρίαρχης τάξης βασικά όμως ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της — και πάντως όχι άμεσα και μηχανικά, αλλά μέσα από το συσχετισμό δυνάμεων που υπάρχει στο επίπεδο του κράτους και γενικότερα του κρατούντος πολιτικού συστήματος.[7]».
Ανάλογη είναι και η θεώρηση του Δ. Τσάτσου, κατά τον οποίο «τα Συντάγματα, όπως μας δείχνει η ευρωπαϊκή ιστορία —από τις αρχές του 19ου αιώνα ως σήμερα — εκφράζουν και συμπυκνώνουν, στο νομικό επίπεδο, τον ιστορικά εναλλασσόμενο συσχετισμό των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, οι όποιες κινούνται παράλληλα ή αντίθετα στο σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού (δηλ. στο ιδεολογικό, στο κοινωνικό, στο πολιτικό επίπεδο κ.λ.π.). Το εκάστοτε κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας ζητάει με τη θέσπιση κανόνων Συνταγματικού Δικαίου, να διασφαλίσει και να συστηματοποιήσει την έννομη τάξη πού προκύπτει και θα προκύπτει από την εναλλαγή αυτή.[8]».
Συνεπώς, και κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος όπως και σε κάθε άλλη στιγμή θέσπισης ή ερμηνείας του δικαίου, εκτυλίσσεται μια σύγκρουση στρατηγικών ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας και όσων το αμφισβητούν. Είναι ενδιαφέρον και ενδεικτικό ότι τα θέματα που θέτει διαχρονικά η Αριστερά στις διάφορες στιγμές συνταγματογέννησης της Ελληνικής Πολιτείας, με αφετηρία αυτά που παρουσίασε ο Σεραφείμ Μάξιμος στη συντακτική «Βουλή της Α΄ Περιόδου» του Συντάγματος του 1927, παρουσιάζουν μια εντυπωσιακή ομοιότητα: απλή αναλογική, διεύρυνση δικαιωμάτων, με ιδιαίτερη αναφορά στα κοινωνικά κ.λπ.
Για την ταυτότητα του λόγου, τα παραπάνω δεν ισχύουν μόνον για τη θέσπιση, αλλά και για την ερμηνεία του κανόνα δικαίου. Για το λόγο αυτό έχει απόλυτο δίκιο ο K. Hesse όταν ονομάζει «ψεύδος ζωής των νομικών»[9], την πεποίθηση ότι υπάρχει μόνον μία ορθή νομική λύση, που μπορεί να βρεθεί με την εφαρμογή «καθαρά νομικής μεθόδου». Σε ανάλογο μήκος ο Τσάτσος, υπογράμμιζε ότι «η αναίρεση της στεγανότητας δικαίου και πολιτικής, κράτους και κοινωνίας, συνεπάγεται την προαγωγή της κοινωνικοπολιτικής διάστασης του κρινόμενου συνταγματικού ζητήματος σε νομικά κρίσιμο συμπληρωματικό κριτήριο ερμηνείας. Αυτές οι σκέψεις οδηγούν στην απόρριψη ενός νομικισμού, δηλαδή μιας αντίληψης που κινείται με βάση τη στεγανότητα ανάμεσα στη νομοτέλεια της κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας και στο ερμηνευόμενο δεοντολογικό περιεχόμενο του κανόνα, και έτσι ανοίγει ο δρόμος για μια νομική ερμηνεία που θεωρεί την πολιτική της διάσταση όχι εκφυλισμό, αλλά εμπλουτισμό της ίδιας της λειτουργίας της[10]».
Πρέπει επίσης να είναι σαφές ότι το Σύνταγμα δεν ρυθμίζει απλώς τις πολιτικές και ταξικές συγκρούσεις, αλλά επηρεάζεται και μεταβάλλεται επίσης από τις συγκρούσεις αυτές, πολλές φορές μέχρι την ριζική αλλοίωση του αρχικού περιεχομένου του. Θυμίζω τη ρύθμιση της παραγράφου 3 του άρθρου 29, η οποία στο Σύνταγμα του 1975 είχε ως εξής: «3. Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ πολιτικών κομμάτων (…) στους δημόσιους υπαλλήλους, καθώς και η ενεργός δράση υπέρ οποιουδήποτε κόμματος στους υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των δημόσιων επιχειρήσεων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.». Παρόλα αυτά, από το 1975 και έως το 2001 οι δημόσιοι υπάλληλοι συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική ζωή της χώρας, όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα είχαν κομματικές οργανώσεις δημοσίων υπαλλήλων, ήταν παρόντες με τα πανό τους στις κομματικές συγκεντρώσεις, κ.λπ.
Η αναθεώρηση του 2001 απλώς επιβεβαίωσε την αλλοίωση που είχε επισυμβεί στο πραγματικό σύνταγμα από την άμεση και ουσιαστικά χωρίς διαφοροποιήσεις συμμετοχή στην πολιτική ζωή των δημοσίων υπαλλήλων, με τη νέα διατύπωση: «Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, στους υπαλλήλους του Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή επιχειρήσεων η διοίκηση των οποίων ορίζεται άμεσα ή έμμεσα από το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχο».
Η επιβεβαιωτική αυτή αναγνώριση όμως δεν ήταν χωρίς σημασία: κατοχύρωσε κανονιστικά το νέο χώρο ελευθερίας που είχε επιβάλλει η κανονιστική δύναμη του πραγματικού, εξοπλίζοντας την από μια μελλοντική μεταβολή των συνθηκών σε αντιδραστική κατεύθυνση.
Στις επόμενες παραγράφους και με βάση τις παραπάνω μεθοδολογικές αποδοχές θα εξεταστούν αρχικά οι αναθεωρήσεις των ετών 1986-2008 και στη συνέχεια η αναθεώρηση του 2019.
ΙΙ. Ο πολιτικός χαρακτήρας των αναθεωρήσεων 1986-2008
Α. Η ιδεολογική και πολιτική λειτουργία του Συντάγματος του 1975
Το Σύνταγμα του 1975 χαρακτηριζόταν από στοιχεία τόσο συνέχειας όσο και ασυνέχειας σε σχέση με τη μετεμφυλιακή «καχεκτική δημοκρατία». Ο αντικομουνισμός, που αποτελούσε την ιδεολογική Grundnorm αναφοράς της μετεμφυλιακής περιόδου, δεν ήταν δυνατόν, μετά την ιδιοποίησή και τον εκτροχιασμό του από την δικτατορία, να συνεχίσει να επιτελεί τον ίδιο κεντρικό ιδεολογικό ρόλο[11]. Ο οικονομικός εκσυγχρονισμός της χώρας, με τη ρητή υιοθέτηση στοιχείων κρατικού παρεμβατισμού και προγραμματισμού (βλ. άρθρο 106 Σ) και ιδίως ο στόχος της ένωσης με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (άρθρο 28 Σ) επιλέχθηκαν ως υποκατάστατες ιδεολογικές αξίες.
Ως κανονιστικό κείμενο, όμως, παρέμενε εγγενώς αντιφατικό: Ο πληρέστερος κατάλογος θεμελιωδών δικαιωμάτων (με την προσθήκη, για πρώτη φορά μετά το 1927 και των κοινωνικών) συνυπήρχε με την διατήρηση σε συνταγματικό επίπεδο του θεσμού των εκτοπίσεων (5 παρ. 4 Σ), η καθιέρωση ενός «εκλογικευμένου κοινοβουλευτισμού» με τις υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η «φυγή προς τα εμπρός» του Κ. Καραμανλή φαινόταν να εμποδίζεται από δεύτερες σκέψεις δυσπιστίας προς το ριζοσπαστικοποιημένο εκλογικό σώμα, που αντανακλώνταν σαφώς στο συνταγματικό κείμενο.
Η δριμεία κριτική στις αντιφάσεις αυτές όχι μόνον του συντριπτικά μεγαλύτερου τμήματος της θεωρίας αλλά και όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, που είχε μάλιστα ως κατάληξη την αποχώρησή τους στις 21.5.1975 από την Ολομέλεια της Βουλής και την αποχή τους από τη ψήφιση στο σύνολο του Συντάγματος , φαίνεται σήμερα prima facie, υπό το φως της μεταγενέστερης συνταγματικής πρακτικής, υπερβολική. Οι υπερεξουσίες του Προέδρου δεν εφαρμόσθηκαν ποτέ, ο θεσμός των εκτοπίσεων επίσης, η πολιτική ζωή της χώρας (παρά την διατήρηση «στεγανών» μηχανισμών στην ασφάλεια και την άμυνα) κινήθηκε σε πρωτοφανή για τη χώρα επίπεδα δημοκρατικής ομαλότητας.
Η ύστερη αυτή γνώση, όμως, κινδυνεύει να αποβεί παραπλανητική, εάν αγνοηθούν οι ιδιόμορφες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της μεταπολίτευσης. Η πολιτική αλλαγή, παρά τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, δεν μπόρεσε να λύσει το βασικό πρόβλημα που δημιούργησε ο εμφύλιος: τον θεσμοποιημένο διχασμό της κοινωνίας σε νικημένους και νικητές και, ιδίως, τον αποκλεισμό των δεύτερων από τον κρατικό μηχανισμό, η πρόσβαση στον οποίο αποτελεί στην Ελλάδα προνομιακό τρόπο ανασύνταξης των κοινωνικών σχέσεων[12]. Το κράτος, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορούσε να επενδυθεί ιδεολογικά το μανδύα του ουδέτερου διαιτητή, υπεράνω ταξικών και πολιτικών συγκρούσεων, όπως συνέβαινε στις άλλες δυτικοευρωπαϊκές δημοκρατίες.
Η αδύναμη αυτή πολιτική νομιμοποίηση του μεταπολιτευτικού κράτους, παρά την πολιτική εκλογική παντοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την πολιτιστική ηγεμονία της ευρύτερης αριστεράς και, κυρίως, την πίεση για κοινωνική και πολιτική άνοδο των αποκλεισμένων επί δεκαετίες από την εξουσία κοινωνικών στρωμάτων, μπορούσαν, δυνάμει, στις συνθήκες έντονου ριζοσπαστισμού της περιόδου αυτής να δημιουργήσουν προοπτικές συνολικής αμφισβήτησης του συστήματος εξουσίας. Άλλωστε, το πορτογαλικό πείραμα που εξελισσόταν παράλληλα με την ελληνική μετάβαση στη Δημοκρατία, αποτελούσε έμπρακτη απόδειξη για τη ρεαλιστικότητα ριζοσπαστικών σεναρίων.
Στο πλαίσιο αυτό, ο υπερενισχυμένος Πρόεδρος του Συντάγματος του 1975 δεν προοριζόταν να συνεχίσει την ενοποιητική λειτουργία στο επίπεδο των ενδοηγεμονικών αντιφάσεων που ασκούσε κατά την προηγούμενη περίοδο ο βασιλικός θεσμός με τις συνεχείς και άμεσες επεμβάσεις στην πολιτική ζωή[13], αλλά να εξασφαλίσει μια υπνώττουσα υπό ομαλές συνθήκες, λανθάνουσα εγγυητική λειτουργία υπέρ της διατήρησης και της αναπαραγωγής των εξουσιαστικών σχέσεων. Είχε εξαρχής συνδυαστεί ως κυματοθραύστης των αξιώσεων αλλαγής και των κινδύνων ανατροπής.
Αρθρογραφώντας την εποχή αυτή ο Γ. Μαυρογορδάτος έγραφε ότι ο «(…) θεσμός του ΠτΔ μέσα στο πολιτειακό σύστημα θυμίζει τον διπλά οχυρωμένο πύργο στον όποιο κατέφευγε ο φεουδάρχης όταν τα τείχη έπεφταν στα χέρια των πολιορκητών (…για ) περιπέτειες και αλλαγές πού είναι εύκολο να μαντέψει κανείς»[14]. Ακόμη εναργέστερα περιγράφει τη νομικοπολιτική θέση του Προέδρου ο Αρ. Μάνεσης στην ομότιτλη μελέτή του: «η μόνιμη δυσπιστία προς τις δημοκρατικές διαδικασίες εκδηλώνεται με τη θέσπιση αλληλοδιαδοχικών φραγμών και ελέγχων απέναντι στη θέληση του Λαού και της αντιπροσωπείας του. Και ο κύριος ανασχετικός ρόλος ανατίθεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δεν οφείλεται στην οποιανδήποτε τεκμαιρόμενη ανωριμότητα του εκλογικού σώματος και της Βουλής αυτή η δυσπιστία και η συναφής αδιάκοπη μέριμνα. Απεναντίας εξηγείται από το φόβο μήπως ο Λαός, με την ωριμότητά του, θελήσει να αξιοποιήσει τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά συνταγματικά πλαίσια για την προώθηση κοινωνικοπολιτικών διεκδικήσεων και θεσμικών μεταβολών.[15]».
Και συνέχιζε, σε πιο πολιτικό κείμενό του: «Έτσι παρουσιάζεται το φαινόμενο να διατηρούνται μεν, βασικά, τα υπάρχοντα συνταγματικά πλαίσια των πολιτικών διαδικασιών, αντιπροσωπευτικών και κοινοβουλευτικών, αλλά μέσα σ’ αυτές αρχίζουν να ανυψώνονται διαδοχικοί ανασταλτικοί φραγμοί, σε τρόπο πού να μην έχουν όλοι οι πολίτες και όλα τα κόμματα τις ίδιες δυνατότητες, άρα και πιθανότητες (chances), να μετέχουν στη λειτουργία του πολιτεύματος ή να την επηρεάζουν αποφασιστικά. Με τις μεθοδεύσεις αυτές θεσμοποιείται μια μόνιμη οιονεί «κατάσταση ανάγκης», πού αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της κρίσης ηγεμονίας της κυρίαρχης τάξης με την τεχνητή υποβάθμιση του πολιτικού βάρους και την ελαχιστοποίηση της πολιτικής παρουσίας των κυριαρχούμενων τάξεων. Πιο συγκεκριμένα: κύριος στόχος αυτών των συνταγματικών μεθοδεύσεων είναι ή παρεμπόδιση των νέων κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων να καταστούν πλειοψηφία»[16].
