Ι. Εισαγωγή

Στις 29 Απριλίου 2025, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: «ΔΕΕ»), εξέδωσε απόφαση επί της προσφυγής επί παραβάσει της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Δημοκρατίας της Μάλτας δυνάμει του άρθρου 258 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: «ΣΛΕΕ») σχετικά με το μαλτέζικο πρόγραμμα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές[1]. Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο, για πρώτη φορά στην ιστορία του, εξέτασε τις προϋποθέσεις κτήσης της εθνικής (και επομένως και ευρωπαϊκής) ιθαγένειας, υπό το πρίσμα του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου[2]. Αποκλίνοντας από την πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα Α. Μ. Collins για απόρριψη της προσφυγής[3], το Δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ της καταδίκης της Δημοκρατίας της Μάλτας, λόγω εμπορευματοποίησης της μαλτέζικης ιθαγένειας και, κατ’ επέκταση, της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα άρθρα 4, παράγραφος 3, της ΣΕΕ και 20, της ΣΛΕΕ.

Εν είδει εισαγωγής, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9, εδ. β’ και γ’, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (εφεξής: «ΣΕΕ»), «[π]ολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται στην εθνική ιθαγένεια και δεν την αντικαθιστά». Ομοίως, στο άρθρο 20, παρ. 1 και 2, της ΣΛΕΕ ορίζεται ότι «[θ]εσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης. Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια. Οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες». Ήδη από το γράμμα των διατάξεων του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου προκύπτουν αβίαστα τρία επιμέρους συμπεράσματα ως προς τον τρόπο απόκτησης, τη φύση και την προστιθέμενη αξία της ευρωπαϊκής ιθαγένειας[4]: Πρώτον, η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν είναι αυθύπαρκτη, αλλά αποτελεί τη λογική και νομική συνέπεια της κτήσης της εθνικής ιθαγένειας και, συνεπώς, έχει παράγωγο-παρακολουθηματικό χαρακτήρα[5]. Μάλιστα, ο τρόπος κτήσης και απώλειας της ευρωπαϊκής ιθαγένειας ταυτίζεται με αυτόν της εθνικής ιθαγένειας, υπό την έννοια ότι, αφενός, δεν μεσολαβεί κάποια διακριτή νομική ενέργεια αναγνώρισης ή αφαίρεσής της και, αφετέρου, δεν νοείται αυτοτελής αναγνώρισή της σε υπήκοο τρίτου κράτους, ούτε αντίστοιχα στέρησή της από πρόσωπο που κατέχει ιθαγένεια κράτους μέλους[6]. Δεύτερον, η απόκτηση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας δεν συνεπάγεται την κατάργηση της εθνικής ιθαγένειας· απλώς προστίθεται σε αυτήν. Τέλος, η ευρωπαϊκή ιθαγένεια λειτουργεί συμπληρωματικά στις εθνικές ιθαγένειες, καθιστώντας τους πολίτες των κρατών μελών ταυτόχρονα και υποκείμενα της ενωσιακής έννομης τάξης και για τον λόγο αυτό, έχει τη δική της νομική αυταξία[7]. Υπό αυτή την έννοια, η ευρωπαϊκή ιθαγένεια σηματοδοτεί την ειδική έννομη σχέση που συνδέει την Ένωση με τους πολίτες των κρατών μελών της[8]. Με άλλα λόγια, η ευρωπαϊκή ιθαγένεια έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά: (α) αποκτάται με παράγωγο τρόπο, πλην όμως αυτοδικαίως, (β) δεν ανταγωνίζεται την εθνική ιθαγένεια, αλλά αντιθέτως (γ) λειτουργεί συμπληρωματικά προς αυτήν, προσθέτοντας στα – κατοχυρωμένα σε εθνικό επίπεδο – δικαιώματα των πολιτών των κρατών μελών αυτά του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου.

Παράλληλα, στο κείμενο των Συνθηκών αποκρυσταλλώνεται η ρητή άρνηση των κρατών μελών να θεσπιστεί μία ενιαία ευρωπαϊκή ιθαγένεια – με ταυτόχρονη κατάργηση των εθνικών ιθαγενειών – και να παραχωρηθεί, συναφώς, στην Ένωση η σχετική αρμοδιότητα καθορισμού των προϋποθέσεων κτήσης και απώλειάς της[9]. Η βούληση αυτή των κρατών μελών αποτυπώνεται ακόμη πιο πανηγυρικά στην υπ’ αριθμ. 2 «Δήλωση για την ιθαγένεια κράτους μέλους» της Διακυβερνητικής Διάσκεψης που προσαρτήθηκε στην Τελική Πράξη της Συνθήκης του Μάαστριχτ, σύμφωνα με την οποία «όταν στην συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας γίνεται αναφορά στους υπηκόους των κρατών μελών, το θέμα του εάν ένα άτομο έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους ρυθμίζεται αποκλειστικά και μόνο από τη νομοθεσία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη μπορούν να δηλώνουν, πληροφοριακά, ποιά άτομα πρέπει να θεωρούνται ως υπήκοοι τους για τους σκοπούς της Κοινότητας, με δήλωση που θα καταθέτουν στην Προεδρία μπορούν ενδεχομένως να τροποποιήσουν τη δήλωσή τους»[10]. Ομοίως, στα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Εδιμβούργο, κρίθηκε σκόπιμο να τονισθεί ότι «[Ο]ι διατάξεις […] οι σχετικές με την ιθαγένεια της Ένωσης παρέχουν στους πολίτες των κρατών μελών επιπλέον δικαιώματα και προστασία […], επουδενί όμως αντικαθιστούν την ιθαγένεια των κρατών μελών. Το αν ένα άτομο έχει την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους κρίνεται αποκλειστικά βάσει της οικείας νομοθεσίας του κράτους»[11].

Ενόψει των παραπάνω, η παρούσα ανάλυση εκκινεί από μια επισκόπηση της πρόσφατης νομολογίας του ΔΕΕ στο πεδίο της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, η οποία αποτέλεσε το νομολογιακό υπόβαθρο της κρίσης του ΔΕΕ στο σχολιαζόμενο ζήτημα της κτήσης της (ευρωπαϊκής) ιθαγένειας (υπό ΙΙ.). Στη συνέχεια, παρουσιάζεται το σκεπτικό και η υπαγωγή του ΔΕΕ στην σχολιαζόμενη απόφαση Επιτροπή κατά Μάλτας (υπό ΙΙΙ.) και σχολιάζονται τα μεθοδολογικά κενά που δημιουργεί η, κατά βάση, συνεπειοκρατική προσέγγιση του Δικαστηρίου (υπό IV.) Ακολούθως, προτείνονται εναλλακτικοί τρόποι θεμελίωσης της παραβίασης του ενωσιακού δικαίου στην επίδικη υπόθεση (υπό V.), και επιπλέον, διερευνάται ο αντίκτυπος της σχολιαζόμενης απόφασης στη μελλοντική αντιμετώπιση της «εξαγορασμένης» ευρωπαϊκής ιθαγένειας (υπό VI.).

II. Η πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ με αντικείμενο την ευρωπαϊκή ιθαγένεια

Στο πεδίο της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και, ειδικότερα, ερμηνείας του άρθρου 20, της ΣΛΕΕ ο καθορισμός των προϋποθέσεων κτήσεως και απώλειας της ιθαγένειας εμπίπτει, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, αρμοδιότητα, άλλωστε, την οποία αναγνωρίζει και το διεθνές δίκαιο[12]. Πάντως, το ΔΕΕ, έχει πρόσφατα διευκρινίσει ότι, ακόμη κι αν ο εν λόγω τομέας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, δεν σημαίνει ότι οι σχετικοί κανόνες της εθνικής νομοθεσίας δεν πρέπει, στις περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, να συνάδουν προς το αυτό[13]. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη νομολογία του ΔΕΕ, το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο (μπορεί να) θέτει ακραία όρια τόσο κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας όσο και κατά την ρύθμιση, από τα κράτη μέλη, των αποτελεσμάτων που συνεπάγεται η απόκτηση ιθαγένειας ενός κράτους μέλους και, κατ’ επέκταση, της ευρωπαϊκής ιθαγένειας[14].

