Συμπληρώνονται ήδη 5 χρόνια από την προηγούμενη αναθεώρηση του Συντάγματος και ανοίγει ο δρόμος για νέα αναθεώρηση. Όπως έχει διαμορφωθεί με τις προηγούμενες αναθεωρήσεις του, το Σύνταγμα περιλαμβάνει αρκετές διατάξεις οι οποίες προκαλούν -το λιγότερο που μπορεί κανείς να πει- προβληματισμό και χρειάζονται επανεξέταση, αν όχι αναθεώρηση. Δεν θα επεκταθώ σε μια εφ’ όλης της ύλης καταγραφή των κατά τη γνώμη μου κακώς κειμένων. Υπάρχει, πάντως, ένας τομέας τον οποίο γνωρίζω καλά, λόγω προϋπηρεσίας, και στον οποίο είναι απαραίτητη, κατά τη γνώμη μου, μια συνταγματική αναθεώρηση. Πρόκειται για τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας (άρθρο 90, παρ. 5 και 6, του Συντάγματος[1]), ο οποίος επηρεάζει άμεσα την ποιότητα απονομής της Δικαιοσύνης.
Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα παρουσιάζει διαχρονικά ορισμένες σοβαρές αδυναμίες. Οι τελευταίες δεν εξαντλούνται μόνο στο πρόβλημα των τεκμηριωμένων, αναμφισβήτητων και αδικαιολόγητων καθυστερήσεων στην απονομή της, το οποίο παρουσιάζεται συχνά στον δημόσιο λόγο ως περίπου το μοναδικό πρόβλημά της. Όπως δείχνουν όλες οι σχετικές μετρήσεις της κοινής γνώμης, οι εμπειρίες των τελευταίων ετών σε πολλά σημαντικά ζητήματα και σε υποθέσεις που απασχόλησαν έντονα τον δημόσιο βίο έχουν εμπεδώσει την εντύπωση ότι η Δικαιοσύνη παρουσιάζει ένα άλλο τουλάχιστον εξίσου σοβαρό πρόβλημα. Το πρόβλημα δε αυτό αφορά ιδίως την κορυφή της, η οποία έχει τον τελευταίο και αποφασιστικό λόγο στα θέματα της Δικαιοσύνης, επιπλέον αξιολογεί τους δικαστές των κατώτερων βαθμίδων και, τέλος, ασκεί τον πειθαρχικό έλεγχο επ’ αυτών. Πιο συγκεκριμένα, συνολικά η Δικαιοσύνη δεν πείθει ότι εκπληρώνει τον θεσμικό της ρόλο. Δεν πείθει, δηλαδή, ότι οι αποφάσεις της σε σημαντικά ζητήματα είναι αποτέλεσμα πραγματικά ανεξάρτητης και ανεπηρέαστης κρίσης[2]. Επικρατεί η εικόνα ότι, σε κρίσιμες υποθέσεις, η Δικαιοσύνη υποκύπτει σε παρεμβάσεις -ή, πάντως, είναι δεκτική σε πιέσεις- πολιτικών παραγόντων. Σε πολλά δε και κυρίως σε σημαντικές υποθέσεις, όπως π.χ. σε υποθέσεις που αφορούν ευθύνες ισχυρών πολιτικών παραγόντων, υπάρχει η αίσθηση της προσπάθειας συγκάλυψης. Τα παραδείγματα είναι ποικίλα: ποινικές απαλλαγές λόγω παραγραφής αδικημάτων σε δίκες με πολυετή διάρκεια, αιφνίδιες αφαιρέσεις δικογραφιών από εισαγγελείς με άνωθεν δικαστική εντολή, δημόσιες παρεμβάσεις και τοποθετήσεις υπουργών επί εκκρεμών υποθέσεων, κ.ά.. Έχει δημιουργηθεί, τέλος, η εντύπωση ότι η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, η οποία, με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 90, παρ. 5, του Συντάγματος, ανήκει στην αρμοδιότητα του υπουργικού συμβουλίου, γίνεται με βασικό κριτήριο να επιλεγεί στις επίμαχες θέσεις αυτός ή αυτή που θα εγγυηθούν ότι, στις αίθουσες των δικαστηρίων, δεν θα προκύψουν δυσάρεστες εκπλήξεις για τις επιλογές των κυβερνώντων και εν γένει των ισχυρών.
