Στις 6 Δεκεμβρίου 2024 το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρουμανίας αποφάσισε ομόφωνα την καθολική ακύρωση του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών της 24ης Νοεμβρίου 2024[1], θεμελιώνοντας την κρίση του «στη θετική ευθύνη του κράτους» να αποτρέπει κάθε αδικαιολόγητη παρέμβαση στην εκλογική διαδικασία[2]. Η πληθώρα «κυβερνοεπιθέσεων» και η αθρόα εργαλειοποίηση ψηφιακών αλγορίθμων διαπιστώθηκε ότι έπληξαν το κύρος των εκλογών. Πιο συγκεκριμένα, δύο μέρες πριν τη διεξαγωγή του δεύτερου εκλογικού γύρου στην επικράτεια (και ενώ οι πολίτες της διασποράς προσέρχονταν ήδη στις κάλπες του εξωτερικού), το Δικαστήριο διέγνωσε βαριές παραβιάσεις της ισότητας και της νομιμότητας της εκλογικής διαδικασίας που προηγήθηκε και, συναφώς, υποχρέωσε την κυβέρνηση να προκηρύξει νέες εκλογές. Ωστόσο, το ίδιο Δικαστήριο τέσσερις μέρες νωρίτερα (δηλαδή, στις 2 Δεκεμβρίου) είχε επικυρώσει το αποτέλεσμα της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης[3]. Οι νέες εκλογές έχουν προσδιοριστεί στις 4 και 18 Μαΐου 2025[4].
Προτού αναλυθούν τα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση της εν θέματι απόφασης, αξίζει να προηγηθεί ένα γενικό περίγραμμα του ρουμανικού πολιτικού συστήματος. Η Ρουμανία, υπό το ισχύον Σύνταγμά της (1991), χαρακτηρίζεται ως ημι-προεδρική αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, έχοντας αφομοιώσει ορισμένα θεσμικά στοιχεία της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας (1958)[5]. Συναφώς, ο Πρωθυπουργός διορίζεται από τον Πρόεδρο[6]. Η νομοθετική λειτουργία ανατίθεται σε δύο σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία[7]. Η δικαστική λειτουργία είναι ανεξάρτητη[8]. Η εκλογή του Προέδρου είναι άμεση και οργανώνεται σε δύο γύρους. Ο δεύτερος γύρος λαμβάνει χώρα στην περίπτωση που κανένας υποψήφιος του πρώτου δεν λάβει την απόλυτη πλειοψηφία επί των εγκύρων ψηφοδελτίων. Στην περίπτωση αυτή, οι δύο πρώτοι υποψήφιοι προκρίνονται σε νέα αναμέτρηση. Η οργάνωση των προεδρικών εκλογών ανατίθεται σε δύο θεσμούς, το Κεντρικό Εκλογικό Γραφείο (BEC) και τη Μόνιμη Εκλογική Αρχή (AEP). Το πρώτο επικυρώνει τις υποβληθείσες υποψηφιότητες, ενώ η δεύτερη εκτελεί κυρίως οργανωτικά καθήκοντα (λ.χ. οργάνωση των εκλογικών τμημάτων, εκτύπωση ψηφοδελτίων)[9]. Περαιτέρω, η διαδικασία της προεδρικής εκλογής επιβλέπεται και επικυρώνεται από το εννεαμελούς σύνθεσης Συνταγματικό Δικαστήριο[10], το οποίο ελέγχει επιπλέον την αποδοχή ή την απόρριψη υποψηφιοτήτων από το Κεντρικό Εκλογικό Γραφείο, αλλά και τους τυχόν ισχυρισμούς των υποψηφίων ότι εμποδίστηκαν να διεξαγάγουν την προεκλογική τους εκστρατεία[11]. Οι συνταγματικοί δικαστές διορίζονται από τη Βουλή, τη Γερουσία και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (κάθε όργανο διορίζει τρία μέλη). Ο τρόπος διορισμού τους προκαλεί συχνά κριτικές ως προς την αμεροληψία τους[12], καθώς σε ευαίσθητα πολιτικά ζητήματα του παρελθόντος υπήρξαν δικαστές που συμπορεύθηκαν με τα αιτήματα της παλαιότερης πολιτικής τους ενσωμάτωσης[13]. Γενικότερα, η «πολιτική εργαλειοποίηση» του Δικαστηρίου εμποδίζει τη δικαιοκρατική πρόοδο της Ρουμανίας[14]. Σημειώνεται, επίσης, πως η Ρουμανία χαρακτηρίζεται ως «ελλαττωματική δημοκρατία»[15].
Συναφώς, η επίμαχη απόφαση εγγράφεται σ’ ένα τεταμένο πολιτικό πλαίσιο, καθώς τα αποτελέσματα της 24ης Νοεμβρίου αφενός αποτύπωσαν το τέλος του ρουμανικού δικομματισμού και αφετέρου έφεραν στο προσκήνιο δύο πολιτικά πρόσωπα μη προερχόμενα από τα λεγόμενα συστημικά κόμματα, τα οποία μέχρι πρότινος κυβερνούσαν τη χώρα εναλλάξ. Ειδικότερα, στον δεύτερο γύρο προήχθησαν ο ακροδεξιός Calin Georgescu (22,94%) και η κεντροδεξιά Elena Lasconi (19,17%), αφήνοντας στην τρίτη, τέταρτη και πέμπτη θέση τον σοσιαλδημοκράτη εν ενεργεία πρωθυπουργό Marcel Ciolacu (PSD) (19,14%), τον ακροδεξιό George Simion (13,86%) και τον φιλελεύθερο Nicolae Ciuca (PNL) (8,78%), αντίστοιχα[16]. Μολονότι τα exit polls παρουσίαζαν τον σοσιαλδημοκράτη Ciolacu ως νικητή των εκλογών, ακολουθούμενο από την κεντροδεξιά Lasconi, προς έκπληξη όλων ο Georgescu έλαβε την πρώτη θέση στην πραγματική κάλπη[17].
Η μη αναμενόμενη νίκη του Georgescu θορύβησε έντονα την κοινή γνώμη, δεδομένου πως ο τελευταίος ήταν κυριολεκτικά «άγνωστος»[18], δεν συμμετείχε στις τηλεμαχίες των υποψηφίων, η προβολή του στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης ήταν αμυδρή, ενώ οι δημοσκοπικές του επιδόσεις δεν δημιουργούσαν ελπίδες νίκης (καθώς λάμβανε από 1% μέχρι 10%). Μολαταύτα, λίγες μέρες πριν τον πρώτο εκλογικό γύρο παρατηρήθηκε μαζική προβολή των δηλώσεών του στην ψηφιακή πλατφόρμα TikTok[19]. Οι εκατομμύρια προβολές αφορούσαν στις θέσεις του Georgescu υπέρ του Βλαντίμιρ Πούτιν, κατά του ΝΑΤΟ και κατά της ΕΕ. Μεταξύ άλλων, ο υποψήφιος φαινόταν να επαινεί εξτρεμιστικά κινήματα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (όπως τη «Garda de Fier» και τον φασίστα δικτάτορα Antonescu, ο οποίος εξώθησε τους Εβραίους της Ρουμανίας σε εξόντωση)[20]. Σ’ άλλες δε δηλώσεις του επιχειρηματολογούσε υπέρ των λεγόμενων «θεωριών συνομωσίας».
Ωστόσο, το πρόβλημα της περίπτωσης Georgescu δεν ήταν απλώς η λαϊκιστική ρητορική του, αλλά το ότι η εκλογική του επιτυχία ενορχηστρώθηκε από αλλότριες παρεμβάσεις. Συναφώς, στις 26 Νοεμβρίου κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση ακύρωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων επί τη βάσει ενδείξεων αλλοίωσης της εκλογικής διαδικασίας. Εκεί για πρώτη φορά προβλήθηκε πως χρησιμοποιήθηκαν αυτόματοι διαδικτυακοί μηχανισμοί (bots) υπέρ του Georgescu, οι οποίοι παραπλάνησαν αθέμιτα τη βούληση των εκλογέων και, άρα, στρέβλωσαν την τελική σειρά κατάταξης των υποψηφίων του πρώτου γύρου[21]. Ωστόσο, στις 2 Δεκεμβρίου το Δικαστήριο, ελλείψει επαρκών αποδείξεων, απέρριψε το αίτημα ακύρωσης των εκλογών. Ταυτόχρονα, επικύρωσε το αποτέλεσμα, έχοντας προηγουμένως διατάξει μερική επανακαταμέτρηση των ψήφων, η οποία δεν άλλαζε την τελική κατάταξη των υποψηφίων του πρώτου γύρου[22].
Εντωμεταξύ, στις 29 Νοεμβρίου συνεκλήθη το Ανώτατο Συμβούλιο Άμυνας της χώρας με αντικείμενο συζήτησης την πιθανή εξωτερική παρέμβαση στην εκλογική διαδικασία και τη δυνητική της απειλή στην εθνική ασφάλεια. Μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου το περιεχόμενο των πρακτικών της ως άνω σύσκεψης παρέμενε απόρρητο και η υπηρεσία οργάνωσης των εκλογών προετοίμαζε τη διεξαγωγή του δεύτερου γύρου. Εντούτοις, στις 4 Δεκεμβρίου ο Πρόεδρος της Ρουμανίας Klaus Iohannis αποχαρακτήρισε το περιεχόμενο της σύσκεψης, το οποίο αποκάλυψε πλειάδα παρατυπιών και παραβάσεων που επηρέασαν καθολικά το εξαχθέν αποτέλεσμα. Πράγματι, οι υποψίες περί ρωσικής υποστήριξης του Georgescu επιβεβαιώθηκαν, καθώς η προεκλογική του καμπάνια χρηματοδοτήθηκε από έναν «μυστήριο» λογαριασμό στο TikTok. Ο ιδιοκτήτης του εν λόγω λογαριασμού (ονόματι «Bogpr») διαμοίρασε 1 εκατομμύριο ευρώ σε «influenceurs» και 381.000 δολάρια στο «Κόμμα των Νέων» (POT), μια πολιτική συσσωμάτωση που ιδρύθηκε στο TikTok και υποστήριζε φανατικά τον Georgescu[23]. Ειδικότερα, δύο εβδομάδες πριν την εκλογική αναμέτρηση ενεργοποιήθηκαν ξαφνικά 25.000 ανώνυμοι λογαριασμοί στο TikTok, οι οποίοι ελάμβαναν υλικό από πρακτορεία ειδήσεων (όπως λ.χ. το ρωσικό Sputnik) και με τη βοήθεια των αλγορίθμων προωθούσαν την καμπάνια του Georgescu[24]. Επιπλέον, την ημέρα των εκλογών διαπιστώθηκαν 85.000 ρωσικές κυβερνοεπιθέσεις στα λογισμικά που υποστήριζαν τη διεξαγωγή της διαδικασίας[25].
Η σχηματική αποτύπωση της διάχυσης των ψηφιακών πληροφοριών υπέρ του Georgescu, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης της γενικής γραμματείας άμυνας και εθνικής ασφάλειας της Γαλλίας[26].
Συναφώς, οι ως άνω εξελίξεις επανέφεραν την υπόθεση ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρουμανίας. Η ex officio πρωτοβουλία του Δικαστηρίου να επανεξετάσει τη νομιμότητα των εκλογών στηρίχθηκε σε μια διασταλτική ερμηνεία του σκοπού της αρμοδιότητάς του, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 146 στ. στ΄ του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο οφείλει «να διασφαλίζει την τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται για την εκλογή του Προέδρου της Ρουμανίας και να επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα των εκλογών»[27]. Κατ’ αυτόν τον λόγο, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η εκλογική διαδικασία για την εκλογή του Προέδρου της Ρουμανίας αμαυρώθηκε καθ’ όλη τη διάρκειά της και σε όλα τα στάδιά της από πολλαπλές παρατυπίες και παραβιάσεις της εκλογικής νομοθεσίας που αλλοίωσαν τον ελεύθερο και δίκαιο χαρακτήρα της ψήφου των πολιτών και τις ίσες ευκαιρίες των εκλογικών ανταγωνιστών, επηρέασαν τον διαφανή και δίκαιο χαρακτήρα της προεκλογικής εκστρατείας και παρέβησαν τις νομικές ρυθμίσεις για τη χρηματοδότησή της. Όλες αυτές οι πτυχές είχαν το συγκλίνον αποτέλεσμα να αγνοηθούν οι βασικές αρχές των δημοκρατικών εκλογών»[28]. Εξάλλου, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το ίδιο, προέκυπτε επάλληλα και εκ του άρθρου 142 παρ. 1 του Συντάγματος, όπου χαρακτηρίζεται «εγγυητής» της υπεροχής του Συντάγματος.
Η κρίση του Δικαστηρίου, ομολογουμένως, προκάλεσε μεγάλη έκπληξη σε εθνικό, ευρωπαϊκό, αλλά και παγκόσμιο επίπεδο[29]. Οι πολιτικές αντιδράσεις έναντι του ακυρωτικού της αποτελέσματος υπήρξαν εκ διαμέτρου αντίθετες. Από τη μία πλευρά, οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις, ήτοι ο Πρόεδρος, το φιλελεύθερο και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, υποστήριξαν την απόφαση, συνηγορώντας πως ενδυναμώνει το δημοκρατικό κράτος Δικαίου. Από την άλλη πλευρά, ο νικητής Georgescu κατήγγειλε ένα «οργανωμένο πραξικόπημα» που έθετε τη Δημοκρατία «σε κίνδυνο», καθώς -κατά τον ίδιο- «οι εννέα δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να επιβάλουν την εξουσία τους στη βούληση 9 εκατομμυρίων Ρουμάνων, οι οποίοι προσήλθαν στις κάλπες». Στο ίδιο μήκος κινήθηκαν και οι δηλώσεις της Lasconi, η οποία χαρακτήρισε την απόφαση «παράνομη, ανήθικη και συνθλίβουσα την ουσία της ίδιας της Δημοκρατίας»[30]. Σημειωτέον πως στις 10 Φεβρουαρίου 2025 ο Πρόεδρος Iohannis υπέβαλε την παραίτησή του, πιεζόμενος από τις λαϊκές διαμαρτυρίες για τη δικαστική ακύρωση των εκλογών[31].
Περαιτέρω, ο Georgescu προσέφυγε στο ΕΔΔΑ σε μια ύστατη προσπάθειά του να αμφισβητήσει το κύρος της απόφασης. Επιδιώκοντας δε την αναστολή εκτέλεσής της, αιτήθηκε επιπλέον τη λήψη προσωρινών μέτρων κατ’ αυτής, επικαλούμενος την ανεπανόρθωτη βλάβη των δικαιωμάτων των άρθρων 6 (δίκαιη δίκη) και 13 (αποτελεσματική προσφυγή) της Σύμβασης, όπως και του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ελεύθερες εκλογές). Το Δικαστήριο του Στρασβούργου απέρριψε ομοφώνως την αίτησή του, κρίνοντας πως οι λόγοι που προβλήθηκαν δεν ενέπιπταν καν στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 39 του Κανονισμού του περί προσωρινών μέτρων[32].