Μέχρι τώρα, στο επίκεντρο των αποφάσεων του ΔΕΕ είχε τεθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, καθώς και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν[15], εντός και εκτός της επικράτειας των κρατών μελών που τη χορηγούν. Καταρχάς, κατά το Δικαστήριο, το πρωτογενές δίκαιο και, ιδίως, οι διατάξεις των άρθρων 18, 20 και 21, της ΣΛΕΕ εισάγουν μια γενική αξίωση τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ όλων των Ευρωπαίων πολιτών, ανεξαρτήτως ιθαγένειας[16]. Από τις ίδιες διατάξεις απορρέει στις οριζόντιες σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, η υποχρέωση αμοιβαίας αναγνώρισης της απόφασης απονομής ιθαγένειας άλλου κράτους μέλους, και, αντιστρόφως, η απαγόρευση επιβολής πρόσθετων προϋποθέσεων για την αναγνώριση της ιθαγένειας άλλου κράτους μέλους[17]. Πέραν τούτου, το ΔΕΕ έχει διαχρονικά τονίσει ότι το άρθρο 20 της ΣΛΕΕ απαγορεύει, σε κράτος μέλος που χορηγεί την ιθαγένεια σε υπηκόους τρίτων χωρών, τη λήψη εθνικών μέτρων που έχουν ως αποτέλεσμα να στερούν από τους πολίτες – πλέον – της Ένωσης την πραγματική δυνατότητα να ασκούν, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, και μάλιστα, ανεξάρτητα από το εάν έχουν ασκήσει προηγουμένως το δικαίωμά τους για ελεύθερη κυκλοφορία[18]. Μάλιστα, σε πρόσφατη νομολογία του, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι εάν, πάντως, πολίτης της Ένωσης άσκησε πράγματι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής του, μπορεί να επικαλεσθεί τα δικαιώματα που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, ακόμη και έναντι του κράτους μέλους καταγωγής του[19]. Ενόψει όλων των παραπάνω παραμέτρων που πρέπει να τηρούνται, προκειμένου οι πολίτες της Ένωσης να ασκούν αποτελεσματικά τα δικαιώματα που συνδέονται με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, δεν προκαλεί εντύπωση η διαπίστωση του ΔΕΕ ότι «η ιδιότητα του πολίτη της Ενώσεως συνιστά τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών»[20].

Ωστόσο, εκτός από τα ζητήματα που άπτονται της κανονιστικής-ουσιαστικής εμβέλειας της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, το ΔΕΕ, στη μέχρι τώρα νομολογία του, έχει προχωρήσει σε νομικές κρίσεις ως προς τη συμβατότητα εθνικών διαδικασιών απώλειας της ιθαγένειας με το ενωσιακό δίκαιο[21]. Αναγνωρίζοντας, καταρχήν, την αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών στον καθορισμό των προϋποθέσεων και της διαδικασίας κτήσης και απώλειας της ιθαγένειας, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, παρόλα αυτά, οι σχετικοί κανόνες της εθνικής νομοθεσίας οφείλουν, στις περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, να συνάδουν προς το αυτό[22]. Στο πλαίσιο αυτό, το ΔΕΕ έχει επισημάνει ότι τόσο η προαναφερθείσα Δήλωση αριθμ. 2, για την ιθαγένεια κράτους μέλους, την οποία τα κράτη μέλη προσάρτησαν στην Τελική Πράξη της Συνθήκης ΕΕ, όσο και η απόφαση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων που συνήλθαν στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Εδιμβούργο στις 11 και στις 12 Δεκεμβρίου 1992 αναφορικά με την οριοθέτηση του προσωπικού πεδίου εφαρμογής των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, πρέπει απλώς να λαμβάνονται υπόψη ως μέσα ερμηνείας των Συνθηκών[23]. Δικαιολογητικός λόγος της παρέμβασης του ενωσιακού δικαίου σε έναν τομέα αποκλειστικής αρμοδιότητας των κρατών μελών αποτελεί το πραγματικό γεγονός της απώλειας της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και των ήδη κεκτημένων δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτήν, εξαιτίας της απώλειας της εθνικής ιθαγένειας. Έτσι, καταστάσεις αφαίρεσης της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και των συνακόλουθων δικαιωμάτων που απονέμει και προστατεύει το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, εμπίπτουν, «εξ ορισμού και λόγω των συνεπειών» τους[24], στο δίκαιο της Ένωσης και υπάγονται, κατά πάγια πλέον νομολογία του ΔΕΕ, στον δικαστικό του έλεγχο[25]. Συνεπώς, τα κράτη μέλη, κατά την αφαίρεση ή ανάκληση ιθαγένειας οφείλουν να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας[26] από άποψη ενωσιακού δικαίου[27], χωρίς ο εν λόγω έλεγχος της αναλογικότητας να εξαντλείται απαραίτητα σε αυτόν που τυχόν απαιτεί το εθνικό δίκαιο[28], και να εξασφαλίζουν ότι οι σχετικοί εθνικοί κανόνες επιτρέπουν μία ατομική εξέταση των συνεπειών που έχει η απώλεια της ιθαγένειας στην κατάσταση του ενδιαφερομένου[29] (π.χ. ανιθαγένεια) και, ενδεχομένως, στην κατάσταση των μελών της οικογένειάς του από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης[30]. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί, ότι κατά τον εν λόγω έλεγχο της τήρησης της αρχής αναλογικότητας, η προστασία της ιδιαίτερης σχέσης αλληλεγγύης και πίστης και η συναφής απαίτηση περί ύπαρξης ενός πραγματικού δεσμού, έχει αναγνωριστεί από το ΔΕΕ ως θεμιτός λόγος αφαίρεσης ή ανάκλησης της ιθαγένειας[31].

Τέλος, με αφορμή την πρόσφατη απόφαση Wiener Landesregierung[32], αντικείμενο ευθείας ερμηνευτικής κρίσης του ΔΕΕ αποτέλεσε το ζήτημα της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου σε περιπτώσεις απονομής εθνικής ιθαγένειας[33]. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, πολίτης της Ένωσης αποποιήθηκε (οικειοθελώς) την ιθαγένειά του, προκειμένου να αποκτήσει την ιθαγένεια του κράτους μέλους διαμονής του, κατόπιν σχετικής διαβεβαιώσεως των εθνικών αρχών του δεύτερου αυτού κράτους ότι θα του χορηγηθεί η ιθαγένεια. Ωστόσο, οι εν λόγω αρχές ανακάλεσαν, εν τέλει, τη διαβεβαίωσή τους, με αποτέλεσμα το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να απωλέσει οριστικά τη ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης. Υπό αυτά τα δεδομένα, το ΔΕΕ έκρινε ότι «η λογική της προοδευτικής ενσωματώσεως την οποία ενθαρρύνει η διάταξη αυτή [σ.σ. του άρθρου 21, παρ. 1] της Συνθήκης ΛΕΕ απαιτεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με την ιθαγένεια της Ένωσης»[34] μία κατάσταση σαν αυτή, με αποτέλεσμα να δεσμεύονται από τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου τόσο το κράτος μέλος υποδοχής όσο και το κράτος μέλος της αρχικής ιθαγένειας[35]. Πάντως, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις κτήσης της ιθαγένειας του κράτους μέλους υποδοχής αξιολογήθηκαν, επί της ουσίας, ως προϋποθέσεις μη οριστικής απώλειας της ευρωπαϊκής ιθαγένειας. Συνεπώς, η συγκεκριμένη κρίση του Δικαστηρίου, αποτελεί περισσότερο μετεξέλιξη της προηγούμενης νομολογίας του Δικαστηρίου αναφορικά με τις υποθέσεις απώλειας εθνικής ιθαγένειας και λιγότερο απόφαση-σταθμό ως προς τον δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων κτήσης – το πρώτον – ιθαγένειας κράτους μέλους και, κατ’ επέκταση, της ευρωπαϊκής ιθαγένειας.

Συνοψίζοντας, σύμφωνα με την – προγενέστερη της σχολιαζόμενης απόφασης – νομολογία του ΔΕΕ, δεδομένου ότι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής των θεμελιωδών ελευθεριών δεν μπορεί να ποικίλλει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο[36], οι διατάξεις των Συνθηκών περί ευρωπαϊκής ιθαγένειας, βρίσκουν εφαρμογή είτε όταν το «επιβάλλει ο σκοπός τους[37]» είτε όταν οι υπό κρίση καταστάσεις εμπίπτουν σε αυτές, «εξ ορισμού και λόγω των συνεπειών τους[38]». Μπορεί, λοιπόν, κανείς να κατατάξει τις απορρέουσες υποχρεώσεις από το ενωσιακό δίκαιο σε δύο επίπεδα: τα κράτη μέλη οφείλουν, αφενός, σε οριζόντιο επίπεδο, να αναγνωρίζουν τις αποφάσεις απονομής ιθαγένειας από άλλα κράτη μέλη και, αφετέρου, σε κάθετο επίπεδο, να τηρούν τις ενωσιακές απαιτήσεις περί αναλογικότητας, ιδίως όταν αφαιρούν από τους πολίτες τους την ιθαγένεια. Ως αποκορύφωμα αυτής της νομολογιακής προσέγγισης του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου περί της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, ήρθε να προστεθεί η κρίση του ΔΕΕ αναφορικά με τη συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο εθνικής νομοθεσίας περί κτήσης της εθνικής (και επομένως και ευρωπαϊκής) ιθαγένειας από υπηκόους τρίτων χωρών.

IΙI. Η απόφαση Επιτροπή κατά Μάλτας

Το βασικό ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει το ΔΕΕ στην υπόθεση Επιτροπή κατά Μάλτας είναι εάν η Δημοκρατία της Μάλτας, θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας πρόγραμμα χορήγησης της μαλτέζικης ιθαγένειας, που παρέχει δυνατότητα πολιτογράφησης με αντάλλαγμα προκαθορισμένες πληρωμές ή επενδύσεις[39] παρά την απουσία πραγματικού δεσμού των επωφελούμενων με τη χώρα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 20, της ΣΛΕΕ και το άρθρο 4, παράγραφος 3, της ΣΕΕ.