Δεν χρειάζεται πολλή επιχειρηματολογία για το πόσο σημαντική είναι η ανεξαρτησία των δικαστών για την ισορροπημένη και αποτελεσματική λειτουργία της δημοκρατίας και για την εμπέδωση στους πολίτες της πεποίθησης ότι η Δικαιοσύνη είναι η θεσμική εγγύηση για την επιβολή της ισονομίας. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, όσα διατυπώθηκαν παραπάνω δεν έχουν την έννοια ότι διατυπώνεται ή υιοθετείται ο ισχυρισμός πως πάντοτε η ηγεσία της Δικαιοσύνης επηρεάζεται στις επιλογές της και ασκεί τις αρμοδιότητες της με τρόπο υποχρεωτικά ευνοϊκό προς την πολιτική ηγεσία που την επέλεξε. Τέτοια φαινόμενα μπορούν, βεβαίως, να εμφανισθούν και έχουν, πράγματι, εμφανισθεί. Σημασία, όμως, πέραν αυτού έχει και το γεγονός ότι αυτή είναι η εικόνα την οποία εκπέμπουν συχνά τα όργανα της Δικαιοσύνης, με τον τρόπο με τον οποίο ασκούν τα καθήκοντά τους. Εκεί, λοιπόν, βρίσκεται το πρόβλημα. Όπως παγίως δέχεται το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η Δικαιοσύνη δεν αρκεί να απονέμεται με σύννομο και δίκαιο τρόπο και με ευθυδικία. Πρέπει -και μάλιστα, οπωσδήποτε- να πείθει τους πολίτες που την παρατηρούν, είτε υπό την ιδιότητα του διαδίκου είτε ως ενεργοί πολίτες, ότι έχει όντως ασκήσει το έργο της με σύννομο και δίκαιο τρόπο και με ευθυδικία[3]. Γι’ αυτό χρειάζεται η λήψη θεσμικών μέτρων στο ανώτατο δυνατό -δηλαδή, στο συνταγματικό- επίπεδο, τα οποία θα ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα να εμφανισθούν φαινόμενα υποταγής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας στις επιλογές της πολιτικής εξουσίας που την επέλεξε.
Δεν είναι τυχαίο ότι, σε αλληλοδιάδοχες εκθέσεις της για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει σταθερά επισημάνει τις αδυναμίες του ισχύοντος συστήματος επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων. Η κριτική που παγίως ασκείται είναι ότι οι επιλογές αυτές ανήκουν καθ’ ολοκληρία σε όργανο άλλης συντεταγμένης εξουσίας (το υπουργικό συμβούλιο) χωρίς καμία εμπλοκή των ίδιων των οργάνων της Δικαιοσύνης (εν προκειμένω των Ολομελειών των ανώτατων δικαστηρίων)[4]. Η κριτική αυτή περιέχεται και σε διαπιστώσεις και συστάσεις που προέρχονται από το Συμβούλιο της Ευρώπης[5].
Η επίμαχη επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη να ανατεθεί στο υπουργικό συμβούλιο ο ορισμός της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των Γενικών Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των Διοικητικών Δικαστηρίων στηρίχθηκε στην ανάγκη να υπαχθεί η επιλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, με εκφραστή της τελευταίας το υπουργικό συμβούλιο και με βάση την αρχή της διασταύρωσης των εξουσιών, η οποία δεν είναι κατ’ αρχήν ασύμβατη με την αρχή της διάκρισής τους. Σύντομα, όμως, κατέστησαν εμφανείς οι αδυναμίες της επιλογής αυτής, η οποία, παρά ταύτα, παρέμεινε ακλόνητη και επέζησε όλων των συνταγματικών αναθεωρήσεων, μάλλον διότι θεωρήθηκε δίκην αξιώματος ότι είναι αναντικατάστατη.
Στην Ελλάδα, έχει αναπτυχθεί το φαινόμενο που ο Ν. Αλιβιζάτος έχει χαρακτηρίσει δημοκρατία διαιρετική και πλειοψηφική. Κατά την άποψη αυτή, η δημοκρατία μας είναι διχαστική και αυτός που έχει την πλειοψηφία μπορεί να παράγει όποιο αποτέλεσμα θέλει, πράγμα που έχει οδηγήσει σε διάβρωση των θεσμών[6]. Πρόκειται για το αποκαλούμενο συγκεντρωτικό «πρωθυπουργοκεντρικό» σύστημα με ασθενή ως ανύπαρκτα αντίβαρα. Το σύστημα αυτό είναι αποτέλεσμα της συνταγματικής αναθεώρησης του 1986 και, κυρίως, του τρόπου με τον οποίο λειτούργησε το πολίτευμα μετά από αυτήν. Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε είναι ότι, μέσω της επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, το υπουργικό συμβούλιο, το κορυφαίο όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, που λειτουργεί, κατά τα προαναφερθέντα, υπό έναν πρωθυπουργό ο οποίος, με την πάροδο του χρόνου, έχει αποκτήσει προεδρικά χαρακτηριστικά, ελέγχει -και μάλιστα με ευρύτατη διακριτική ευχέρεια και χωρίς κανένα δικαστικό έλεγχο- τη λειτουργία και τις αποφάσεις μιας άλλης ανεξάρτητης, διακριτής και ισότιμης εξουσίας. Πιο συγκεκριμένα, ελέγχει τη δικαστική εξουσία, η οποία αποτελεί την κύρια θεσμική εγγύηση -άλλως το κύριο αντίβαρο εξουσίας- σε μια δημοκρατία.