Με άλλα λόγια, και σε αντίθεση με τον Ισπανό αρχηγό του κράτους, που θεσμικά λειτούργησε ως ο εγγυητής της συναινετικής μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία και τον Πορτογάλο Πρόεδρο, ο οποίος ήταν εγγυητής της ριζοσπαστικής αλλαγής της «επανάστασης των γαρυφάλλων», ο Πρόεδρος του Συντάγματος του 1975 ήταν εγγυητής της «μη αλλαγής». Ο ρόλος του αυτός επιβεβαιώθηκε, παραδόξως, με την μη ενεργοποίησή του, με την αλλαγή φρουράς το 1981 και την επικυριαρχία του ΠΑΣΟΚ.
(Η βραχυχρόνια συνύπαρξη του Κ. Καραμανλή ως προέδρου με τον πρωθυπουργό Γ. Ράλλη δεν είναι πρόσφορη προς εξαγωγή συμπερασμάτων για τον τρόπο άσκησης των προεδρικών αρμοδιοτήτων. Φαίνεται ότι στη σχέση των δύο πόλων της «ανασυγκροτημένης εκτελεστικής εξουσίας»[17] μεταφέρθηκε η ιεραρχική-πατερναλιστική σχέση που ανέκαθεν χαρακτήριζε τους Κ. Καραμανλή και Γ. Ράλλη[18]. Κάτι τέτοιο όμως ουδέποτε επαναλήφθηκε στο εξής στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας και η σύντομη διάρκεια του interregnum Ράλλη δεν ήταν αρκετή για να διαμορφώσει συνθήκη πολιτεύματος για την υπεροχή του Προέδρου έναντι του Πρωθυπουργού.)
Β. Η επιβεβαιωτική αναθεώρηση του 1986
Η κατάργηση με την αναθεώρηση του 1986 της «λειτουργικής ισοδυναμίας[19]» του Προέδρου της Δημοκρατίας με τον Πρωθυπουργό ως –δυνάμει– υπάτου φορέα άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας του Συντάγματος του 1975, και ιδίως της δυνατότητας του να αναχθεί σε έσχατο εγγυητή της σταθερότητας του πολιτικού συστήματος απετέλεσε, αμάχητη ένδειξη περί του ότι εξέλιπαν οριστικά οι κίνδυνοι ριζοσπαστικής αμφισβήτησης του τελευταίου. Έκτοτε, ακόμη και εάν δεχθούμε ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα ανήκει στο λεγόμενο «συγκρουσιακό πρότυπο», σαφώς και λειτουργεί στο πλαίσιο ενός κοινοβουλευτισμού δυτικού τύπου.
Η συγκατοίκηση Κ. Καραμανλή και Α. Παπανδρέου δεν ήταν τόσο ανέφελη όσο γενικά πιστεύεται, ούτε απέκλειε εκ προοιμίου τη χρήση των προεδρικών υπερεξουσιών. Από σημειώσεις που σώζονται στο «Αρχείο» του Κ.Καραμανλή, προκύπτει ότι ήταν έτοιμος να ασκήσει τις προνομίες αυτές, εάν η Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ υιοθετούσε και στην πράξη, πέραν της ρητορείας, ριζοσπαστικές επιλογές. Έγραφε, μεταξύ άλλων: «(…) η πολιτική που είχε εξαγγείλει προεκλογικά (το ΠΑΣΟΚ) απειλούσε να ανατρέψει ό,τι έκανα εγώ επί 30 χρόνια. Κάτω από τις συνθήκες αυτές ήτο φυσικό να διαγράφεται ο κίνδυνος της συγκρούσεώς μου με τη νέα Κυβέρνηση, δεδομένου ότι ήμουν αποφασισμένος να αντιδράσω στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων μου, εάν η πολιτική αυτή ετίθετο εις εφαρμογήν. Βέβαια, οι δυνατότητές μου ήσαν περιορισμένες, αφού το πρόγραμμα αυτό είχε εγκριθεί από το λαό και αφού δεν μπορούσα να διαλύσω τη νέα Βουλή πριν περάσει ένας χρόνος. (…) Έτσι, το μόνο μέσο που μου έμενε ήταν το δημοψήφισμα, που θα μου επέτρεπε, αν διαφωνούσα με την κυβέρνηση σε κρίσιμα εθνικά θέματα, να τα θέσω υπό την κρίση του λαού (…). Και το μέσο αυτό ήταν σημαντικό, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η Κυβέρνηση για πολλούς λόγους θα εδίσταζε να αναμετρηθεί μαζί μου»[20].
Ειδικά μέχρι το 1983, οπότε η αντινατοϊκή και αντιεοκική ρητορεία του ΠΑΣΟΚ δεν είχε οριστικά εγκαταλειφθεί, ο Πρόεδρος υπενθύμιζε κατά καιρούς τη θεσμική του παρουσία, είτε με λακωνικές δηλώσεις στον τύπο, είτε με μηνύματα[21] (και όχι διαγγέλματα, παρόλο που συχνά χαρακτηρίζονταν ως τέτοια[22]), είτε με ομιλίες του σε διάφορες εκδηλώσεις[23], όπου εξέφραζε, συγκαλυμμένα είναι αλήθεια και σιβυλλικά, αποκλίνουσες θέσεις σε σχέση με τις κυβερνητικές επιλογές, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τον διεθνή προσανατολισμό της χώρας και τις σχέσεις της με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
Παρόλα αυτά, λόγω της σταδιακής απομάκρυνσης του ΠΑΣΟΚ από τις πλέον αντισυστημικές θέσεις του (έξοδος από το ΝΑΤΟ, την ΕΟΚ, απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων) και τη γενικότερη ενσωμάτωση και εκτόνωση του ριζοσπαστικού δυναμικού της προηγούμενης δεκαετίας, τις παραμονές της λήξης της θητείας του Προέδρου οι σχέσεις του με την κυβέρνηση ήταν άριστες και η επανεκλογή του θεωρούνταν βέβαιη. Ο κεραυνός εν αιθρία της ταυτόχρονης πρότασης της υποψηφιότητας Σαρτζετάκη και της αναθεώρησης των προεδρικών υπερεξουσιών, πέραν από ένας αριστοτεχνικός τακτικός ελιγμός ενόψει των προσεχών βουλευτικών εκλογών, είχε βαρύνουσα συνταγματική σημασία.
Υποστηρίζεται, βέβαια, ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην αναθεώρηση ήταν βασικά συγκυριακοί, υπό την έννοια ότι αυτή δεν προέκυψε από λειτουργική ανάγκη, αλλά είχε κυρίως ιδεολογικοπολιτικό χαρακτήρα και μικροπολιτική στόχευση, να εντυπωσιάσει δηλαδή προεκλογικά την κοινή γνώμη, εμφανιζόμενη ως «ρήξη» με το πολιτικό κατεστημένο και τον εκφραστή του, Κ. Καραμανλή[24]. Με την απόσταση της τεσσαρακονταετίας μπορεί να υποστηριχθεί ότι επρόκειτο για κάτι σημαντικότερο, που καμία από τις αναλύσεις της εποχής δεν είχε με σαφήνεια εντοπίσει. Συγκεκριμένα, οι κύριες, τότε, ερμηνευτικές αναγνώσεις της αναθεώρησης είχαν ως εξής:
Κατά την επίσημη απολογητική των πρωταγωνιστών της, η αναθεώρηση απετέλεσε σημαντική ρήξη[25], ώστε να αρθούν τα «μεγάλα συνταγματικά εμπόδια», που μπορούσε να θέσει ο Πρόεδρος στην εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος[26]. Σύμφωνα την πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή αυτού του κλίματος απόψεων[27], οι προεδρικές αρμοδιότητες είχαν μέχρι τότε λειτουργήσει κατά τρόπο «λανθάνοντα», υποχρεώνοντας την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σε «αυτολογοκρισία» ως προς την άσκηση της πολιτικής της. Με την αναθεώρηση, επομένως, λυόταν η «λανθάνουσα αυτή συνταγματική ένταση» και απελευθερωνόταν η Κυβέρνηση από την προεδρική «κηδεμονία».
Κατά την κυριότερη κριτική άποψη, που είχε μάλιστα το πλεονέκτημα να εκφέρεται από συνταγματολόγους οι οποίοι κατεξοχήν είχαν επικρίνει τις προεδρικές «υπερεξουσίες»[28], η αναθεώρηση είχε «ελάσσονα σημασία», εφόσον περιορίσθηκε στη θεσμοποίηση μιας ήδη «διαμορφωμένης συνταγματικής πρακτικής που είχε πια την ισχύ απαράβατων συνθηκών πολιτεύματος»[29]. Ήταν δυνατόν, μάλιστα, τα αποτελέσματα της να είναι τελικά αρνητικά για τη δημοκρατική εξέλιξη του πολιτεύματος, αφού στη θέση των «δυσεφάρμοστων προεδρικών εξουσιών» προέκυψε ένα κλειστό κύκλωμα της εκτελεστικής εξουσίας με επικεφαλής τον παντοδύναμο πρωθυπουργό.
Σε ότι αφορά τον πολιτικό χαρακτήρα της αναθεώρησης και οι δύο απόψεις απηχούν πλευρές της πραγματικότητας. Σε ότι αφορά το νομικό της χαρακτήρα όμως, αυτή, αν και φυσικά δεν απετέλεσε «ρήξη», δεν συνιστούσε όμως ούτε απλώς τακτικό ελιγμό: ανταποκρινόταν πλήρως στην εξέλιξη του πραγματικού συντάγματος και του συσχετισμού των πολιτικοκοινωνικών δυνάμεων. Και τούτο όχι μόνον από την άποψη ότι απετέλεσε «το επιστέγασμα της αργής και βασανιστικής εξέλιξης, η οποία ξεκίνησε το 1875 με την αρχή της «δεδηλωμένης»[30]. Αυτό που κυρίως σηματοδοτούσε, ήταν το τέλος της ρευστότητας της προηγούμενης περιόδου, που δυνάμει εγκυμονούσε ριζοσπαστικότερους προσανατολισμούς της πολιτικής ζωής, εκτός των ορίων αντοχής του πολιτικού μεταδιδακτορικού συστήματος.
Συγκυριακό χαρακτήρα είχε μόνο η πολιτική ένταση της αναθεωρητικής διαδικασίας, βεβαρημένη όπως ήταν από την απομάκρυνση του ιστορικού ηγέτη της συντηρητικής παράταξης και τις εκατέρωθεν παραβιάσεις της μυστικότητας της ψηφοφορίας. Το ότι ως προς την πολιτειολογική ουσία της αναθεώρησης, την εξάλειψη δηλαδή των περιθωρίων παρεμβάσεων του ανώτατου άρχοντα στη λειτουργία του πολιτεύματος, είχε διαμορφωθεί σημαντικός βαθμός συναίνεσης και θεσμικής ωρίμανσης του πολιτικού συστήματος, προκύπτει, άλλωστε, αμάχητα και από το γεγονός ότι καμία πολιτική δύναμη, ούτε η ίδια η Νέα Δημοκρατία, δεν κατέθεσε έκτοτε πρόταση για την επαναφορά τους.
Στην πραγματικότητα, οι «προεδρικές υπερεξουσίες» είχαν πάψει προ πολλού να έχουν λόγο ύπαρξης. Η λανθάνουσα εγγυητική τους λειτουργία υπέρ της διατήρησης και της αναπαραγωγής των εξουσιαστικών σχέσεων δεν χρειάσθηκε ποτέ να ενεργοποιηθεί, εφόσον ποτέ οι τελευταίες δεν κινδύνεψαν πραγματικά. Το σημαντικότερο: Ήταν φανερό ότι δεν θα χρειάζονταν ούτε και στο μέλλον, δεδομένου ότι η πολιτική αντιπαράθεση γινόταν πλέον μέσα στα όρια του πολιτικού συστήματος και όχι εκτός αυτού ή εναντίον του. Η «ελαχιστοποίηση της πολιτικής παρουσίας των κυριαρχούμενων τάξεων»[31] είχε επιτευχθεί μέσω της ενσωμάτωσης τους στο σύστημα της πολιτικής διακυβέρνησης και όχι, πια, όπως γινόταν προδικτατορικά, με τον αποκλεισμό τους από αυτό.
Υπ’ αυτή την έννοια, και παρά τον πολιτικό θόρυβο της συγκυρίας, η αναθεώρηση είναι επιβεβαιωτική της μεταβολής του πραγματικού συντάγματος και σηματοδοτεί δύο μείζονα στοιχεία για τη λειτουργία του τελευταίου, εκ των οποίων το δεύτερο αποτελούσε προϋπόθεση για το πρώτο: α) την οριστική εμπέδωση του πλειοψηφικού δικομματικού κοινοβουλευτισμού και β) τη συναίνεση των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων για τη ρύθμιση του πολιτικού παιχνιδιού με όρους εναλλαγής και όχι αμφισβήτησης του διαμορφωμένου πολιτικού status quo[32]. Το δεύτερο αυτό στοιχείο ίσως να είναι και το σημαντικότερο, διότι σημαίνει το τέλος της ριζοσπαστικής φάσης της μεταπολίτευσης, ή τουλάχιστον το τέλος της ελπίδας (ή του κινδύνου) οι νέες κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις, που είχαν ήδη μετά το 1981 καταστεί εκλογικά πλειοψηφικές, να επιβάλουν ριζικά διαφορετικές πολιτικές.