Αρχικά, επαναλαμβάνοντας την πάγια νομολογία του, το ΔΕΕ υπογραμμίζει ότι ο καθορισμός των προϋποθέσεων χορήγησης και απώλειας της ιθαγένειας κράτους μέλους εμπίπτει μεν, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους, η αρμοδιότητα αυτή πρέπει, ωστόσο, να ασκείται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης[40]. Ως εκ τούτου, η κρίση περί νομιμότητας των διαδικασιών χορήγησης της ιθαγένειας δεν πρέπει να περιορίζεται σε περιπτώσεις σημαντικών παραβιάσεων των αξιών ή των σκοπών της Ένωσης, γενικού και συστηματικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι ούτε το κείμενο των Συνθηκών ούτε η οικονομία τους επιτρέπουν να συναχθεί ότι τέτοια βούληση των συντακτών τους. Άλλωστε, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι μια τέτοια ερμηνεία θα ισοδυναμούσε με περιορισμό των αποτελεσμάτων που συνδέονται με την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία αποτελεί ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του ενωσιακού δικαίου αυτού και, επομένως, του συνταγματικού πλαισίου της Ένωσης[41].

Στη συνέχεια, εξετάζοντας την εφαρμογή του άρθρου 20, της ΣΛΕΕ, το ΔΕΕ υπογραμμίζει ότι το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό με το άρθρο 21, της ΣΛΕΕ, συμβάλλουν στην υλοποίηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα, υπό την έννοια του άρθρου 3, παρ. 2, της ΣΕΕ, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, χάρη στην ύπαρξη κατάλληλων μέτρων ως προς τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, τη μετανάστευση, την πρόληψη και καταπολέμηση της εγκληματικότητας[42]. Εκτός όμως από την ελεύθερη κυκλοφορία εντός του χώρου αυτού, η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης συνεπάγεται την αναγνώριση μιας σειράς πολιτικών δικαιωμάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμετοχή στον δημοκρατικό βίο της Ένωσης, όπως, για παράδειγμα, του δικαιώματος αναφοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, του δικαιώματος προσφυγής στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, καθώς και του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας, υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του εν λόγω κράτους. Υπό αυτό το πρίσμα, η άσκηση, από τα κράτη μέλη, της αρμοδιότητάς τους να καθορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης ιθαγένειας, επηρεάζει τη λειτουργία της Ένωσης ως κοινής έννομης τάξης. Τέλος, η ιθαγένεια της Ένωσης παρέχει σε κάθε πολίτη κράτους μέλους το δικαίωμα να απολαμβάνει, σε τρίτη χώρα στην οποία το εν λόγω κράτος μέλος δεν εκπροσωπείται, της διπλωματικής και προξενικής προστασίας των άλλων κρατών μελών, υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν έναντι των πολιτών των κρατών αυτών. Ενόψει των δικαιωμάτων αυτών που συνέχονται με την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, το ΔΕΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις περί ιθαγένειας της Ένωσης περιλαμβάνονται μεταξύ των θεμελιωδών διατάξεων των Συνθηκών οι οποίες, εντασσόμενες στο πλαίσιο του ειδικού συστήματος της Ένωσης, είναι διαρθρωμένες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να συμβάλλουν στην υλοποίηση της διαδικασίας ολοκλήρωσης, η οποία αποτελεί τον λόγο ύπαρξης της ίδιας της Ένωσης, και, ως εκ τούτου, συνιστούν αναπόσπαστο τμήμα του συνταγματικού πλαισίου της[43]. Για τον ίδιο λόγο, και, ιδίως, ενόψει του αυτόματου τρόπου απόκτησής της, η ιθαγένεια της Ένωσης συνιστά, κατά το ΔΕΕ, τη θεμελιώδη ιδιότητα των πολιτών των κρατών μελών[44]. Από το σύνολο των παραπάνω, το ΔΕΕ συμπεραίνει ότι η ιθαγένεια της Ένωσης αποτελεί μία από τις κύριες εκφάνσεις της αρχής της αλληλεγγύης η οποία, συνιστά το θεμέλιο της διαδικασίας ολοκλήρωσης και, κατά συνέπεια, αποτελεί μέρος της ταυτότητας της Ένωσης ως μιας ιδιαίτερης έννομης τάξης, την οποία τα κράτη μέλη αποδέχθηκαν με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας[45].

Περαιτέρω, το ΔΕΕ προχωρά σε ανάλυση και ερμηνεία της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παρ. 3, της ΣΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, από τη γενική υποχρέωση των κρατών μελών να απέχουν από τη λήψη μέτρων που δύνανται να θέσουν σε κίνδυνο την υλοποίηση των στόχων της Ένωσης, το ΔΕΕ διαπιστώνει την ύπαρξη (ακρότατων) ορίων κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους να καθορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης της ιθαγένειας. Υπογραμμίζει δε, ότι η ιθαγένεια της Ένωσης στηρίζεται στις κοινές αξίες του άρθρου 2, της ΣΕΕ και στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών και ότι κανένα από τα κράτη μέλη δεν δύναται να ασκεί την εν λόγω αρμοδιότητα κατά τρόπο προδήλως ασυμβίβαστο με την ίδια τη φύση της ιθαγένειας της Ένωσης[46]. Εν συνεχεία, επικαλούμενο την ιδιαίτερη σχέση αλληλεγγύης και πίστης που (πρέπει να) υπάρχει μεταξύ ενός κράτους μέλους και των πολιτών του, καθώς και την αμοιβαιότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αυτή συνεπάγεται, το ΔΕΕ συνάγει ότι αυτή και μόνο η σχέση αποτελεί και το θεμέλιο για την αναγνώριση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, υπό την έννοια του άρθρου 20, παρ. 1, της ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την επιλογή των εφαρμοστέων κριτηρίων για τη δημιουργία μιας τέτοιας ιδιαίτερης σχέσης αλληλεγγύης και πίστης στο εσωτερικό τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα κριτήρια αυτά εφαρμόζονται τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης[47]. Από την παραπάνω ανάλυση, το ΔΕΕ συνάγει ότι, σε κάθε περίπτωση, «ένα κράτος μέλος αγνοεί προδήλως την απαίτηση μιας τέτοιας ιδιαίτερης σχέσης αλληλεγγύης και πίστης, και, ως εκ τούτου, διαρρηγνύει την αμοιβαία εμπιστοσύνη στην οποία στηρίζεται η ιθαγένεια της Ένωσης, κατά παράβαση του άρθρου 20 ΣΛΕΕ και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, όταν θεσπίζει και εφαρμόζει πρόγραμμα πολιτογράφησης που βασίζεται σε διαδικασία συναλλακτικού χαρακτήρα μεταξύ του εν λόγω κράτους μέλους και των προσώπων που υποβάλλουν αίτηση στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού, κατά το πέρας της οποίας η ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους και, ως εκ τούτου, η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης χορηγείται κατ’ ουσίαν έναντι προκαθορισμένων πληρωμών ή επενδύσεων. Πράγματι, ένα τέτοιο πρόγραμμα ισοδυναμεί με εμπορευματοποίηση της ιδιότητας του πολίτη κράτους μέλους και, κατ’ επέκταση, της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, η οποία δεν συμβιβάζεται με την αντίληψη της εν λόγω θεμελιώδους ιδιότητας, όπως αυτή απορρέει από τις Συνθήκες»[48]. Δεδομένης δε της υποχρέωσης των κρατών μελών για αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων απονομής ιθαγένειας από τα λοιπά κράτη μέλη, μια διαδικασία πολιτογράφησης συναλλακτικού χαρακτήρα είναι ικανή να κλονίσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη, στην οποία στηρίζεται η εν λόγω απαίτηση αναγνώρισης. Και τούτο, διότι, κατά το ΔΕΕ, η αμοιβαία εμπιστοσύνη συνδέεται με την παραδοχή ότι η χορήγηση της ιθαγένειας κράτους μέλους στηρίζεται σε ιδιαίτερη σχέση αλληλεγγύης και πίστης, η οποία δικαιολογεί τη χορήγηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις Συνθήκες[49].

Υπαγάγοντας τα πραγματικά περιστατικά στην ανωτέρω ανάλυση, το ΔΕΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το αξιολογούμενο πρόγραμμα πολιτογράφησης της Μάλτας βασίζεται κυρίως σε πληρωμές και επενδύσεις, εμπορευματοποιώντας, με αυτόν τον τρόπο, την μαλτέζικη και, κατ’ επέκταση, την ευρωπαϊκή ιθαγένεια. Βέβαια, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι η διαπίστωση αυτή θα μπορούσε να ανατραπεί, εάν οι λοιπές προϋποθέσεις χορήγησης της μαλτέζικης ιθαγένειας εξουδετέρωναν τον, κατά τα λοιπά, συναλλακτικό χαρακτήρα χορήγησής της. Ωστόσο, εν προκειμένω, η απαίτηση απλώς για προηγούμενη νόμιμη κι όχι πραγματική διαμονή του αιτούντος στη Μάλτα, σε συνδυασμό με την απουσία μεταγενέστερων ελέγχων, ικανών να διασφαλίσουν ότι δικαιολογείται η χορήγηση της μαλτέζικης ιθαγένειας, δεν αποβάλλουν τον συναλλακτικό χαρακτήρα του προγράμματος της Μάλτας. Συνεπώς, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η Μάλτα, θεσπίζοντας ένα πρόγραμμα πολιτογράφησης συναλλακτικού χαρακτήρα με αντάλλαγμα προκαθορισμένες πληρωμές ή επενδύσεις, το οποίο ισοδυναμεί με εμπορευματοποίηση της ιθαγένειας κράτους μέλους καθώς και, κατ’ επέκταση, της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 20 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