Εξάλλου, είναι γνωστό ότι οι πρόεδροι και αντιπρόεδροι των ανώτατων δικαστηρίων (του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου) ασκούν σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της νομολογίας των δικαστηρίων αυτών, στην οποία προσαρμόζονται ακολούθως και οι αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων του οικείου κλάδου. Η τάση αυτή συγκεντροποίησης της λήψης των κρίσιμων δικαστικών αποφάσεων στα ανώτατα δικαστήρια έχει ενταθεί και με τους πρόσφατους θεσμούς των πιλοτικών δικών και των προδικαστικών ερωτημάτων που διατυπώνονται από τα δικαστήρια κατωτέρου βαθμού στα ανώτατα του οικείου κλάδου[7]. Ειδικά δε σε ό,τι αφορά τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου καθίσταται ακόμη επιτακτικότερη η ανάγκη να μην επιλέγεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, καθώς πρόκειται για μονοπρόσωπο όργανο, το οποίο είναι, μάλιστα, επικεφαλής των διωκτικών αρχών της χώρας.
Πρέπει, επομένως, να αναθεωρηθεί η διάταξη του άρθρου 90, παρ. 5, του Συντάγματος, προς την κατεύθυνση, αφενός, της συμμετοχής των Ολομελειών των ανώτατων δικαστηρίων στη διαδικασία επιλογής για τα αξιώματα που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη και, αφετέρου, της αφαίρεσης της αρμοδιότητας του τελικού διορισμού της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας από το υπουργικό συμβούλιο. Η εν λόγω αρμοδιότητα πρέπει να ανατεθεί στη Βουλή, η οποία είναι ο κύριος εκφραστής της λαϊκής κυριαρχίας, και δη στην Ολομέλεια της, η οποία θα πρέπει να αποφασίζει επί του θέματος με αυξημένη πλειοψηφία, όπως συμβαίνει σήμερα προκειμένου περί των Προέδρων των πέντε συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξαρτήτων αρχών, των οποίων η επιλογή γίνεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 101 Α του Συντάγματος.
Η ανάμειξη των Ολομελειών των ανώτατων δικαστηρίων στο πρώτο στάδιο της επίμαχης διαδικασίας, με την υποβολή γνωμοδοτήσεως, είναι σύμφωνη με τις συστάσεις τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Εξάλλου, τα μέλη αυτών των Ολομελειών γνωρίζουν εκ των έσω και καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον -π.χ. από τους δικηγόρους που παρίστανται σε δίκες ενώπιον των εν λόγω δικαστηρίων- τις πραγματικές ικανότητες, τον χαρακτήρα, τα προτερήματα και τα ελαττώματα των συναδέλφων τους, την εργατικότητα τους, την ανεξαρτησία τους, την ηθική ακεραιότητα τους, την ευρύτερη κατάρτισή τους και τις διοικητικές ικανότητές τους. Οι εξωτερικοί συνεργάτες της Δικαιοσύνης γνωρίζουν πάντα ορισμένες μόνο πτυχές του χαρακτήρα και των ικανοτήτων των δικαστικών λειτουργών που υπηρετούν στα ανώτατα δικαστήρια της χώρας. Η δε εικόνα την οποία μπορεί να έχουν αυτοί οι συνεργάτες είναι κατά κανόνα αποσπασματική, μερική και συχνά απλώς αποτέλεσμα επιτηδειότητας στις δημόσιες σχέσεις. Επομένως, είναι απαραίτητη η συμμετοχή στην προδικασία των Ολομελειών α) του Συμβουλίου της Επικρατείας προκειμένου περί της επιλογής του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Δικαστηρίου αυτού καθώς και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των Διοικητικών Δικαστηρίων, β) του Αρείου Πάγου προκειμένου περί της επιλογής του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Δικαστηρίου αυτού, γ) της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου προκειμένου περί της επιλογής του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και δ) του Ελεγκτικού Συνεδρίου προκειμένου περί της επιλογής του Προέδρου των Αντιπροέδρων του Δικαστηρίου αυτού καθώς και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Με τον τρόπο αυτόν θα καταστεί πιο αξιοκρατική και πιο διαφανής η αρχική προεπιλογή των δικαστικών λειτουργών, μεταξύ των οποίων θα κληθεί ακολούθως να επιλέξει, με την τελική σχετική απόφασή του, το Κοινοβούλιο. Οι Ολομέλειες αυτές θα πρέπει να κληθούν να επιλέξουν, με μυστική ψηφοφορία, ένα συγκεκριμένο αριθμό δικαστικών λειτουργών μεταξύ όλων των κατεχόντων τα απαραίτητα τυπικά προσόντα προς επιλογή στα προαναφερθέντα αξιώματα, το δε Κοινοβούλιο θα πρέπει να επιλέγει υποχρεωτικά μεταξύ των με τον τρόπο αυτόν προταθέντων από τις πιο πάνω Ολομέλειες τους τελικώς διοριστέους[8].