Η «ρυθμιστική συναίνεση» για τη λειτουργία του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού κατέστη δυνατή όχι επειδή έτσι επιθυμούσαν οι κυβερνώντες, αλλά διότι, μετά την εξάτμιση του ριζοσπαστισμού της πρώτης δεκαετίας από την πτώση της δικτατορίας, και οι κυβερνώμενοι δεν προσδοκούσαν πια άλλου τύπου διακυβέρνηση, ή τουλάχιστον, δεν την θεωρούσαν ρεαλιστική επιλογή. Από νομική άποψη, οι «υπερεξουσίες» καταργήθηκαν γιατί δεν ήταν θεσμικά πλέον αναγκαίες. Για το λόγο αυτό, από πολιτική άποψη, η αναθεώρηση αποτελεί ορόσημο όχι τόσο για αυτά που άλλαξε, αλλά για αυτό που έδειξε, ότι δηλαδή για το προβλεπτό μέλλον δεν υπήρχαν πια ανατρεπτικά κόμματα ή classes dangereuses. Έπαιξε, συνεπώς, όχι τόσο ρόλο καταλύτη όσο πολιτικού βαρόμετρου.
Είναι ενδιαφέρον ότι ανάλογες ήταν οι εξελίξεις την ίδια περίπου χρονική περίοδο και στις άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου[33], παρά την εντελώς διαφορετική φυσιογνωμία των σοσιαλιστικών κομμάτων που πήραν σε αυτές –με εξαίρεση την Πορτογαλία[34]– την εξουσία στην δεκαετία του 1980[35]. Η ομογενοποιητική λειτουργία που άσκησε στα πολιτικά συστήματα των κρατών αυτών η ένταξή στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, αλλά και η αποτυχία χάραξης αποτελεσματικών εναλλακτικών πολιτικών, αποτελούν ορισμένες πιθανές αιτίες του φαινομένου, το οποίο όμως χρήζει πολύ βαθύτερης πολιτειολογικής και πολιτικής ανάλυσης από αυτή που είναι δυνατή στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου.
Γ. Οι αναθεωρήσεις του συναινετικού δικομματισμού: 2001-2008
Η πολιτική κρίση του 1989, μολονότι δεν ήταν χωρίς συνέπειες για τη νομιμοποίηση των θεσμών και ιδίως για την αξιοπιστία των πολιτικών κομμάτων, δεν επέφερε αλλοιώσεις στο πραγματικό σύνταγμα. Η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία έγινε σύμφωνα με τις συνταγματικές ρυθμίσεις, το νέο άρθρο 37 εκτόνωσε την κρίση ακυβερνησίας της διετίας 1989-1990 και ο πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός λειτούργησε ακόμη και υπό τις ακραίες συνθήκες πλειοψηφίας μιας ψήφου που είχε στη Βουλή η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη[36].
Η αναθεώρηση του 2001 επιβεβαίωσε τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος και τη ρυθμιστική συναίνεση των κομμάτων εξουσίας (και όχι μόνον). Το εύρος του αναθεωρητικού εγχειρήματος υπήρξε ποσοτικά εντυπωσιακό: περισσότερες από εκατόν δεκαπέντε συνταγματικές διατάξεις εισήχθησαν για αναθεώρηση[37]. Εξίσου εντυπωσιακή είναι και η συναίνεση που επιτεύχθηκε για την αποδοχή της νέας διατύπωσής τους: η αναγκαία αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων συγκεντρώθηκε για όλες αυτές τις ρυθμίσεις από την πρώτη βουλή, με εξαίρεση επτά μόνον περιπτώσεις. Από την άλλη μεριά, καμιά βασική αλλαγή στη λειτουργία του πολιτεύματος δεν επήλθε, με αποτέλεσμα να ευσταθεί απολύτως η μεταφορά του Γ. Κασιμάτη ότι η αναθεώρηση θυμίζει «απέραντη, αβαθή λίμνη»[38].
Ο Ε. Βενιζέλος, ως Γενικός Εισηγητής της πλειοψηφίας, επεσήμανε τέσσερα επίπεδα της αναθεώρησης: Πρώτον, η αναθεώρηση λειτούργησε επιβεβαιωτικά, ενσωματώνοντας στο συνταγματικό κείμενο θεσμικές μεταβολές που είχαν ήδη επέλθει στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας, όπως οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές ή η ρύθμιση για τους αντιρρησίες συνείδησης. Το δεύτερο πεδίο συνιστούσαν οι εκτεταμένες τροποποιήσεις στην οργάνωση και λειτουργία της Βουλής[39], τόσο κατά την άσκηση του νομοθετικού έργου όσο και του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Το τρίτο πεδίο ήταν η προσαρμογή του Συντάγματος στις τεχνολογικές εξελίξεις, ιδίως με την κατοχύρωση ορισμένων «νέων» δικαιωμάτων[40] και το τέταρτο αφορούσε θέματα διαφάνειας και σχέσεων της πολιτικής με την οικονομική εξουσία και τα ΜΜΕ[41].
Οι εκτιμήσεις της θεωρίας για την αναθεώρηση[42] ποικίλλουν και κυμαίνονται από απολύτως θετικές έως απολύτως αρνητικές. Οι πολέμιοι της την χαρακτήρισαν ως «μια πολιτικά αδιάφορη και βαρετή διαδικασία ρουτίνας, η οποία (…) διακρίνεται από μία διάθεση θεσμικού στρουθοκαμηλισμού απέναντι στα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει η σύγχρονη Δημοκρατία»[43], «ιδεολογικοπολιτικά θολή» και «απόρροια μιας παρωχημένης και κατά βάση εργαλειακής αντίληψης για τους θεσμούς και το Σύνταγμα»[44].
Κατά την δική μου γνώμη, είναι πρόδηλο ότι η έλλειψη ενός κέντρου βάρους της αναθεώρησης επέτρεψε την ευρύτερη σε πλάτος επέμβαση στο σύνολο σχεδόν των συνταγματικών ρυθμίσεων και απέτρεψε τη σε βάθος επανεκτίμηση οποιουδήποτε ουσιώδους πολιτειακού ζητήματος[45]. Κάτι τέτοιο, όμως, ανταποκρινόταν πλήρως και στην εξέλιξη του πολιτικού συστήματος και τη ρυθμιστική συναίνεση των δύο (τουλάχιστον) μεγάλων κομμάτων εξουσίας στα σημαντικότερα πολιτειακά θέματα. Για το λόγο αυτό και η αναθεώρηση δεν επιχείρησε τομές, αλλά απλώς την επικύρωση σε επίπεδο συνταγματικού κειμένου των αλλαγών που είχε ήδη επιφέρει η πολιτειακή πρακτική. Έτσι, όχι μόνον επιβεβαίωσε πανηγυρικά τα βασικά χαρακτηριστικά του πολιτεύματος[46], αλλά και το συγκριτικά πιο φιλελεύθερο χαρακτήρα που έλαβε το “πραγματικό Σύνταγμα” σε σχέση με την γραμματική διατύπωση που είχε επιβάλει το 1975 η συντηρητική πλειοψηφία[47].
Με την εξαίρεση ορισμένων ελάχιστων “νέων” δικαιωμάτων (βιοϊατρικοί πειραματισμοί, πληροφορικός αυτοκαθορισμός, προστασία από επεξεργασία προσωπικών δεδομένων[48]) και την ευθυγράμμιση του συνταγματικού πολιτισμού της χώρας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων (κατάργηση θανατικής ποινής σε καιρό ειρήνης), η θετική εισφορά του εγχειρήματος έγκειται αφενός στην απάλειψη αναχρονισμών και συνταγματικών απολιθωμάτων, όπως ο θεσμός της εκτόπισης και αφετέρου στην επιβεβαίωση συνταγματικών αλλοιώσεων που επέβαλε κατά την τελευταία εικοσαετία η κανονιστική δύναμη του πραγματικού[49].
Μολονότι δεν επέφερε σημαντικές αλλαγές στο πραγματικό Σύνταγμα, η νομική σημασία της αναθεώρησης δεν πρέπει, πάντως, να υποτιμάται. Αφενός, όπως ορθά παρατηρείται, διασφάλισε την προσέγγιση του πραγματικού συντάγματος με το συνταγματικό κείμενο της χώρας[50]. Αφετέρου, η συμπερίληψη στο θεσμικό κεκτημένο του Συντάγματος ρυθμίσεων της κοινής νομοθεσίας έθεσε πιο ψηλά τον πήχη της διεκδίκησης πληρέστερης προστασίας των σχετικών δικαιωμάτων και βιοτικών σχέσεων[51]. Ειδικά η ρητή κατοχύρωση της θεμελιώδους αρχής του κοινωνικού κράτους και των αρχών της αναλογικότητας και της προστασίας του πυρήνα των δικαιωμάτων στη νέα διατύπωση του άρθρου 25, δημιούργησαν τη δυνατότητα περαιτέρω αξιοποίησης τους από τη νομολογία.
Οι περισσότεροι εκπρόσωποι της θεωρίας αντιμετώπισαν την αναθεώρηση του 2001 ως χαμένη ευκαιρία, λόγω των θεμάτων που έμειναν εκτός του αναθεωρητικού εγχειρήματος[52], όπως οι σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους[53], η αποτελεσματικότερη προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων[54] και τα δικαιώματα των μεταναστών[55]. Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα που ανέδειξε, κατά τη γνώμη μου, η διαδικασία αυτή ήταν η συνολική αδυναμία του πολιτικού συστήματος να βρει διεξόδους στην προϊούσα κρίση νομιμοποίησης που αντιμετώπιζε η χώρα τα τελευταία χρόνια[56], με σημαντικότερες εκφάνσεις τη φθίνουσα αξιοπιστία των πολιτικών κομμάτων και την αδιαφάνεια στις σχέσεις πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, τη λεγόμενη «διαπλοκή».
Όπως προσφυώς παρατηρείται, «η πολιτική συναίνεση (κυρίως μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων) συνιστά τη βάση της αναθεώρησης αυτής, αλλά ταυτόχρονα και την απόδειξη ότι πρόκειται για (επιμέρους) αλλαγές χωρίς (συνολική και ουσιαστική) αλλαγή, γι’ αυτό και χωρίς αντίδραση»[57]. Με άλλα λόγια, έλειψε από την αναθεώρηση –και το σημαντικότερο: λείπει γενικά από τη σημερινή πολιτική σκηνή- μια κεντρική ιδέα για την κοινωνία και τους θεσμούς που να μπορεί να εμπνεύσει τους πολίτες[58].
Στον αντίποδα της αναθεώρησης του 1986, η οποία απετέλεσε σταθμό για το πολίτευμα, όχι τόσο λόγω των τροποποιήσεων που επέφερε η ίδια στο Σύνταγμα αλλά γιατί επιβεβαίωσε και τυπικά την οριστική εγκατάλειψη της ρευστότητας της μεταπολιτευτικής περιόδου, η αναθεώρηση του 2001 δεν μπόρεσε να προσανατολίσει σε νέες κατευθύνσεις το πραγματικό σύνταγμα της χώρας. Ήταν αναμενόμενο: το δίκαιο ποτέ δεν είναι δυνατό να καλύψει μόνο του το κενό της πολιτικής.
Η αναθεώρηση του 2008 δεν είχε, κανένα σημαντικό θεσμικό αντίκτυπο, μετά την αποχώρηση του ΠΑΣΟΚ από τη διαδικασία. Μόνον 3 από τις 38 προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας υιοθετήθηκαν από την αναθεωρητική βουλή, καμία από τις οποίες δεν ήταν μείζονας σημασίας.
ΙΙΙ. Η μνημονιακή περίοδος και η επανεμφάνιση του συστημικού κινδύνου
Η μνημονιακή περίοδος στην Ελλάδα απετέλεσε ακραίο νεοφιλελεύθερο πείραμα λιτότητας σε συνθήκες μειωμένης δημοκρατικής κυριαρχίας. Η επιβολή των μνημονίων δημιούργησε μια εντελώς νέα πολιτική και συνταγματική κατάσταση στη χώρα. Στο πολιτικό επίπεδο, το σύστημα διακυβέρνησης δοκιμάστηκε από μια άνευ προηγουμένου κρίση νομιμοποίησης, σε συνδυασμό με την δραστηριοποίηση μεγάλου τμήματος του λαού σε δυναμικές και μαζικές κινητοποιήσεις αμφισβήτησης. Σε απήχηση των ανάλογων κινημάτων στην Ευρώπη, (Indignados), αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο (Occupy Wall Street), δημιουργήθηκε για πρώτη φορά μετά την μεταπολίτευση ένας νέος συστημικός κίνδυνος ανατροπής.
Σε συνταγματικό επίπεδο, το σύνολο των νομοθετικών μέτρων, με τα οποία επιχειρήθηκε στη χώρα μας η επιβολή των μνημονιακών πολιτικών, αποτέλεσε το δεύτερο «παρασύνταγμα»[59] της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας, στο βαθμό που η εφαρμογή τους προϋπόθετε, αναγκαστικά, τον παραμερισμό πολλών θεμελιωδών ρυθμίσεων του οικονομικού -και όχι μόνον- Συντάγματος. Οι αντισυνταγματικότητες των σχετικών ρυθμίσεων δεν ήταν «σημειακές», δεν υπονόμευαν δηλαδή ορισμένες μόνον πλευρές της προστασίας των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά έθεσαν σε αμφισβήτηση συνολικά τον χαρακτήρα της ελληνικής πολιτείας ως κοινωνικού κράτους και την παραδοσιακή προστατευτική λειτουργία του εργατικού δικαίου, ιδίως του συλλογικού. Η έκταση και η ένταση των επεμβάσεων του νέου αυτού παρασυντάγματος, σε συνδυασμό με την έξωθεν επιβολή της, δικαιολογεί απολύτως τον ισχυρισμό του Καθηγητή Ι. Κουκιάδη, που μάλιστα τότε ήταν πρόεδρος του ΤΑΙΔΕΔ, ότι επιχειρείται να επιβληθεί «δίκαιο κατεχόμενης χώρας»[60].