IV. Η συνεπειοκρατική προσέγγιση του ΔΕΕ και τα συνεπαγόμενα μεθοδολογικά κενά

Η σχολιαζόμενη απόφαση του ΔΕΕ αποτελεί σίγουρα απόφαση-σταθμό, για τον τρόπο με τον οποίο η ιδέα της ενωσιακής ενοποίησης και διαμόρφωσης μιας ενωσιακής ταυτότητας θέτει άκρα όρια στην άσκηση από τα κράτη μέλη των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων τους. Σε αντίθεση με την προηγούμενη νομολογία του ΔΕΕ, η οποία αφορούσε την άρση των περιορισμών από δυσμενείς εθνικές νομοθεσίες για την απόλαυση των δικαιωμάτων που συνδέονται με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, η σχολιαζόμενη απόφαση απαντά στο ερώτημα εάν το ενωσιακό δίκαιο επιβάλει στα κράτη μέλη να εισάγουν περιορισμούς στην απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης. Εντύπωση προκαλεί, μάλιστα, η αναφορά του ΔΕΕ για πρώτη φορά σε «συνταγματικό πλαίσιο» της Ένωσης, αναπόσπαστο μέρος του οποίου αποτελούν η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, καθώς και η ευρωπαϊκή ιθαγένεια[50]. Όσο καλοδεχούμενη κι αν είναι, εκ του αποτελέσματος, η κρίση του ΔΕΕ περί απαγόρευσης εμπορευματοποίησης της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, αξίζει να επισημανθούν ορισμένες αδυναμίες της.

Το πρώτο σημείο σχολιασμού αφορά την αντίληψη του ΔΕΕ για την αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών να νομοθετούν στον τομέα αυτό. Ακόμη κι αν δεν ακολουθεί την προσέγγιση του Γενικού Εισαγγελέα A. Collins για αναζήτηση στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο της προϋπόθεσης ύπαρξης πραγματικού δεσμού μεταξύ του κράτους μέλους που χορηγεί την ιθαγένεια και των πολιτών του, το Δικαστήριο καταλήγει, εντούτοις, στο συμπέρασμα ότι, υπό την έννοια του άρθρου 20, παρ. 1, της ΣΛΕΕ και ενόψει όλων των δικαιωμάτων απορρέουν από την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, «η ιδιαίτερη σχέση αλληλεγγύης και πίστης που υφίσταται μεταξύ κάθε κράτους μέλους και των πολιτών του αποτελεί […] το θεμέλιο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που επιφυλάσσουν οι Συνθήκες στους πολίτες της Ένωσης»[51]. Ως προς τις προϋποθέσεις δημιουργίας μιας τέτοιας ιδιαίτερης σχέσης αλληλεγγύης και πίστης, τα κράτη μέλη διαθέτουν (απλώς) ένα ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την επιλογή των εφαρμοστέων κριτηρίων. Σε αυτό το σημείο απορία προκαλεί η πλήρης αποσιώπηση της υπ. αριθμ. 2 «Δήλωσης για την ιθαγένεια κράτους μέλους» της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 1992, καθώς και των συμπερασμάτων της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Εδιμβούργο που αποτυπώνουν τη ρητή βούληση των κρατών μελών να διατηρήσουν στο ακέραιο την αρμοδιότητα καθορισμού των προϋποθέσεων χορήγησης της ιθαγένειας. Σε αντίθεση μάλιστα με την πάγια προγενέστερη νομολογία του, στην οποία τα παραπάνω αναφέρονται, έστω ως ερμηνευτικά εργαλεία, στη σχολιαζόμενη απόφαση φαίνεται να αγνοούνται παντελώς. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο άρθρο 4, παρ. 2, της ΣΕΕ περί σεβασμού της εθνικής ταυτότητας των κρατών μελών. Εάν η ευρωπαϊκή ιθαγένεια αποτελεί, ως βασική έκφανση της αλληλεγγύης, μέρος της ταυτότητας της Ένωσης[52], το ίδιο ισχύει, πολλώ δε μάλλον, για την εθνική ιθαγένεια, ως μέρος της εθνικής ταυτότητας των κρατών μελών.

Επιπλέον, εξίσου προβληματική φαίνεται να είναι η υποβάθμιση από το ΔΕΕ της έννοιας της (αποκλειστικής) αρμοδιότητας των κρατών μελών, την οποία εξομοιώνει με «ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την επιλογή των εφαρμοστέων κριτηρίων»[53]. Παρόλο που το ζήτημα της (μη) παραχώρησης μιας αρμοδιότητας στην Ένωση πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα των υποχρεώσεων που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο για τα κράτη μέλη, η εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου δεν μπορεί, ακόμα και στην δεύτερη περίπτωση, να μην γνωρίζει όρια[54]. Στο πλαίσιο αυτό, το ΔΕΕ φαίνεται να καταφάσκει την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στο πεδίο της ιθαγένειας είτε όταν το επιτάσσει «η λογική των διατάξεων των Συνθηκών» είτε «η φύση και οι συνέπειες» ενός εθνικού μέτρου. Έτσι, το ερώτημα του εάν εμπίπτει η υπό κρίση περίπτωση πράγματι στο ενωσιακό δίκαιο, δίνει τη θέση του στο ερώτημα του εάν θα ήταν επιθυμητό ή αναγκαίο να ρυθμίζεται το συγκεκριμένο ζήτημα από το ενωσιακό δίκαιο, σε περίπτωση καταφατικής του οποίου, νομιμοποιείται και ο δικαστικός έλεγχος από το ΔΕΕ[55]. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή φαίνεται να είναι, κατά βάση, συνεπειοκρατική και δεν εδράζεται σε στέρεα κανονιστικά θεμέλια. Αν στραφούμε ειδικότερα στο άρθρο 4, παρ. 3, της ΣΕΕ, αυτό μπορεί να θεμελιώσει καθήκοντα μόνο σε συνδυασμό με συγκεκριμένες διατάξεις του πρωτογενούς ή του δευτερογενούς δικαίου. Αντιθέτως, δεν έχει εφαρμογή σε υποχρεώσεις των κρατών μελών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης[56] και, επομένως, δεν μπορεί να χρησιμεύσει για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής μιας διάταξης των Συνθηκών, εν προκειμένω του άρθρου 20, παρ. 1, της ΣΛΕΕ, σε κρατικές συμπεριφορές που δεν εμπίπτουν σ’ αυτή[57]. Συνεπώς, η απαίτηση για πλήρωση συγκεκριμένων προϋποθέσεων για την κτήση της ιθαγένειας δεν φαίνεται να μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 4, παρ. 3, της ΣΕΕ[58]. Ούτε, όμως, το επιχείρημα ότι η πολιτογράφηση έναντι ανταλλάγματος ενδέχεται να κλονίσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη, η οποία συνδέεται με την παραδοχή ότι η χορήγηση της ιθαγένειας κράτους μέλους στηρίζεται σε ιδιαίτερη σχέση αλληλεγγύης και πίστης προσφέρει κάποιο κανονιστικό έρεισμα για τον περιορισμό της αρμοδιότητας των κρατών μελών στον τομέα αυτό. Και τούτο διότι, τυχόν κλονισμός της αμοιβαίας εμπιστοσύνης θα αποτελεί ενδεχόμενη συνέπεια του εν λόγω ρυθμιστικού πλαισίου ενός κράτους μέλους, το οποίο, ως τέτοιο και μόνο, δεν φαίνεται να αντιβαίνει προς την ίδια την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης[59].