Περαιτέρω, με δεδομένες τις συνθήκες της παντοδυναμίας -άλλως μονοκρατορίας- και της έλλειψης οποιασδήποτε λογοδοσίας στο συγκεκριμένο θέμα του υπουργικού συμβουλίου, η ανάθεση της τελικής απόφασης στην Ολομέλεια της Βουλής, και μάλιστα με αυξημένη πλειοψηφία (η οποία θα πρέπει να είναι είτε των δύο τρίτων είτε των τριών πέμπτων), είναι το μόνο σύστημα το οποίο μπορεί να διασφαλίσει ότι το επιλεγόμενο πρόσωπο δεν θα είναι μια απλή κομματική επιλογή, αλλά αυξημένου κύρους και ικανοτήτων και ευρύτερης αποδοχής.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να προτείνω στο παρόν άρθρο μια λεπτομερειακή ρύθμιση για το πως ακριβώς θα μπορούσε να λειτουργήσει αυτό το σύστημα, όπως π.χ. για το ποιος θα είναι ο αριθμός των υποψηφίων που θα επιλέγει η Ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου. Φιλοδοξία μου είναι να διατυπωθούν οι γενικές σκέψεις και κατευθύνσεις για το ποιο είναι -με βάση τη δεδομένη ελληνική πραγματικότητα- το καλύτερο σύστημα ανάδειξης των ηγεσιών των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας.
Συναφώς, η αρμοδιότητα του τελικού διορισμού δεν είναι σκόπιμο να ανατεθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως συμβαίνει σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και έχει προταθεί να γίνεται και στη χώρα μας. Δεν είναι, συγκεκριμένα, σκόπιμο αυτός ο, κρίσιμος για την ισορροπημένη λειτουργία του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας, διορισμός να ανατεθεί σε ένα όργανο που, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019, μπορεί να εκλέγεται ακόμη και με σχετική πλειοψηφία[9], με συνέπεια να καταλήγει να είναι απλώς επιλογή της συμπολίτευσης και να μην έχει την ευρύτερη νομιμοποίηση και αποδοχή που απαιτείται.
Επίσης, πρέπει, κατά την άποψη μου, το όργανο το οποίο θα κάνει την τελική επιλογή να είναι η Ολομέλεια της Βουλής και όχι η Διάσκεψη των Προέδρων, διότι η τελευταία είναι ένα κοινοβουλευτικό όργανο με ρευστή σύνθεση, η οποία μπορεί να διαμορφώνεται κατά το δοκούν από την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία με απλή τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής.
Είναι σε επίγνωση μου ότι η επίτευξη της πλειοψηφίας των δύο τρίτων ή των τριών πέμπτων της Ολομέλειας της Βουλής θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί με τις συχνά ισχύουσες στη χώρα μας συνθήκες ακραίας πόλωσης μεταξύ κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης. Ωστόσο, μια τόσο σημαντική απόφαση πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνεται με αυξημένη πλειοψηφία, κατά μείζονα δε λόγο αν ληφθεί υπόψη ότι ο συνταγματικός νομοθέτης απαιτεί την πλειοψηφία των τριών πέμπτων (της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής) για την επιλογή των Προέδρων των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξαρτήτων αρχών[10], θεσμού σαφώς λιγότερο κρίσιμου για τη λειτουργία της δημοκρατίας από την ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων. Πέραν δε τούτου, οι διατάξεις του Συντάγματος πρέπει να έχουν και ένα «παιδαγωγικό» χαρακτήρα, συμβάλλοντας στην αλλαγή της υπάρχουσας θεσμικής ή πολιτικής «κουλτούρας». Πρέπει, με άλλα λόγια, να αναγκαστούν οι πολιτικές δυνάμεις να καταλήγουν σε συναινετικές λύσεις τουλάχιστον σε ορισμένα κορυφαία για την καλή λειτουργία του κράτους δικαίου ζητήματα, όπως αυτό της επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας.