Αξίζει να υπογραμμιστεί πως η απόφαση προκάλεσε, επίσης, το ενδιαφέρον της Επιτροπής της Βενετίας, η οποία εξέδωσε επείγουσα αναφορά επί του γενικού ζητήματος «της ακύρωσης εκλογικών αποτελεσμάτων από τα συνταγματικά δικαστήρια», χωρίς -ασφαλώς- να λάβει θέση επί της ουσίας. Μεταξύ πολλών γόνιμων σκέψεων (μέρος των οποίων εκτίθεται στις επόμενες σελίδες), συμπεραίνει ότι η καθολική ακύρωση των εκλογών καθίσταται εφικτή «υπό ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιστάσεις ως ultima ratio και υπό τον όρο ότι οι παρατυπίες στην εκλογική διαδικασία μπορεί να επηρέασαν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας»[33].
Ασφαλώς, η ύπαρξη βάσιμων αποδείξεων νόθευσης του εκλογικού ανταγωνισμού και, άρα, πολλαπλών παραβάσεων της εκλογικής νομοθεσίας (με έξωθεν, μάλιστα, παρέμβαση) στηρίζει ευθέως την ανάγκη προστασίας του εκλογικού δικαιώματος (εις όφελος τόσο των εκλογέων, όσο και των υποψηφίων) και, κατ’ επέκταση, των θεμελίων της συνταγματικής τάξης. Ωστόσο, νομιμοποιείται ένα δικαιοδοτικό όργανο, ακόμη κι αν πρόκειται για το Συνταγματικό Δικαστήριο μιας χώρας, να ακυρώσει την εκπεφρασμένη βούληση του κυρίαρχου λαού; Η απάντηση είναι προφανής, καθ’ ο μέτρο η εγγύηση ελεύθερων και ανόθευτων εκλογών είναι ίσως το πλέον πολύτιμο θεμέλιο της δημοκρατικής Πολιτείας× πολλώ δε μάλλον σε μια εποχή επικράτησης πολιτικών δυνάμεων που αντιστρατεύονται τη δημοκρατική αρχή. Ως προς αυτή την κατεύθυνση το Δικαστήριο έδωσε μια ξεκάθαρη απάντηση: «η εκλογική ακεραιότητα δεν είναι αντικείμενο συζήτησης»[34]. Παρά ταύτα και ενόψει της αδιαμφισβήτητα ακραίας ιδεολογικής ταυτότητας του Georgescu, τίθεται προς συζήτηση το εάν η απόφαση στόχευε στην αντικειμενική προστασία της εκλογικής αναμέτρησης ή εάν κατέτεινε στην αυτο-προστασία της Δημοκρατίας από τον «εσωτερικό εχθρό» -εν προκειμένω τον Georgescu; Κι αν επρόκειτο για πράξη θεσμικής «άμυνας», στη βάση ποιων κριτηρίων τυποποιήθηκε ο «εχθρός»; Και μεταξύ των διαφόρων κριτηρίων βάρυναν αυτά που χαρακτηρίζουν ποιοτικά το πολίτευμα ή εκείνα των μέχρι πρότινος κρατούντων;
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η παρούσα μελέτη επιχειρεί να παρουσιάσει την επίμαχη απόφαση, εξετάζοντας τόσο τις επιμέρους σκέψεις της όσο και την εν γένει πολιτειακή της διάσταση. Και τούτο, διότι η διαλεκτική των δύο προσλήψεών της μπορεί να συμβάλει στη βαθύτερη κατανόηση των συνεπειών της στο όλο συνταγματικό δίκαιο, το οποίο συνιστά ένα κατ’ εξοχήν «πολιτικό δίκαιο» (« droit politique »)[35]. Συναφώς, το μεν πρώτο μέρος εξετάζει τον εγγυητικό χαρακτήρα της απόφασης τόσο ως προς τη λειτουργία και εφαρμογή του Συντάγματος, όσο και ως προς την εμπέδωση του δημοκρατικού κράτους Δικαίου. Παράλληλα, όμως, επισημαίνει πως το θετικό της αποτύπωμα επισκίασε μια σειρά ασυνεπειών αναφορικά προς την επαρκή θεμελίωση του αυτεπάγγελτου ελέγχου, το (κυριολεκτικά ύστατο) χρονικό σημείο έκδοσής της και τις εντόνως ελλειπτικές αιτιολογίες της (Ι). Το δε δεύτερο μέρος περιγράφει την απόφαση ως μια «νέα» έκφανση της θεωρίας της «αμυνόμενης Δημοκρατίας», δεδομένου πως επί της ουσίας κατέτεινε στην αναχαίτιση του Georgescu, εξ αφορμής προεκλογικών μεθόδων, οι οποίες παραβίαζαν κατάφωρα τον εκλογικό ανταγωνισμό. Πράγματι, η υπέρ του Georgescu κατάχρηση μέσων της τεχνητής νοημοσύνης καταγνώστηκε από το Δικαστήριο ως «απειλή» των δημοκρατικών εκλογών. Εμμέσως πλην σαφώς, όμως, η άρθρωση της δικαστικής επιχειρηματολογίας υπονόησε πως η προεκλογική εμφάνιση του Georgescu ήταν ex ante «επικίνδυνη» για την Πολιτεία· απέκλινε, δηλαδή, από το αξιακό πλαίσιο της Δημοκρατίας, κατά τον τρόπο που αυτή σκιαγραφήθηκε εντός απόφασης (II). Τούτων δοθέντων, η μελέτη διαπιστώνει πως μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση των «εχθρών» της Δημοκρατίας είναι προσωρινή και μακροπρόθεσμα επικίνδυνη. Πράγματι, μια «προσώρας» απομόνωση του «εχθρού» δεν εμποδίζει τη μελλοντική (και ίσως δριμύτερη) επανεμφάνισή του. Ταυτόχρονα, εγγράφει ένα «συνταγματικό προηγούμενο», το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον σε βάρος άλλων μη αρεστών εκλογικών αποτελεσμάτων· πάντοτε προς υπεράσπιση της δημοκρατικής αρχής. Ωστόσο, η σοβαρότερη συνέπεια μιας «λογικής» περιχαράκωσης του «εχθρού» εντοπίζεται στην αποστέωση της «ψυχής» της ίδιας της Δημοκρατίας, η οποία εγκαταλείπει τον ενοποιητικό προσανατολισμό της και απεμπολεί κάποια από τα «μόριά» της[36]. Εν κατακλείδι, η καταστολή της παρανομίας και η επικράτηση των συνταγματικών αρχών αποτιμάται ως μια «πύρρειος» νίκη της αμυνόμενης συνταγματικής Δημοκρατίας.
Ι. Ο εγγυητικός, πλην όμως αμφισβητούμενος, χαρακτήρας της απόφασης
Η απόφαση βρέθηκε ενώπιον ενός δυσχερούς νομικού τέλματος: εάν το Δικαστήριο έκρινε εαυτό αναρμόδιο, θα αποτύπωνε μια σημαντική υποχώρηση των εγγυήσεων του δημοκρατικού κράτους Δικαίου, επιτρέποντας -μάλιστα- την πρόκριση ενός υποψηφίου, του οποίου η υποστήριξη συντονίστηκε από ξένους παράγοντες. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η θαρραλέα απόφασή του να ακυρώσει τις εκλογές, ήταν επόμενο να προκαλέσει οξεία κριτική, αφού εμφανίστηκαν μείζονες συλλογιστικές αδυναμίες στο σώμα της απόφασης. Συναφώς, η αναγκαιότητα προάσπισης του κύρους της έννομης τάξης (Α) δεν καθιστά συγγνωστές τις ελαττωματικές πτυχές της δικαιοδοτικής κρίσης (Β). Τούτο δε, διότι τα αδύναμα σημεία της απόφασης προκάλεσαν υπόνοιες μεροληψίας του Δικαστηρίου προς το κρατούν πολιτικό σύστημα[37].
Α. Η προάσπιση του κύρους της συνταγματικής τάξης
Αρχικά, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το Σύνταγμα του αναθέτει ρητώς τον έλεγχο της διαδικασίας των προεδρικών εκλογών και, συνεπώς, η αρμοδιότητά του «δεν μπορεί να ερμηνευτεί περιοριστικά», καθώς κατατείνει στην προάσπιση του κύρους της έννομης τάξης[38]. Συστατικό στοιχείο της έννομης τάξης είναι η δημοκρατική αρχή, της οποίας ο σεβασμός «είναι ζωτικής σημασίας για τη δημιουργία και τη διατήρηση των θεμελίων μιας γνήσιας και αποτελεσματικής συνταγματικής δημοκρατίας που διέπεται από το κράτος δικαίου»[39]. Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 2 του Συντάγματος «η εθνική κυριαρχία ανήκει στον ρουμανικό λαό, ο οποίος την ασκεί μέσω των αντιπροσωπευτικών του οργάνων, που προκύπτουν από ελεύθερες, περιοδικές και δίκαιες εκλογές, καθώς και με δημοψήφισμα». Οι ως άνω επικλήσεις ήταν καθοριστικές για τη θεμελίωση του εγγυητικού ρόλου του Δικαστηρίου, καθώς μ’ αυτόν τον τρόπο δικαιολογούσε την ex officio πρωτοβουλία του να εξετάσει εκ νέου τις διεξαχθείσες εκλογές. Κατ’ ουσία, έκρινε ότι το συνταγματικό δικαίωμα σε ελεύθερες, δίκαιες και διαφανείς εκλογές έπρεπε να προστατευτεί αποτελεσματικά. Και τούτο, ούτως ώστε να διασφαλιστεί πως ο ρουμανικός λαός παραμένει κυρίαρχος, αναδεικνύοντας δημοκρατικά τους αντιπροσώπους του[40]. Ως εκ τούτου και ενόψει των στοιχείων που αποκαλύφθηκαν, το Δικαστήριο ανέδειξε πως το Κράτος υπέχει «θετική ευθύνη» έναντι «κάθε αδικαιολόγητης παρέμβασης στην εκλογική διαδικασία», ενώ το «καθήκον ουδετερότητάς»[41] του δεν εμποδίζει την «υποχρέωση (…) ευαισθητοποίησ[ης] [των εκλογέων] σχετικά με τη χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών στις εκλογές, ιδίως παρέχοντάς τους επαρκή πληροφόρηση και υποστήριξη»[42]. Παρατηρητέο πως σε πολλά σημεία της απόφασης το Δικαστήριο επικαλέστηκε πηγές του διεθνούς δικαίου. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιδίωκε ίσως να υπογραμμίσει πως το ζήτημα διασφάλισης των εκλογών ανταποκρίνεται στα standards της διεθνούς κοινωνίας[43].
Περαιτέρω, τα γεγονότα που κατέγραψαν τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα στοιχειοθέτησαν, σύμφωνα με το Δικαστήριο, τρεις μορφές παραβίασης του Συντάγματος. Κατά πρώτον, τέθηκε εν αμφιβόλω η αρχή του ελεύθερου και δίκαιου χαρακτήρα των εκλογών, λόγω της χειραγώγησης της ψήφου των πολιτών (1). Κατά δεύτερον, παραβιάστηκε το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, καθώς η αδιαφανής χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών και της τεχνητής νοημοσύνης οδήγησε στη στρέβλωση των ίσων ευκαιριών των εκλογικών ανταγωνιστών (2). Κατά τρίτον, διαπιστώθηκε οικονομική αδιαφάνεια, η οποία αφορούσε στη χρηματοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας του Georgescu από αδήλωτες πηγές (3)[44].
1. Ο ελεύθερος και δίκαιος χαρακτήρας των εκλογών
Η παραβίαση του ελεύθερου και δίκαιου χαρακτήρα των εκλογών εντοπίστηκε στη νόθευση της (υπό διαμόρφωση) γνώμης του εκλογικού σώματος και στον επηρεασμό της εκλογικής συμπεριφοράς μέσω αθέμιτων πράξεων[45]. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 81 παρ. 1 του Συντάγματος «ο Πρόεδρος της Ρουμανίας εκλέγεται με καθολική, ισότιμη, άμεση, μυστική και ελεύθερη ψηφοφορία». Ερμηνεύοντας την εν λόγω διάταξη, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η ελευθερία της ψηφοφορίας συνίσταται στην ανεμπόδιστη διαμόρφωση γνώμης του εκλογέα. Η δε εκλογική γνώμη αναγκαία συνέχεται με το δικαίωμα σωστής και ακριβούς ενημέρωσης για τους υποψηφίους και την εκλογική διαδικασία απ’ όλες τις πηγές, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου. Αναφορικά δε προς τις πρακτικές επηρεασμού των εκλογέων, το Δικαστήριο επικαλέστηκε τον Κανονισμό (ΕΕ) 900/2024, ο οποίος στην 4η αιτιολογική σκέψη του υπογραμμίζει ότι «η πολιτική διαφημιστική προβολή μπορεί να αποτελέσει μοχλό παραπληροφόρησης, ιδίως όταν η διαφημιστική προβολή δεν αποκαλύπτει τον πολιτικό της χαρακτήρα, προέρχεται από αναδόχους εκτός της Ένωσης ή υποβάλλεται σε τεχνικές στόχευσης ή τεχνικές παροχής διαφημίσεων». Εξάλλου, σ’ άλλο σημείο της απόφασης τονίστηκε ότι η αδιαφάνεια της διαφήμισης εμποδίζει τους εκλογείς «να σχηματίσουν γνώμη για τους υποψηφίους και τις εκλογικές εναλλακτικές λύσεις ή ενδέχεται να παραπλανηθούν όσον αφορά την ταυτότητα και την ποιότητα του υποψηφίου ή τις διαδικασίες ψηφοφορίας»[46]. Τούτων δοθέντων, η απόφαση κατέγνωσε την απαγόρευση «εκστρατειών» εκλογικής προπαγάνδας ή παραπληροφόρησης από κρατικούς ή μη φορείς.
Υπάγοντας τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά στην ως άνω μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι παραβιάστηκε η ελευθερία γνώμης των ψηφοφόρων, λόγω της παραπληροφόρησης τους από την προεκλογική εκστρατεία του Georgescu. Ειδικότερα, θεωρήθηκε ότι η «επιθετική προώθηση» των θέσεων του «με κατάχρηση των αλγορίθμων των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης», πέραν του ότι καταστρατηγούσε την εκλογική νομοθεσία[47], του προσέφερε μια προνομιακή μεταχείριση στον χώρο του διαδικτύου, στρεβλώνοντας -εν τέλει- την έκφραση «της βούλησης των ψηφοφόρων»[48].
Βέβαια, σύμφωνα με την Επιτροπή της Βενετίας, μια ex post ακύρωση εκλογών από δικαιοδοτικό όργανο σημαίνει πρακτικά πως ακυρώνεται «η έκφραση της γνώμης του λαού». Με δεδομένο, μάλιστα, πως πρόκειται για απόφαση με σοβαρές συνέπειες στη δημοκρατική ζωή μιας χώρας, η άσκηση της σχετικής αρμοδιότητας θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και να ανταποκρίνεται στη σαφή παραβίαση κανόνων δικαίου. Η διαπίστωση δε πως μια τέτοια απόφαση αποτελεί συνήθως προϊόν διακριτικής ευχέρειας[49] (ελλείψει επαρκούς εθνικής νομοθεσίας για το ζήτημα), οδήγησε την Επιτροπή να εκφράσει τις ανησυχίες της για τους κινδύνους που εγκυμονούν τα ευρέα περιθώρια της άσκησής της. Και τούτο, διότι το δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές υποχρεώνει το κράτος να εγγυηθεί πως η ψήφος των πολιτών είναι καταρχήν οριστική[50].