V. Εναλλακτικοί τρόποι θεμελίωσης της παραβίασης του ενωσιακού δικαίου

Θα μπορούσε το ΔΕΕ να θεμελιώσει την αντίθεση με το ενωσιακό δίκαιο του μαλτέζικου νομοθετικού πλαισίου πολιτογράφησης έναντι συναλλαγής με διαφορετικό τρόπο; Εν προκειμένω, μια πιο συνεκτική θεμελίωση θα μπορούσε να στηριχθεί στη γενική αρχή περί απαγόρευσης καταχρηστικών πρακτικών[60] και καταχρηστικής άσκησης των αρμοδιοτήτων εκ μέρους των κρατών μελών, δυνάμει του άρθρου 4, παρ. 3, της ΣΕΕ και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας[61]. Σύμφωνα με την εν λόγω γενική αρχή, η εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου δεν μπορεί να επεκτείνεται μέχρι σημείου που να καλύπτει τις πράξεις που διενεργούνται με σκοπό τη δόλια ή καταχρηστική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης[62]. Ενώ η απαγόρευση αυτή αφορούσε, στην πρώιμη νομολογία του ΔΕΕ, μόνο ιδιώτες-πολίτες της Ένωσης, στο μεταξύ, έχει αναγνωριστεί ότι εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις καταχρηστικής επίκλησης του ενωσιακού δικαίου από τα κράτη μέλη[63]. Προκειμένου δε να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής, απαιτείται αφενός η συνδρομή ενός συνόλου αντικειμενικών περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπουν οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με αυτές σκοπός, και αφετέρου η ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, το οποίο συνίσταται στη βούληση του ενδιαφερομένου να αποκομίσει όφελος, δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για να αντλήσει το όφελος αυτό[64]. Εν προκειμένω, η Μάλτα, χορηγώντας τη μαλτέζικη ιθαγένεια αποκλειστικά βάσει οικονομικών συναλλαγών δεν παραβιάζει εκ πρώτης κάποια διάταξη του ενωσιακού δικαίου. Ωστόσο, αποβλέποντας αποκλειστικά σε εξυπηρέτηση δημοσιονομικών σκοπών και εκμεταλλευόμενη τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η απόκτηση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας[65], διευκολύνει την καταχρηστική επίκληση των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου και, κατά τούτο, παραβιάζει την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί της ευρωπαϊκής ιθαγένειας. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί, ότι παρότι το ΔΕΕ φαίνεται να υπολαμβάνει την προσέγγιση αυτή, αναφερόμενο τόσο σε άσκηση της αρμοδιότητας «κατά τρόπο προδήλως ασυμβίβαστο με την ίδια τη φύση της ιθαγένειας της Ένωσης»[66] όσο και σε εμπορευματοποίηση της ιθαγένειας «η οποία δεν συμβιβάζεται με την αντίληψη της εν λόγω θεμελιώδους ιδιότητας, όπως αυτή απορρέει από τις Συνθήκες»[67], δεν επεκτείνει την ανάλυσή του προς αυτή την κατεύθυνση ούτε κάνει λόγο για την ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής.

Τέλος, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η εμπορευματοποίηση της ιθαγένειας εν γένει συνιστά παραβίαση της αξίας της αλληλεγγύης, υπό την έννοια του άρθρου 2, της ΣΕΕ. Η αλληλεγγύη συνιστά το θεμέλιο της διαδικασίας ολοκλήρωσης και, κατά συνέπεια, αποτελεί μέρος της ταυτότητας της Ένωσης ως μιας ιδιαίτερης έννομης τάξης[68], την οποία τα κράτη μέλη αποδέχθηκαν με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας[69]. Από την αρχή της αλληλεγγύης απορρέει η υποχρέωση των κρατών μελών να μην διαταράσσουν μονομερώς την ισορροπία μεταξύ των πλεονεκτημάτων και των επιβαρύνσεων που προκύπτουν από το γεγονός ότι ανήκουν στην Ένωση, διότι έτσι θα διακύβευαν την τήρηση της αρχής της ισότητας των κρατών μελών ενώπιον του δικαίου της Ένωσης[70]. Άλλωστε, θεμέλιο της αλληλεγγύης είναι η ένταξη σε μια «κοινότητα, είτε αυτή είναι εθνική είτε επαγγελματική, οικογενειακή ή ευρωπαϊκή, γεγονός το οποίο επιτρέπει την εξαίρεση όσων δεν είναι μέλη της εν λόγω κοινότητας, δεδομένου ότι η κατανομή των βαρών με τα εν λόγω πρόσωπα θεωρείται παράλογη»[71]. Στο πλαίσιο αυτό, η απαίτηση της ύπαρξης ενός πραγματικού δεσμού με το κράτος μέλος της ιθαγένειας μπορεί να ιδωθεί ως εγγενές στοιχείο της αρχής της αλληλεγγύης. Συνεπώς, στο μέτρο που η ευρωπαϊκή ιθαγένεια συγκεκριμενοποιεί την αξία της αλληλεγγύης[72], εθνικά μέτρα που κατατείνουν στην εμπορευματοποίηση της ιθαγένειας, αγνοώντας την ύπαρξη οποιουδήποτε πραγματικού δεσμού με τον εν λόγω κράτος μέλος, αντίκεινται στην αξία της αλληλεγγύης και το άρθρο 2, της ΣΕΕ.

VΙ. Η «αδρανοποιημένη» ευρωπαϊκή ιθαγένεια ως πιθανή συνέπεια μετά την απόφαση της Μάλτας

Με δεδομένο ότι η αντίθεση προς το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, εθνικής νομοθεσίας πολιτογράφησης αμιγώς συναλλακτικού χαρακτήρα, αποτελεί πλέον νομολογιακό προηγούμενο, τίθεται το ερώτημα εάν η διαπίστωση αυτή μπορεί επηρεάσει τον τρόπο που η ευρωπαϊκή ιθαγένεια αναπτύσσει τα αποτελέσματά της. Στην απόφαση Micheletti, το ΔΕΕ είχε διευκρινίσει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλουν πρόσθετες προϋποθέσεις για την αναγνώριση της ιθαγένειας άλλου κράτους μέλους[73]. Ωστόσο, η σχολιαζόμενη απόφαση της Μάλτας, φαίνεται να οδηγεί, εν μέρει, σε ανατροπή της παραπάνω νομολογίας, αφήνοντας περιθώριο στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της συμβατότητας των υπό αναγνώριση εθνικών πράξεων απονομής της ιθαγένειας με το ενωσιακό δίκαιο.

Πιο συγκεκριμένα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, σε περίπτωση που οι αρχές ενός κράτους μέλους διαπιστώσουν ότι η κτήση της ιθαγένειας άλλου κράτους μέλους έλαβε χώρα δυνάμει διατάξεων του εθνικού του δικαίου που αντίκεινται στα άρθρα 4, παρ. 3, της ΣΕΕ και 20, παρ. 1, της ΣΛΕΕ, να αρνηθούν να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια. Πράγματι, ο κλονισμός της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, στην οποία εδράζεται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, μπορεί, υπό συνθήκες, να οδηγήσει στην ανατροπή της και, ως εκ τούτου, στην άρνηση αναγνώρισης πράξεων των λοιπών κρατών μελών[74]. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι ουσιαστικό θεμέλιο της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης αποτελεί ο σεβασμός των αξιών του άρθρου 2, της ΣΕΕ[75]. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η ιθαγένεια της Ένωσης εκλαμβάνεται ως έκφανση της αξίας της αλληλεγγύης, όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 2, της ΣΕΕ, η παραβίαση της εν λόγω αξίας μέσω της εμπορευματοποίησης της ευρωπαϊκής ιθαγένειας μπορεί να δικαιολογήσει την ανατροπή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας εξέλιξης θα ήταν η de facto αποσύνδεση της εθνικής από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια και η «αδρανοποίηση» της συμπληρωματικής λειτουργίας της ευρωπαϊκής ιθαγένειας: ο πολίτης-«επενδυτής» θα παρέμενε πολίτης του κράτους μέλους πολιτογράφησης και θα αποκτούσε την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να απολαμβάνει τα δικαιώματα που συνδέονται από αυτή, δυνάμει του ενωσιακού δικαίου. Συνεπώς, η ευρωπαϊκή ιθαγένεια, ενώ τύποις θα έχει αποκτηθεί, θα παραμένει «αδρανοποιημένη».

Θα μπορούσε, άραγε, το ΔΕΕ ήδη με την κρίση του στις υπό εξέταση περιπτώσεις να διαπιστώσει μια τέτοια νομική κατάσταση; Καταρχήν, η αποσύνδεση της εθνικής από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, σε περιπτώσεις εξαιρετικές και μη ανεκτές από το ενωσιακό δίκαιο, δεν θα έπρεπε να θεωρείται αδύνατη[76]. Το ΔΕΕ θα μπορούσε να στηριχθεί στην αυτόνομη ερμηνεία των όρων του ενωσιακού δικαίου[77] και να αποσαφηνίσει, ότι ως «ιθαγένεια της Ένωσης» υπό την έννοια των άρθρων 9, της ΣΕΕ και 20, παρ. 1, της ΣΛΕΕ, νοείται μόνο αυτή που θεμελιώνεται στην ύπαρξη πραγματικού δεσμού με κάποιο από τα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, πολίτες, που θα αποκτούσαν την ιθαγένεια κράτους μέλους αποκλειστικά βάσει κριτηρίων συναλλακτικού χαρακτήρα, θα θεωρούνταν πολίτες του εν λόγω κράτους μέλους, όχι όμως «πολίτες της Ένωσης». Σε αντίθεση, βέβαια, με την προαναφερθείσα περίπτωση της άρνησης αναγνώρισης από τα ίδια τα κράτη μέλη της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και την αδρανοποίηση της συμπληρωματικής της λειτουργίας, μια τέτοια διαπίστωση από το ΔΕΕ θα επηρέαζε ενδεχομένως και τον αυτοδίκαιο τρόπο κτήσης της ευρωπαϊκής ιθαγένειας. Μια τέτοια προσέγγιση, αν και παράδοξη, θα μπορούσε να αποτελέσει τη χρυσή τομή μεταξύ σεβασμού της εθνικής ταυτότητας των κρατών μελών και προστασίας της ταυτότητας της Ένωσης.