Ενόψει της γενικευμένης κρίσης νομιμοποίησης, αλλά και της ανάδυσης πρωτόλειων θεσμών άμεσης δημοκρατίας και μαζικής αμφισβήτησης στις κινητοποιήσεις των πολιτών, ξεκίνησε μια συνταγματική συζήτηση για το εάν θα έπρεπε, μετά την πολιτική λύση της κρίσης να ακολουθήσει μια συνολική ανάταξη του θεσμικού πλαισίου, όχι πλέον με αναθεώρηση του υφιστάμενου συντάγματος, αλλά με τη θέσπιση νέου[61].
Α. Αναθεωρητική ή Συντακτική;
Είχα υποστηρίξει την ανάγκη συγκρότησης συντακτικής συνέλευσης, ήδη από το 2012[62] και στη συνέχεια στο πλαίσιο της λεγόμενης «Επιτροπής Σοφών» που είχε συγκροτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2013, με την υποστήριξη και άλλων συναδέλφων που συμμετείχαν σε αυτήν, όπως οι καθηγητές Γ. Κασιμάτης και Κ. Δουζίνας. Κατ’αρχήν, είναι δυνατόν να συγκληθεί συντακτική βουλή σε μια συντεταγμένη πολιτεία; Η απάντηση είναι απλή. Όχι στο πλαίσιο της υφιστάμενης συνταγματικής τάξης. Κάθε αναθεωρητική βουλή είναι υποχρεωμένη να σεβαστεί την διαδικασία αναθεώρησης που προβλέπει το ισχύον Σύνταγμα. Αυτό συμβαίνει διότι στη «συντεταγμένη» πολιτεία, όλες οι εξουσίες (άρα και η αναθεώρηση) «ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
Τίποτα όμως δεν είναι αιώνιο, ούτε το Σύνταγμα. Στη Συντακτική Βουλή, ο λαός ξαναγίνεται Κυρίαρχος και θέτει εξαρχής μία νέα συνταγματική τάξη, χωρίς καμιά νομική δέσμευση. Παρόμοια συνολική άρνηση της προϋφιστάμενης συνταγματικής τάξης αποτελεί θεμελιώδη πολιτική απόφαση του Κυρίαρχου, που είναι πάντα δυνατή, δυνάμει της δημοκρατικής αρχής. Προφανώς παρόμοιες τομές συνιστούν εξαιρετικό ιστορικό γεγονός που συμβαίνει μετά από μείζονες πολιτικές κρίσεις, συνήθως –αλλά όχι αναγκαστικά– μετά από επαναστάσεις ή πολέμους. Η δε δημοκρατική νομιμοποίηση του εγχειρήματος ολοκληρώνεται τις περισσότερες φορές με την αποδοχή του νέου Συντάγματος με δημοψήφισμα.
Σε συνθήκες βαθειάς κρίσης όπως η σοβούσα τη μνημονιακή περίοδο, το πώς θα χαρακτηριζόταν η επόμενη Βουλή σηματοδοτούσε κυρίως μία κρίσιμη πολιτική επιλογή: τι χαρακτήρα θα είχε η έξοδος από την κρίση; Θα επρόκειτο για τομή ή για συνέχεια; Εκτός από το παράδειγμα των ριζοσπαστικών δημοκρατιών της Νότιας Αμερικής αυτόν τον αιώνα, το πλέον χαρακτηριστικό δείγμα ανάλογης τομής απετέλεσε το γαλλικό Σύνταγμα του 1958. Τότε, ο Πρόεδρος Ντε Γκωλ, μεσούσης της Αλγερινής κρίσης, για να σηματοδοτήσει τη ριζική αλλαγή σελίδας από την Τέταρτη στην Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, θέσπισε ένα εντελώς νέο Σύνταγμα, χωρίς να ακολουθήσει την προβλεπόμενη αναθεωρητική διαδικασία. Το νέο Σύνταγμα εγκρίθηκε με δημοψήφισμα με ποσοστό 82,6% και με την εξωπραγματική για τα σημερινά δεδομένα συμμετοχή του 84,9%.
Βεβαίως, ο δημοκρατικός χαρακτήρας της θέσπισης του νέου Συντάγματος, εξασφαλίζεται μόνον με την άμεση συμμετοχή του εκλογικού σώματος, που αποφασίζει τη θεσμική τομή. Για το λόγο αυτό, η πρόταση μου προέβλεπε την εκκίνηση της σχετικής διαδικασίας σε τρεις φάσεις: α) δημοψήφισμα για την αναγνώριση της ανάγκης συντακτικής συνέλευσης, β) θέσπιση του νέου Συντάγματος με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και γ) έγκριση του με νέο δημοψήφισμα.
Τρία κυρίως πολιτικά επιχειρήματα είχαν προβληθεί σε αντίκρουση της πρότασης αυτής, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ[63]:
- Πρώτον, το Σύνταγμα είναι που φταίει για την κρίση; Αν όχι, γιατί να το αλλάξουμε;
- Δεύτερον, δεν είναι δυνατό να προωθηθούν «μια σειρά επιβεβλημένες αλλαγές, στις οποίες συγκατανεύει ένα μείζον τμήμα του πολιτικού συστήματος» χωρίς καν συνταγματική αναθεώρηση;
- Και, τρίτον, δεδομένου του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων και της κυριαρχίας του νέο-φιλελευθερισμού, μήπως «πάμε για μαλλί και βγούμε κουρεμένοι»;
Η απάντηση μου στην κριτική αυτή είχε ως εξής[64]: Είναι αλήθεια ότι η κρίση δεν είναι δημιούργημα του Συντάγματος. Το αντίθετο: οι μνημονιακές πολιτικές αποτελούν συστηματική καταστρατήγηση του, συνιστούν ένα πραγματικό «παρασύνταγμα». Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι το σύστημα θεσμών που εγκατέστησε το Σύνταγμα αυτό, λόγω της γενικευμένης απονομιμοποίησης του, βρισκόταν πλέον σε πλήρη αναντιστοιχία προς την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Δεν είχε περιθώρια βελτίωσης, μόνο ανατροπής.
Το δεύτερο επιχείρημα μου ήταν ότι δεν πρέπει να επιδιωχθούν μόνον οι αλλαγές στις οποίες «συγκατανεύει το μείζον τμήμα του πολιτικού συστήματος», με άλλα λόγια να επιδιωχθεί η συνεργασία με το απονομιμοποιημένο πολιτικό προσωπικό. Αντιθέτως, υποστήριξα την ανάγκη ενεργής πολιτικής συμμετοχής από τα κάτω, με την εισαγωγή θεσμών άμεσης δημοκρατίας, αναγκαίων για τον αναπροσανατολισμό του πολιτεύματος. Ορισμένες από αυτές, όπως η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία για ψήφιση νόμων ή η διεύρυνση των προϋποθέσεων διεξαγωγής δημοψηφίσματος, ήταν συμβατές με τη θεσμική μήτρα του Συντάγματος του 1975. Άλλες, όπως η ανακλητότητα των εκλεγμένων σε πολιτικές θέσεις, όχι.
Η απάντηση στο τρίτο ερώτημα ήταν πολύ πιο εύκολη. Υποστήριξα ότι, λόγω της πλειοψηφίας που είχαν στη Βουλή τότε οι μνημονιακές δυνάμεις (2013-2014), μόνο και μόνο η συμμετοχή στην αναθεωρητική διαδικασία που είχε προαναγγείλει η Κυβέρνηση Σαμαρά θα οδηγούσε σε συνταγματική παλινδρόμηση. Και τούτο γιατί είναι προφανές ότι η τότε κυβερνητική πλειοψηφία όχι απλώς δεν μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για καμιά προοδευτική αλλαγή, αλλά θα επιχειρούσε την πλήρη συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού (καθιέρωση του «χρυσού κανόνα» για τον ασφυκτικό περιορισμό των κρατικών ελλειμμάτων, κατάργηση του άρθρου 16 για την δωρεάν δημόσια παιδεία και του άρθρου 106 για τον κρατικό παρεμβατισμό κ.λ.π.). Για το λόγο αυτό, έγραφα, ότι η αριστερά οφείλει να απέχει από την διαδικασία αναθεώρησης που θα ξεκινούσε τον Ιούνιο του 2013, μια που τίποτα καλό δεν μπορούσε να βγει από αυτή.
Ως προς τη συντακτική συνέλευση, υποστήριζα τα εξής: «Αντιθέτως, η συντακτική συνέλευση είτε θα προκύψει κινηματικά, μέσω μιας νέας κοινωνικής πλειοψηφίας, με καταλύτη την αριστερά, είτε δεν θα υπάρξει καθόλου. Είναι σαφές ότι ο παλαιοκομματισμός θα αντιδράσει λυσσαλέα στην προοπτική κατάργησης της νομιμοποιητικής βάσης της εξουσίας του, που συνεπάγεται το αίτημα για νέο Σύνταγμα. Εδώ βρίσκεται και το πραγματικό στοίχημα: Θα γίνει δυνατό, όπως έγινε στην περίπτωση της Ισλανδίας, το νέο Σύνταγμα να μην θεσπισθεί «από πάνω», αλλά από κάτω, με την ευρύτερη συμμετοχή του λαού; Ο κ. Χριστόπουλος υποστηρίζει ότι είναι «αφόρητος ναρκισσισμός και συνάμα επικίνδυνος ιδεαλισμός να νομίσει κανείς ότι διά του Συντάγματος αλλάζει η κοινωνία». Πρόκειται ακριβώς για το αντίθετο: Μόνο αλλάζοντας την κοινωνία, οδηγώντας τη να συμμετέχει μαζικά στη συζήτηση για το τι θεσμούς και το τι Σύνταγμα θέλουμε, μπορούμε να πετύχουμε και την αλλαγή του τελευταίου. (…) Σε μας απομένει να διαλέξουμε τι ρόλο θέλουμε να παίξουμε σε όσα έρχονται. Θα είμαστε το σφυρί ή το αμόνι;[65]».
Β. H απόφαση για μία προοδευτική αναθεώρηση
Εάν η έκβαση της διαπραγμάτευσης ήταν διαφορετική, το 62% που ψήφισε « Όχι » κατά το δημοψήφισμα του 2015 θα μπορούσε να γίνει το πολιτικό υποκείμενο της συντακτικής συνέλευσης. Η συζήτηση όμως αυτή έγινε ανεπίκαιρη μετά τον επώδυνο συμβιβασμό του Ιουλίου του 2015. Αντί για μια συνολική επανεκκίνηση του πολιτικού συστήματος, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε μπροστά σε μια σχεδόν αδύνατη αποστολή: να εφαρμόσει το πρόγραμμα του τρίτου μνημονίου, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αδρανοποιήσει τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες αιχμές του και να προωθήσει, όσο επέτρεπε ο ασφυκτικός έλεγχος των δανειστών, υπερώριμες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Παρόλα αυτά, οι θεσμικές φιλοδοξίες του ΣΥΡΙΖΑ και του Προέδρου του παρέμειναν ενεργές. Έτσι, ο πρωθυπουργός εξήγγειλε το 2016 την εκκίνηση μιας ευρείας διαδικασίας διαβούλευσης, με στόχο «ένα νέο Σύνταγμα που θα σηματοδοτήσει τη νέα μεταπολίτευση και θα οδηγήσει σε μια νέα Ελλάδα: την Ελλάδα του 2021», με «μια βαθειά δημοκρατική τομή». Στην ομιλία-αφετηρία της διαβούλευσης ο τότε πρωθυπουργός δήλωσε ακόμη ότι «η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς οφείλει να αφήσει αποτύπωμα διεκδίκησης μεγάλων αλλαγών. Στο κράτος, στο πολιτικό σύστημα, στους θεσμούς. Θα επιδιώξουμε στο πλαίσιο της αναθεώρησης την κατοχύρωση των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, την προστασία των δημόσιων αγαθών[66]».
Κατά της πρωτοβουλίας αυτής ασκείται από τον Α. Καϊδατζή η παρακάτω κριτική: «Η αναθεωρητική πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται (εδώ με την έννοια της εικασίας) πως ξεκίνησε, πρώτον, προκειμένου ένας πολιτικός χώρος που συχνά στον δημόσιο λόγο εμφανιζόταν ως φορέας αντιθεσμικού λαϊκισμού να δείξει πως μπορεί να λειτουργεί θεσμικά, επιδιώκοντας ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις (η προϋπόθεση κάθε αναθεώρησης). Και, δεύτερον, προκειμένου μια πλειοψηφία που είχε ταπεινωτικά δεμένα τα χέρια της, λόγω του προγράμματος δημοσιονομικής πολιτικής και του ‘μνημονίου’, σε μεγάλο εύρος δημόσιων πολιτικών, να δείξει πως μπορεί να επιφέρει θετικές αλλαγές στο θεσμικό, αν μη τι άλλο, πεδίο. Ακόμη κι αν οι παραπάνω υποθέσεις αποδειχθούν εσφαλμένες, παραμένει, νομίζω, γεγονός πως η τελευταία αναθεώρηση ξεκίνησε πρωτίστως για τη δημιουργία πολιτικών εντυπώσεων[67]».