2. Οι ίσες ευκαιρίες των εκλογικών ανταγωνιστών
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι πρακτικές της προεκλογικής εκστρατείας του Georgescu παραβίασαν την αρχή της ισότητας των εκλογικών ανταγωνιστών. Για την ακρίβεια, η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι (άρθρο 37 του Συντάγματος) συνάπτεται προς την κρατική υποχρέωση ομοιόμορφης και αντικειμενικής εφαρμογής της εκλογικής νομοθεσίας έναντι όλων των υποψηφίων και των κομμάτων προκειμένου να διασφαλίζονται ίσες ευκαιρίες για τους φορείς του πολιτικού δικαιώματος. Ωστόσο, το Δικαστήριο προσέθεσε ότι η τήρηση της αρχής της ισότητας των εκλογικών ανταγωνιστών πρέπει να αξιολογείται και υπό το πρίσμα της αναμεταξύ τους συμπεριφοράς, ιδίως σε ό,τι αφορά «τη χρήση των κοινωνικών δικτύων, των νέων τεχνολογιών, των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης και της χρηματοδότησης»[51].
Κατ’ αυτόν τον λόγο, διαπιστώθηκε ότι το παθητικό εκλογικό δικαίωμα «αλλοιώθηκε», λόγω του ότι η εκλογική συμπεριφορά του Georgescu δημιούργησε «πρόδηλη ανισότητα» σε βάρος των λοιπών υποψηφίων. Πράγματι, η «σημαντική έκθεσή» του «οδήγησε σε ευθέως ανάλογη μείωση της έκθεσης στα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης των άλλων υποψηφίων». Συναφώς, υπογραμμίστηκε ότι οι αρμόδιες δημόσιες αρχές οφείλουν «να επαληθεύουν, να διαπιστώνουν και, κατά περίπτωση, να επιβάλλουν κυρώσεις σε μια τέτοια συμπεριφορά»[52].
3. Η οικονομική διαφάνεια
Η τρίτη μορφή πλημμέλειας της εκλογικής διαδικασίας εντοπίστηκε στο επίπεδο της χρηματοδότησης της προεκλογικής εκστρατείας του Georgescu. Ειδικότερα, κατ’ επίκληση του Κώδικα ορθής πρακτικής σε εκλογικά θέματα[53], το Δικαστήριο έκρινε ότι «η νόμιμη και διαφανής χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την κανονικότητα της εκλογικής διαδικασίας, και η χρηματοδότηση των διαδικτυακών δραστηριοτήτων πρέπει επίσης να είναι διαφανής»[54]. Συναφώς, υπογραμμίστηκε ότι η διαδικτυακή προεκλογική διαφήμιση πρέπει να είναι σαφώς αναγνωρίσιμη και διαφανής, αποκαλύπτοντας τόσο την ταυτότητα του χορηγού όσο και τη μέθοδο προώθησής της. Κρίθηκε, μάλιστα, ότι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης οφείλουν να δημοσιεύουν συνεχώς πληροφορίες για τις πολιτικές διαφημίσεις και τους χορηγούς τους.
Στη βάση αυτών των παραδοχών και υπό το φως της αποχαρακτηρισμένης έκθεσης, διαπιστώθηκε αναντιστοιχία ανάμεσα στον μηδενικό προϋπολογισμό των προεκλογικών εξόδων, που δήλωσε ο Georgescu ενώπιον της Μόνιμης Εκλογικής Αρχής, και όσες παράνομες κινήσεις επαληθεύθηκαν μετά τις έρευνες των αρχών[55].
Σημειωτέον πως και η Επιτροπή της Βενετίας υπογράμμισε τη νομική πρόκληση που γεννά η αδιαφάνεια της χρηματοδότησης στο διαδίκτυο[56]. Τονίζοντας την ανάγκη δημιουργίας ολοκληρωμένου ρυθμιστικού πλαισίου διαχείρισης του ψηφιακού εκλογικού περιβάλλοντος, κατέληξε ότι τούτο μπορεί να συμβάλει στη «διασφάλιση της ισότητας των ευκαιριών και της ελευθερίας των ψηφοφόρων να διαμορφώνουν γνώμη»[57].
Β. Οι ελαττωματικές πτυχές της δικαιοδοτικής κρίσης
Παρά τη γενικώς θετική υποδοχή της απόφασης[58], δεν έλλειψαν τα κριτικά σχόλια ως προς τη δικαστική διαχείριση της πολιτικής κρίσης, αλλά και τις ουσιαστικές αποφάνσεις της. Αρχικά, καυτηριάστηκε το γεγονός πως το Δικαστήριο δεν προέβη στην ακύρωση των παράλληλα εξελισσόμενων βουλευτικών εκλογών (της 1ης Δεκεμβρίου), οι οποίες είχαν βάσιμα «αμαυρωθεί» από παρόμοιους ψηφιακούς μηχανισμούς. Χάρη στη ψηφιακή προπαγάνδα του TikTok το «Κόμμα των Νέων», το οποίο υποστήριζε φανατικά τον Georgescu, απέκτησε παρουσία στο κοινοβούλιο (6%). Παράλληλα, όμως, η επικράτηση του σοσιαλδημοκρατικού PSD (στο οποίο ανήκει ο υποψήφιος Πρόεδρος Ciolacu) εικάζεται πως εμπόδισε το Δικαστήριο να παρασύρει σε ακύρωση και την βουλευτική εκλογή. Κατά τούτο, η θεσμική ακεραιότητα του Δικαστηρίου αμφισβητήθηκε και υπονοήθηκε πως υιοθέτησε ένα «διπλό» μέτρο κρίσης, το οποίο ενεργοποιήθηκε στην προεδρική εκλογή, επειδή «[ενν. το μέχρι πρότινος] κυβερνών κόμμα [έχασε] τις (προεδρικές) εκλογές»[59]. Βέβαια, επισημάνθηκε ορθά πως το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο επί των βουλευτικών εκλογών, τις οποίες επιβλέπει το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο[60].
Επί των ουσιαστικών παραδοχών της απόφασης παρατηρήθηκαν πλημμέλειες κυρίως ως προς τη θεμελίωση της ακυρωτικής αρμοδιότητας (1), την υπέρβαση του προβλεπόμενου χρόνου έκδοσής της (2) και τις ελλειπτικές της αιτιολογίες τόσο στην ερμηνεία του εφαρμοστέου δικαίου όσο και στην αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων (3). Πράγματι, η λακωνικότητα του σκεπτικού ευλόγως δημιουργεί την εντύπωση πως η δικανική πεποίθηση του Δικαστηρίου δεν ήταν πλήρης.
1. Η ακυρωτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου
Μολονότι το Δικαστήριο θεμελίωσε την ακυρωτική του αρμοδιότητα στη βάση της διασταλτικά ερμηνευθείσας δικαιοδοσίας επίβλεψης των προεδρικών εκλογών, στο τέλος του σκεπτικού προχώρησε σε μια (τοιουτοτρόπως «απολογητική») αποστροφή (προς τον ρουμανικό λαό;), επισημαίνοντας ότι «εκπληρώνει το καθήκον του να διασφαλίσει την τήρηση της διαδικασίας εκλογής του Προέδρου της Ρουμανίας, απώτερος σκοπός του οποίου [ενν. του καθήκοντός του] είναι να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημοκρατική νομιμότητα των δημόσιων αρχών, στη νομιμότητα και το αδιάβλητο των εκλογών, καθώς και να εξαλείψει κάθε υποψία [που διαπιστώθηκε στην παρούσα υπόθεση]. Με τον τρόπο αυτό προστατεύονται τόσο τα εκλογικά δικαιώματα των πολιτών (το δικαίωμα ψήφου και το δικαίωμα εκλογής) όσο και τα θεμέλια της συνταγματικής τάξης, τα οποία αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για τη διατήρηση του δημοκρατικού χαρακτήρα της Ρουμανίας και του κράτους δικαίου»[61].
Ομολογουμένως το ζήτημα της νομιμοποίησης του Δικαστηρίου να ακυρώσει τις εκλογές δεν ήταν προφανές. Και τούτο, διότι δεν υφίσταται ρητή συνταγματική ή νομοθετική διάταξη που να περιγράφει ένα ex officio καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάζει τη νομιμότητα των εκλογών (πολλώ δε μάλλον να τις ακυρώνει). Ειδικότερα, η εκλογική νομοθεσία προχωρά σε αποκλειστική αρίθμηση όσων νομιμοποιούνται σε ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων (υποψήφιοι, πολιτικά κόμματα ή συνασπισμοί, μέλη εθνικών μειονοτήτων και οργανισμοί που αντιπροσωπεύονται στο Συμβούλιο των Εθνικών Μειονοτήτων[62]), χωρίς να τυποποιεί μια οίκοθεν πρωτοβουλία κίνησης της δίκης. Επιπροσθέτως, παρατηρήθηκε ότι ο κώδικας οργάνωσης και λειτουργίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου παραθέτει ρητώς τις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο μπορεί να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως (λ.χ. επί των συνταγματικών αναθεωρήσεων)[63], δημιουργώντας έτσι ένα εξ αντιδιαστολής επιχείρημα.
Περαιτέρω, η δικαιοκρατική αρχή επιτάσσει τον σεβασμό της υλικής αρμοδιότητας των κρατικών οργάνων, όπως αυτή ορίζεται από τον συντακτικό ή τον κοινό νομοθέτη[64]. Συναφώς, ακόμη κι αν γινόταν δεκτό πως το Δικαστήριο μπορούσε να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως, η εκλογική νομοθεσία επιφυλάσσει τη δυνατότητα ακύρωσης των εκλογών για πολύ συγκεκριμένους λόγους νομιμότητας (όπως λ.χ. για πράξεις απάτης που μπορεί να επηρέασαν τη σειρά των υποψηφίων που είχαν δικαίωμα συμμετοχής στο δεύτερο γύρο· εν προκειμένω, η απόδειξη του σχετικού λόγου ήταν δυσεπίτευκτη)[65]. Βέβαια, σε παλαιότερη απόφασή του[66], το Δικαστήριο επέκτεινε το εύρος της αρμοδιότητάς του πέραν του ελέγχου ζητημάτων νομιμότητας, ούτως ώστε να συμπεριλάβει ζητήματα συνταγματικότητας της εκλογικής διαδικασίας. Μολαταύτα, η εξουσία ακύρωσης (ως κυρωτικός κανόνας δικαίου) δεν κατοχυρώνεται ρητώς ούτε προκύπτει ερμηνευτικά στο ισχύον Σύνταγμα.
Αξίζει να σημειωθεί πως στις 5 Δεκεμβρίου το Δικαστήριο εξέδωσε δελτίο τύπου με το οποίο «ενημέρωνε» τους (δικονομικά νομιμοποιούμενους) υποψηφίους για το δικαίωμά τους σε κατάθεση προσφυγής κατά των επικυρωμένων εκλογικών αποτελεσμάτων[67]. Η εν λόγω αναφορά ερμηνεύτηκε ως έμμεση παρακίνηση της υποψήφιας Lasconi, η οποία -ωστόσο- δεν ανταποκρίθηκε. Φαίνεται, δηλαδή, πως το Δικαστήριο αντιλήφθηκε εγκαίρως τον δικονομικό σκόπελο που θα συναντούσε, εφόσον έπρεπε να αναλάβει το ίδιο την πρωτοβουλία κίνησης της δίκης× όπερ και εγένετο.
Μελετώντας το ίδιο ζήτημα, η Επιτροπή της Βενετίας τόνισε ότι τα διεθνή πρότυπα επί εκλογικών διαφορών δεν επιβάλλουν, αλλά ούτε και απαγορεύουν τις αυτεπάγγελτες αποφάσεις. Ωστόσο, ιδωμένο δικαιοσυγκριτικά, το ζήτημα της ex officio ακύρωσης εκλογών σημειώθηκε ότι δεν είναι σύνηθες, επιφυλάσσοντας την πρωτοβουλία κινήσεων κυρίως στους φορείς της εκλογικής διαδικασίας. Με έμφαση, μάλιστα, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι τα Δικαστήρια (ακόμη κι αν πρόκειται για συνταγματικά) λειτουργούν κατόπιν υποβολής ενδίκων αιτήσεων και, άρα, δεν καθορίζουν τα ίδια την «ημερήσια διάταξή» τους. Συγκεκριμένα, «η εξουσία τους περιορίζεται από το γεγονός ότι δεν μπορούν να επιλέγουν τις υποθέσεις τους». Εμμέσως πλην σαφώς υπονόησε πως το κράτος Δικαίου επιτάσσει μια τέτοια αρμοδιότητα να στηρίζεται σε μια «σαφή νομική βάση» και μάλλον να προβλέπεται ρητά. Τούτο δε, διότι διακυβεύεται η κοινωνική εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των εκλογών[68]. Παρά ταύτα, η στροφή του Δικαστηρίου σε μια λειτουργική ανάγνωση του καθήκοντός του καταδεικνύει πως η πράξη δικαιοδότησης αποκτά ενίοτε αμιγώς αποφασιοκρατικό χαρακτήρα, εγκαταλείποντας τον κατά βάση διαγνωστικό της προσανατολισμό.
2. Ο χρόνος έκδοσης της απόφασης
Τα νομιμοποιούμενα προς ακύρωση των εκλογών πρόσωπα μπορούν να καταθέσουν την αίτησή τους εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών ημερών από την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας[69]. Συναφώς, ακόμη κι αν υποτεθεί πως το Δικαστήριο νομιμοποιείτο να εκκινήσει τη σχετική δίκη αυτεπαγγέλτως, η προβλεπόμενη δικονομική προθεσμία (αναλογικά εφαρμοζόμενη) είχε προ πολλού εξαντληθεί. Και τούτο, διότι η απόφαση εκδόθηκε δώδεκα ημέρες μετά το τέλος του πρώτου γύρου (της 24ης Νοεμβρίου). Μάλιστα, η εκλογική διαδικασία του δεύτερου γύρου είχε τυπικά εκκινήσει, δεδομένου ότι στις εκτός επικρατείας κάλπες είχαν ψηφίσει χιλιάδες πολίτες της διασποράς.
Ακόμη κι αν υποστηριχθεί πως η υπέρβαση της δικονομικής προθεσμίας υπαγορεύτηκε από την αδήριτη ανάγκη νομικής διευθέτησης της εγκυρότητας των εκλογών, η θεμελίωση της ευθείας παραβίασης ενός γραπτού διαδικαστικού κανόνα δεν αιτιολογήθηκε -ως όφειλε- από το Δικαστήριο (έστω ως μια σύμφωνη προς το Σύνταγμα contra legem ερμηνεία). Επισημάνθηκε, βέβαια, πως η υπερβολική αργοπορία ήταν αποτέλεσμα «κακού συντονισμού» των εμπλεκόμενων κρατικών φορέων[70], καθώς καταλυτικό στοιχείο για την επαναφορά της υπόθεσης στο Δικαστήριο ήταν ο καθυστερημένος αποχαρακτηρισμός των «πληροφοριακών σημειωμάτων».