Εν κατακλείδι …
Το κρισιμότερο, λοιπόν, θέμα το οποίο πρέπει να επανεξετασθεί στο Σύνταγμα, με την ευκαιρία μιας νέας αναθεώρησής του, είναι ο τρόπος επιλογής των ηγεσιών των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας. Ο προταθείς εδώ τρόπος επιλογής δεν συνιστά τη θεσμική πανάκεια που θα λύσει όλα τα προβλήματα. Εξάλλου, σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει μια ιδανική συνταγματική λύση· πόσο μάλλον σε ένα τόσο δύσκολο και ευαίσθητο θέμα. Όπως δε ήδη εκτέθηκε, όλα εξαρτώνται από τον τρόπο που εφαρμόζονται οι διάφορες κανονιστικές (είτε του Συντάγματος, είτε των κοινών νόμων) διατάξεις. Υπάρχει π.χ. ο κίνδυνος να δημιουργηθούν ομαδοποιήσεις στο πλαίσιο των Ολομελειών των ανώτατων δικαστηρίων ή να επηρεαστεί από προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες η κρίση των μελών των Ολομελειών αυτών κατά την προεπιλογή αυτών που τελικώς θα καταλάβουν τη θέση του προέδρου ενός ανώτατου δικαστηρίου. Ωστόσο, αν αυτό μπορεί ενδεχομένως να ισχύσει για κάποια από τα μέλη της αποφασίζουσας κατά περίπτωση οικείας Ολομέλειας, είναι πολύ δύσκολο να γίνει δεκτό ότι μπορεί το σύνολο των μελών των ανώτατων δικαστηρίων να επηρεαστεί από μη θεμιτά κριτήρια. Δεν μπορεί, άλλωστε, να εμπιστευόμαστε στους δικαστές τη λήψη αποφάσεων για τα πιο κρίσιμα θέματα (όπως π.χ. για το ποιοι πολίτες θα στερηθούν την προσωπική τους ελευθερία και ποιοι νόμοι της Πολιτείας είναι αντισυνταγματικοί) και να μην τους εμπιστευόμαστε να υποδείξουν -σε πρώτη, μάλιστα, μόνο φάση- τους συναδέλφους τους οι οποίοι είναι ικανοί να ηγηθούν του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετούν. Και, σε κάθε περίπτωση, κατά την εκτίμησή μου, με βάση τη μακρόχρονη δικαστική μου εμπειρία, το προτεινόμενο σύστημα είναι το έχον τα λιγότερα αδύνατα σημεία σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα συστήματα.
Μπορεί να φαίνεται κοινός τόπος. Ωστόσο, καλό είναι να υπομιμνήσκεται κάθε φορά. Η δημοκρατία και το κράτος δικαίου δεν είναι μόνο θέμα ύπαρξης κανόνων δικαίου. Είναι και θέμα εφαρμογής των κανόνων αυτών με την απαιτούμενη δημοκρατική νοοτροπία, το δημοκρατικό ήθος και την εντιμότητα, δηλαδή, εν συντομία, με βάση ένα δημοκρατικό πολιτισμό. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρχει διαζύγιο μεταξύ της λειτουργίας της δημοκρατίας (άλλως του θετικού δικαίου) και ενός στοιχειώδους corpus ηθικών κανόνων. Ηθικός κανόνας είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η επιταγή «επιλέγω τον καλύτερο και όχι τον ομοϊδεάτη μου ή τον κομματικό ή τον προσωπικό μου φίλο» και «όταν επιλέγομαι για μια θέση, δεν οφείλω θεσμική ευγνωμοσύνη σε αυτόν που με επέλεξε». Αυτό, όμως, καμία συνταγματική διάταξη -όσο άρτια και αν είναι- δεν μπορεί να το εγγυηθεί για οποιοδήποτε όργανο.
[1] «5. Oι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, όπως νόμος ορίζει. Η προαγωγή στη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενεργείται με όμοιο διάταγμα, με επιλογή μεταξύ των μελών του Αρείου Πάγου και των αντεισαγγελέων του, όπως νόμος ορίζει. Η προαγωγή στη θέση του γενικού επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργείται με όμοιο διάταγμα με επιλογή μεταξύ των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της αντίστοιχης Γενικής Επιτροπείας, όπως νόμος ορίζει. Η προαγωγή στις θέσεις του γενικού επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων ενεργείται με όμοιο επίσης διάταγμα με επιλογή μεταξύ των μελών της αντίστοιχης Γενικής Επιτροπείας και των προέδρων εφετών των διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει. 6. Oι αποφάσεις ή πράξεις κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου δεν προσβάλλονται στο Συμβούλιο της Eπικρατείας».