Θεωρώ ότι η κριτική αυτή δεν είναι απλώς άδικη, είναι αβάσιμη και αντίθετη στα γεγονότα. Ο Αλ. Τσίπρας είχε διαχρονικά την ίδια συνεπή προσέγγιση στα συνταγματικά ζητήματα, τουλάχιστον από το 2013 και τις τοποθετήσεις του στη λεγόμενη «Επιτροπή Σοφών», για λόγους ουσίας και όχι εντυπώσεων. Δεδομένου δε ότι ήμουν από τους συστηματικούς συνομιλητές του στον τομέα αυτό, γνωρίζω με βεβαιότητα ότι η ειλικρινής του πρόθεση δεν ήταν ο συγκυριακός εντυπωσιασμός, αλλά η επιδίωξη όσο το δυνατόν βαθύτερων προοδευτικών θεσμικών τομών στο Σύνταγμα. Και αυτό, μολονότι ήταν αντιμέτωπος με μια εσωκομματική κριτική που θεωρούσε δεδομένο ότι η αριστερή διακυβέρνηση θα αποτελούσε μια σύντομη παρένθεση, λόγω της παντοδυναμίας του νεοφιλελευθερισμού στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Το γεγονός ότι πράγματι ηττήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2019 δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, δικαίωση της άποψης αυτής. Και τούτο όχι μόνον γιατί το αποτέλεσμα του 32% των εκλογών αυτών δεν απείχε πολύ από το νικηφόρο 35-36% του 2015. Κυρίως για λόγους αρχής: θα ήταν συνεπές με το ριζοσπαστικό χαρακτήρα ενός κόμματος της Αριστεράς να μην δώσει τη μάχη της μεταρρύθμισης των θεσμών, ακόμη και εάν δεν ήταν δεδομένοι οι τελικοί υπέρ της συσχετισμοί; Είχαμε καμία εγγύηση ότι στο μέλλον αυτοί θα γίνονταν καλύτεροι; Άλλωστε, η μερική επιτυχία της αναθεώρησης του 2019 αποδεικνύει, κατά τη γνώμη μου, τη ρεαλιστικότητα του στόχου.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής, μαζί με άλλους συναδέλφους συνταγματολόγους και πολιτικούς επιστήμονες (τους καθηγητές Χριστόφορο Βερναρδάκη, Ανδρέα Δημητρόπουλο, Κώστα Ζώρα, Ηλία Νικολόπουλο, Μιχάλη Σπουρδαλάκη, Κώστα Χρυσόγονο) θέσαμε στο δημόσιο διάλογο μια « πρόταση για μία Προοδευτική Αναθεώρηση », που εισηγούταν τη ριζική αναθεώρηση των περισσότερων συνταγματικών διατάξεων, με σκοπό την πλήρη, δημοκρατικότερη επαναθεμελίωση του πολιτεύματος στη βάση των εξής πέντε αξόνων:
1ος άξονας: αρχιτεκτονική του πολιτεύματος
2ος άξονας: ενίσχυση θεσμών άμεσης δημοκρατίας
3ος άξονας: ενίσχυση του κράτους δικαίου
4ος άξονας: σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας
5ος άξονας: κοινωνικά δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες
Επειδή η πρόταση αυτή συνιστούσε, κατά τη γνώμη μου, την πιο αναλυτική και προωθημένη παρέμβαση στη σχετική διαβούλευση, παρουσιάζω τα βασικά της στοιχεία:
1ος άξονας: αρχιτεκτονική του πολιτεύματος
Με τις προτάσεις αυτές επιδιωκόταν η βελτίωση της διαλεκτικής σχέσης δημοκρατίας και αποτελεσματικότητας, μέσω της ισχυροποίησης της Βουλής, της λελογισμένης ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, της εισαγωγής ώριμων δημοκρατικών αλλαγών, όπως η καθιέρωση της απλής αναλογικής, αλλά και νέων θεσμών, όπως η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας. Ειδικότερα:
- Προτεινόταν, όπως και στην πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης της Νέας Δημοκρατίας το 2014, δυνατότητα άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ειδικότερα, παρέμενε ως πρώτη επιλογή η εκλογή του Προέδρου από το κοινοβούλιο, αν εξασφαλίζεται η μέγιστη συναίνεση των δύο τρίτων της Βουλής σε δύο διαδοχικές ψηφοφορίες. Αν όμως αυτές αποβούν άκαρπες, τότε η τρίτη ψηφοφορία θα ανήκει στο εκλογικό σώμα, που θα αποφασίζει ανάμεσα στους δύο πλειοψηφήσαντες υποψηφίους της τελευταίας ψηφοφορίας στο κοινοβούλιο (άρθρο 32).
- Λελογισμένη ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας με στόχο την ενίσχυση του ρυθμιστικού, σταθεροποιητικού και εγγυητικού του ρόλου. Προτεινόταν η δυνατότητα του Προέδρου να απευθύνεται στη Βουλή για σπουδαίο λόγο, να συγκαλεί το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών, αλλά και να παραπέμπει ψηφισμένο νόμο σε ειδικό γνωμοδοτικό όργανο, αποτελούμενο αποκλειστικά από δικαστές για να κρίνει επί της συνταγματικότητάς του (άρθρα 35, 40 και 42). Προτεινόταν, επίσης, η προσθήκη νέων αρμοδιοτήτων, όπως ο διορισμός μέρους της ηγεσίας των Ανώτατων Δικαστηρίων, των μελών του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και των μελών των ανεξαρτήτων Αρχών, η παραπομπή προς το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου που έχει ψηφιστεί από τη Βουλή και η έκδοση διαγγελμάτων. Επιπλέον, προβλέπεται και η δυνατότητα ανάκλησης του Προέδρου της Δημοκρατίας, ύστερα από ενυπόγραφες αιτήσεις τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου πολιτών, και σχετική προκήρυξη δημοψηφίσματος (άρθρο 49 παρ. 5).
- Όριο θητειών για βουλευτές, έτσι ώστε κανένας Βουλευτής να μην μπορεί να εκλέγεται για πάνω από δύο συνεχόμενες κοινοβουλευτικές περιόδους ή για οκτώ συνεχόμενα έτη (άρθρο 56), καθώς και, γενικότερα, εκσυγχρονισμός των ασυμβιβάστων και κωλυμάτων.
- Πρωθυπουργός -εκτός των υπηρεσιακών- να ορίζεται αποκλειστικά αιρετός, δηλαδή εν ενεργεία βουλευτής (άρθρο 37).
- Πρόβλεψη για την ψήφο των εκτός επικρατείας Ελλήνων, για την οποία νόμος μπορεί να ορίζει ότι έως πέντε βουλευτές εκλέγονται αποκλειστικά μεταξύ των Ελλήνων που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια, με βάση γεωγραφικά κριτήρια (άρθρο 51).
- Περαιτέρω, προτεινόταν : α) η ριζική αλλαγή του τρόπου χρηματοδότησης των κομμάτων: Το Κράτος δεν χρηματοδοτεί τα κόμματα, αλλά αποζημιώνει μέρος των πραγματοποιημένων και αποδεδειγμένων δαπανών στις οποίες έχουν προβεί. Η κρατική αποζημίωση λαμβάνει αναδιανεμητικό χαρακτήρα, για λόγους ισότητας στον πολιτικό ανταγωνισμό: τα μικρότερα κόμματα αποζημιώνονται με μεγαλύτερο συντελεστή από ό,τι τα μεγαλύτερα, β) η διευκόλυνση σχηματισμού κυβερνήσεων συνεργασίας με νέα πρόβλεψη για την ψήφο εμπιστοσύνης (αρκούν 120 ψήφοι, εφόσον απέχουν από την ψηφοφορία περισσότεροι από 61 βουλευτές) και γ) η ριζική αλλαγή της διοικητικής αρχιτεκτονικής με τα τρία επίπεδα, Κεντρικό Κράτος – Περιφέρειες – Δήμοι, με σαφώς προσδιορισμένες αρμοδιότητες και οικονομικά μέσα.
Ενίσχυση της Βουλής
Προτεινόταν, επιπλέον, σε κάθε βουλευτική περίοδο η δυνατότητα σύστασης εξεταστικών επιτροπών με πρόταση 120 βουλευτών. Οι αρμόδιες Επιτροπές μπορούν να καλούν, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους οποιονδήποτε πολίτη ή δημόσιο λειτουργό, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών.
Επιπλέον, οι Υπουργοί και ο Πρωθυπουργός, πριν από τη συμμετοχή τους σε ευρωπαϊκά όργανα και σε διεθνείς οργανισμούς, όπου θα ληφθούν σημαντικές αποφάσεις, ιδίως για ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο κανονιστικής ρύθμισης σε επίπεδο δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή διεθνών συνθηκών, ενημερώνουν τις αρμόδιες Επιτροπές της Βουλής ή την Ολομέλεια για θέματα που θα συζητηθούν και για το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η ελληνική αντιπροσωπεία, όπως ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής.
Ακόμη, προτεινόταν η ενίσχυση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της Βουλής και της νομοθετικής της πρωτοβουλίας (π.χ. Οι Πρόεδροι του ημίσεος των διαρκών επιτροπών προέρχονται υποχρεωτικά από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αναλογικά με την κοινοβουλευτική τους δύναμη).
2ος άξονας: ενίσχυση θεσμών άμεσης δημοκρατίας
Επιδιωκόταν η ενδυνάμωση του ενεργού ρόλου του πολίτη και η ενίσχυση των θεσμών ελέγχου της εξουσίας, με εισαγωγή της λαϊκής πρωτοβουλίας επί δημοψηφισμάτων και προτάσεων νόμων, αλλά και προωθημένες μορφές λογοδοσίας.
- Υποχρέωση κύρωσης με δημοψήφισμα, οποιασδήποτε συνθήκης μεταβιβάζει κυριαρχικές αρμοδιότητες του Κράτους (άρθρο 28).
- Λαϊκή πρωτοβουλία για διενέργεια δημοψηφισμάτων με 500.000 υπογραφές για εθνικά θέματα, 1 εκατ. υπογραφές για ψηφισμένο νόμο (εκτός δημοσιονομικών ζητημάτων) και 1 εκατ. υπογραφές για νομοθετική πρωτοβουλία από τους ίδιους τους πολίτες (άρθρα 44 και 73).
Περαιτέρω προτείνονταν τα εξής:
- Δημοψηφίσματα νομοθετικής πρωτοβουλίας, αρνησικυρίας-κυρωτικό (για να μην ισχύσει ψηφισμένος νόμος) δημοψήφισμα, αναθεωρητικό δημοψήφισμα για την αναθεώρηση του Συντάγματος (άρθρο 44 παρ. 2 περ. β και 110 παρ. 5).
- Καθιέρωση δυνατότητας τοπικών δημοψηφισμάτων και θεσμοθέτηση λαϊκών συνελεύσεων για κρίσιμα τοπικά ζητήματα με δεσμευτικό για τις αρχές χαρακτήρα (άρθρο 102).
- Ανακλητότητα του Προέδρου (άρθρο 49 παρ. 5).
- Προτεινόταν, επιπλέον, η αναθεωρητική πρόταση να τίθεται σε ισχύ μετά την έγκρισή της από το Εκλογικό Σώμα, μετά από δημοψήφισμα που προκηρύσσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (άρθρο 110). Επαναλαμβάνεται και εδώ η δυνατότητα δημοψηφίσματος (ανακλητικό δημοψήφισμα) για ανάκληση του Προέδρου της δημοκρατίας (άρθρο 49).
3ος άξονας: ενίσχυση του κράτους δικαίου
Οι εν λόγω προτάσεις αποσκοπούσαν στην ενίσχυση του έργου των ανεξάρτητων αρχών και της δικαιοσύνης, με έμφαση στην διεύρυνση των αρμοδιοτήτων συνταγματικού ελέγχου του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και την ανάγκη να τεθεί τέλος στη διευρυμένη ασυλία του πολιτικού προσωπικού.
- Θεσμοθέτηση προληπτικού συνταγματικού ελέγχου: Mετά από πρόταση του Προέδρου της Δημοκρατίας ή της κυβέρνησης ή 120 βουλευτών, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο θα γνωμοδοτεί επί ψηφισμένου νομοσχεδίου εντός συντομότατης προθεσμίας (άρθρο 100).
- Περιορισμός της βουλευτικής ασυλίας, αποκλειστικά στα αδικήματα που σχετίζονται άμεσα με το λειτούργημα των βουλευτών (άρθρο 62)
- Τροποποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Κατάργηση του ευνοϊκού ποινικού καθεστώτος του πολιτικού προσωπικού (εφαρμογή των κοινών διατάξεων για την ποινική ευθύνη υπουργών με οριακές εξαιρέσεις για προστασία από πολιτική δίωξη, άρθρο 86).
- Πρόταση επίσης να συγκροτούνται με μικρότερες πλειοψηφίες οι συνταγματικές ανεξάρτητες αρχές, εάν τα 4/5 δεν συγκεντρωθούν σε ορισμένες προθεσμίες (άρθρο 101Α).
- Προτεινόταν η κατάργηση της επιλογής των κορυφών της Δικαιοσύνης από το Υπουργικό Συμβούλιο και η επιλογή τους από τον Π.τ.Δ. από κατάλογο με τριπλάσιο αριθμό από τις προς κατάληψη θέσεις που προτείνονται από τις Ολομέλειες των Ανώτατων Δικαστηρίων (άρθρο 90 παρ. 5).
- Προτεινόταν, επιπλέον, ως μία μορφή συνδυασμού του διάχυτου και του συγκεντρωτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, όταν οποιοδήποτε δικαστήριο κρίνει διάταξη νόμου αντισυνταγματική, να αναστέλλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να παραπέμπει το ζήτημα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο θα αποφαίνεται με δεσμευτική δύναμη (άρθρο 100 παρ. 5).
- Προτεινόταν, ακόμη, ο δικαστικός έλεγχος της συνδρομής περιπτώσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης που οδηγούν σε έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου.