Επί του χρονικού ζητήματος, η Επιτροπή της Βενετίας σημείωσε γενικά ότι η διαδικασία ακύρωσης των εκλογών πρέπει να είναι ταχεία και έγκαιρη, καθώς αποτελεί έναν σημαντικό περιορισμό του δικαιώματος του εκλέγεσθαι. Συναφώς, η αμφισβήτηση της διαδικασίας δεν μπορεί να είναι παρατεταμένη. Επί δε του ειδικότερου προβλήματος υπέρβασης της προβλεπόμενης δικονομικής προθεσμίας επεσήμανε ότι η ύστερη αποκάλυψη στοιχείων, ικανών να κλονίσουν τη νομιμότητα των αποτελεσμάτων, μπορεί να δικαιολογήσει την ανάγκη αναθεώρησης του κύρους των εκλογών -πάντοτε, όμως, στη βάση ύπαρξης ισχυρών αποδεικτικών στοιχείων[71].
3. Η αιτιολογία της απόφασης
Το σοβαρότερο πρόβλημα της σχολιαζόμενης κρίσης εντοπίζεται στις εξόχως ελλειπτικές αιτιολογίες της[72]. Ειδικότερα, η απόφαση αριθμεί μόλις τέσσερις σελίδες, οι οποίες περιλαμβάνουν σε πολλά σημεία γενικούς και αφηρημένους συλλογισμούς, χωρίς να εξειδικεύονται επακριβώς οι τρόποι, τα μέσα και οι πρακτικές των «πολλαπλών παρατυπιών» της εκλογής (η απόφαση προβαίνει μονίμως σε παραπομπές στα αποχαρακτηρισμένα «πληροφοριακά σημειώματα»)[73]. Η λακωνική αιτιολογία μπορεί να κατανοηθεί εν μέρει, εξαιτίας της ανάγκης να εκδοθεί η απόφαση πριν την εξέλιξη του δεύτερου γύρου. Ωστόσο, οι εν λόγω περιστάσεις «επείγοντος» δεν δικαιολογούν την απουσία μιας πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας· πολλώ δε μάλλον, όταν οι συνέπειες της εν θέματι κρίσης αφορούν τη ζωή του λαού μιας ολόκληρης χώρας. Πράγματι, η συνεχής χρήση αόριστων αξιολογικών εννοιών (όπως λ.χ. «αλλοίωση» του ελεύθερου χαρακτήρα της ψήφου, «δίκαιη» και «διαφανής» προεκλογική εκστρατεία, «ακεραιότητα» των εκλογών, «γνήσια» και «αποτελεσματική» Δημοκρατία κ.ο.κ.), οι γενικές παραπομπές σε νομοθετικά κείμενα, η παράθεση ασαφών ερμηνειών των επικαλούμενων κανόνων δικαίου χωρίς την αναγκαία εξειδίκευσή τους και κυρίως χωρίς τη συσχέτισή τους προς συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά έπληξαν το ουσιαστικό κύρος της απόφασης.
Ειδικότερα, η απόφαση δεν τεκμηρίωσε πειστικά το πώς οι πρακτικές του Georgescu[74] επηρέασαν το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλοιώνοντάς το σημαντικά[75]. Δεδομένου ότι αποδεικτική πηγή του Δικαστηρίου αποτέλεσαν αποχαρακτηρισμένα δημόσια έγγραφα, δεν τίθεται ασφαλώς ζήτημα περί του εάν η απλή πιθανολόγηση των πραγματικών περιστατικών αρκούσε (το εάν, δηλαδή, έλαβαν χώρα πράξεις επηρεασμού του εκλογικού σώματος). Μολαταύτα, η απλή επίκληση των τακτικών του Georgescu δεν επικάλυψε την απόδειξη της αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα σ’ αυτές και το τελικώς εξαχθέν εκλογικό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, η απόφαση δεν εξήγησε με σαφήνεια και πληρότητα πώς η παράνομη αξιοποίηση των ψηφιακών αλγορίθμων, η παραβίαση του πολιτικού ανταγωνισμού και η αδιαφανής χρηματοδότηση επηρέασαν καθοριστικά τη βούληση των ψηφοφόρων, μετασχηματίζοντάς τα παραγωγικά αίτια των εκλογικών επιλογών ενός εκάστου. Αλήθεια, μπορεί να τεκμηριωθεί πως οι θεατές των βίντεο υπέρ του Georgescu στο TikTok άλλαξαν την τυχόν προηγούμενη απόφασή τους εκ μόνου τούτου του λόγου; Και αν ναι, με ποια αποδεικτικά μέσα; Την ομολογία των εκλογέων;
Ασφαλώς, η πλήρης απόδειξη του εάν οι πρακτικές του Georgescu ήταν τέτοιες, ούτως ώστε να αλλάξουν την εκλογική επιλογή του μέσου ψηφοφόρου είναι πρακτικώς αδύνατη· είτε ο τελευταίος ενημερώθηκε εσφαλμένα για τις πολιτικές ιδέες του υποψηφίου είτε παραπλανήθηκε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τούτο δε, διότι δεν μπορεί να εξευρεθεί (με βεβαιότητα) το ποια θα ήταν η αληθής εκλογική επιλογή του, αν δεν είχαν εμφιλοχωρήσει οι πρακτικές του Georgescu. Πράγματι, δεν πρέπει να λησμονείται πως η ψήφος -ως έκφραση της λαϊκής βούλησης- παραμένει μυστική και, ως εκ τούτου, οι λόγοι που τη διαμόρφωσαν ανάγονται στην ελεύθερη συνείδηση του εκλογέα. Γι’ αυτό και το Δικαστήριο -πρακτικά- αρκέστηκε σε μια υποθετική αιτιότητα (ή έστω διακινδύνευση) αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος[76].
Αξίζει να παρατηρηθεί πως η αξίωση τεκμηρίωσης της ουσιαστικής αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος, λόγω παράνομων προεκλογικών πρακτικών, υπαγορεύεται από τα διεθνή standards. Τούτο μνημονεύεται πρωτίστως στο άρθρο 3 παρ. 3 εδ. ε΄ του κώδικα ορθής πρακτικής σε εκλογικά θέματα[77]. Περαιτέρω, η Επιτροπή της Βενετίας σε έκθεσή της για την «επίλυση των εκλογικών διαφορών» υπογραμμίζει ότι αφενός η απόφαση πρέπει να βασίζεται σε σαφώς αποδεδειγμένα γεγονότα που επαληθεύουν σημαντικές παρατυπίες και αφετέρου οι εν λόγω παρατυπίες πρέπει να έχουν επηρεάσει τα εκλογικά αποτελέσματα[78]. Η δε νομολογία του ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας το άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, συμπεραίνει ότι είναι απαραίτητη η πειστική απόδειξη του διαφορετικού αποτελέσματος στην περίπτωση απουσίας των παρατυπιών[79]. Η πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής της Βενετίας, με αφορμή το ρουμανικό προηγούμενο, επεκτείνει τον προβληματισμό, τονίζοντας ότι «το κατώφλι για την ακύρωση μιας εκλογής θα πρέπει να είναι υψηλό και θα πρέπει να είναι δυνατή μόνο εάν οι παρατυπίες εγείρουν πραγματικές και αντικειμενικές αμφιβολίες ως προς την αλήθεια του εκλογικού αποτελέσματος», πλην όμως επισημαίνει ότι «η απαίτηση απόδειξης του επηρεασμού των εκλογικών αποτελεσμάτων θα έθετε ωστόσο πολύ υψηλό εμπόδιο», υπονοώντας την εγγενή δυσκολία τεκμηρίωσης του επηρεασμού[80].
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη ρουμανική υπόθεση παρουσιάζει, επίσης, η συμπεριληπτική εξέταση των διαφόρων παρατυπιών (μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας) προκειμένου να θεμελιωθεί και να προκύψει ως αυτόθροο το «ζημιογόνο» για την εκλογική διαδικασία αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, στην υπ’ αριθμ. 5 σκέψη του συλλογισμού καταγράφεται ότι «όλες αυτές οι πτυχές [ενν. οι παράνομες πρακτικές του Goergescu] είχαν το συγκλίνον αποτέλεσμα να αγνοηθούν οι βασικές αρχές των δημοκρατικών εκλογών». Η ως άνω αντίληψη ενότητας των επιμέρους πράξεων εντοπίστηκε από την Επιτροπή της Βενετίας. Συναφώς, κατέγραψε ότι στην περίπτωση αυτή «οι διάφορες παρατυπίες πρέπει να αξιολογούνται συνολικά» και, άρα, «(…) σημασία έχει ο αντίκτυπος στα αποτελέσματα και όχι τόσο η σοβαρότητα της παρατυπίας καθεαυτής»[81].
Προσεγγιζόμενο δικαιοσυγκριτικά το ζήτημα ρυθμίζεται ασφαλώς διαφορετικά σε κάθε έννομη τάξη. Η γερμανική συνταγματική νομολογία, για παράδειγμα, έχει κρίνει ότι απαιτείται «μια συγκεκριμένη και όχι εντελώς απομακρυσμένη πιθανότητα» επηρεασμού, υπαγορεύοντας πως η δικαστική παρέμβαση σε εκλογές πρέπει να είναι η «μικρότερη δυνατή»[82]. Η δε αυστριακή νομολογία έχει διατυπώσει ότι η ίδια η παραβίαση της εκλογικής νομοθεσίας δημιουργεί υπόνοιες επηρεασμού του εκλογικού αποτελέσματος και, συνεπώς, δεν απαιτεί την επιπλέον απόδειξη της προσφορότητας αλλοίωσης των αποτελεσμάτων[83]. Η δε νομολογία του ελληνικού ΑΕΔ έχει αρνηθεί, κατά το παρελθόν, να ακυρώσει εκλογές εξαιτίας παράβασης της εκλογικής νομοθεσίας (λ.χ. πρόωρη ανακοίνωση exit poll), κρίνοντας ότι δεν μπορεί καν να πιθανολογηθεί η εκλογική συμπεριφορά ενόψει της συγκεκριμένης ενημέρωσης (και, μάλιστα, μόλις λίγα μέτρα πριν από την πραγματική κάλπη)[84].
Οι ως άνω αναφορές αποδεικνύουν πως το Δικαστήριο αντιμετώπισε μια αντικειμενική δυσχέρεια τεκμηρίωσης του ακυρωτικού διατακτικού του, λόγω της εγγενούς αδυναμίας απόδειξης της αιτιώδους διαδρομής ανάμεσα στις πράξεις του Georgescu και την αληθή βούληση των εκλογέων. Άλλωστε, σε μια εμπειρική διάσταση του ζητήματος, η κοινωνία είχε εκφράσει ήδη την απόφασή της να εγκαταλείψει τις μέχρι πρότινος κραταιές πολιτικές δυνάμεις, συνεπεία σκανδάλων, κομματοκρατίας και διαφθοράς[85]. Συνεπώς, η στροφή του εκλογικού σώματος σε λαϊκιστικές πολιτικές δυνάμεις δεν υπήρξε παντελώς απρόβλεπτη. Ο Georgescu, όμως, δεν ήταν ένας απλός δημαγωγός. Η ρητορική του ερμηνεύτηκε ως ενεργός κίνδυνος για τη δημοκρατική υπόσταση της Ρουμανίας. Όχι από το εκλογικό σώμα που τον κατέταξε πρώτο στις επιλογές του, αλλά από το σώμα των συνταγματικών δικαστών.
ΙΙ. Η ερμηνεία της απόφασης ως νέα μορφή της «αμυνόμενης Δημοκρατίας»
Η απόφαση στηρίχθηκε εν πολλοίς σε μια νέα μορφή διαδικαστικής παρανομίας. Μολονότι, η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και κυρίως η εργαλειοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης δεν εμπίπτουν prima facie στην έννοια της εκλογικής διαδικασίας[86], η ρωσική «ενορχήστρωση» και η συνακόλουθη επίδρασή τους στην προεκλογική περίοδο ενεργοποίησαν τα «αμυντικά» αντανακλαστικά του Δικαστηρίου. Συναφώς, η εξωτερική προέλευση των ψηφιακών μέσων ερμηνεύτηκε ως άμεση «απειλή» της κυριαρχίας της Ρουμανίας και του δημοκρατικού τρόπου διακυβέρνησής της (Α). Εμμέσως πλην σαφώς, όμως, η απόφαση συνιστούσε μια ύστατη «γραμμή άμυνας», σκιαγραφώντας ευθέως τα όρια ανεκτικότητας έναντι των «εχθρών» της Πολιτείας. Αποτύπωσε, δηλαδή, μια συγκεκριμένη αξιακή πρόσληψη της έννοιας της Δημοκρατίας από την οποία ο Georgescu «λόγω και έργω» απέκλινε (Β). Κατ’ αυτούς τους λόγους, η απόφαση μπορεί να κατανοηθεί ως μια νέα μορφή της «αμυνόμενης Δημοκρατίας».
Εντούτοις, ήταν σε θέση το Δικαστήριο να χαρακτηρίσει «εχθρική» για τη Δημοκρατία την προεκλογική εκστρατεία ενός υποψηφίου; Κι αν ναι, γιατί επέλεξε να αντιδράσει την ύστατη στιγμή, έχοντας λίγες μέρες νωρίτερα επικυρώσει τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου (και ενόσω οι μέθοδοι του Georgescu είχαν καταγγελθεί ήδη στον τύπο); Από την άλλη πλευρά, ερωτάται γιατί ο Πρόεδρος Iohannis αποφάσισε να αποχαρακτηρίσει τα απόρρητα έγγραφα με καθυστέρηση. Το Δικαστήριο, τελικά, προστάτευσε τη Δημοκρατία από μια «απειλή» κατάλυσής της ή εξωθήθηκε στην απομόνωση του εκλογικού αντιπάλου, τον οποίο οι (μέχρι πρότινος κρατούντες) πολιτικοί παίκτες απέτυχαν να περιχαρακώσουν εγκαίρως στη «μάχη» των ιδεών;
Α. Η ευθεία αντιμετώπιση μιας εξωτερικής ψηφιακής «απειλής»
Η θεωρία της «αμυνόμενης Δημοκρατίας» (ή άλλως « μαχητικής Δημοκρατίας»[87]) αντλεί την πολιτική και ηθική της δικαιολόγηση από το δράμα του ολοκληρωτισμού, κυρίως δε την τραγική εμπειρία της Βαϊμάρης, υπαγορεύοντας τη διαρκή επαγρύπνηση της Πολιτείας έναντι όσων επιβουλεύονται την κατάλυση του δημοκρατικού της θεμελίου[88]. Ιστορικά υπήρξε μια «ασπίδα προστασίας» έναντι εσωτερικών «εχθρών», νομιμοποιώντας τον περιορισμό δράσης των αντιδημοκρατικών κομμάτων, την απαγόρευση εξτρεμιστικών συμβόλων, συρρικνώνοντας ακόμη και την άσκηση ορισμένων ατομικών ελευθεριών[89]. Η γνωστότερη, εξάλλου, πρακτική της εφαρμογή απαντάται στη μεταπολεμική γερμανική συνταγματική νομολογία με τις περίφημες αποφάσεις διαλύσεως πολιτικών κομμάτων[90], η πολιτική ιδεολογία των οποίων αντιστρατευόταν τη «φιλελεύθερη δημοκρατική θεμελιώδη τάξη»[91].