[2] Στην ετήσια έρευνα της Public Issue του Απριλίου του 2024 ( https://www.publicissue.gr/institutions-2024/), επί 100 ερωτηθέντων πολιτών οι 70 δηλώνουν ότι δεν εμπιστεύονται τη δικαιοσύνη και τους δικαστές και μόνο 27 δηλώνουν ότι τους εμπιστεύονται. Η Δικαιοσύνη βρίσκεται πιο χαμηλά στην εμπιστοσύνη του κοινού από την Πυροσβεστική, τις Ένοπλες Δυνάμεις, την Αστυνομία, το Εθνικό Σύστημα Υγείας, την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και την Προεδρία της Δημοκρατίας. Υπάρχουν και άλλες μετρήσεις της κοινής γνώμης οι οποίες έχουν καταλήξει σε παρεμφερή συμπεράσματα. Για παράδειγμα, οι μετρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Ευρωβαρόμετρο δείχνουν ότι η άποψη της ελληνικής κοινής γνώμης για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης για το έτος 2024 είναι κατά 60 % πολύ κακή ή κακή, σε ποσοστό 35% καλή και μόνο σε ποσοστό 5% πολύ καλή. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 21η θέση στο σύνολο των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την άποψη της ικανοποίησης της κοινής γνώμης από την ανεξαρτησία των δικαστών και τη Δικαιοσύνη. Βλ. The 2024 EU Justice Scoreboard – Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Central Bank, the European Economic and Social Committee, and the Committee of the Regions – COM (2024) 950 ( https://commission.europa.eu/document/download/84aa3726-82d7-4401-98c1-fee04a7d2dd6_en?filename=2024%20EU%20Justice%20Scoreboard.pdf ), ιδίως δε το γράφημα 51. Από δε το γράφημα 52 προκύπτει ότι ποσοστό πάνω από το 50% των Ελλήνων θεωρούν ότι η κυβέρνηση και οι πολιτικοί επεμβαίνουν ή ασκούν πιέσεις στη Δικαιοσύνη. Βεβαίως, αξίζει να σημειωθεί ότι όσες μετρήσεις βασίζονται στην πρόσληψη ενός φαινομένου από τους πολίτες –και όχι σε συγκεκριμένα ευρήματα ή περιστατικά που αποδεικνύουν εμπράκτως το αληθές της πρόσληψης– δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως ακλόνητα τεκμήρια ή αποδείξεις. Ωστόσο, δεν μπορεί παρά να αντανακλούν, περισσότερο ή λιγότερο, μία πραγματικά υφιστάμενη κατάσταση, αναδεικνύοντας, σε κάθε περίπτωση, ένα υπαρκτό θεσμικό πρόβλημα. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση της Ελλάδας, δεδομένου ότι η κακή της εικόνα χειροτερεύει κάθε χρόνο περισσότερο σε ό,τι αφορά το επίμαχο πρόβλημα.
[3] Η νομολογιακή αυτή επιταγή έχει τιτλοφορηθεί στα γαλλικά ως «la théorie des apparences». Διατυπώθηκε, για πρώτη φορά, στην απόφαση ΕΔΔΑ, 17.1.1970, Delcourt κατά Βελγίου (αρ. 2689/65) και περιγράφεται στην αγγλική της απόδοση με τη φράση « It is not merely of some importance but it is fundamental importance that justice should not only be done, but should manifestly and undoubtedly be seen to be done». Ακολούθησαν, μεταξύ πολλών, οι εξής αποφάσεις γύρω από το θέμα: ΕΔΔΑ, 30.10.1991, Borgers κατά Βελγίου (αρ. 12005/86), ΕΔΔΑ, 29.3.2011, RTBF κατά Βελγίου (αρ. 50084/06), ΕΔΔΑ, 12.2.2008, Guja κατά Μολδαβίας (αρ. 14277/04), ΕΔΔΑ, 26.4.1995, Prager & Oberschlick κατά Αυστρίας (αρ. 15974/90) και ΕΔΔΑ, 22.2.1989, Barfod κατά Δανίας (αρ. 11508/85). Είναι πρόδηλο και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάπτυξη ότι η νομολογιακή αυτή επιταγή ουδόλως σχετίζεται με την άποψη που έχει συχνά υποστηριχθεί (κυρίως από μη νομικούς) στην χώρα μας ότι οι δικαστές οφείλουν να συμμορφώνονται στις αποφάσεις τους «με το κοινό περί δικαίου αίσθημα» (sic).
[4] Βλ. π.χ. 2023 Rule of Law Report – Country Chapter on the rule of law situation in Greece, 5.7.2023 SWD(2023) 808 final ( https://commission.europa.eu/document/download/10bc40c8-b6f5-4ad4-8bde-b2ee4df33680_en?filename=21_1_52575_coun_chap_greece_en.pdf ), σελ. 2: «it is recommended to Greece to: Take steps to address the need for involvement of the judiciary in the appointment of President and Vice-President of the Council of State, the Supreme Court and the Court of Audit taking into account European standards on judicial appointments» και σελ. 5: «According to European standards, where the constitutional or other legal provisions prescribe that the head of state, the government or the legislative power take decisions concerning the selection and career of judges, an independent and competent authority drawn in substantial part from the judiciary should be authorised to make recommendations or express opinions which the relevant appointing authority follows in practice». Σχετικά με την Έκθεση αυτή, βλ. Α. Καραμπατζό – Κ. Σαραβάκο, «Η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Δικαιοσύνη, syntagmawatch.gr, 25.7.2024 ( https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/h-ekthesi-ths-eurwpaikhs-epitrophs-gia-th-dikaιosynh/ ).