- Διασάφηση και ουσιαστικοποίηση του τρόπου ελέγχου των δημοσίων οικονομικών από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
- Νέες ρυθμίσεις για τις Ανεξάρτητες Αρχές, ώστε να είναι δυνατή η συγκρότηση τους και διαφανής στον κοινοβουλευτικό έλεγχο η λειτουργία τους (άρθρο 101 Α).
- Τέλος, προτεινόταν ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των περιφερειακών οργάνων και των ΟΤΑ (άρθρο 102).
4ος άξονας: σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας
Η πρόταση προέβλεπε την πλήρη καθιέρωση των διακριτών ρόλων κράτους και εκκλησίας, με σεβασμό στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τον ιστορικό της ρόλο.
- Ρητή κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους, με παράλληλη αναγνώριση της Ορθοδοξίας ως επικρατούσας θρησκείας (άρθρο 3).
- Κατοχύρωση της υποχρεωτικότητας του πολιτικού μόνον όρκου στις ορκωμοσίες των αιρετών του πολιτεύματος, των δικαστών και των λοιπών δημοσίων λειτουργών (άρθρο 13).
5ος άξονας: κοινωνικά δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες
- Προτείνονταν ρυθμίσεις για τη θωράκιση του κοινωνικού κράτους, της δημόσιας υπηρεσίας, αλλά και την ενίσχυση παραδοσιακών ελευθεριών.
- Ρητή απαγόρευση άρσης του δημόσιου ελέγχου του νερού και της ενέργειας (Νέο άρθρο 17Α παρ. 4).
- Σαφής κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων ως το μοναδικό μέσο για τη διαμόρφωση του μισθού (άρθρο 22).
- Υποχρεωτικότητα της διαιτησίας (άρθρο 22).
- Νέο άρθρο (17Α) για την προστασία της δημόσιας περιουσίας
Επιπλέον, προτεινόταν, αναφορικά με τα κοινωνικά δικαιώματα, η πληρέστερη διατύπωση των άρθρων για την προστασία της υγείας (άρθρο 21) και της κοινωνικής ασφάλισης (άρθρο 22) και ενίσχυση της προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης (κατοχύρωση του συνδικαλισμού των ενστόλων) και του δικαιώματος στην απεργία (άρθρο 23).
Περαιτέρω, προτεινόταν εμβάθυνση και ενίσχυση των ατομικών δικαιωμάτων. Ειδικότερα, προβλεπόταν προσθήκη στο άρθρο 4 υπέρ της επιδίωξης από το κράτος πολιτικών που προωθούν την πραγματική ισότητα, προσθήκη στο άρθρο 5Α, ώστε καθένας να έχει το δικαίωμα σε ελεύθερη πρόσβαση σε όποια πληροφορία ή περιεχόμενο παράγεται ή διακινείται από δημόσιους φορείς ή προκύπτει από δημόσια χρηματοδότηση (νέα παρ. 3), αναθεώρηση των άρθρων 14 και 15 αναφορικά με την ελευθερία του τύπου και τη διαφάνεια των ΜΜΕ, ριζικός επανασχεδιασμός του τοπίου της επικοινωνίας και των ΜΜΕ με κατοχύρωση της πρόσβασης όλων σε όλες τις διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης, ενίσχυση της προστασίας της ιδιοκτησίας μέσω της αποτελεσματικότερης κατοχύρωσης των περιουσιακών δικαιωμάτων (προστασία, όχι μόνον της εμπράγματης ιδιοκτησίας, όπως ισχύει σήμερα, αλλά και των εν γένει περιουσιακών δικαιωμάτων, πνευματικής ιδιοκτησίας κ.λ.π.) (άρθρο 17) και προστασία των αρχαιοτήτων (άρθρο 24), πρόβλεψη για ανακατανομή του πλούτου προς επίτευξη πραγματικής ισότητας μεταξύ των πολιτών αίροντας εμπόδια οικονομικής και κοινωνικής φύσης (άρθρο 25) και κατάργηση του επικίνδυνου όρου για την «κατάχρηση δικαιώματος» (άρθρο 25).
Συμβολικά, προτεινόταν η κατάργηση των άρθρων με τις μεταβατικές διατάξεις που δεν έχουν πια κανονιστικό περιεχόμενο, ώστε το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος να είναι 114, όπως η ιστορική του επίκληση στα Ιουλιανά.
Γ. Η αναθεώρηση του 2019
Αρκετά από τα παραπάνω συμπεριλήφθηκαν στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019. Στην εσωτερική, όμως, κομματική συζήτηση, δεν επικράτησε η θέση για την υποβολή μιας σαρωτικής πρότασης, όπως αυτή της «προοδευτικής αναθεώρησης», αλλά η αντίθετη άποψη για ένα πιο στοχευμένο και συνοπτικό κείμενο, ενόψει κυρίως της άρνησης της Νέας Δημοκρατίας να δεχθεί ότι για την ολοκλήρωση της αναθεώρησης απαιτείται η σύμπτωση της βούλησης και της προτείνουσας και της αναθεωρητικής βουλής. Η υιοθέτηση της μινιμαλιστικής αυτής εκδοχής έδωσε χώρο στην τότε αξιωματική αντιπολίτευση να εμφανίσει ως δικές της πάγιες προτάσεις των προοδευτικών κομμάτων, όπως, π.χ., η αναθεώρηση της παρ. 2 του άρθρου 68, να συγκροτούνται εξεταστικές επιτροπές με πρόταση της αντιπολίτευσης.
Είναι αλήθεια, ότι η εμμονή της ΝΔ στην άποψη ότι η αναθεωρητική βουλή είναι η μόνη που αποφασίζει επί του περιεχομένου της αναθεώρησης, όχι μόνον εμπόδιζε τις συναινέσεις, αλλά και δημιουργούσε ουσιαστικά αντικίνητρα για την διεύρυνση της αναθεώρησης. Υπήρχε, για παράδειγμα, ο κίνδυνος να προτείνει η πρώτη βουλή ερμηνευτική δήλωση, κατά την οποία η ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 16 ( «Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια») ισχύει και για τις μεταπτυχιακές σπουδές και η αναθεωρητική να προβλέψει, αντίθετα, την υποχρέωση καταβολής διδάκτρων και για τις προπτυχιακές.
Είχα, ως Γενικός Εισηγητής της Πλειοψηφίας, ασκήσει κριτική στην επικίνδυνη αυτή θέση ως εξής:
«Από δικαιοπολιτική άποψη δύο είναι τα πρακτικά επιχειρήματα που έχω να εισφέρω: Το πρώτο αφορά στην ανάγκη να εξυπηρετηθεί ο συνταγματικός σκοπός της ειλικρινούς και διαρκούς συναίνεσης των υποκειμένων της αναθεώρησης, τα οποία στο πλαίσιο της κομματικής δημοκρατίας δεν είναι πλέον οι βουλευτές αλλά τα κόμματα. (Άλλωστε, το Σύνταγμα απαιτώντας για την εκκίνηση της διαδικασίας την υπογραφή της σχετικής πρότασης από πενήντα βουλευτές ουσιαστικά περιορίζει τη σχετική αρμοδιότητα μόνον στα μεγαλύτερα από αυτά). Οι συναινέσεις, ακριβώς γιατί αφορούν το μακρό χρόνο – ξαναδανείζομαι έναν όρο του Ευάγγελου Βενιζέλου – πρέπει να έχουν διάρκεια. Άρα, όρος για να υπάρχει διάρκεια στη συναίνεση είναι ότι θα πρέπει να ταυτίζονται οι αποφάσεις της προτείνουσας Βουλής και αυτής που θα ολοκληρώσει τη σχετική διαδικασία.
Το δεύτερο επιχείρημα αρύεται την βάση του, από τη δημοκρατική αρχή και την παρεμβολή του εκλογικού σώματος: Εάν θεωρήσουμε ότι η απόφαση ως προς την κατεύθυνση της πρώτης Βουλής δεσμεύει τη δεύτερη, έχει νόημα η παρεμβολή του εκλογικού σώματος. Θα παρέμβει για να ευνοήσει ή για να ματαιώσει την πρόταση την οποία προτείνει η πλειοψηφία που έχει διαμορφωθεί στην πρώτη Αναθεωρητική Βουλή. Αν θεωρήσουμε αντιθέτως ότι η δεύτερη Βουλή είναι εντελώς ελεύθερη να επιλέξει οποιοδήποτε κατεύθυνση, ακόμα και κατεύθυνση που δεν έχει δηλωθεί στο πλαίσιο της αναθεώρησης, τότε καθίσταται εντελώς χωρίς κανένα νόημα η παρεμβολή του εκλογικού σώματος.
Υπάρχει, όμως, ένα σημαντικότερο επιχείρημα που το κατάλαβα στην πράξη, αναζητώντας με τον Γενικό Εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας πεδία που θα μπορούσαν να συγκλίνουν οι προτάσεις μας που έχουν δεν έχουν αξιακά αντίθετο φορτίο. Ως προς αυτά, πράγματι, παρά τις σημαντικές ιδεολογικές μας διαφορές που προσδιορίζουν αντίθετες απόψεις θα μπορούσαν να διαμορφωθούν συναινέσεις.
Πώς μπορούμε να εμπιστευτούμε όμως, ότι αυτό που θα συμφωνήσουμε τώρα και θα αποτυπωθεί στην απόφαση αυτής της Βουλής θα δεσμεύει τη Νέα Δημοκρατία και στην επόμενη, εφόσον ρητά υποστηρίζει ότι η κατεύθυνση αυτής της Βουλής δεν είναι νομικά δεσμευτική για την επομένη; Πώς θα επιδιωχθούν οι αναγκαίες από το Σύνταγμα συναινέσεις;
Και προφανώς «δεν είναι συναινετική διαδικασία αυτή που πρότεινε ο Αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο του 2016, να τα βάλουμε όλα σε ένα τσουβάλι, τις διατάξεις που επιδιώκει να τροποποιήσει η Νέα Δημοκρατία και αυτές που θέλουμε να αλλάξουμε εμείς, κι ας τα βρει η επόμενη πλειοψηφία. Κάτι τέτοιο αφενός αίρει την απαίτηση του Συντάγματος να υπάρξει απόδειξη του μόνιμου χαρακτήρα της συναίνεσης μέσω της ταύτισης της βούλησης των δύο Βουλών και αφετέρου και, κυρίως, καθιστά τη διαδικασία της αναθεώρησης τυχερό παίγνιο[68].».
Ως προς τις μεθοδολογικές παραδοχές και τη στόχευση της αναθεώρησης, η Γενική Εισήγηση είχε ως εξής[69]:
«Ήδη από τον περασμένο αιώνα ο πατέρας του ελληνικού συνταγματικού δικαίου, Νικόλαος Σαρίπολος, απαντούσε έτσι στην ερώτηση “πώς προκύπτει το Σύνταγμα;” : “Εκ της διηνεκούς πάλης του υπό της κοινωνίας συμφέροντος προς συντήρησιν της ελευθερίας από τη μια μεριά και του συμφέροντος των αρχόντων προς αύξησιν και ενίσχυσιν της αυτών εξουσίας”. Οι άρχοντες και οι αρχόμενοι, οι ισχυροί και οι αδύναμοι, οι πολλοί και οι λίγοι, με την επικαιρική ορολογία των ημερών, το 99% και το 1%.
Οι αναγκαίες, κατά το άρθρο 110 του Συντάγματος, συναινέσεις για την αναθεώρηση δεν βασίζονται, συνεπώς, τόσο στη δύναμη των επιχειρημάτων, όσο στην ισορροπία των συμφερόντων, όπως αυτή προκύπτει από τους κοινωνικούς αγώνες. Δεν πείστηκαν οι οπαδοί της πατριαρχίας από νέα επιχειρήματα όσων ήταν υπέρ της ισότητας ανδρών και γυναικών. Δεν έγιναν πιο σοφοί από τον διάλογο. Οι αγώνες του φεμινισμού, αλλά και του εργατικού και του σοσιαλιστικού κινήματος, ήταν αυτοί που επέφεραν πρώτα σε επίπεδο κοινωνίας και στη συνέχεια στα συνταγματικά κείμενα την αντίληψη ότι οι ανισότητες αυτές δεν είναι αιώνιες και φυσικές.
Υπάρχουν, όμως, άλλα πεδία μάχης, στα οποία δεν έχουν ακόμα αποκρυσταλλωθεί οριστικά οι συγκρούσεις αυτές και τα διακυβεύματα είναι ακόμη ανεπίλυτα, ζέοντα, ενώπιον μας. Κατεξοχήν τέτοιο πεδίο είναι η προσπάθεια του νεοφιλελευθερισμού να επιβάλει μία και μόνο οικονομική ορθοδοξία και να αφαιρέσει εντελώς από το πεδίο αντιπαράθεσης των πολιτικών ιδεών την οικονομία από τη δημοκρατία.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση μας για την Αναθεώρηση δεν είναι ασπόνδυλη, αλλά έχει δύο βασικές στοχεύσεις: Εμβάθυνση της δημοκρατίας και ανάσχεση του νεοφιλελευθερισμού. Οι στόχοι αυτοί είναι συμπληρωματικοί. Βασική επιδίωξη του νεοφιλελευθερισμού είναι να κρατηθούν τα κεντρικά διακυβεύματα της πολιτικής και ιδίως της οικονομίας εκτός δημοκρατικής διαδικασίας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η προσπάθεια να «συνταγματοποιηθεί» ο χρυσός κανόνας, ώστε να εφαρμόζεται πάντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση μία μόνο οικονομική πολιτική, πέραν της δημοκρατίας, πέραν της πολιτικής λογοδοσίας, πέραν της θέλησης των πολιτών, πέραν της εναλλαγής των κομμάτων στην κυβέρνηση. Στο ίδιο επίπεδο κινείται η θεσμική επιδίωξη να στεγανοποιηθούν ολόκληροι χώροι της πολιτικής, μέσω της ανάθεσης, για παράδειγμα, κρίσιμων κανονιστικών αποφάσεων για την οικονομία σε ανέλεγκτες πολιτικά κεντρικές τράπεζες, ή της ανάθεσης κρίσιμων τομέων πολιτικής ύλης σε ανεξάρτητες διοικητικές αρχές».