Ωστόσο, η ρουμανική απόφαση εγγράφει μια καινοτομία στον τρόπο «αντίδρασης» της «αμυνόμενης Δημοκρατίας». Μέχρι πρότινος οι αμυντικοί μηχανισμοί της Δημοκρατίας λειτουργούσαν εντός των εθνικών συνόρων, εντοπίζοντας τον «εχθρό» σε εξτρεμιστικά και αυταρχικά εσωτερικά κινήματα· επιπλέον, δρούσαν προληπτικά. Στη ρουμανική περίπτωση, όμως, ο «εχθρός» απεδείχθη εξωτερικός και εντοπίστηκε κατόπιν των εκλογών. Πράγματι, η έρευνα των ψηφιακών εργαλείων της εκστρατείας υπέρ του Georgescu αποκάλυψε μια διαδρομή παραπληροφόρησης, συντονισμένων αλγορίθμων και κρυφών χρηματοοικονομικών δοσοληψιών που έφτανε στη Ρωσία. Στις εν λόγω πρακτικές πρέπει να προστεθεί και μια σειρά κυβερνοεπιθέσεων με ρωσικό επίκεντρο σε βάρος της κύριας εκλογικής διαδικασίας. Παρατηρητέο πως δεν είναι η πρώτη φορά που η Ρωσία εμπλέκεται υπογείως στις εκλογικές αναμετρήσεις άλλων κρατών, αφ’ ης στιγμής πλειάδα καταγγελιών υφίσταται για τις μολδαβικές και γεωργιανές εκλογές[92], ενώ πρόσφατα δημιουργήθηκαν υποψίες περί ρωσικής διαδικτυακής παραπληροφόρησης ενόψει των γερμανικών εκλογών[93].
Ήδη από την εποχή του Jean Bodin η κρατική κυριαρχία παρουσιάζεται ως μια «απόλυτη και αέναη» εξουσία[94], η οποία ακόμη και εντός της σύγχρονης διεθνούς κοινωνίας εξακολουθεί να υπαγορεύει την καταρχήν ανεξαρτησία του Κράτους· πολλώ δε μάλλον την απουσία υποταγής του σε άλλη κρατική ή μη οντότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή της Βενετίας εύστοχα υπογραμμίζει ότι το ζήτημα ακύρωσης των εκλογών εξαρτάται από «(…) το κρατικό συμφέρον και τη διατήρηση της κρατικής κυριαρχίας -η οποία εκφράζεται σε ελεύθερες εκλογές χωρίς ξένη παρέμβαση- (…) (π.χ. σε περίπτωση υβριδικής επίθεσης από το εξωτερικό)»[95]. Πράγματι, ο τρόπος εκδήλωσης της διαδικτυακής εκστρατείας υπέρ του Georgescu έθεσε μια σημαντική πρόκληση στο Δικαστήριο, καθώς ξεπέρασε το παραδοσιακό εγχώριο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας (λ.χ. τηλεόραση, τύπος, ραδιόφωνο)[96]. Σε αντίθεση με τη γενικώς ρυθμισμένη προεκλογική προβολή σε παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, ο χώρος του διαδικτύου παραμένει ευεπίφορος στην εργαλειοποίηση των δυνατοτήτων επιρροής του (λ.χ. ψεύτικα προφίλ, στοχευμένη διαφήμιση)[97]. Το αχανές ψηφιακό περιβάλλον, μη γνωρίζοντας γεωγραφικά σύνορα, είναι δύσκολο να ελεγχθεί από τις κρατικές έννομες τάξεις καθ’ ολοκληρία. Κατ’ αυτόν τον λόγο, η τήρηση της αρχής της ορθούς πληροφόρησης των εκλογέων, όπως και της ισότητας των εκλογικών ανταγωνιστών καθίστανται εντελώς αβέβαιες στο διαδίκτυο. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε, στις 17.12.2024, να κινήσει έρευνα σε βάρος της πλατφόρμας TikTok[98] αναφορικά με την παραβίαση της υποχρέωσής της να εκτιμά και να περιορίζει τους κινδύνους πραγματικών ή προβλέψιμων αρνητικών επιπτώσεων στον πολιτικό διάλογο και τις εκλογικές διαδικασίες, όπως προβλέπουν τα άρθρα 34 παρ. 1 και 2 και 35 παρ.1 του Κανονισμού για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA)[99]. Βέβαια, έχει υποστηριχθεί πως οι ρυθμιστικές δυνατότητες του νεοπαγούς Κανονισμού είναι περιορισμένες και, ως εκ τούτου, αδυνατούν να δώσουν ουσιαστικές λύσεις στο ζήτημα της εργαλειοποίησης των ψηφιακών πλατφορμών[100].
Περαιτέρω, η επίκληση διακινδύνευσης της κυριαρχίας, λόγω «ψηφιακής» εξωτερικής παρέμβασης, μπορεί μεν να δικαιολογεί την «άμυνα» της Πολιτείας, πλην όμως ζημιώνει την ελεύθερη έκφραση στο διαδίκτυο, κρίνοντας a priori επικίνδυνες για το πολίτευμα ορισμένες απόψεις. Πιο συγκεκριμένα, η οργάνωση προεκλογικής εκστρατείας ενός υποψηφίου έχει ως σκοπό να πείσει τους ψηφοφόρους υπέρ της εκλογής του. Ασφαλώς, μια πολιτική δήλωση μπορεί να εκληφθεί από έναν αντίπαλο ή έναν εκλογέα ως ιδεολογικά ακραία, μη αληθής ή παραπλανητική[101], όπως ακριβώς στην περίπτωση του Georgescu, του οποίου οι θέσεις έχουν χαρακτηριστεί ποικιλοτρόπως αντιδημοκρατικές. Στην ουσία, όμως, πρόκειται για αξιολογικές κρίσεις που (ανεξαρτήτως του τρόπου και του μέσου μετάδοσης) καλύπτονται καταρχήν από την ελευθερία της έκφρασης (λ.χ. η δήλωση πως «η ευκαιρία της Ρουμανίας είναι η ρωσική σοφία» ή η σφοδρή κριτική για τις σχέσεις Ρουμανίας-ΝΑΤΟ). Η περίπτωση ενός ανεπίτρεπτου πολιτικού λόγου συντρέχει, σαφέστατα, εάν οι σχετικές δηλώσεις μετατρέπονται πια σε ρητορική μίσους[102]. Ωστόσο, η δήλωση Georgescu πως ο (καταδικασθείς για εγκλήματα πολέμου) Antonescu ήταν «ήρωας» μπορεί να νοηθεί ως λόγος που εμμέσως ενθαρρύνει ή υποκινεί αντισημιτικές και ρατσιστικές πρακτικές;
Σύμφωνα με την Επιτροπή της Βενετίας, η θεμελίωση ακύρωσης των εκλογών στη μορφή και το περιεχόμενο των προεκλογικών μηνυμάτων των υποψηφίων κρίνεται δυσχερής[103]. Ασφαλώς δε, δεν μπορεί να κρίνεται από το μεμονωμένο γεγονός μιας «επιτυχημένης» διαδικτυακής εκστρατείας[104]. Με άλλα λόγια, η τεκμηρίωση της αλλοίωσης των εκλογών κατά κατάχρηση των ψηφιακών τεχνολογιών και της τεχνητής νοημοσύνης πρέπει να είναι επακριβώς εντοπισμένη και επαληθεύσιμη με σεβασμό στην ελευθερία της πολιτικής έκφρασης. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η έκθεση της Επιτροπής κατέληξε ότι τα κράτη οφείλουν να ρυθμίζουν πλήρως τη διαχείριση των διαδικτυακών «διαταραχών, των κυβερνοεπιθέσεων και άλλων ψηφιακών απειλών για την ακεραιότητα των εκλογών»[105], οι συνέπειες των οποίων παραμένουν κατά το μάλλον απρόβλεπτες.
Βέβαια, το επίμαχο ερώτημα παραμένει: η ψηφιακή προπαγάνδα υπέρ του Georgescu απειλούσε πραγματικά την κυριαρχία του ρουμανικού Κράτους; Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο τρόπος της εξωτερικής ανάμειξης στις εκλογές αποδείκνυε ότι η εκστρατεία του Georgescu δεν αποτελούσε απλώς πολιτική στρατηγική, αλλά εργαλείο υλοποίησης μιας «ψηφιακής άλωσης» του ελεύθερου και δίκαιου χαρακτήρα των εκλογών, πλήττοντας, τελικά, την αυτεξουσιότητα του ρουμανικού λαού. Ωστόσο, μέσω της ευθείας καταδίκης των «εχθρικών» πρακτικών περιχαρακώθηκε εμμέσως κι ο ωφελούμενος αποδέκτης τους.
Β. Η έμμεση αναχαίτιση Georgescu ως ύστατη δημοκρατική άμυνα
Η υιοθέτηση της θεωρίας της «αμυνόμενης Δημοκρατίας» δεν προέκυψε το πρώτον στην υπόθεση Georgescu. Είχε προηγηθεί η δικαστική ακύρωση της προεδρικής υποψηφιότητας της ακροδεξιάς Diana-Iovanovici Șoșoacă (05.10.2024). Η τελευταία περιφρονούσε «συστηματικά» τα θεμέλια της συνταγματικής τάξης, προωθώντας αντιδημοκρατικό λόγο και πράξεις (λ.χ. η δήλωσή της πως η Ρουμανία είναι μια δικτατορία, πως το ΝΑΤΟ είναι «η πιο επιθετική, επικίνδυνη και δυνητικά καταστροφική στρατιωτική συμμαχία», η καθύβριση δημοσιογράφων, η εκδήλωση συγγνώμης για αντι-ρωσικές διαμαρτυρίες στη ρωσική πρεσβεία κ.ά.)[106]. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η ρητορική της Șoșoacă κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, όπως και η εν γένει φιλορωσική της στάση απέκλιναν από τον σεβασμό του «δυτικού τύπου δημοκρατικού μοντέλου» της Ρουμανίας. Κατ’ αυτόν τον λόγο, υπογραμμίστηκε ότι οι υποψήφιοι για το προεδρικό αξίωμα όφειλαν να είναι προσηλωμένοι στις αρχές και τις αξίες του δημοκρατικού πολιτεύματος, περιλαμβανομένης της ιδιότητας κράτους-μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Και τούτο, διότι οι εν λόγω διεθνείς οργανισμοί αποτελούν, σύμφωνα με το Δικαστήριο, «εγγύηση για τη δημοκρατική ανάπτυξη του ρουμανικού κράτους»[107]. Ενόψει, λοιπόν, του κινδύνου η Șoșoacă να αποκτήσει με δημοκρατικά μέσα την εξουσία και στη συνέχεια να προβεί σε πράξεις ανατροπής του πολιτεύματος, το Δικαστήριο προχώρησε κατά συντριπτική πλειοψηφία στον αποκλεισμό της, σημειώνοντας πως ο περιορισμός του δικαιώματός της στο εκλέγεσθαι ήταν επαρκώς νόμιμος και δικαιολογημένος[108]. Παραμένει, βέβαια, υπό εξέταση γιατί το Δικαστήριο δεν προέβη σε προληπτικό αποκλεισμό και του Georgescu. Ίσως η «αθόρυβη» προεκλογική του εκστρατεία δεν προεικόνιζε όσα εν τέλει ακολούθησαν. Σε κάθε περίπτωση, η έκδοση της απόφασης πριν την περαίωση του δεύτερου γύρου ήταν καθοριστική. Παρεμπόδισε τη βέβαιη νίκη και, άρα, τη δημοκρατική νομιμοποίηση του Georgescu.
Οι υποθέσεις Șoșoacă και Georgescu είναι δηλωτικές του τρόπου με τον οποίο το Δικαστήριο αντιλήφθηκε (ή μάλλον ερμήνευσε) τον ρόλο του: δηλαδή, ενός ύπατου «φύλακα» του Συντάγματος. Αναμφίβολα, η λογική του «εγγυητή» της έννομης τάξης υπερβαίνει την εκδοχή μιας «ουδέτερης εξουσίας»[109]. Συναφώς, η ανάληψη ενός σαφούς ενεργού πολιτικού ρόλου σε συνδυασμό με το θεσμικό προνόμιο της «τελευταίας λέξης» σκιαγραφούν μια ευαίσθητη αρμοδιότητα. Επιτελώντας το καθήκον του, το Δικαστήριο περιέγραψε μια «αξιόμαχη» Δημοκρατία, η οποία δεν ανέχεται ούτε αμέσως ούτε εμμέσως τους «εχθρούς» της· όσους, δηλαδή, προσβλέπουν στην αποδυνάμωση ή και την ανατροπή της. Μια τέτοια ερμηνεία της Δημοκρατίας, όμως, οδήγησε σε μια αντιφατική αναίρεση του θεμελίου της: η παραβίαση της ίσης συμμετοχής στους δημοκρατικούς θεσμούς κρίθηκε επιβεβλημένη. Με άλλα λόγια, στο όνομα του «κινδύνου» κάποιοι εκ των συμμετεχόντων στην εκλογική διαδικασία έπρεπε να απομονωθούν, στερούμενοι της ίσης ευκαιρίας να διεκδικήσουν ένα πολιτικό αξίωμα[110]. Επ’ αυτού θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί, βέβαια, πως οι εν λόγω υποψήφιοι αμφισβήτησαν έμπρακτα τον σκοπό του δημοκρατικού «κοινωνικού συμβολαίου» και, άρα, ο μονομερής περιορισμός των πολιτικών τους δικαιωμάτων ήταν εύλογος. Τούτο δε, καθώς το εκλογικό δικαίωμα εξαρτάται από την αποδοχή των όρων του κοινωνικού συμβολαίου.