VIΙ. Συμπέρασμα

Η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση «Επιτροπή κατά Μάλτας» αποτελεί σημαντικό ορόσημο στην εξέλιξη της νομολογίας περί ευρωπαϊκής ιθαγένειας, επιβεβαιώνοντας την τάση του ενωσιακού δικαίου να διεισδύει ακόμη και στην άσκηση αμιγώς εθνικών αρμοδιοτήτων[78]. Παρά τις μεθοδολογικές αδυναμίες και τις δογματικές ασάφειες του σκεπτικού της απόφασης, δεν μπορεί να παραγνωριστεί ο ζήλος του ΔΕΕ να διαφυλάξει την αυτονομία και το θεσμικό βάθος της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης. Υπό αυτή την έννοια, η σχολιαζόμενη απόφαση αποτελεί τον πιο πρόσφατο λίθο στην εξελισσόμενη νομολογία του Δικαστηρίου περί οριοθέτησης και προστασίας του «συνταγματικού πλαισίου» και της «ταυτότητας της Ένωσης». Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, πρέπει να επισημανθεί ότι η δικαιοδοτική εξουσία του ΔΕΕ και η δικαιοπλαστική λειτουργία της νομολογίας υπόκεινται σε όρια, και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υιοθετεί ερμηνείες που θα ισοδυναμούσαν με υποκατάσταση των τυπικών διαδικασιών αναθεώρησης των Συνθηκών[79]. Όσο επιθυμητό κι αν είναι, λοιπόν, ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα στο πλαίσιο μιας δικαιοδοτικής κρίσης, αυτό πρέπει να επιτυγχάνεται επί τη βάσει στέρεων κανονιστικών και δογματικών θεμελίων.

[Στο παρόν άρθρο διατυπώνονται προσωπικές επιστημονικές απόψεις της συγγραφέα οι οποίες δεν εκφράζουν απαραίτητα το ΕΔΔΑ]

 

[1] ΔΕΕ, C-181/23, 29.04.2025, Επιτροπή κατά Μάλτας (Citoyenneté par investissement).

[2] Η εν λόγω απόφαση του ΔΕΕ έλαβε ευρεία αποδοχή, βλ. Κούρτης Ι., «Παρατηρήσεις στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Επιτροπή κατά Μάλτας, C-181/23 – Η Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια δεν είναι προς πώληση: Τα όρια της αρμοδιότητας των κρατών μελών», ΕυΔικ 1/2025· Περάκης Μ., «”Γεννηθείσα, ού ποιηθείσα…”: Η ιθαγένεια της Ένωσης ως παράμετρος δικαστικού ελέγχου των εθνικών κριτηρίων απονομής της εθνικής μετά την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Επιτροπή κατά Μάλτας (C-181/23)», ΕυΔικ 1/2025· Ruffert M., «Europarecht: Keine Unionsbürgerschaft durch Kauf („Goldene Pässe“)», Juristische Schulung 2025, σ. 567.

[3] Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Α. Μ. Collins, C-181/23, 04.10.2024, Επιτροπή κατά Μάλτας (Citoyenneté par investissement).

[4] Για μια συνολική θεώρηση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, βλ. Κούρτης Ι., Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια. Η επίδρασή της στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2024.

[5] Βλ. Γώγο Κ., «Άρθρο 20» στο Σκουρής Β. (επιμ.), Συνθήκη της Λισσαβώνας. Ερμηνεία κατ’ άρθρον, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2020, σ. 417· Λέντζη Δ., Ελεύθερη κυκλοφορία ευρωπαίων πολιτών και εθνικά συμφέροντα κρατών-μελών, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σ. 18.

[6] Γώγος, Συνθήκη της Λισσαβώνας, ό.π., σ. 417.

[7] Βλ. χαρακτηριστικά, προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Maduro Ρ., C-135/08, 30.09.2009, Rottmann, σκέψη 23: «Η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης προϋποθέτει την ιθαγένεια κράτους μέλους, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα αυτοτελή νομική και πολιτική έννοια σε σχέση με την έννοια της ιθαγένειας. Η ιθαγένεια κράτους μέλους δεν παρέχει μόνο πρόσβαση στα δικαιώματα που απονέμει το κοινοτικό δίκαιο, αλλά μας κάνει πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

[8] Γώγος, Συνθήκη της Λισσαβώνας, ό.π., σ. 417.

[9] Βλ. και Βενιζέλο Ε. Β., Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και ο Ευρωπαϊκός Συνταγματικός Χώρος, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1994, σ. 55.

[10] ΕΕ 1992, C 191, σ. 98.

[11] Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εδιμβούργου, Συμπεράσματα της Προεδρίας, 11-12 Δεκεμβρίου 1992, σελ. 5β.

[12] Βλ., ενδεικτικά, ΔΕΕ, C-369/90, 07.07.1992, Micheletti κ.λπ. κατά Delegación del Gobierno en Cantabria, σκέψη 10· ΔΕΕ, C‑179/98, 11.11.1999, Mesbah, σκέψη 29· ΔΕΕ, C-135/08, 02.03.2010, Rottmann, σκέψη 39· ΔΕΕ, C-200/02, 19.10.2004, Zhu και Chen, σκέψη 37. Βλ., συναφώς, και ΟλΣτΕ 460/2013, σκέψη 6· ΟλΣτΕ 1831/2021, σκέψη 16. Βλ., επίσης, Παπασιώπη-Πασιά Ζ., «Εξελίξεις στην αποκλειστική αρμοδιότητα της πολιτείας να ρυθμίζει η ίδια τα ζητήματα κτήσης και απώλειας της ιθαγένειας», ΕφημΔΔ 1/2014, σ. 69 επ..

[13] ΔΕΕ, C-221/17, 12.03.2019, Tjebbes κ.λπ., σκέψη 30· ΔΕΕ, C-689/21, 05.09.2023, Udlændingeog Integrationsministeriet (Perte de la nationalité danoise), σκέψη 28· ΔΕΕ, συνεκδ. υπ. C-684/22 έως C‑686/22, 25.04.2024, Stadt Duisburg (Perte de la nationalité allemande), σκέψη 34.

[14] Βλ. και Παπαδοπούλου Τ., «Η «υπερέχουσα ευρωπαϊκή ιθαγένεια»: σκέψεις και προβληματισμοί με βάση την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ΕΕΕυρΔ 4/2019, σ. 471 επ.· Περάκης Μ., «Η εξέλιξη της ιθαγένειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου της», ΕΦΔΔ 1/2018, σ. 5 επ..

[15] ΔΕΕ, C-256/11, 15.11.2011, Dereci κ.λπ.,  σκέψη 67· ΔΕΕ, C-40/11, 08.11.2012, Iida, σκέψη 71· ΔΕΕ, C-86/12, 10.10.2013, Alokpa και Moudoulou, σκέψη 32· από την πρόσφατη νομολογία βλ., ΔΕΕ, C-420/22, 25.04.2024, NW (Informations classifiées), σκέψη 60· ΔΕΕ, C-130/24, 08.05.2025, Stadt Wuppertal, σκέψη 27.

[16] ΔΕΕ, C-184/99, 20.09.2001, Grzelczyk, σκέψη 31· ΔΕΕ, C-224/98, 11.07.2002, DHoop, σκέψη 28· ΔΕΕ, C-165/14, 13.09.2016, Rendón Marín, σκέψεις 42 και 43· ΔΕΕ, C‑93/18, 02.10.2019, Bajratari, σκέψη 26· ΔΕΕ, C-709/20, 15.07.2021, The Department for Communities in Northern Ireland, σκέψη 62. Πάντως, μέχρι στιγμής, το ΔΕΕ φαίνεται να απορρίπτει την εφαρμογή του άρθρου 18, της ΣΛΕΕ, σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις, βλ. Τζώρτζη Β., «Άρθρο 18», Συνθήκη της Λισσαβώνας, ό.π., σελ. 401.

[17] ΔΕΕ, C-369/90, 07.07.1992, Micheletti κ.λπ. κατά Delegación del Gobierno en Cantabria, σκέψη 10. Ως προς το ζήτημα της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων που συνδέονται με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια και την έκταση της συνεπαγόμενης υποχρέωσης για αμοιβαία αναγνώριση, μεταξύ των κρατών μελών, πράξεων που αφορούν την εν λόγω άσκησή τους, βλ. επίσης, ΔΕΕ, C-490/20, 14.12.2021, Pancharevo· ΔΕΕ, C-2/21, 24.06.2022, Rzecznik Praw Obywatelskich.

[18] Πάγια νομολογία, βλ., ενδεικτικά, ΔΕΕ, C-34/09, 08.03.2011, Ruiz Zambrano, σκέψη 42· ΔΕΕ, C-434/09, 05.05.2011, McCarthy, σκέψη 47· από την πρόσφατη νομολογία βλ., ΔΕΕ, C-420/22, 25.04.2024, NW (Informations classifiées), σκέψη 60· ΔΕΕ, C-130/24, 08.05.2025, Stadt Wuppertal, σκέψη 27.

[19] ΔΕΕ, συνεκδ. υπ. C‑11/06 και C‑12/06, 23.10.2007, Morgan, σκέψη 22· ΔΕΕ, C-491/21, 22.02.2024, Direcţia pentru Evidenţa Persoanelor şi Administrarea Bazelor de Date, σκέψεις 26 και 41· ΔΕΕ, C-277/23, 16.01.2025, Ministarstvo financija (Bourse Erasmus+), σκέψη 37.