[5] Βλ. τη Σύσταση CM/Rec(2010)12 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη σχετικά με τους δικαστές: ανεξαρτησία, αποδοτικότητα και αρμοδιότητες ( https://rm.coe.int/cmrec-2010-12-on-independence-efficiency-responsibilites-of-judges/16809f007d ), παράγραφοι 46-48, στις οποίες διαλαμβάνονται τα εξής: «46. Τhe authority taking decisions on the selection and career of judges should be independent of the executive and legislative powers. With a view to guaranteeing its independence at least half of the members of the authority should be judges chosen by their peers. 47. However, where the constitutional or other legal provisions prescribe that the head of state, the government or the legislative power take decisions concerning the selection and career of judges an independent and competent authority drawn in substantial part from the judiciary (…) should be authorized to make recommendations or express opinions which the relevant appointing authority follows in practice. 48. The membership of the independent authorities referred to in paragraphs 46 and 47 should ensure the widest possible representation. Their procedures should be transparent with reasons for decisions being made available to applicants on research. An unsuccessful candidate should have the right to challenge the decision, or at least the procedure under which the decision was made».
Βλ. και τη Γνώμη 21/2018 του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου των Ευρωπαίων Δικαστών (CCJE) προς την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τον ρόλο των Προέδρων των δικαστηρίων. CCJE(2018)3Rev Zagreb, 9 November 2018, CONSULTATIVE COUNCIL OF EUROPEAN JUDGES (CCJE) CCJE Opinion No. 21 (2018), PREVENTING CORRUPTION AMONG JUDGES ( https://rm.coe.int/ccje-2018-3e-avis-21-ccje-2018-prevent-corruption-amongst-judges/16808fd8dd ).
Βλ., επίσης, την Έκθεση της Επιτροπής της Βενετίας «Draft report on the independence of the judicial system – Part I: the independence of judges» (2010), Strasbourg, 5 March 2010, Study No. 494 / 2008 CDL(2010)006 ( https://www.venice.coe.int/webforms/documents/default.aspx?pdffile=CDL(2010)006-e ).
Βλ., τέλος, και τις ακόλουθες Εκθέσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης: GRECO Τέταρτος Κύκλος Αξιολόγησης – Πρόληψη διαφθοράς βουλευτών, δικαστών και εισαγγελέων: Έκθεση Αξιολόγησης 2015 (68η Ολομέλεια), GRECO Έκθεση Συμμόρφωσης 2017 (77η Ολομέλεια), GRECO Δεύτερη Έκθεση Συμμόρφωσης 2020 (85η Ολομέλεια), GRECO Προσθήκη στη Δεύτερη Έκθεση Συμμόρφωσης (90η Ολομέλεια) και GRECO Δεύτερη Προσθήκη στη Δεύτερη Έκθεση Συμμόρφωσης 2023 (95η Ολομέλεια).
[6] Βλ. «Η αλλοίωση των θεσμών στρεβλώνει τη δημοκρατία» ( http://2018.delphiforum.gr/η-αλλοίωση-των-θεσμών-στρεβλώνει-τη-δημοκρατία ).
[7] Σε ό,τι αφορά τη Διοικητική Δικαιοσύνη και το Συμβούλιο της Επικρατείας, βλ. το άρθρο 1, παρ. 1 και 2, του ν. 3900/2010. Σε ό,τι αφορά την Πολιτική Δικαιοσύνη και τον Άρειο Πάγο, βλ. το άρθρο 20Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που προστέθηκε με τα άρθρα 2 και 120 του ν. 4842/2021.