Περαιτέρω, την έμμεση αναχαίτιση του Georgescu υπαγόρευσε η συγκεκριμένη πρόσληψη της Δημοκρατίας εκ μέρους του Δικαστηρίου. Συναφώς, η προκατανόηση της Δημοκρατίας ως αξιακής (κι όχι απλά διαδικαστικής) έννοιας νοηματοδότησε την ταυτότητα της ρουμανικής πολιτικής κοινότητας. Προβολές αυτής της ταυτότητας στον προεκλογικό στίβο αποτελούσαν το δικαίωμα σε ορθή ενημέρωση, η ισότητα στον εκλογικό ανταγωνισμό και η αξίωση οικονομικής διαφάνειας. Συνεπώς, η παράβαση των παραπάνω κανόνων, οι οποίοι συνιστούν τις αξιακές πτυχές μιας δημοκρατικής εκλογής (ενός τοιουτοτρόπως «ευ αγωνίζεσθαι»), συνηγόρησε υπέρ της περιχαράκωσης του προσώπου που δεν τους σεβάστηκε και τους εκμεταλλεύτηκε. Εντούτοις, η προηγηθείσα παρουσίαση των νομικών αμφιβολιών για τον εν τέλει αντισυνταγματικό ή μη χαρακτήρα της προεκλογικής εκστρατείας του Georgescu, θέτει υπό συζήτηση εάν στο αξιακό πλαίσιο της Δημοκρατίας προστέθηκε και η πολιτική ιδεολογία του υποψηφίου. Πράγματι, αν εξαιρεθεί ο μηδενικός προϋπολογισμός εξόδων για τον οποίον και ευθυνόταν ο ίδιος προσωπικά, είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμο αν οι χιλιάδες προβολές στο TikTok (ως αντικειμενικό γεγονός) ή το κατ’ ιδίαν περιεχόμενο των βιντεο-μυνημάτων του (ως πολιτική ιδεολογία) αντέβαιναν στη Δημοκρατία (εν προκειμένω, στην αρχή της εκλογικής ισότητας). Υπό το δεύτερο ενδεχόμενο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η αξιολόγηση της ιδεολογικής του τοποθέτησης τον κατέστησε ως μειωμένης εμπιστοσύνης υποψήφιο (άλλως, επικίνδυνο υποψήφιο). Εν κατακλείδι, μπορούσε το Δικαστήριο να κρίνει τη «δημοκρατικότητα» ενός υποψηφίου; Και αν ναι, με ποιο κριτήριο; Αυτό της ομοιότητάς (ή της ετερότητάς) του προς το αξιακό μοντέλο Δημοκρατίας που το ίδιο εισηγήθηκε;
Ο «οστρακισμός» του Georgescu, ο οποίος κινδυνεύει πλέον με προληπτικό αποκλεισμό στις νέες εκλογές[111], αποδυνάμωσε ταυτόχρονα και τη μερίδα των πολιτών που τον υποστήριξε. Πράγματι, η κατ’ ουσία ακύρωση της λαϊκής βούλησης περιχαράκωσε μια σημαντική κοινωνική ομάδα, τα συμφέροντα της οποίας κρίθηκαν εμμέσως ακυρωτέα στη διαδικασία της πολιτικής εκπροσώπησης[112]. Δεν στερείται σημασίας, εξάλλου, ο μαζικός χαρακτήρας των διαδηλώσεων κατόπιν δημοσίευσης της απόφασης[113]. Τουναντίον, επιβεβαιώνει αυτό που υπογράμμισε εύσχημα και η Επιτροπή της Βενετίας, ότι, δηλαδή, η ψήφος των πολιτών πρέπει να τεκμαίρεται κατ’ αρχήν ως οριστική[114]. Έπειτα, η λογική του «οστρακισμού» αναδεικνύει άλλη μια αντίφαση της «μαχητικής Δημοκρατίας»: το πολίτευμα χάνει τον διαλεκτικό και ενοποιητικό του χαρακτήρα, υποβαθμίζει την αξία της διαφωνίας και της προσδοκίας συναίνεσης, διαχωρίζοντας το σώμα των πολιτών σε «ακίνδυνους» και «επικίνδυνους». Προσφυώς έχει υποστηριχθεί πως «η αμυνόμενη δημοκρατία δεν αφορά την άμυνα κάποιων έναντι κάποιων άλλων, αλλά την άμυνα έναντι της χωλότητας του λαού της. Η άμυνα δικαιολογείται μεν όταν αποτρέπει την τρώση του πολιτεύματος, αλλά καταξιώνεται όταν ανακτά τον επίβουλο. Η ενοποιητική ακεραιότητα δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή πρωτίστως επιθετικά, αλλά κυρίως θεραπευτικά»[115]. Στη ρουμανική περίπτωση, όμως, η θεραπεία της διαδικασίας δεν κρίνεται επιτυχής.
Η κατάρρευση του (μέχρι πρότινος κρατούντος) ρουμανικού δικομματισμού και η στροφή σε δημαγωγούς φαίνεται πως αποτέλεσαν στην ουσία τους λόγους της δημοκρατικής επαγρύπνησης. Οι λόγοι αυτοί ενδεχομένως παρακίνησαν το Δικαστήριο να αναλάβει δράση· και, μάλιστα, οίκοθεν. Η ξαφνική μεταβολή του πολιτικού σκηνικού ήταν, όμως, επαρκής περίσταση κίνδυνου; Με άλλα λόγια, η προοικονομία νίκης ενός αληθινού δημαγωγού, δικαιολογούσε τη διάκριση σε «εχθρούς» και «φίλους» του πολιτεύματος; Ή μήπως, τελικά, η απόφαση συνιστούσε μια ύστατη προσπάθεια διατήρησης του υπάρχοντος πολιτικού status quo (περιλαμβανομένου του δυτικού προσανατολισμού της Ρουμανίας);
Η ανάδειξη του Georgescu, αναμφίβολα, εγγράφεται στην εποχή επικράτησης ενός λαϊκισμού που υπαγορεύει μια ιδιότυπη νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική πολιτική ατζέντα, όπως αυτή των Donald Trump στις ΗΠΑ και Victor Orban στην Ουγγαρία. Και οι τρεις, μάλιστα, έχουν στηρίξει μεγάλο μέρος της εκλογικής τους επιρροής στις ψηφιακές τεχνολογίες, αξιοποιώντας (ή και εργαλειοποιώντας) τη δυναμική τους[116]. Οι εκλογικές νίκες τους συνιστούν, όμως, έναν ορατό κίνδυνο για τη Δημοκρατία; Ασφαλώς, ανάμεσα στον λαϊκισμό και τον ωμό ολοκληρωτισμό υπάρχει μια απόσταση, η οποία δεν πρέπει να παραβλέπεται. Βέβαια, τίποτα δεν εμποδίζει τη μεσοπρόθεσμη ταύτισή τους, όπως πιστοποιεί το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Εντούτοις, η σπορά ενός διαρκούς φόβου ανατροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν αποτελεί μια ασφαλή «άμυνα». Αντιθέτως, υποκρύπτει έναν άλλο κίνδυνο: αυτόν της «καχεκτικής» δημοκρατίας και του προληπτικού αυταρχισμού της. Συνεπώς, η αντιμετώπιση του λαϊκισμού διά της εύκολης προσφυγής στη θεωρία της «αμυνόμενης Δημοκρατίας» κρίνεται απρόσφορη (ίσως και επιζήμια). Αφενός, διότι δεν μπορεί να προσφέρει ουσιαστική λύση στο πρόβλημα και αφετέρου, διότι «κανονικοποιεί» μια προσέγγιση, η οποία -όπως σημείωσε και η Επιτροπή της Βενετίας- θα πρέπει να αποτελεί το «έσχατο καταφύγιο» (ultimum refugium)[117].
Πράγματι, η ακύρωση των ρουμανικών εκλογών δεν μπόρεσε αφ’ εαυτής να σταθεροποιήσει την εύθραυστη πολιτική κατάσταση της χώρας. Τουναντίον, τροφοδότησε τη δημοτικότητα του Georgescu, εξώθησε σε παραίτηση τον Πρόεδρο Iohannis και όξυνε την καχυποψία των πολιτών στη διαφάνεια των κρατικών θεσμών[118]. Και τούτο, διότι δεν τεκμηρίωσε με διαύγεια επιχειρημάτων αν η λαϊκιστική ρητορική του Georgescu ταυτίστηκε με μια stricto sensu ανοιχτή αντιδημοκρατική δράση. Συναφώς, η έλλειψη αυτή στέρησε από την απόφαση τον ουσιαστικότερο λόγο της νομικής ευστάθειας και στερεότητάς της. Από την άλλη πλευρά, η προστασία της συνταγματικής τάξης με ένα τέτοιο εξαιρετικό μέσο, όπως αυτό της ολικής ακύρωσης των εκλογών, θέσπισε ένα μείζονος σημασίας δικαστικό προηγούμενο: δημιούργησε τη δυνατότητα διορθωτικής δικαστικής παρέμβασης στην εκδήλωση της λαϊκής βούλησης, κάθε φορά που εικάζεται (λιγότερο ή περισσότερο) η απειλή των δημοκρατικών θεμελίων της έννομης τάξης. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως παραβίασε την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Αδιαφόρως του εάν η συγκεκριμένη απόφανση είναι αποτέλεσμα ακτιβισμού ή αυθαιρεσίας, η χρήση της από μια μελλοντική «συντηρητική» πλειοψηφία του Δικαστηρίου μπορεί να οδηγήσει στον εξοβελισμό όσων μέχρι πρότινος λογίζονταν «φίλοι» της Δημοκρατίας[119].
Σε κάθε περίπτωση, η συνταγματική Πολιτεία πρέπει να στοχεύει στην «οριστική» νίκη της Δημοκρατίας. Τούτο, πρακτικά, απαιτεί την ταχεία αποκατάσταση της κοινωνικής εμπιστοσύνης, την οποία έπληξαν δυσεπανόρθωτα η συνεχιζόμενη διαφθορά και τα πολιτικά σκάνδαλα και μετά την πτώση του κομμουνισμού στη Ρουμανία.
[1] Bran M. «Les juges roumains annulent la présidentielle», Le Monde 8-9.12.2024, σ. 2.
[2] Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρουμανίας (εφεξής: ΣΔΡ), απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024 σχετικά με την ακύρωση της εκλογικής διαδικασίας για την εκλογή του Προέδρου της Ρουμανίας το 2024, σκ. 10, στο https://www.ccr.ro/wp-content/uploads/2024/12/Hotarare_32_2024.pdf (πρόσβαση: 30.01.2025). Σημειώνεται ότι το σύνολο των δικαστικών αποφάσεων που μνημονεύονται στη μελέτη μεταφράστηκε από τη ρουμανική στην ελληνική γλώσσα με τη χρήση του λογισμικού DeepL.
[3] ΣΔΡ, απόφαση 30 της 2ας Δεκεμβρίου 2024 σχετικά με την αίτηση ακύρωσης των εκλογών για το αξίωμα του Προέδρου της Ρουμανίας της 24ης Νοεμβρίου 2024 που υπέβαλε ο κ. Cristian-Vasile Terheș, στο https://www.ccr.ro/wp-content/uploads/2024/12/Hotarare_30_2024.pdf (πρόσβαση: 30.01.2025)
[4] «En Roumanie, la nouvelle élection présidentielle aura lieu en mai, après l’annulation de la précédente sur fond de suspicions d’interférence russe», Le Monde 16.01.2025, στο https://www.lemonde.fr/international/article/2025/01/16/en-roumanie-la-nouvelle-election-presidentielle-aura-lieu-en-mai-apres-l-annulation-de-la-precedente-sur-fond-de-suspicions-d-interference-russe_6501339_3210.html (πρόσβαση: 20.01.2025).
[5] Selejan-Gutan B., The Constitution of Romania, Hart Publishing, 2016, σ. 59-60.
[6] Βλ. άρθρο 103 του ρουμανικού Συντάγματος.
[7] Βλ. άρθρο 60 επ. του ρουμανικού Συντάγματος.
[8] Βλ. άρθρο 124 επ. του ρουμανικού Συντάγματος.
[9] Selejan-Gutan B., «The Second Round that Wasn’t: Why the Romanian Constitutional Court Annulled the Presidential Elections», VerfBlog 07.12.2024, στο https://verfassungsblog.de/the-second-round-that-wasnt/ (πρόσβαση: 06.02.2025).
[10] Βλ. άρθρο 146 περ. στ΄ του ρουμανικού Συντάγματος.
[11] Βλ. άρθρο 38 ν. 47/1992 περί οργάνωσης και λειτουργίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει: «Οι ενστάσεις κατά της εγγραφής ή μη εγγραφής υποψηφιότητας για το αξίωμα του Προέδρου της Ρουμανίας, καθώς και κατά της παρεμπόδισης ενός πολιτικού κόμματος ή σχηματισμού ή ενός υποψηφίου να διεξάγει προεκλογική εκστρατεία υπό τους όρους του νόμου, επιλύονται από το Συνταγματικό Δικαστήριο, με πλειοψηφική ψήφο των δικαστών, εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο νόμος για την εκλογή του Προέδρου της Ρουμανίας», στο https://www.ccr.ro/wp-content/uploads/2020/11/LAW-No47.pdf (πρόσβαση: 25.01.2025).
[12] Selejan-Gutan, The Constitution of Romania, ό.π., σ. 169-171.
[13] Kuti C., «On Means and Ends: The Annulment of the Romanian Presidential Elections», VerfBlog 10.12.2024, στο https://verfassungsblog.de/on-means-and-ends/ (πρόσβαση: 06.02.2025)
[14] Selejan-Gutan, The Constitution of Romania, ό.π., σ. 30, 62.
[15] Ibid, σ. 258-259.
[16] Coman R., «Percée de l’extrême droite pro-russe, élections annulées…La Roumanie en pleine ebullition», Sud-Ouest 18.12.2024, στο https://www.sudouest.fr/politique/percee-de-l-extreme-droite-pro-russe-elections-annulees-la-roumanie-en-pleine-ebullition-22563903.php (πρόσβαση 29.01.2025).
[17] Selejan-Gutan, «The Second Round that Wasn’t: Why the Romanian Constitutional Court Annulled the Presidential Elections», ό.π.
[18] Chastand J.-B., «Personne ne savait rien de Calin Georgescu», Le Monde 30.11.2024, σ. 5.
[19] Chastand J.-B., Leloup D., «L’influence de TikTok mise en évidence par Bucarest», Le Monde 07.12.2024, σ. 4.
[20] Selejan-Gutan, «The Second Round that Wasn’t: Why the Romanian Constitutional Court Annulled the Presidential Elections», ό.π.
[21] ΣΔΡ, απόφαση 30 της 2ας Δεκεμβρίου 2024, ό.π., σκ. 6.
[22] Kuti, ό.π.
[23] Coman, ό.π.
[24] Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Ψηφιακών Μέσων τα υπέρ του Georgescu «hashtags» προκάλεσαν 73,2 εκατομμύρια προβολές μέσα σε επτά ημέρες, στο https://edmo.eu/blog/algorithmic-influence-onelections-insights-from-romanias-case-study/ (πρόσβαση: 05.02.2025). Βλ. και Leloup D., Reynaud F., Chastand J.-B., «Roumanie : influenceurs, comptes automatisés et publicités illégales au service d’une campagne d’ingérence hors normes», Le Monde 13.12.2024, στο https://www.lemonde.fr/pixels/article/2024/12/13/roumanie-influenceurs-comptes-automatises-et-publicites-illegales-au-service-d-une-campagne-d-ingerence-hors-normes_6445661_4408996.html (πρόσβαση: 09.02.2025).
[25] Plate K.-C., «Presidential elections annulled after hybrid attack», εθνική αναφορά για τη Ρουμανία, Konrad Adenauer Stiftung, Δεκέμβριος 2024, στο https://www.kas.de/en/country-reports/detail/-/content/praesidentenwahlen-annulliert-nach-hybriden-angriffen (πρόσβαση: 25.01.2025).
[26] Γενική γραμματεία άμυνας και εθνικής ασφάλειας της Γαλλίας (υπάγεται στον Πρωθυπουργό), Έκθεση περί «χειραγώγησης των αλγορίθμων και χρήση των παραγόντων επιρροής: διδάγματα από τις προεδρικές εκλογές στη Ρουμανία και κίνδυνοι για τη Γαλλία», 04.02.2025, στο https://www.sgdsn.gouv.fr/publications/manipulation-dalgorithmes-et-instrumentalisation-dinfluenceurs-enseignements-de (πρόσβαση: 12.02.2025).
[27] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ. 4.
[28] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ. 5.
[29] Πρβλ. σχετ. την τοποθέτηση των ΗΠΑ (υπό την προεδρία Biden): «(…) Οι Ρουμάνοι πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη ότι οι εκλογές τους αντικατοπτρίζουν τη δημοκρατική βούληση του ρουμανικού λαού και ότι είναι απαλλαγμένες από ξένες κακόβουλες επιρροές που αποσκοπούν στην υπονόμευση της αμεροληψίας των εκλογών τους. Η ακεραιότητα των εκλογών της Ρουμανίας είναι υψίστης σημασίας για τη δύσκολα κερδισμένη δημοκρατία των Ρουμάνων. Είναι η επιλογή του ρουμανικού λαού ποιον θα εκλέξει. Καμία άλλη χώρα ή ξένος παράγοντας δεν έχει αυτό το δικαίωμα (…)», στο https://ro.usembassy.gov/statement-on-romanian-constitutional-courts-ruling-on-romanias-presidential-elections/ (πρόσβαση: 25.01.2025). Βέβαια, υπό την προεδρία Trump, ο Αντιπρόεδρος Vance άσκησε δριμεία κριτική στην ακύρωση των εκλογών, θεωρώντας πως τα ευρωπαϊκά κράτη πίεσαν προς αυτή την κατεύθυνση. Βλ. Cozighian P., «Dopé par le coup de pouce de JD Vance, le Roumain Calin Georgescu veut relancer sa campagne», Le Figaro 19.02.2025, στο https://www.lefigaro.fr/international/dope-par-le-coup-de-pouce-de-jd-vance-le-roumain-calin-georgescu-veut-relancer-sa-campagne-20250219 (πρόσβαση: 20.02.2025).