[20] ΔΕΕ, C-118/20, 18.01.2022, Wiener Landesregierung (Révocation d’une assurance de naturalisation), σκέψη 58· ΔΕΕ, C-689/21, 05.09.2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Perte de la nationalité danoise), σκέψη 38· ΔΕΕ, C-181/23, 29.04.2025, Επιτροπή κατά Μάλτας (Citoyenneté par investissement), σκέψη 92. Στην αρχική του νομολογία το ΔΕΕ έκανε λόγο για ιδιότητα που «τείνει να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών», βλ., ενδεικτικά, ΔΕΕ, C-184/99, 20.09.2001, Grzelczyk, σκέψη 31· ΔΕΕ, C-224/98, 11.07.2002, DHoop, σκέψη 28· ΔΕΕ, C-135/08, 02.03.2010, Rottmann, σκέψη 43.

[21] Βλ., συναφώς, Λέντζη Δ., Ελεύθερη κυκλοφορία ευρωπαίων πολιτών και εθνικά συμφέροντα κρατών-μελών, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σ. 28 επ..

[22] ΔΕΕ, C-369/90, 07.07.1992, Micheletti κ.λπ. κατά Delegación del Gobierno en Cantabria, σκέψη 10· ΔΕΕ, C-179/98, 11.11.1999, Mesbah, σκέψη 29· ΔΕΕ, C-192/99, 20.02.2001, Kaur, σκέψη 19· ΔΕΕ, C-200/02, 19.10.2004, Zhu και Chen, σκέψη 37· ΔΕΕ, C-221/17, 12.03.2019, Tjebbes κ.λπ., σκέψη 30· ΔΕΕ, C-118/20, 18.01.2022, Wiener Landesregierung (Révocation dune assurance de naturalisation), σκέψη 37· ΔΕΕ, C-490/20, 14.12.2021, Stolichna obshtina, rayonPancharevo, σκέψη 38· ΔΕΕ, C-689/21, 05.09.2023, Udlændingeog Integrationsministeriet (Perte de la nationalité danoise), σκέψη 28· ΔΕΕ, συνεκδ. υπ. C-684/22 έως C‑686/22, 25.04.2024, Stadt Duisburg (Perte de la nationalité allemande), σκέψη 34.

[23] ΔΕΕ, C-135/08, 02.03.2010, Rottmann, σκέψη 40.

[24] ΔΕΕ, C-135/08, 02.03.2010, Rottmann, σκέψη 42.

[25] Βλ. και Kahl W., «Unionsbürgerstatus und nationale Staatsangehörigkeit – Souveränität unter unionsrechtlichem Vorbehalt?», Jura 5/2011, σ. 369· Schönberger C., «Art. 20 AEUV. Unionsbürgerschaft» στο Grabitz Ε./Hilf Μ./Nettesheim Μ. (επιμ.), Das Recht der Europäischen Union, C.H. Beck, Mόναχο 2025, σημείο 44· κριτ. Jessurun d’Oliveira Η. U., «Iberian Nationality Legislation and Sephardic Jews. ‘With due regard to European law’?», European Constitutional Law Review, 11/2015, σ. 22.

[26] Γενικά ως προς την αρχή της αναλογικότητας στο ενωσιακό δίκαιο βλ., Πρεβεδούρου Ε., «Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», ΔτΑ ΙΙΙ/2005, σ. 187.

[27] Συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εφαρμογή του οποίου ενεργοποιείται, λόγω της φύσεως και των συνεπειών τους, σε υποθέσεις αναφορικά με την απώλεια και αφαίρεση από κράτος μέλος της εθνικής ιθαγένειας ενός πολίτη της Ένωσης, βλ. ΔΕΕ, C-221/17, 12.03.2019, Tjebbes κ.λπ., σκέψη 45.

[28] ΔΕΕ, C-135/08, 02.03.2010, Rottmann, σκέψη 55.

[29] Για αυτόν τον λόγο, εθνικές ρυθμίσεις που προβλέπουν την αυτοδίκαιη απώλεια της ιθαγένειας και, συνεπώς, της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης θα είναι αντίθετες με το ενωσιακό δίκαιο και την αρχή της αναλογικότητας, εάν, οι αρμόδιες εθνικές αρχές και τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια δεν είναι σε θέση να εξετάζουν, έστω παρεμπιπτόντως, τις συνέπειες της απώλειας της ιθαγένειας και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να αποδίδουν εκ νέου ex tunc την ιθαγένεια στον ενδιαφερόμενο, βλ. ΔΕΕ, C-221/17, 12.03.2019, Tjebbes κ.λπ., σκέψεις 41-42· ΔΕΕ, C-689/21, 05.09.2023, Udlændingeog Integrationsministeriet (Perte de la nationalité danoise), σκέψεις 39-40· ΔΕΕ, συνεκδ. υπ. C-684/22 έως C‑686/22, 25.04.2024, Stadt Duisburg (Perte de la nationalité allemande), σκέψεις 41-44. Από τις περιπτώσεις αυτές πρέπει να διαφοροποιείται, πάντως, η απώλεια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας ως αποτέλεσμα κυριαρχικής απόφασης την οποία έλαβε πρώην κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 50, παρ. 1, ΣΕΕ, με την οποία το κράτος αυτό αποχώρησε από την Ένωση και κατέστη τρίτο κράτος σε σχέση με αυτή, βλ. ΔΕΕ, C-673/20, 09.06.2022, Préfet du Gers και Institut national de la statistique και des études économiques.

[30] ΔΕΕ, C-221/17, 12.03.2019, Tjebbes κ.λπ., σκέψεις 40-41· ΔΕΕ, C-118/20, 18.01.2022, Wiener Landesregierung (Révocation d’une assurance de naturalisation), σκέψεις 58-60· ΔΕΕ, C-689/21, 05.09.2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Perte de la nationalité danoise), σκέψεις 38-39· ΔΕΕ, συνεκδ. υπ. C-684/22 έως C‑686/22, 25.04.2024, Stadt Duisburg (Perte de la nationalité allemande), σκέψεις 42-43.

[31] Βλ., ΔΕΕ, C-135/08, 02.03.2010, Rottmann, σκέψη 51· ΔΕΕ, C-221/17, 12.03.2019, Tjebbes κ.λπ., σκέψη 35· ΔΕΕ, C-689/21, 05.09.2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Perte de la nationalité danoise), σκέψεις 31 επ.· ΔΕΕ, συνεκδ. υπ. C-684/22 έως C‑686/22, 25.04.2024, Stadt Duisburg (Perte de la nationalité allemande), σκέψεις 37-38.

[32] ΔΕΕ, C-118/20, 18.01.2022, Wiener Landesregierung (Révocation d’une assurance de naturalisation). Βλ., συναφώς, Παπακωνσταντής Μ., «Παρατηρήσεις στην ∆ΕΕ υπόθ. C-118/20, απόφ. της 18.1.2022 – Ο περιορισμός απόκτησης της ιθαγένειας κράτους μέλους από το ενωσιακό δίκαιο: υπόθεση C-118/20», ΕυΔικ 1/2022, σ. 62 επ..

[33] Βλ. και Κούρτη, Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια, ό.π., σ. 195 επ.· Wagner L.-J., «The Disruptive Influence of EU Law in Nationality Matters: The Genuine Link Trajectory and Judicial Engineering in Udlændinge- og Integrationsministeriet», European Constitutional Law Review, 20/2024, σ. 615 επ..

[34] ΔΕΕ, C-118/20, 18.01.2022, Wiener Landesregierung (Révocation d’une assurance de naturalisation), σκέψη 43.

[35] ΔΕΕ, C-118/20, 18.01.2022, Wiener Landesregierung (Révocation d’une assurance de naturalisation), σκέψη 49.

[36] Πρβλ. ΔΕΕ, C-369/90, 07.07.1992, Micheletti κ.λπ. κατά Delegación del Gobierno en Cantabria, σκέψη 12· ΔΕΕ, C-135/08, 02.03.2010, Rottmann, σκέψη 40.

[37] Πρβλ. ΔΕΕ, C-118/20, 18.01.2022, Wiener Landesregierung (Révocation d’une assurance de naturalisation), σκέψη 43.

[38] Βλ. ΔΕΕ, C-135/08, 02.03.2010, Rottmann, σκέψη 42.

[39] Σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο της Μάλτας, οι αλλοδαποί επενδυτές μπορούν να υποβάλουν αίτηση πολιτογράφησης λόγω παροχής εξαίρετων υπηρεσιών μέσω άμεσων επενδύσεων, εφόσον πληρούν ή δεσμεύονται να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) καταβολή ποσού 600.000 ευρώ ή 750.000 ευρώ στη Μαλτεζική Κυβέρνηση, εκ των οποίων ποσό 10.000 ευρώ καταβάλλεται ως μη επιστρέψιμη προκαταβολή κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων χορήγησης άδειας διαμονής ή του εντύπου επιλεξιμότητας, το δε οφειλόμενο υπόλοιπο καταβάλλεται μετά την κατ’ αρχήν έγκριση της αιτήσεως πολιτογράφησης· β) απόκτηση και κατοχή κατοικίας στη Μάλτα ελάχιστης αξίας 700.000 ευρώ ή μίσθωση κατοικίας στη Μάλτα έναντι κατώτατου ετησίου μισθώματος 16.000 ευρώ (για τουλάχιστον 5 έτη)· γ) δωρεά τουλάχιστον 10.000 ευρώ σε καταχωρισμένη ή άλλως εγκεκριμένη από τις αρχές φιλανθρωπική, πολιτιστική, αθλητική, επιστημονική, καλλιτεχνική ή φιλοζωική μη κυβερνητική οργάνωση ή οργανισμό· δ) διαμονή του ενδιαφερομένου στη Μάλτα για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 36 μηνών (οπότε το καταβαλλόμενο ποσό ανέρχεται σε 600.000 ευρώ), το οποίο μπορεί να μειωθεί σε 12 μήνες κατ’ ελάχιστο όριο εφόσον πραγματοποιηθεί εξαιρετική άμεση επένδυση (οπότε το καταβαλλόμενο ποσό ανέρχεται σε 750.000 ευρώ)· ε) επικύρωση της επιλεξιμότητας του ενδιαφερομένου από τις αρχές και παροχή άδειας για την υποβολή αίτησης πολιτογράφησης.

