«Επανάσταση που επικράτησε δημιουργεί δίκαιο», σύμφωνα με το γνωστό νομικό δόγμα που έχει καλύψει πολλές πολιτειακές μεταβολές. Η επιτυχημένη επανάσταση, λοιπόν, σε αντίθεση με την αποτυχημένη που καταπίπτει από τους νικητές στην κατηγορία του πραξικοπήματος, δημιουργεί ένα νέο θεσμικό status quo. Η εξέγερση, όμως; Ποια είναι η σχέση που αναπτύσσει με τους θεσμούς αυτή η μαζική κινητοποίηση που αμφισβητεί την εξουσία αλλά δεν μετατρέπεται σε επανάσταση; Αυτό το ερώτημα τίθεται και στην περίπτωση της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η οποία μάλιστα έγινε απέναντι σε μια δικτατορία που είχε σφετεριστεί τον τίτλο της επανάστασης και είχε ήδη «δημιουργήσει δίκαιο». Το ίδιο ερώτημα ανακύπτει, με διαφορετική προφανώς όψη, και μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, όταν η εξέγερση, ως μνήμη ενός πρόσφατου γεγονότος αυτή τη φορά, επενεργεί στη διαμόρφωση των θεσμών κατά τη ρευστή περίοδο της πρώιμης μεταπολίτευσης.
Το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να αναδείξει αυτήν την ιδιαίτερη και όχι πολυσυζητημένη πτυχή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τη σχέση της με τον δικτατορικό και τον μεταπολιτευτικό συνταγματισμό. Για να το επιτύχει αυτό ξεκινά προσδιορίζοντας τις βασικές συντεταγμένες του δικτατορικού «Συντάγματος» του 1973, που αποτέλεσε τη θεσμική αφετηρία της ελεγχόμενης «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος. Στη συνέχεια, περιγράφεται η ίδια η εξέγερση ως σημείο κορύφωσης του αγώνα ενάντια στο «Σύνταγμα» του 1973 και στην απόπειρα φιλελευθεροποίησης της δικτατορίας. Έπειτα, σχολιάζονται οι αναφορές στην εξέγερση του Πολυτεχνείου στο πλαίσιο της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, που αναδεικνύουν σημαντικές πτυχές της επίσημης πρόσληψής της. Στο τέλος, συγκεφαλαιώνεται η συμβολή της εξέγερσης στον δικτατορικό και τον μεταπολιτευτικό συνταγματισμό.
Το «Σύνταγμα» του 1973 και η ψευδεπίγραφη φιλελευθεροποίηση
Το καθεστώς των συνταγματαρχών, που είχε επιβληθεί με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, εξέδωσε την 1η Ιουνίου 1973 Συντακτική Πράξη με την οποία κατάργησε τον βασιλικό θεσμό[1]. Την ίδια ημέρα, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, που είχε χριστεί προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας με την προαναφερθείσα Συντακτική Πράξη την οποία είχε υπογράψει ως πρωθυπουργός, εξέδωσε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό[2]. Σε αυτό, εκτός των άλλων, εξήγγειλε ότι μετά από τη δημοσίευση τροποποιήσεων στο «Σύνταγμα» του 1968 και τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την έγκριση νέου «Συντάγματος», θα κινούνταν οι διαδικασίες για την «θέσιν αυτού εν ισχύι εξ ολοκλήρου»[3] ώστε μέχρι τα τέλη του 1974 να διεξαχθούν βουλευτικές εκλογές. Δεκαπέντε ημέρες αργότερα, δημοσιεύθηκε σχέδιο ψηφίσματος που περιείχε τροποποιήσεις στο συνταγματικό κείμενο του 1968 οι οποίες το προσάρμοζαν στους θεσμούς της «Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας»[4]. Οι αλλαγές που προέβλεπε το εν λόγω Ψήφισμα τέθηκαν σε δημοψήφισμα στις 29 Ιουλίου 1973 και το καθεστώς ανακοίνωσε αποτελέσματα σύμφωνα με τα οποία το 72,2% τις υπερψήφισε[5]. Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε το «Σύνταγμα» του 1973[6]. Η παρουσίαση των βασικών προβλέψεών του είναι αναγκαία ώστε να γίνει αντιληπτό ποιο ήταν το μέλλον που προδιέγραφε η φιλελευθεροποίηση της δικτατορίας απέναντι στην οποία εκδηλώθηκε η εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Το συνταγματικό κείμενο του 1973 ήταν διαμορφωμένο στο σύνολό του με άξονα τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος καθίστατο επίκεντρο της νέας θεσμικής ισορροπίας[7]. Σύμφωνα με το νέο «Σύνταγμα», ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «ανώτατος άρχων του κράτους, σύμβολον της ενότητος του έθνους», εκλεγόταν από τον λαό με άμεση ψηφοφορία, για επταετή θητεία και χωρίς δυνατότητα επανεκλογής (αρ. 30). Είχε την αρμοδιότητα να διορίζει και να παύει τους Υπουργούς και υφυπουργούς Εθνικής Άμυνας, Εξωτερικών και Δημόσιας Τάξης χωρίς την ανάμειξη του πρωθυπουργού και να ασκεί άμεσα την εκτελεστική εξουσία σε αυτούς τους τομείς (αρ. 49 παρ. 1). Επίσης, είχε την αρμοδιότητα έκδοσης διαταγμάτων και καθορισμού των κονδυλίων του προϋπολογισμού για αυτούς τους τομείς, προήδρευε στο υπουργικό συμβούλιο κατά τη συζήτηση σχετικών ζητημάτων (αρ. 87 παρ. 2), ο δε κανόνας της υπουργικής προσυπογραφής των πράξεών του κάμπτονταν σε μία σειρά περιπτώσεων (αρ. 40). Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποκτούσε, επιπλέον, την αρμοδιότητα κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας (αρ. 25)[8] και διορισμού του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων (αρ. 49 παρ. 2). Ακόμα, Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος ήταν καταρχήν ανεύθυνοι για πράξεις που τέλεσαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, με την εξαίρεση των περιπτώσεων της εσχάτης προδοσίας και της εκ προθέσεως παραβίασης του Συντάγματος (αρ. 41). Τέλος, το άρθρο 133 παρ. 3 θεσμοθετούσε τη δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να υποβάλει το σύνολο μιας ενδεχόμενης συνταγματικής αναθεώρησης ή διατάξεών της σε δημοψήφισμα. Η αναλογική μείωση του θεσμικού ρόλου του πρωθυπουργού ενόψει των αυξημένων αρμοδιοτήτων του ΠτΔ αποτυπωνόταν στο άρθρο 89 παρ. 1 εδ. β΄, σύμφωνα με το οποίο στα θέματα εθνικής άμυνας και ασφάλειας, εξωτερικής πολιτικής και δημόσιας τάξης ο πρωθυπουργός όφειλε να ενεργεί στο πλαίσιο της πολιτικής που χάρασσε ο ΠτΔ.