[30] Andreu T., «L’annulation des résultats du premier tour des élections présidentielles roumaines par la Cour constitutionnelle, un “coup d’État”?», JP Blog 10.12.2024, στο https://blog.juspoliticum.com/2024/12/10/lannulation-des-resultats-du-premier-tour-des-elections-presidentielles-roumaines-par-la-cour-constitutionnelle-un-coup-detat-par-thomas-andreu/ (πρόσβαση: 20.01.2025).
[31] «Roumanie: le chef de l’Etat, Klaus Iohannis, annonce sa démission, deux mois après l’annulation du scrutin présidentiel en raison d’allégations d’ingérence russe», Le Monde 11.02.2024, στο https://www.lemonde.fr/international/article/2025/02/10/le-chef-de-l-etat-roumain-klaus-iohannis-annonce-sa-demission-deux-mois-apres-l-annulation-du-scrutin-presidentiel-en-raison-d-allegations-d-ingerence-russe_6540272_3210.html (πρόσβαση: 11.02.2024).
[32] ΕΔΔΑ, Calin Georgescu κατά Ρουμανίας, αρ. προσφ. 37327/24 (απόφαση επί προσωρινών μέτρων), 21.01.2025, στο https://hudoc.echr.coe.int/eng-press#{%22itemid%22:[%22003-8138374-11400352%22]} (πρόσβαση: 01.02.2025).
[33] Επιτροπή της Βενετίας, «Επείγουσα Αναφορά για την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων από τα συνταγματικά Δικαστήρια», 27.01.2025, στο https://www.venice.coe.int/webforms/documents/default.aspx?pdffile=CDL-PI(2025)001-e (πρόσβαση: 30.01.2025), παρ. 18 και 39.
[34] Maftean M.,«A Troubling Triumph in Romania: What the Annulled Election Reveals About Democracy’s Defence», VerfBlog 10.12.2024, στο https://verfassungsblog.de/triumph-in-romania/ (πρόσβαση: 25.01.2025).
[35] Πρβλ. σχετ. Altwegg-Boussac M., «Le droit politique, des concepts et des formes», Jus Politicum 2/2020, σ. 57-74, σ. 58 : « (…) Αυτό που εμφανίζεται ως “νομικό” δεν περιορίζεται επομένως στην αποτύπωση των νομικών διατάξεων [énoncés juridiques], αλλά περιλαμβάνει άλλες μορφές κανονικοτήτων – συμπεριφορές, πράξεις, ερμηνείες, συλλογισμούς, συζητήσεις, αρχές ή ιδέες (…)».
[36] Πρβλ. σχετ. Παπανικολάου Κ., «Η δημοκρατία εν αμύνη. Μεταξύ συνταγματικού εγγυητισμού και ενοποιητικής ακεραιότητας», Constitutionalism 27.01.2023, στο https://www.constitutionalism.gr/i-dimokratis-en-amini-metaxi-sintagmatismou-eggiitikou-kai-enopoiitikis-akeraiotitas/ (πρόσβαση: 01.02.2025).
[37] Carrozzini A., «Shooting Democracy in the Foot?: The Romanian Constitutional Court’s Annulment of Presidential Elections», VerfBlog, 13.12.2024, στο https://verfassungsblog.de/shooting-democracy-in-the-foot/ (πρόσβαση: 29.01.2025). Πρβλ. και Kuti, ό.π.
[38] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ. 5.
[39] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ. 6-7. Πρβλ. και άρθρο 1 του ρουμανικού Συντάγματος.
[40] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ. 8-9.
[41] Πρβλ. Ghevontian R., «La notion de sincérité du scrutin», Cahiers du Conseil constitutionnel 13/2003, στο https://www.conseil-constitutionnel.fr/nouveaux-cahiers-du-conseil-constitutionnel/la-notion-de-sincerite-du-scrutin (πρόσβαση: 12.02.2025).
[42] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ. 10.
[43] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ. 7, όπου μνημονεύεται η απόφαση του ΕΔΔΑ, Karascuny και λοιποί κατά Ουγγαρίας, αρ. προσφ. 42461 και 44357/13 με αναφορά στο άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (δικαίωμα ελεύθερων εκλογών). Βλ. και σκέψεις 10, 15 και 17 της απόφασης, όπου μνημονεύονται κείμενα της Επιτροπής της Βενετίας, όπως ο Κώδικας ορθής πρακτικής σε εκλογικά θέματα (Code of good practice in electoral matters) και η ερμηνευτική δήλωση επί του ίδιου Κώδικα σχετικά με τις ψηφιακές τεχνολογίες και την τεχνητή νοημοσύνη (Interpretative declaration of the Code of good practice in electoral matters as concerns digital technologies and artificial intelligence) που εγκρίθηκε στις 06.12.2024. Επισημαίνεται πως η Επιτροπή της Βενετίας έχει εκδώσει παλαιότερα αναφορές για την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων (2009), όπως και για την επίλυση των εκλογικών διαφορών (2020).
[44] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ. 11.
[45] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ.12-13.
[46] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ. 16.
[47] Ειδικότερα, οι διαφημίσεις του Georgescu στις ψηφιακές πλατφόρμες δεν έφεραν «τα ειδικά σήματα της εκλογικής δημοσιότητας» σύμφωνα με όσα προβλέπει ο ν. 370/2004.
[48] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ. 14.
[49] Πρβλ. ΕΔΔΑ, Mugemangango κατά Βελγίου, αρ. προσφ. 310/15, 10.07.2020, σκ. 70, 109-114: «(…) η διακριτική ευχέρεια που διαθέτει το όργανο που λαμβάνει αποφάσεις σε εκλογικά θέματα δεν μπορεί να είναι υπερβολική -πρέπει να περιορίζεται, με επαρκή ακρίβεια, από τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου (…). Οι εφαρμοστέοι κανόνες πρέπει να είναι επαρκώς συγκεκριμένοι και ακριβείς (…)».
[50] Επιτροπή της Βενετίας, «Επείγουσα Αναφορά για την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων από τα συνταγματικά Δικαστήρια», ό.π., παρ. 13-20, βλ. ιδίως παρ. 18: «Η Επιτροπή της Βενετίας έχει σημειώσει στο παρελθόν ότι η εκλογική νομοθεσία των περισσότερων κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης συνήθως δεν περιέχει λεπτομέρειες σχετικά με την εξουσία λήψης αποφάσεων των αρμόδιων οργάνων επίλυσης εκλογικών διαφορών και ότι αφήνει ευρεία διακριτική ευχέρεια στον δικαστή που εξετάζει εκλογικά θέματα να αποφασίσει εάν οι παρατυπίες είναι τέτοιες που να απαιτούν ακύρωση της εκλογής. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή της Βενετίας έχει διατυπώσει γενική σύσταση – η οποία παραμένει σε ισχύ – για τη βελτίωση της νομοθεσίας σχετικά με την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΕΔΔΑ έχει επίσης εκφράσει ανησυχίες σχετικά με την εκλογική νομοθεσία που παρέχει στα όργανα επίλυσης εκλογικών διαφορών (υπερβολικά) ευρεία διακριτική ευχέρεια. Κατά κανόνα, οι ψηφοφόροι πρέπει να εμπιστεύονται ότι η ψήφος τους είναι οριστική (…)».
[51] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ.15.
[52] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ. 16.
[53] Βλ. σχετ. παρ. 107 και 108 της επεξηγηματικής έκθεσης του Κώδικα ορθής πρακτικής σε εκλογικά θέματα: «Η ρύθμιση της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων και των εκλογικών εκστρατειών αποτελεί έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα για την ομαλότητα της εκλογικής διαδικασίας. Πρώτα απ’ όλα, η χρηματοδότηση πρέπει να είναι διαφανής -η διαφάνεια αυτή είναι απαραίτητη ανεξάρτητα από το επίπεδο πολιτικής και οικονομικής ανάπτυξης της εκάστοτε χώρας». Βλ. και παρ. 46 της ερμηνευτικής δήλωσης του ίδιου Κώδικα σχετικά με τις ψηφιακές τεχνολογίες και την τεχνητή νοημοσύνη: «(…) Η διαδικτυακή εκλογική διαφήμιση πρέπει πάντα να αναγνωρίζεται ως τέτοια και να είναι διαφανής όσον αφορά την ταυτότητα του χορηγού της και την τεχνική διάδοσης που χρησιμοποιείται. Οι πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης θα πρέπει να υποχρεούνται να δημοσιοποιούν με συνέπεια τα δεδομένα σχετικά με την πολιτική διαφήμιση και τους χορηγούς τους».
[54] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ. 17.
[55] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ. 18.
[56] Επιτροπή της Βενετίας, «Επείγουσα Αναφορά για την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων από τα συνταγματικά Δικαστήρια», ό.π., παρ. 73-77.
[57] Ibid, παρ. 51.
[58] Πρβλ. ενδ., Amaritei I.,«Les élections présidentielles en Roumanie : la Constitution contre Tik-tok», Questions Constitutionnelles 23.12.2024, στο https://questions-constitutionnelles.fr/les-elections-presidentielles-en-roumanie-la-constitution-contre-tik-tok/ (πρόσβαση: 01.02.2025), ομοίως και Andreu, ό.π.
[59] Βλ. Carrozzini, ό.π.
[60] Βλ. σχετ. σε Kuti, ό.π., ο οποίος σημειώνει ότι κατατέθηκε αίτηση ακύρωσης των βουλευτικών εκλογών στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο.
[61] ΣΔΡ, απόφαση 32 της 6ης Δεκεμβρίου 2024, σκ. 21.
[62] Βλ. άρθρο 52 παρ. 2 ν. 370/2004.
[63] Kuti, ό.π.
[64] Βλ. όμως Tanasescu E.-S., Droit constitutionnel de la Roumanie, Bruylant, 2024, σ. 129 : «Με την πάροδο του χρόνου, το ίδιο το ρουμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο εκμεταλλεύθηκε κάθε ευκαιρία για να εδραιώσει και να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του».
[65] Βλ. άρθρο 52 παρ. 1 ν. 370/2004.
[66] ΣΔΡ, απόφαση 66 της 1ης Οκτωβρίου 2019 σχετικά με την προσφυγή που ασκήθηκε κατά της απόφασης του Κεντρικού Εκλογικού Γραφείου αριθ. 32/Δ της 27ης Σεπτεμβρίου 2019 αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 1 στ. γ΄ πρώτη πρόταση του ν. 370/2004 για την εκλογή του Προέδρου της Ρουμανίας, στο https://www.ccr.ro/wp-content/uploads/2024/09/Hotarare_66_2019.pdf (πρόσβαση: 09.02.2025).
[67] ΣΔΡ, δελτίο τύπου της 5ης Δεκεμβρίου 2024, στο https://www.ccr.ro/comunicat-de-presa-5-decembrie-2024/ (πρόσβαση: 20.01.2025).
[68] Επιτροπή της Βενετίας, «Επείγουσα Αναφορά για την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων από τα συνταγματικά Δικαστήρια», ό.π., παρ. 21-27.
[69] Βλ. άρθρο 56 παρ. 2 ν. 370/2004.
[70] Selejan-Gutan, «The Second Round that Wasn’t: Why The Romanian Constitutional Court Annulled Τhe Presidential Elections», ό.π.
[71] Επιτροπή της Βενετίας, «Επείγουσα Αναφορά για την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων από τα συνταγματικά Δικαστήρια», ό.π., παρ. 33-37.
[72] Ibid, παρ. 43 in fine : «(…) το δικαστήριο θα πρέπει να αποδείξει στην αιτιολογημένη απόφασή του σε ποια στοιχεία βασίζεται η απόφαση και γιατί είναι πεπεισμένο ότι οι παρατυπίες μπορεί να είχαν αντίκτυπο στο αποτέλεσμα».
[73] Ibid, παρ. 59: «(…) οι διαδικαστικές εγγυήσεις για τις εκλογικές διαφορές αποκτούν ιδιαίτερη σημασία όταν πρόκειται για αποφάσεις σχετικά με την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων. (…) Η απόδειξη των παραβιάσεων του νόμου με εκστρατείες στο διαδίκτυο και μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Καλά αιτιολογημένες, διαφανείς αποφάσεις για τέτοια θέματα είναι ζωτικής σημασίας. Κατά τη γνώμη της Επιτροπής της Βενετίας, οι αποφάσεις αυτές πρέπει να αναφέρουν επακριβώς τις παραβιάσεις και τα αποδεικτικά στοιχεία και δεν πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά σε διαβαθμισμένες πληροφορίες (οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο ως πληροφορίες πλαισίου), καθώς αυτό δεν θα εγγυάται την απαραίτητη διαφάνεια και επαληθευσιμότητα (…)».
[74] Αξίζει να επισημανθεί πως η απόφαση δεν κατονομάζει σε κανένα σημείο της τον Georgescu, αλλά τον μνημονεύει απλώς ως «έναν υποψήφιο». Η υφολογική επικέντρωση στο κύρος της διαδικασίας και όχι στη συμπεριφορά του υποκειμένου εμφανώς καταδεικνύει πως το Δικαστήριο ήθελε να πέμψει στους πολίτες το μήνυμα υπεράσπισης της ποιότητας της έννομης τάξης.
[75] Πρβλ. και Επιτροπή της Βενετίας, «Επείγουσα Αναφορά για την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων από τα συνταγματικά Δικαστήρια», ό.π., παρ. 39-45, η οποία αναλύει την έννοια της «σημαντικής» αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος.
[76] Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως σε δύο σημεία της απόφασης εντοπίζεται η λέξη «ενδέχεται».
[77] Βλ. άρθρο 3 παρ. 3 εδ. ε΄: «Το δευτεροβάθμιο όργανο πρέπει να έχει την εξουσία να ακυρώνει τις εκλογές όταν παρατυπίες ενδέχεται να επηρέασαν το αποτέλεσμα. Πρέπει να είναι δυνατή η ακύρωση ολόκληρων των εκλογών ή μόνο των αποτελεσμάτων μιας εκλογικής περιφέρειας ή ενός εκλογικού τμήματος. Σε περίπτωση ακύρωσης, πρέπει να προκηρυχθούν νέες εκλογές στην εν λόγω περιοχή».
[78] Επιτροπή της Βενετίας, «Έκθεση για την επίλυση των εκλογικών διαφορών», 08.10.2020, παρ. 128: «Πράγματι, λαμβάνοντας υπόψη τις ακραίες συνέπειες της ακύρωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων, μια τέτοια απόφαση θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου αποδεικνύεται σαφώς η ύπαρξη παρανομίας, ανεντιμότητας, αδικίας, ατασθαλίας ή άλλου παραπτώματος και όπου η αθέμιτη αυτή συμπεριφορά έχει αλλοιώσει τα εκλογικά αποτελέσματα».