[40] ΔΕΕ, C-181/23, 29.04.2025, Επιτροπή κατά Μάλτας (Citoyenneté par investissement), σκέψη 81.

[41] Ibid, σκέψεις 82-83.

[42] Ibid, σκέψεις 84-86.

[43] Ibid, σκέψη 91.

[44] Ibid, σκέψεις 96-98.

[45] Ibid, σκέψη 93.

[46] Ibid, σκέψεις 94-95.

[47] Ibid, σκέψη 98.

[48] Ibid, σκέψεις 99-100.

[49] Ibid, σκέψη 101.

[50] Ibid, σκέψεις 83 και 91.

[51] Ibid, σκέψεις 96-97.

[52] ΔΕΕ, C-181/23, 29.04.2025, Επιτροπή κατά Μάλτας (Citoyenneté par investissement), σκέψη 93.

[53] Βλ., σχετικά, Γιαννακόπουλο Κ., Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, παρ. 62, ο οποίος επισημαίνει ότι, εξαιτίας των παρεμβάσεων της νομολογίας του ΔΕΕ, η δικονομική αυτονομία των κρατών μελών έχει εντέλει μετουσιωθεί σε άσκηση διακριτικής ευχέρειας.

[54] Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι στη νομολογία του ΔΕΕ η τήρηση του ενωσιακού δικαίου τελεί υπό αυτή την αίρεση, να εμπίπτουν, δηλαδή, οι υπό κρίση περιπτώσεις στο δίκαιο αυτό, βλ. ΔΕΕ, C-221/17, 12.03.2019, Tjebbes κ.λπ., σκέψη 30· ΔΕΕ, C-118/20, 18.01.2022, Wiener Landesregierung (Révocation dune assurance de naturalisation), σκέψη 37· ΔΕΕ, C-490/20, 14.12.2021, Stolichna obshtina, rayonPancharevo, σκέψη 38· ΔΕΕ, C-689/21, 05.09.2023, Udlændingeog Integrationsministeriet (Perte de la nationalité danoise), σκέψη 28· ΔΕΕ, συνεκ. υπ. C-684/22 έως C‑686/22, 25.04.2024, Stadt Duisburg (Perte de la nationalité allemande), σκέψη 34.

[55] Σημειώνεται πάντως ότι η εν λόγω προβληματική δεν αφορά τις απώλειας ή αφαίρεσης της ιθαγένειας, δεδομένου ότι εδώ έχει αδιαμφισβήτητα ενεργοποιηθεί το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν.

[56] Πρεβεδούρου Ε., «Άρθρο 4», Συνθήκη της Λισσαβώνας, ό.π., σ. 73.

[57] Πρβλ., ΔΕΕ, C-379/98, 13.03.2001, PreussenElektra, σκέψη 65.

[58] Βλ., ωστόσο, Kahl, «Unionsbürgerstatus und nationale Staatsangehörigkeit – Souveränität unter unionsrechtlichem Vorbehalt?», ό.π., σ. 369.

[59] Συνολικά για την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης βλ. Λέντζη Δ., Η αμοιβαία εμπιστοσύνη ως θεμέλιο της ευρωπαϊκής ένωσης, Ευρασία, Αθήνα 2023· Poulou K., Vertrauensgrundsatz und Rechtsstaatlichkeitskrise in der EU, Mohr Siebeck, Τύμπιγκεν 2023.

[60] Ομοίως και Spieker L. D./Weber F., «Bonds without belonging? The genuine link in international, union, and nationality law», Yearbook of European Law, 2025, σ. 24.

[61] Πρβλ. Πρεβεδούρου, Συνθήκη της Λισσαβώνας, ό.π., σ. 83.

[62] Από την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ, βλ. ΔΕΕ, συνεκδ. υπ. C‑115/16, C‑118/16, C‑119/16 και C‑299/16, 26.02.2019, N Luxembourg 1, σκέψεις 96-97· ΔΕΕ, C-38/21, 21.12.2023, BMW Bank, σκέψη 282· ΔΕΕ, C‑236/23, 19.09.2024, Matmut, σκέψεις 50 επ.. Για μια κριτική θεώρηση της αρχής βλ., αντί άλλων, Jaakko Μ., «Abuse of EU Law Revisited: An Analytical Perspective», European Public Law 28/2023, σ. 351 επ.· Leczykiewicz D., «Prohibition οf Abusive Practices as a “General Principle” of EU Law», Common Market Law Review 56/2019, σ. 703 επ..

[63] Βλ. ΔΕΕ, C-364/10, 28.01.2011, Ουγγαρία κατά Σλοβακίας, σκέψεις 57 επ.· πρβλ., ΔΕΕ, C-621/18, 10.12.2018, Wightman κ.λπ., σκέψεις 39 και 68.

[64] Πάγια νομολογία, εκκινώντας από τη ΔΕΕ, C-202/13, 18.12.2014, McCarthy κ.λπ., σκέψη 54.

[65] Βλ. ΔΕΕ, C-181/23, 29.04.2025, Επιτροπή κατά Μάλτας (Citoyenneté par investissement), σκέψη 60.

[66] Ibid, σκέψη 95.

[67] Ibid, σκέψη 100.

[68] Βλ. ΔΕΕ, C-123/22, 13.06.2024, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Accueil des demandeurs de protection internationale II), σκέψη 116.

[69] ΔΕΕ, C-181/23, 29.04.2025, Επιτροπή κατά Μάλτας (Citoyenneté par investissement), σκέψη 93.

[70] Βλ. ΔΕΕ, C-123/22, 13.06.2024, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Accueil des demandeurs de protection internationale II), σκέψη 117.

[71] Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέα Τ. Capeta, C-181/23, 16.02.2023, Chief Appeals Officer κ.λπ., σκέψη 134.

[72] ΔΕΕ, C-181/23, 29.04.2025, Επιτροπή κατά Μάλτας (Citoyenneté par investissement), σκέψη 93.

[73] ΔΕΕ, C-369/90, 07.07.1992, Micheletti κ.λπ. κατά Delegación del Gobierno en Cantabria, σκέψη 10.

[74] Βλ., συναφώς, Poulou, Vertrauensgrundsatz, ό.π., σ. 206 επ..

[75] ΔΕΕ, 18.12.2014, Γνωμοδότηση 2/13 για την Προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ, σκέψη 168.

[76] Βλ. και Jessurun d’Oliveira Η. U, «Court of Justice of the European Union. Decision of 2 March 2010, Case C-315/08, Janko Rottman v. Freistaat Bayern, Case Note 1. Decoupling Nationality and Union Citizenship?», European Constitutional Law Review 7/2011, σ. 149· Kotalakidis N., Von der nationalen Staatsangehörigkeit zur Unionsbürgerschaft, Nomos, Μπάντεν Μπάντεν 2000, σ. 304 επ..

[77] Βλ., αναλυτικά, Langenfeld C., Die Autonomie des Unionsrechts in der EuGH-Rechtsprechung, Mohr Siebeck, Τύμπιγκεν 2023, ιδίως σ. 22 επ..

[78] Βλ. και Γιαννακόπουλο Κ., Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022, σ. 56, ο οποίος περιγράφει αυτή την εξέλιξη ως «πλαίσιο ροής αρμοδιοτήτων από τα κράτη μέλη προς την Ένωση».

[79] Πρβλ. ΔΕΕ, C-50/00 P, 25.07.2002, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 44· ΔΕΕ, C-263/02 P, 01.04.2004, Επιτροπή κατά JégoQuéré, σκέψη 36.

+ posts

Η Κωνσταντίνα-Αντιγόνη Πούλου είναι Διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Κατά την εκπόνηση της διδακτορικής της διατριβής εργάστηκε ως επιστημονική συνεργάτιδα του Καθηγητή Wolfgang Kahl στο Ινστιτούτο Γερμανικού και Ευρωπαϊκού Διοικητικού Δικαίου. Είναι δικηγόρος και έχει διατελέσει νομικός σύμβουλος στον δημόσιο τομέα. Πλέον εργάζεται ως νομικός στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κύρια έργα της αποτελούν η μονογραφία της «Vertrauensgrundsatz und Rechtsstaatlichkeitskrise» (Mohr Siebeck, 2023) και η συμμετοχή της ως συγγραφέα στο έργο με τίτλο «Mutual Trust in Times of Crisis of EU Values – State of play and possible next steps» υπό την αιγίδα του Ιδρύματος «Fritz Thyssen Stiftung» (Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021). Οι δημοσιεύσεις της στην ελληνική, αγγλική και γερμανική γλώσσα αφορούν ζητήματα ευρωπαϊκού και εθνικού διοικητικού δικαίου.

Μετάβαση στο περιεχόμενο