Δεν είναι δυνατό εδώ να γίνει αναλυτική αποτίμηση της αναθεώρησης, παρά μόνον μία γενική αξιολόγηση της. Κατ’αρχήν, θεωρώ απολύτως εύλογη και πολιτικά και συνταγματικά τη στοχοθεσία της. Βεβαίως, η εκλογική επικράτηση της ΝΔ δεν επέτρεψε την αποδοχή του μεγαλύτερου τμήματος των προτάσεων αναθεώρησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ανέδειξε όμως έτσι την ιδεολογική οπισθοδρόμηση της νέας πλειοψηφίας, ακόμη και σε σχέση με τον πρόσφατο κομματικό εαυτό της του 2014. Πράγματι, η πρόταση αναθεώρησης που είχε τότε κατατεθεί με τις υπογραφές του κ. Σαμαρά αλλά και του κ. Μητσοτάκη ήταν πολύ πιο κοντά στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, περιλαμβάνοντας π.χ. προτάσεις για δημοψήφισμα λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας και τρόπο εκλογής του Προέδρου παρόμοιο με του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, η Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη, παρά τον υποτιθέμενο κεντρώο αναπροσανατολισμό της, απέρριψε, μόνη αυτή με την Ελληνική Λύση, την πρόταση για συνταγματική απαγόρευση κάθε διάκρισης με βάση το φύλο ή το σεξουαλικό προσανατολισμό. Αρνήθηκε την εισαγωγή ερμηνευτικής δήλωσης για την θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, και την ερμηνευτική δήλωση που όριζε το αυτονόητο, ότι δηλαδή η δωροληψία δεν είναι υπουργικό αδίκημα, δεν προσιδιάζει στην άσκηση του λειτουργήματος του Υπουργού, προσφέροντας έτσι ένα «χρυσό αλεξίπτωτο» σε επίορκους πολιτικούς, με τον ίδιο τρόπο που νομοθετικά ξέπλυνε τα αδικήματα του λευκού κολλάρου.
Περαιτέρω, και κυρίως, η αναθεώρηση του 2019 δεν ήταν στείρα. Η νέα εκδοχή του άρθρου 32, σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της προτείνουσας Βουλής ήταν, κατά τη γνώμη μου, αρνητική, γιατί ενίσχυσε χωρίς αντίβαρα το ρόλο του πρωθυπουργού και υποβάθμισε το κύρος του Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι άλλες οκτώ όμως κρίσιμες διατάξεις που αναθεωρήθηκαν, εισήγαγαν νέες, θετικές ρυθμίσεις, μερικές από τις οποίες είχαν προταθεί και απορριφθεί στο παρελθόν, όπως η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία και η κατοχύρωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Ενόψει των ανωτέρω, θεωρώ ότι ευσταθεί η κρίση του Ν. Αλιβιζάτου ότι, σε τελική ανάλυση, «η αναθεώρηση συνιστά ένα αδιαμφισβήτητο βήμα μπροστά» και ότι «μπορεί τελικά να χαρακτηρισθεί ως “ώριμη” και εν τέλει επιτυχής[70]».
Είναι βεβαίως αλήθεια, ότι η νομοθετική υλοποίηση της αναθεώρησης παραμένει απαράδεκτα και αντισυνταγματικά ατελής. Δικαίως ο Α. Καϊδατζής ασκεί έντονη κριτική στην πρωτοφανή αβελτηρία της Νέας Δημοκρατίας να μην ψηφίσει τους εκτελεστικούς νόμους για την εφαρμογή της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας (παρ. 6 του άρθρου 73) και της εξομοίωσης των στρατιωτικών με τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς (άρθρο 96 παρ. 5). Αποτελεί όμως πρόδηλο λογικό άλμα να συνάγεται από την επιγενόμενη αυτή βάναυση προσβολή του Συντάγματος, που βαρύνει αποκλειστικά το νυν κυβερνητικό κόμμα, συνολικό επιχείρημα, κατά το οποίο «ο χαρακτήρας της αναθεώρησης του 2019 υπήρξε προσχηματικός, για τη δημιουργία πολιτικών εντυπώσεων[71]». Αυτός ο ισχυρισμός αδικεί και την πραγματικότητα και την Αριστερά. Η εισαγωγή στοιχείων άμεσης δημοκρατίας αποτελεί πάγια και διαχρονική πρόταση της τελευταίας και η ευρωπαϊκή και διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι παρόμοιοι θεσμοί ενισχύουν την πολιτική συμμετοχή και αποτελούν συχνά εμπόδια στον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό.
Ο συγγραφέας έχει, φυσικά, δίκιο στο πιο ουσιώδες και κρίσιμο διακύβευμα των ημερών, ότι δεν πρέπει να ξεκινήσει σήμερα αναθεώρηση του Συντάγματος. Είναι προφανές ότι αυτή, με βάση το σημερινό συσχετισμό δύναμης, θα αποτελέσει, εάν ολοκληρωθεί, σημαντική θεσμική οπισθοδρόμηση. Όπως όμως έγινε και στο παρελθόν δύο φορές, το 2001 και το 2008, με τη ματαίωση της αναθεώρησης του άρθρου 16, η τελική μάχη που θα κρίνει το μέλλον της δεν θα δοθεί στη Βουλή, αλλά στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.
[Αφορμή για αυτές τις γραμμές ήταν το άρθρο του φίλου καθηγητή Α. Καϊδατζή, «Γιατί δεν πρέπει να ξεκινήσει αναθεώρηση του Συντάγματος», δημοσιευμένο στον ιστότοπο αυτό στις 6/12/2024. Γνωρίζω τις απόψεις του συναδέλφου, και όχι μόνον από τα γραφτά του, δεδομένου ότι είχαμε συνεργαστεί κατά την αναθεώρηση του 2019, θεωρώ όμως ότι τα θεωρητικά και πολιτικά θέματα που θίγει αξίζουν ευρύτερης δημόσιας συζήτησης. Είχα, άλλωστε, την τύχη να δράσω κατά την περίοδο της κρίσης και την επαύριόν της, όχι μόνον ως θεωρητικός του δικαίου αλλά και ως εφαρμοστής του. Θεωρώ, συνεπώς, υποχρέωση μου να εισφέρω τις από πρώτο χέρι μαρτυρίες για τις εξελίξεις και τα dramatis personae της εποχής. Το άρθρο αντλεί επιχειρήματα από προηγούμενες δημοσιεύσεις μου, ιδίως: Κατρούγκαλος Γ., «Πολιτικό σύστημα και πραγματικό Σύνταγμα της περιόδου 1974-2004: Μια πρώτη περιοδολόγηση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας», Νομικό Βήμα 2004, σ. 1909-1920, και Κατρούγκαλος Γ., «Δίκαιο και Πολιτική στο έργο του Δημήτρη Τσάτσου», στο Σύνταγμα και Ερμηνεία, Η συμβολή του Δημήτρη Τσάτσου, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 2008, σ. 151-166.]
[1] Καϊδατζής Α., «Γιατί δεν πρέπει να ξεκινήσει αναθεώρηση του Συντάγματος», δημοσιευμένο στον ιστότοπο αυτό στις 6/12/2024.
[2] Βλ. τη σχετική τοποθέτηση μου ως Γενικού Εισηγητή της Πλειοψηφίας στην αναθεώρηση του 2019, Έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Βουλή, Προεδρία Ν. Βούτση, 2016, σ. 9.
[3] Marx Κ., The German Ideology, International Publishers, New York, 2001, σ. 39.
[4] Μάνεσης Α., Συνταγματικό Δίκαιο Ι, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 16.
[5] Idem. σ. 60.
[6] Idem. σ. 61.
[7] Idem. σ. 73.
[8] Τσάτσος Δ.Θ., « Το πρόβλημα της ερμηνείας του Συντάγματος », στο του ιδίου (επιμ.) Η ερμηνεία του Συντάγματος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1995, σ. 48.
[9] Ibid.
[10] Ibid, σ. 38.
[11] Βλ. αντί άλλων. Χ. Κουρουνδή, Το Σύνταγμα και η Αριστερά, από τη «Βαθεία Τομή» του 1963 στο Σύνταγμα του 1975, Νήσος, Αθήνα, 2018.
[12] Βλ. ιδίως Κ. Τσουκαλά, Κράτος, κοινωνία, εργασία στη μεταπολεμική Ελλάδα, Θεμέλιο, Αθήνα, 1986, σ. 92 κ.ε., του ίδιου, Η Ελληνική τραγωδία : από την απελευθέρωση ως τους συνταγματάρχες. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1974, σ. 113 κ.ε., πρβλ. G. Katrougalos, La crise de légitimité de l’administration, Le cαs de la Grèce, Sakkoulas Frères, Athènes, 1994, ιδίως το πρώτο κεφάλαιο του δευτέρου μέρους.
[13] Έτσι ο Γ. Αναστασιάδης, Συνταγματικοί θεσμοί και λειτουργία του πολιτεύματος στην Ελλάδα, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1984, σ. 262
[14] «Το Βήμα», 21-8-1975.
[15] Αρ. Ι. Μάνεσης, Η νομικοπολιτική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάγματος, σε Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, ό.π., σ. 593, σ. 611, σ.624. Πρβλ. Α .Μανιτάκη, Ο χαρακτηρισμός του πολιτεύματος και οι σχέσεις Προέδρου της Δημοκρατίας και Πρωθυπουργού, ΤοΣ 1982, σ. 384.
[16] Αρ. Ι. Μάνεσης, Η κρίση των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας και το Σύνταγμα, ό.π., σ. 561, υπογράμμιση του συγγραφέα, πρβλ. και Ευ. Βενιζέλο, Η λογική του πολιτεύματος και η δομή της εκτελεστικής εξουσίας στο Σύνταγμα του 1975, Παρατηρητής, 1980, σ. 25.
[17] Πρβλ. Γ. Πάσχο, Η ανασυγκρότηση της εκτελεστικής εξουσίας, σε, του ίδιου, Πολιτικά ζητήματα στη σύγχρονη Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, 1981, σ. 97.
[18] Γ. Αναστασιάδη, Συνταγματικοί θεσμοί και λειτουργία του πολιτεύματος στην Ελλάδα, ό.π., σ. 271.
[19] Βενιζέλος Ευ., Η λογική του πολιτεύματος και η δομή της εκτελεστικής εξουσίας στο Σύνταγμα του 1975, Παρατηρητής, 1980, διαθέσιμο https://www.evenizelos.gr/images/stories/pdf/E_Venizelos-H-Logiki-tou-Politeumatos-sto-Sydagma-tou-_1975.pdf , (πρόσβαση: 28.01.2025).
[20] Τόμος 12ος, σελ. 132 επ.
[21] Βλ. π.χ. τα μηνύματά του με την ευκαιρία του νέου έτους (1982 και 1983) και της εθνικής επετείου της 25-3-1982.
[22] Βλ. σχετικά, Kamtsidou I, Pratique et Révision Constitutionnelle dans la République Hellénique 1975-1986, Thèse de Doctorat, Paris X, Paris, 1989, σ. 190 κ.ε.
[23] Με προνομιακό ακροατήριο τις ένοπλες δυνάμεις, κάτι που δεν ήταν στερημένο πολιτικού συμβολισμού και συγκαλυμμένης απειλής. Βλ., ιδίως, τις ομιλίες του Προέδρου της Δημοκρατίας στην τελετή της λέσχης των αξιωματικών (Το Βήμα 3-1 82), στη στρατιωτική λέσχη Ιωαννίνων (Το Βήμα 22-2-82), στους απόφοιτους της σχολής Εθνικής Αμύνης (Το Βήμα και Η Καθημερινή 19-6-82) και στη λέσχη αξιωματικών Θεσσαλονίκης (Η Καθημερινή 28-10-82). Βλ., σχετικά, Αναστασιάδη Γ., Συνταγματικοί θεσμοί και λειτουργία του πολιτεύματος στην Ελλάδα, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1984.
[24] Βλ. σχετικά, Μάνεσης Α., Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986. Μια κριτική αποτίμηση της νομικοπολιτικής σημασίας της, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1989, σ. 16-20, Μανιτάκης Α., «Η εύκολη αναθεώρηση δυσεφάρμοστων υπερεξουσιών», Αρμενόπουλος, 1986, σ. 565, σ. 567.
[25] Ο Α. Παπανδρέου στη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ της 9/3/1985 δήλωνε ότι «με την απόφαση αυτή αρνηθήκαμε την ενσωμάτωση στο σύστημα. Επιβεβαιώσαμε για ακόμη μια φορά το δημοκρατικό και ριζοσπαστικό χαρακτήρα του Κινήματος μας που ελευθερώνει το Λαό από τις αλυσίδες της ντόπιας και ξένης ολιγαρχίας». Βλ. σχετικά, I. Kamtsidou, Pratique et Révision Constitutionnelle dans la République Hellénique : 1975-1986, ό.π., σ. 72
[26] Βλ. την εισηγητική έκθεση της «Πρότασης αναθεώρησης του Συντάγματος» που υποβλήθηκε στη Βουλή την 9η Μαρτίου 1985.
[27] Έτσι ο Βενιζέλος Ευ., «Η πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος και η πολιτική συγκυρία», περιοδικό «Αντί», τεύχος 283 της 15.3.1985.