[79] Βλ. ενδ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά Ελλάδος (ολομέλεια), αρ. προσφ. 18997/91, 28.02.1994 και ΕΔΔΑ, Babenko κατά Ουκρανίας, αρ. προσφ. 43476/98, 04.05.1999. Αντιθέτως, αν οι παρανομίες είναι μικρής σημασίας ή τυπικής φύσης η ακύρωση των εκλογών μπορεί να συνιστά παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, βλ. σχετ. ΕΔΔΑ, Riza και λοιποί κατά Βουλγαρίας, αρ. προσφ. 48555 και 48377/10, 13.10.2015, σκ. 174-176.
[80] Επιτροπής της Βενετίας, «Επείγουσα Αναφορά για την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων από τα συνταγματικά Δικαστήρια», ό.π., παρ. 42.
[81] Ibid, παρ. 44.
[82] Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, απόφαση 119 της 19ης Δεκεμβρίου 2023, 2 BvC 4/2023, στο https://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Pressemitteilungen/DE/2023/bvg23-119.html?nn=148438 (πρόσβαση: 01.02.2025).
[83] Αυστριακό Συνταγματικό Δικαστήριο, WI6/2016‐125, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2016, στο https://www.vfgh.gv.at/downloads/VfGH_W_I_6-2016_EN_2.pdf (πρόσβαση: 07.02.2025), σκ. 495 και 500: «Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η εκλογική αμφισβήτηση δεν επιτρέπεται μόνο επειδή αποδεικνύεται η υποτιθέμενη παρανομία της εκλογικής διαδικασίας -πρέπει επίσης να έχει επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα (άρθρο 141 παρ.1 εδ. γ’ του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 70 παρ. 1 εδ. α’ VfGG). Στο πλαίσιο αυτό, το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει επανειλημμένα κρίνει ότι αυτό το (δεύτερο) κριτήριο πληρούται ήδη εάν η παρανομία μπορούσε να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα. (…) Σε πολυάριθμες άλλες υποθέσεις, (…), το Συνταγματικό Δικαστήριο ακύρωσε εκλογές λόγω τέτοιων παραβάσεων, χωρίς να έχει σημασία αν αποδείχθηκε οποιαδήποτε κατάχρηση ή ακόμη και αν ήταν πιθανή οποιαδήποτε κατάχρηση -και δεν απαιτήθηκε σε καμία περίπτωση η παράβαση να καταλήξει σε μια τέτοιας διάστασης πραγματική αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος ώστε να επηρεάσει την έκβαση των εκλογών».
[84] ΑΕΔ 66/1997, ΔιΔικ 2/1998, σ. 452-454. Βλ. και ΑΕΔ 64-65/1997 (exit polls), ΝΟΜΟΣ, 11/2020 (μη απόδειξη παραπλάνησης των ψηφοφόρων ως προς την ταυτότητα υποψηφίου λόγω χρήσης υποκοριστικού ονόματος και μη δημιουργία αμφιβολιών περί του εάν το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών επηρεάστηκε), ΝΟΜΟΣ.
[85] Βλ. ενδ. Chastand, «Personne ne savait rien de Calin Georgescu», ό.π., σ. 5.
[86] Επιτροπής της Βενετίας, «Επείγουσα Αναφορά για την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων από τα συνταγματικά Δικαστήρια», ό.π., παρ. 5-7, όπου υπογραμμίζεται η ιδιαιτερότητα της ρουμανικής υπόθεσης.
[87] Η έννοια εισήχθη στον μεσοπόλεμο από τον Γερμανό Loewenstein K., «Militant Democracy and Fundamental Rights I», The American Political Science Review 31/1937, σ. 417-432 και του ιδίου, «Militant Democracy and Fundamental Rights II», The American Political Science Review 31/1937, σ. 638-658.
[88] Βλ. ενδ. Elian A., Rijpkema B. (επιμ.), Militant Democracy – Political Science, Law and Philosophy, Springer, 2018, σ. 1-22× Malkopoulou A., Kirhner A. (επιμ.), Militant Democracy and Its Critics, Edinburgh University Press, 2019, σ. 1-12.
[89] Maftean, ό.π., ο οποίος κατατάσσει ευθέως τη ρουμανική υπόθεση στο φάσμα της «αμυνόμενης» Δημοκρατίας.
[90] Βλ. σχετικά BVerfGE 5, 85, 17.08.1956 (διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος) και BVerfGE 2, 1, 23.10.1952 (διάλυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Ράιχ). Πρβλ. και άρθρο 21 παρ. 2 του γερμανικού Συντάγματος.
[91] Παπανικολάου, ό.π. Πρβλ. και ΕΔΔΑ, Refah Partisi και Άλλοι κ Τουρκίας, αρ. προσφ. 41340-4/98, 13.02.2003, όπου επικυρώθηκε η διάλυση πολιτικού κόμματος που αποσκοπούσε να εγκαθιδρύσει τη Σαρία ως εφαρμοστέο δίκαιο στην Τουρκία. Ειδικότερα, το δικαστήριο έκρινε ότι η Σαρία είναι ασυμβίβαστη με τις θεμελιώδεις αρχές της Δημοκρατίας, αφ’ ης στιγμής πρόκειται για ένα θρησκογενές και, άρα, αμετάβλητο στον χρόνο δίκαιο. Περαιτέρω, θεώρησε πως η εφαρμογή της Σαρία αντίκειται στις θεμελιώδεις αξίες της ΕΣΔΑ, ιδίως σε ό,τι αφορά την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον χώρο του ποινικού δικαίου, αλλά και της ποινικής δικονομίας.
[92] Teurtrie D., «En Géorgie et en Moldavie, le rêve européen divise», Le Monde diplomatique, Δεκέμβριος 2024, σ. 6-7.
[93] «A l’approche des élections, l’Allemagne s’inquiète des tentatives d’ingérence russes», RTS, στο https://www.rts.ch/info/monde/2025/article/elections-allemandes-la-russie-accusee-d-ingerence-et-de-desinformation-28779864.html (πρόσβαση: 09.02.2025).
[94] Bodin J., Les Six Livres de la République, 1 τ., Garnier, 2013, σελ. 444.
[95] Επιτροπής της Βενετίας, «Επείγουσα Αναφορά για την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων από τα συνταγματικά Δικαστήρια», ό.π., παρ. 45 in fine.
[96] Doebelin V., «Comment préserver nos démocraties entre réseaux sociaux, intelligence artificielle et ingérences étrangères dans le processus électoral ? – À propos de l’annulation du scrutin présidentiel en Roumanie», La Semaine Juridique – Administrations et Collectivités territoriales, 5/2025, σ. 2033 επ. Πρβλ. και Doebelin V., «Équité de traitement dans les médias des candidats à une élection – Un principe à l’épreuve d’une recomposition de la vie politique française», La Semaine Juridique – Edition Générale 51-52/2024, σ. 1543 επ.
[97] Βλ. αντί πολλών Παναγοπούλου-Κουτνατζή Φ., «Τεχνητή Νοημοσύνη και Δημοκρατία: Προς έναν ψηφιακό αυταρχισμό ή μια δημοκρατική αναβάθμιση», Syntagma Watch, στο https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/texnith-nohmosynh-kai-demokratia/ (πρόσβαση: 19.02.2025).
[98] «Commission opens formal proceedings against TikTok on election risks under the Digital Services Act» στο https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/ip_24_6487 (πρόσβαση: 12.02.2025).
[99] Άρθρο 34 παρ. 1 : «Οι πάροχοι πολύ μεγάλων επιγραμμικών πλατφορμών και πολύ μεγάλων επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης εντοπίζουν, αναλύουν και αξιολογούν επιμελώς οποιουσδήποτε συστημικούς κινδύνους στην Ένωση που απορρέουν από τον σχεδιασμό ή τη λειτουργία των υπηρεσιών τους και των σχετικών συστημάτων του, συμπεριλαμβανομένων των αλγοριθμικών συστημάτων, ή από τη χρήση των υπηρεσιών τους στην Ένωση (…) Η εν λόγω εκτίμηση κινδύνων αφορά ειδικά τις υπηρεσίες τους και είναι αναλογική προς τους συστημικούς κινδύνους, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα και την πιθανότητά τους, και περιλαμβάνει τους ακόλουθους συστημικούς κινδύνους (…) οποιεσδήποτε πραγματικές ή προβλέψιμες αρνητικές επιπτώσεις στον πολιτικό διάλογο και τις εκλογικές διαδικασίες, καθώς και στη δημόσια ασφάλεια (…)». Άρθρο 35 παρ. 1 : «Οι πάροχοι πολύ μεγάλων επιγραμμικών πλατφορμών και πολύ μεγάλων επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης εφαρμόζουν εύλογα, αναλογικά και αποτελεσματικά μέτρα περιορισμού, τα οποία προσαρμόζονται στους ειδικούς συστημικούς κινδύνους που εντοπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 34, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τις επιπτώσεις αυτών των μέτρων στα θεμελιώδη δικαιώματα. (…)».
[100] Barata J., Lazar E., «Will the DSA Save Democracy? The test of the Recent Presidential Election in Romania», TechPolicy, στο https://www.techpolicy.press/will-the-dsa-save-democracy-the-test-of-the-recent-presidential-election-in-romania/ (πρόσβαση: 05.02.2025).
[101] Βλ. ενδ. ΕΔΔΑ, Kwiecien κατά Πολωνίας, αρ. προσφ. 51744/99, 09.01.2007, ΕΔΔΑ, Kita κατά Πολωνίας, αρ. προσφ. 57659/00, 08.07.2008, ΕΔΔΑ, Brzeziński κατά Πολωνίας, αρ. προσφ. 47542/07, 25.07.2019.
[102] Επιτροπής της Βενετίας, «Επείγουσα Αναφορά για την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων από τα συνταγματικά Δικαστήρια», ό.π., παρ. 75. Βλ. και ΕΔΔΑ, Behar και Gutman κατά Βουλγαρίας, αρ. προσφ. 29335/13, 16.02.2021.
[103] Ibid, παρ. 53.
[104] Ibid, παρ. 57, 77.
[105] Ibid, παρ. 54, 75, 78 [F].
[106] ΣΔΡ, απόφαση 2 της 5ης Οκτωβρίου 2024 σχετικά με την αμφισβήτηση της εγγραφής της υποψηφιότητας της κ. Diana Iovanovici-Șoșoacă στις εκλογές του 2024 για την ανάδειξη του Προέδρου της Ρουμανίας, στο https://www.ccr.ro/wp-content/uploads/2024/10/Hotarare_2_2024.pdf (πρόσβαση: 12.02.2025), σκ. 7-14.
[107] ΣΔΡ, απόφαση 2 της 5ης Οκτωβρίου 2024, ό.π., σκ. 5-6.
[108] Ο μειοψηφήσας δικαστής Scântei υποστήριξε πως ο αποκλεισμός της Șoșoacă δεν έβρισκε συνταγματικό έρεισμα, αφενός διότι δεν προέκυπτε σαφώς η αρμοδιότητά του Δικαστηρίου (κατά τη γνώμη του, το Δικαστήριο περιορίζεται στον αντικειμενικό έλεγχο των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων που τάσσει ο εκλογικός νόμος) και αφετέρου διότι οι περιπτώσεις αφαίρεσης του δικαιώματος του εκλέγεσθαι ορίζονται ρητά στο Σύνταγμα και τον νόμο (λ.χ. ως παρεπόμενη ποινή μετά από αμετάκλητη καταδίκη).
[109] Πρβλ. Baranger D., La Constitution: Sources, interprétations, raisonnements, Dalloz, 2022, σ.102-114.
[110] Πρβλ. Vinx L., «Democratic equality and militant democracy», Constellations 27/2020, σ. 685–701, στο https://doi.org/10.1111/1467-8675.12467 (πρόσβαση: 12.02.2025).
[111] Υφίσταται ήδη το δικαστικό προηγούμενο της περίπτωσης Șoșoacă, ενώ το περιεχόμενο των αποχαρακτηρισμένων εγγράφων για τις πρακτικές του Georgescu είναι εξόχως επιβαρυντικό ενόψει της εκ νέου υποβολής της υποψηφιότητάς του.
[112] Rovira-Kaltwasser C., «Militant Democraty Versus Populism», σε Malkopoulou A., Kirhner A. (επιμ.), Militant Democraty and Its Critics, ό.π., σ. 85επ.
[113] Bran M., «Les nationalistes roumains mobilisés en vue de la présidentielle», Le Monde 14.01.2025, σ. 2.
[114] Βλ. υποσ. 50.
[115] Παπανικολάου, ό.π.
[116] Mandraud I., «De la démocratie face aux menaces numériques», Le Monde 19.02.2025, σ. 18-19.
[117] Επιτροπής της Βενετίας, «Επείγουσα Αναφορά για την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων από τα συνταγματικά Δικαστήρια», ό.π., παρ. 68, 78 [C].
[118] Maftean, ό.π. «(…) Το αποτέλεσμα είναι μια ακύρωση που μοιάζει περισσότερο με έλεγχο ζημιών παρά με δημοκρατική υπεράσπιση. Ακόμη χειρότερα, κινδυνεύει να εμβαθύνει την πόλωση. Οι υποστηρικτές του Georgescu ήδη διαμορφώνουν την ακύρωση ως απόδειξη συνωμοσίας της ελίτ, υποδαυλίζοντας λαϊκιστικές αφηγήσεις που διαβρώνουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στους θεσμούς (…)».
[119] Kuti, ό.π. «(…) ακόμη και αν η απροσδόκητα ακτιβιστική στάση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρουμανίας μπορεί να έσωσε στιγμιαία την εύθραυστη δημοκρατία της Ρουμανίας, αυτή η προβληματική επέκταση των εξουσιών ελέγχου του θα μπορούσε εξίσου εύκολα να στραφεί εναντίον του δημοκρατικού κατεστημένου στο μέλλον. Ένα ακροδεξιό δικαστήριο στο οποίο κυριαρχεί η ακροδεξιά, για παράδειγμα, θα μπορούσε να επικαλεστεί υποτιθέμενη παρέμβαση των Βρυξελλών για να εξαλείψει δημοκρατικούς υποψηφίους από τα ψηφοδέλτια ή να ακυρώσει ολόκληρη την εκλογική διαδικασία σε περιπτώσεις ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων».
Ο Γεώργιος Κ. Καράντζιος είναι υποψήφιος Διδάκτορας Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Paris-Panthéon-Assas. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης με μεταπτυχιακές σπουδές στο Δημόσιο Δίκαιο και τη Θεωρία Δικαίου. Η διδακτορική του διατριβή αναπτύσσει το ζήτημα της «προ-κατανόησης» στο Συνταγματικό Δίκαιο («Les préjugés en droit constitutionnel: contribution à une théorie de l’interprétation de la Constitution») και επιβλέπεται από τον Καθηγητή Denis Baranger. Διετέλεσε διευθυντής σύνταξης του φοιτητικού νομικού περιοδικού «Υπαγωγή», έχει δε εργαστεί ως δικηγόρος στη Θεσσαλονίκη. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν κυρίως σε ζητήματα συνταγματικού και διοικητικού δικαίου. Σχετικές μελέτες του και σχόλια νομολογίας έχουν δημοσιευτεί σε εγχώριες νομικές επιθεωρήσεις.