Η ratio αυτών των προβλέψεων προσδιορίσθηκε από τον ίδιο τον Γ. Παπαδόπουλο που τόνισε ότι «[ε]ις τον ούτω δε εκλεγόμενον διά μακροτέραν της Βουλευτικής περιόδου θητείαν Πρόεδρον, όντα πλέον φορέα της αμέσου λαϊκής εντολής, είναι προδήλως επωφελές, εθνικώς και πολιτικώς, ν’ ανατεθή η όσω το δυνατόν πλέον ενεργός και αποτελεσματική διαχείρισις των θεμάτων, των αναγομένων εις τους τομείς εκείνους της κρατικής δραστηριότητος, ως οι της Εθνικής Αμύνης και Ασφαλείας, της δημοσίας τάξεως και της εξωτερικής πολιτικής, η επί των οποίων πολιτική δέον να μη επηρεάζεται, τουλάχιστον δια μακρότερον χρονικόν διάστημα, από τας βραχυπροθέσμως αναφαινομένας, συχνάς δε και περιστασιακής συνήθως οξύτητος, εν τω χώρω των κοινωνικοοικονομικών συμφερόντων και συγκρούσεων, μεταβολάς αντιλήψεων και ιδεών, αι οποίαι άλλως θα καθίστων επικινδύνως ασταθή και αβεβαίαν την κατάστασιν της Χώρας εξ επόψεως εσωτερικής και εξωτερικής ασφαλείας, αλλά πιθανώτατα και δυσχερή την θέσιν αυτής εν τω πλαισίω των συμμαχικών εντάξεων και των διεθνών εν γένει σχέσεων»[9]. Με βάση τα παραπάνω, είναι σαφές ότι στην οργάνωση των εξουσιών του «Συντάγματος» του 1973 αντανακλάται μια απαρχαιωμένη συντηρητική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ο ανώτατος άρχων πρέπει να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος στα «πολιτικά ουδέτερα» και «εθνικά» πεδία της άμυνας, της εξωτερικής πολιτικής και της δημόσιας τάξης[10]. Γενικά, αυτή η οργάνωση των εξουσιών, με δεδομένη τη ρητή συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 136 παρ. 1 ότι ο Γ. Παπαδόπουλος θα ήταν ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και μάλιστα με θητεία οκτώ ετών (ως το 1981!), εξασφάλιζε τη διαιώνιση του αυταρχικού πλαισίου με κοινοβουλευτικό μανδύα[11].
Αναφορικά με τη ρύθμιση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, το συνταγματικό κείμενο του 1973 αντέγραφε εκείνο του 1968[12]. Ειδικότερα, το νέο «Σύνταγμα» προέβλεπε τη στέρηση κάποιων ή όλων των ατομικών δικαιωμάτων σε περίπτωση καταχρηστικής άσκησής τους, κατόπιν απόφασης του υπό ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου (αρ. 24 παρ. 2)[13]. Επίσης, θεσμοθετούσε την απαγόρευση κάθε ένωσης προσώπων της οποίας ο σκοπός ή η δράση στρεφόταν «κατά της εθνικής ακεραιότητος, των αρχών του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος, της ασφαλείας του Κράτους και των πολιτικών και ατομικών ελευθεριών των πολιτών» (αρ. 19 παρ. 2). Επιπλέον, κατοχύρωνε τη δυνατότητα διάλυσης συνεταιρισμών όχι μόνο εξαιτίας παράβασης των νόμων, αλλά και λόγω παράβασης του καταστατικού τους (αρ. 19 παρ. 3). Ακόμα, απέκλειε τους δημοσίους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους των ΟΤΑ ή άλλων ν.π.δ.δ. από το δικαίωμα της απεργίας, προβλέποντας μάλιστα πως τυχόν συμμετοχή τους σε απεργία ισοδυναμούσε με δήλωση παραίτησης (αρ. 19 παρ. 6). Τέλος, η προσφυγή σε απεργία απαγορευόταν γενικά αν μέσω αυτής επιδιωκόταν η επίτευξη «πολιτικών ή άλλων σκοπών ξένων προς τα υλικά και ηθικά συμφέροντα των εργαζομένων» (αρ. 19 παρ. 5).