[8] Σημειώνεται ότι, με τη διάταξη του άρθρου 27 του ν. 5123/2024 αντικαταστάθηκε η παρ. 3 του άρθρου 59 του ν. 4938/2022 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και λοιπές διατάξεις» ως εξής: «3. Οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και των αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Προέδρου, του Εισαγγελέα και των αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου, του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και των αντιπροέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, επιλέγει τους προακτέους μεταξύ εκείνων που έχουν τα νόμιμα προσόντα κατά τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 74, την παρ. 7 του άρθρου 75, τις παρ. 7 και 8 του άρθρου 83, την παρ. 7 του άρθρου 84 και τις παρ. 10, 11 και 12 του άρθρου 89. Για τις προαγωγές στις θέσεις των αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου η επιλογή γίνεται μεταξύ των δέκα (10) αρχαιοτέρων από τους δικαστικούς λειτουργούς, που έχουν τα τυπικά προσόντα, όταν η προς πλήρωση θέση είναι μία (1). Για κάθε μία (1) επιπλέον θέση, ο αριθμός των υποψηφίων προς επιλογή αυξάνεται κατά τέσσερις (4). Ειδικά για τις προαγωγές στις θέσεις των Προέδρων και των αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς επίσης και στις θέσεις του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, πριν από τη γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής ζητείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης η γνώμη της Ολομέλειας του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου, η οποία διατυπώνεται κατόπιν μυστικής ψηφοφορίας των μελών της. Ειδικότερα για την προαγωγή στη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και η γνώμη της Ολομέλειας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Η Ολομέλεια συνεδριάζει σε συμβούλιο και μετέχουν σε αυτήν όλα τα μέλη του Δικαστηρίου, στη δε Ολομέλεια του Αρείου Πάγου μετέχουν επίσης ο Εισαγγελέας και οι Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου μετέχουν επίσης ο Γενικός Επίτροπος, ο Επίτροπος και οι Αντεπίτροποι της Επικρατείας. Σε περίπτωση κωλύματος η Ολομέλεια συγκροτείται νόμιμα και με λιγότερο αριθμό μελών, σε κάθε όμως περίπτωση τα παρόντα μέλη πρέπει να είναι περισσότερα από το ήμισυ των μελών που υπηρετούν. Κάθε μέλος του Δικαστηρίου έχει δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ όσων έχουν τα νόμιμα προσόντα κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο: α) μέχρι πέντε (5) δικαστικούς λειτουργούς για την κάλυψη της θέσης του Προέδρου, β) μέχρι πέντε (5) δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς στην ψηφοφορία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, και μέχρι τρεις (3) εισαγγελικούς λειτουργούς στην ψηφοφορία της Ολομέλειας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου για την κάλυψη της θέσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, γ) μέχρι πέντε (5) δικαστικούς λειτουργούς για την κάλυψη της θέσης του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, δ) αριθμό μέχρι το πενήντα τοις εκατό (50%) των δικαστικών λειτουργών που έχουν τα ανωτέρω προσόντα για τις προς κάλυψη θέσεις αντιπροέδρων και κατ’ ανώτατο δέκα (10) δικαστικούς λειτουργούς. Το Πρακτικό με τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας, κατά φθίνοντα αριθμό ψήφων, διαβιβάζεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης μέσα σε έναν (1) μήνα από τότε που ζητήθηκε η γνώμη της Ολομέλειας και περιλαμβάνεται στην εισήγησή του προς το Υπουργικό Συμβούλιο….». Η διάταξη αυτή παρά το γεγονός ότι συνιστά σαφή βελτιωτική κίνηση για τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων σε σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς, καθώς εμπλέκει τις Ολομέλειες των εν λόγω ανώτατων δικαστηρίων στην όλη διαδικασία (σε επίπεδο γνωμοδοτήσεως και προκριματικής κρίσεως), δεν επιλύει το πρόβλημα που έχει επισημανθεί ανωτέρω, διότι οι Ολομέλειες διατυπώνουν μια απλή γνώμη, η οποία δεν δεσμεύει το υπουργικό συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει τελικώς με ευρύτατη μάλιστα διακριτική ευχέρεια επί τη βάσει του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος.
[9] Βλ. το άρθρο 32, παρ. 4, του Συντάγματος, όπως διαμορφώθηκε μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2019.
[10] Βλ. το άρθρο 101Α του Συντάγματος, όπως διαμορφώθηκε μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2019.
Ο Χρήστος Ράμμος είναι Πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών και Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ.. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τα 38 έτη της θητείας του στο Συμβούλιο Επικρατείας (ΣτΕ), διετέλεσε Εισηγητής, Πάρεδρος, Σύμβουλος και στη συνέχεια Αντιπρόεδρος από το 2015 έως το 2018. Το ίδιο χρονικό διάστημα ανέλαβε διαδοχικά Πρόεδρος του ΣT' Τμήματος (2015 – 2017) και του Δ' Τμήματος του ΣτΕ (2017 – 2018). Διετέλεσε μέλος του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης και έχει διδάξει στη Σχολή Δικαστών. Στο πλαίσιο εκπαιδευτικής του άδειας πραγματοποίησε άσκηση ενώπιον του Γαλλικού Συμβουλίου Επικρατείας (Conseil d’État). Έχει διατελέσει μέλος επιστημονικών σωματείων, έχει συγγράψει άρθρα, βιβλιοκρισίες και μελέτες νομικού περιεχομένου και έχει συμμετάσχει σε νομικά συνέδρια και σεμινάρια.