[28] Βλ. ιδίως, Μάνεσης Α., Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986. Μια κριτική αποτίμηση της νομικοπολιτικής σημασίας της, ό.π., Μανιτάκης Α., «Η εύκολη αναθεώρηση δυσεφάρμοστων υπερεξουσιών», ό.π., σελ.565, του ίδιου, «Αναθεώρηση του Συντάγματος: Μύθοι και πραγματικότητα», Δεκαπενθήμερος Πολίτης, τεύχος 38 της 19.4.1985
[29] Έτσι ο Μάνεσης Α., Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986. Μια κριτική αποτίμηση της νομικοπολιτικής σημασίας της ό.π., σ. 9, 21, με παραπομπές και στην εισηγητική έκθεση της «Πρότασης αναθεώρησης του Συντάγματος».
[30] Χρυσόγονος Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Αναστασιάδης Γ., Συνταγματικοί θεσμοί και λειτουργία του πολιτεύματος στην Ελλάδα, ό.π., σ. 124.
[31] Ibid.
[32] Για τη «ρυθμιστική συναίνεση» αυτή, βλ. Βενιζέλος Ευ., Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα και η λειτουργία του κατά το Σύνταγμα του 1975/86, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1987, σ. 52.
[33] Πρβλ., ιδίως, την περίπτωση της Πορτογαλίας, όπου οι αναθεωρήσεις του 1982 και ιδίως του 1989 εξάλειψαν τις ριζοσπαστικότερες ρυθμίσεις του Συντάγματος του 1976, με τη συναίνεση και των δύο μεγαλύτερων κομμάτων PS και PSD. Βλ., σχετικά, Tsimaras C., « Vingt ans après », Revue Européenne de droit Public, vol 4, 2001. σ. 1273 κ.ε. Στην Ισπανία, οι πολιτικές εξελίξεις ήταν λιγότερο δραματικές και χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος του 1978, λόγω της εξαρχής ευρύτερης συναίνεσης επ’αυτού και του μετριοπαθέστερου προσανατολισμού του PSOE. Βλ., ενδεικτικά, Share D., «Transition and the evolution of the Spanish socialist left», West European Politics, Vol.8, Νο. 1, 1985, σελ. 82, Gunther R., « Constitutional change in contemporary Spain », στο Banting K./Simeon R. (επιμ.), Redesigning the State. The politics of constitutional change, University of Toronto Press, Toronto, 1985, σελ.42.
[34] Στην Πορτογαλία, ο πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός λειτουργεί από το 1987 και εξής, μέχρι το 1995, όμως, υπήρχε δυισμός στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας, με τη συγκατοίκηση σοσιαλιστή προέδρου και συντηρητικού πρωθυπουργού. Ένα έτος μετά την εκλογική νίκη των σοσιαλιστών του 1995, Πρόεδρος εκλέχθηκε ο σοσιαλιστής J. Sampaio.
[35] Βλ. σχετικά, Botopoulos C., Les socialistes à l’épreuve du pouvoir, Bruylant, Bruxelles, 1993.
[36] Βλ. σχετικά, Μαυριάς Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, Π.Ν.Σάκκουλας, 2022, σ. 313 επ.
[37] Πρβλ. την Εισήγηση του Γενικού Εισηγητή της Πλειοψηφίας Ευ. Βενιζέλου, Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, Περίοδος Ι΄- Σύνοδος Α΄, Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, Αθήνα, Οκτώβριος 2000.
[38] Κατά την έκφραση του Γ. Κασιμάτη, Το αναθεωρητικό εγχείρημα, Συνέδριο του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής, Η Αναθεώρηση του Συντάγματος, Κείμενα Εργασίας αρ. 10, Αθήνα, 2001.
[39] Το τέταρτο κεφάλαιο «Οργάνωση και λειτουργία της Βουλής» του Γ΄ Τμήματος του Συντάγματος, άρθρα 64 έως 77 αναθεωρήθηκε άρδην.
[40] Βλ. άρθρα 5 παρ. 5, 5 Α, 9 Α του Συντάγματος.
[41] Βλ. αντί άλλων, τη σχετική ανάλυση της νέας διατύπωσης του άρθρου 14 Σ από τον Κοντιάδη Ξ., Ο νέος συνταγματισμός και τα θεμελιώδη δικαιώματα, Αθήνα, Α. Σάκκουλας, 2002.
[42] Βλ., ιδίως, Τσάτσου Δ.Θ., «Συνταγματική αναθεώρηση και ερμηνεία του Συντάγματος. Προλεγόμενα μιας προερμηνευτικής συνταγματικής θεωρίας για το Σύνταγμα του 2001», στο Το Νέο Σύνταγμα, Πρακτικά Συνεδρίου για το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986/2001, Τσάτσος Δ.Θ./ Βενιζέλος Ευ./ Κοντιάδης Ξ (επιμ.), Το Νέο Σύνταγμα, Πρακτικά Συνεδρίου για το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986/2001, Εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλας, 2001, σ. 19, Βενιζέλος Ευ., Το αναθεωρητικό κεκτημένο. Το Συνταγματικό φαινόμενο στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, Παπαδημητρίου Γ. (επιμ.), Αναθεώρηση του Συντάγματος και Εκσυγχρονισμός των θεσμών, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, Αλιβιζάτος Ν., Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική αναθεώρηση, Πόλις, 2001, Κοντιάδης Ξ, Η αναθεώρηση του Συντάγματος. Ι., Μεθοδολογικά θεμέλια, Α Σάκκουλας, 2000, Σωτηρέλης Γ, Σύνταγμα και δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Αντ.Ν.Σάκκουλας, 2000.
[43] Σωτηρέλης Γ., Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ό.π., σ. 36 επ.
[44] Αλιβιζάτος Ν., «Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001», ΤοΣ 2001, σελ. 965. Πρβλ. Χρυσόγονος Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 129.
[45] Ακόμη και οι μεγάλες αλλαγές στη λειτουργία της Βουλής έχουν κυρίως τεχνικό χαρακτήρα.
[46] Πρβλ. Βενιζέλος Ευ., Η αναθεώρηση του Συντάγματος, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα, 1998, σ. 31.
[47] Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα πολιτικά δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων, τα οποία ασκήθηκαν στην πράξη σε πολύ πιο φιλελεύθερη κατεύθυνση από αυτή του γράμματος της διάταξης του άρθρου 29 παρ. 3 του Σ. Πρβλ. σχετικά, Katrougalos G., La crise de légitimité de l’administration, Le cαs de la Grèce, ό.π., ιδίως το τρίτο κεφάλαιο του δευτέρου μέρους. Γενικότερα για την αναθεώρηση και τα θεμελιώδη δικαιώματα, βλ. Κατρούγκαλος Γ., «Θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες» στο Παπαδημητρίου Γ. (επιμ.), Αναθεώρηση του Συντάγματος και Εκσυγχρονισμός των Θεσμών, ό.π., σ. 47 επ., του ίδιου, «Η αναθεώρηση των κλασικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων», στο Το Νέο Σύνταγμα, Πρακτικά Συνεδρίου για το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986/2001, ό.π.
[48] Βλ., αντί άλλων, Βιδάλη Τ., «Νέα δικαιώματα στην πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος», στο Παπαδημητρίου Γ. (επιμ.), Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκσυγχρονισμός των θεσμών, Αθήνα, 2000, σελ.93.
[49] Πρβλ. παρόλα αυτά, την άποψη του Κοντιάδη κατά την οποία «η αναθεώρηση του 2001, αν και δεν επέφερε εκ πρώτης όψεως δραματικές μεταβολές, ανέτρεψε ωστόσο εκ βάθρων τον εσωτερικό ρυθμό του συνταγματικού κειμένου και τα προαπαιτούμενα για την ανάγνωσή του (…) διότι εμφορείται από τη λογική του νέου συνταγματισμού της κοινωνίας της διακινδύνευσης», Κοντιάδης Ξ., Ο νέος συνταγματισμός και τα θεμελιώδη δικαιώματα, ό.π., σ. 30-31.
[50] Βενιζέλος Ευ., Το Αναθεωρητικό Κεκτημένο, ό.π., σ. 32
[51] Βλ. και Κατρούγκαλος Γ, Η αναθεώρηση των κλασικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων, ό.π.
[52] Ιdem.
[53] Στον τομέα αυτόν, το έλλειμμα τόλμης της αναθεώρησης είναι προφανές. Η πηγή των περισσότερων καταδικών της χώρας μας στο Δικαστήριο του Στρασβούργου, η πρακτική και η ερμηνεία των διατάξεων περί θρησκευτικής ελευθερίας του άρθρου 13 δεν θίχθηκαν, ούτε καν σε επίπεδο ερμηνευτικής δήλωσης, παρά σχετικές περί του αντιθέτου εξαγγελίες στη συζήτηση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, αλλά και συγκεκριμένες περί τούτου εισηγήσεις. Βλ., αντί άλλων, Σταθόπουλος Μ., «Προτάσεις νομοθετικών ρυθμίσεων για τις σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας και τη θρησκευτική ελευθερία», στο Εθνική Επιτροπή για τον Εορτασμό της 50ετηριδας της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Υπ. Εξωτερικών, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1999, σ. 20 κ.ε. Από την άλλη μεριά, η σκιαμαχία περί της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες έδειξε ότι ίσως ριζικές αλλαγές στον τομέα αυτό δεν έχουν ακόμη την ανεπιφύλακτη αποδοχή της πλειονότητας της κοινωνίας.
[54] Απορρίφθηκαν προτάσεις για την ενίσχυση της κανονιστικής δεσμευτικότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων, με κυριότερη αυτή περί κατοχύρωσης ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
[55] Ως γνωστό, από την επιτροπή αναθεώρησης της «πρώτης» αναθεωρητικής Βουλής είχε προταθεί ή προσθήκη στο συνταγματικό κείμενο, άρθρου 5 Β, με το εξής περιεχόμενο: «Οι αλλοδαποί που διαμένουν νομίμως στη Χώρα απολαμβάνουν όλων των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο Σύνταγμα, τις διεθνείς συμβάσεις και τους νόμους του κράτους και η άσκηση των οποίων δεν προϋποθέτει την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη». Η πρόταση αυτή εγκαταλείφθηκε από την αναθεωρητική βουλή του 2001.
[56] Έτσι και ο Χρυσόγονος Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 124, σ. 132.
[57] Idem.
[58] Πρβλ., αντιθέτως, την άποψη του Βενιζέλου Ευ., Το Αναθεωρητικό κεκτημένο, ό.π., σ. 110 κ.ε., κατά τον οποίο η αναθεώρηση εισέφερε ένα «συνολικό θεσμικό σχέδιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα».
[59] Βλ. ενδεικτικά, Κατρούγκαλου Γ., «Το ‘παρασύνταγμα’ του μνημονίου και ο άλλος δρόμος», ΝοΒ., 2011, σ. 231 κ.ε, και του ίδιου, Το Συμβούλιο της Επικρατείας και το δεύτερο παρασύνταγμα, ΤοΣ, 2012 και τις εκεί παραπομπές.
[60] Κουκιάδης Ι., «Εργασιακό δίκαιο κατεχόμενης χώρας», Ελευθεροτυπία, Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010.
[61] Βλ. π.χ. Καλτσώνη Δ., «Η αναγκαιότητα συντακτικής συνέλευσης και η ολοκλήρωση του κύκλου της μεταπολίτευσης: Αντί για πρόλογο» στο Καλτσώνη Δ. (επιμ), Η συνταγματική αναθεώρηση του 1975: κατ΄άρθρο κυβερνητικά σχέδια και τροπολογίες κομμάτων και βουλευτών, Τα Ελληνικά Συντάγματα τ. ΙΙ, Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2011, σελ. 7-14.
[62] Κατρούγκαλος Γ., Η κρίση και η διέξοδος, Λιβάνης, Αθήνα, 2012, σ. 305.
[63]Βλ. αντί άλλων, Χριστόπουλος Δ., «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του συνταγματικού βερμπαλισμού», εφημερίδα Αυγή, 2/3/2013.
[64] Κατρούγκαλος Γ., «Συντακτική ή Αναθεωρητική», Εφημερίδα Αυγή 10/3/2013.
[65] Ibid.
[66] Αντί άλλων, βλ. Τσίπρας Α., «Στόχος μας το νέο Σύνταγμα της Ελλάδας του 2021», εφημερίδα το Βήμα, 9/6/2016.
[67] Καϊδατζής Α., «Γιατί δεν πρέπει να ξεκινήσει αναθεώρηση του Συντάγματος», ό.π., σημ. 1.
[68] Έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, ό.π., σ. 35., Γιαννακόπουλος Κ., «Η συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι πολιτικό στοίχημα», 2019, στο https://www.constitutionalism.gr/i-syntagmatiki-anatheorisi-den-einai-politiko-stixima/ (πρόσβαση: 29/01/2025).
[69] Ibid, σ. 34-35.
[70] Αλιβιζάτος Ν., Ένα Βήμα μπροστά, Το Σύνταγμα, επετειακή και αριθμημένη έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2019, σ. 7.
[71] Καϊδατζής Α., «Γιατί δεν πρέπει να ξεκινήσει αναθεώρηση του Συντάγματος», ό.π.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος, πρώην Υπουργός Εξωτερικών, είναι Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ για μια δίκαιη και δημοκρατική τάξη και αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Συνταγματικού Δικαίου. Σπούδασε στη Νομική Σχολή της Αθήνας και στη Σορβόννη. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής ή προσκεκλημένος ομιλητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στο Columbia University, στο New York University, στο Humboldt University, στο London School of Economics, στο Roskilde University, στη Νομική Σχολή του Ν. Δελχί, στο Πανεπιστήμιο της Ορλεάνης και σε άλλα πανεπιστήμια της Αμερικής, της Ευρώπης και της Ασίας.