Στο πεδίο των πολιτικών δικαιωμάτων, πρωτοφανής ήταν η ρύθμιση που απαγόρευε την ανακήρυξη ως υποψηφίων βουλευτών όσων δεν κατείχαν τουλάχιστον απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης (αρ. 61 παρ. 1) και στερούσε το εκλογικό δικαίωμα από τους καταδικασθέντες αμετάκλητα «εις οιανδήποτε ποινήν δια πράξεις ή ενεργείας στρεφομένας κατά του κρατούντος πολιτειακού ή κοινωνικού καθεστώτος» (αρ. 56 παρ. 2). Ασφυκτικό ήταν και το πλαίσιο που όριζε το άρθρο 58 του συνταγματικού κειμένου του 1973 για τα πολιτικά κόμματα, θέτοντάς τα υπό τη δαμόκλειο σπάθη του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ειδικότερα, το Συνταγματικό Δικαστήριο θα έλεγχε το καταστατικό των κομμάτων (παρ. 2), τα οικονομικά τους στοιχεία (παρ. 3) και την εν γένει λειτουργία τους από το Συνταγματικό Δικαστήριο με δυνατότητα ακόμα και διάλυσής τους «διά παράβασιν του Συντάγματος ή των νόμων» (παρ. 4). Επίσης, θα μπορούσε να διαλύει κόμματα εάν οι σκοποί ή η δράση τους «αντιτίθενται εκ του εμφανούς ή συγκεκαλυμμένως προς το πολίτευμα ή τείνουν εις ανατροπήν του υφισταμένου κοινωνικού καθεστώτος ή εκθέτουν εις κίνδυνον την εδαφική ακεραιότητα του Κράτους ή την δημοσίαν ασφάλειαν»[14] (παρ. 5), οι δε βουλευτές του διαλυόμενου κόμματος θα κηρύσσονταν έκπτωτοι (παρ. 6)[15]. Οι συνταγματικές και νομοθετικές ρυθμίσεις των απριλιανών διασφάλιζαν ότι μόνο κόμματα συγκεκριμένων ιδεολογικών και πολιτικών προσανατολισμών θα μπορούσαν να ιδρυθούν και να λειτουργήσουν[16].
Επομένως, το ασφυκτικό πλαίσιο περιορισμών και κυρώσεων που έθετε το «Σύνταγμα» του 1973 δεν άφηνε περιθώρια γνήσιου εκδημοκρατισμού, επειδή ακριβώς αυτήν την προοπτική ήθελαν να αποφύγουν οι συνταγματάρχες[17]. Τα αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά του θεσμικού οικοδομήματος που συγκρότησαν δείχνουν τον φόβο τους απέναντι στο ενδεχόμενο επανεμφάνισης ενός μαζικού κινήματος με ανατρεπτική δυναμική[18]. Από την άλλη πλευρά, με την οικοδόμηση ενός τόσο κλειστού και ανελεύθερου συστήματος οι ιθύνοντες της δικτατορίας φαλκίδευσαν την ίδια την προοπτική της φιλελευθεροποίησης. Με άλλα λόγια, πριν η εξέγερση συμβάλλει στη διαμόρφωση του μεταπολιτευτικού συνταγματισμού, ο δικτατορικός συνταγματισμός, το συνταγματικό κείμενο του 1973, είχε συμβάλλει στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την εξέγερση.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ακυρώνει τη φιλελευθεροποίηση
Η «φιλελευθεροποίηση» προχώρησε με ταχείς ρυθμούς μετά το δημοψήφισμα. Στις 20 Αυγούστου 1973, ο Γ. Παπαδόπουλος, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, απεύθυνε μήνυμα προς τον ελληνικό λαό στο οποίο ανακοίνωνε την επιτάχυνση των διαδικασιών της «φιλελευθεροποίησης» και την άμεση σύσταση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, «η ύπαρξις του οποίου είναι απαραίτητος δια την ανάπτυξιν κομματικής ζωής»[19]. Την ίδια ημέρα, εξέδωσε προεδρικά διατάγματα με τα οποία ήρε την κατάσταση πολιορκίας σε όλη τη χώρα και χορήγησε γενική αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους[20]. Την 1η Οκτωβρίου 1973 ο πρώην υπουργός και βουλευτής Σπύρος Μαρκεζίνης αποδέχτηκε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και στις 8 Οκτωβρίου ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση, η οποία δεν περιελάμβανε στρατιωτικούς και υποσχέθηκε τη διενέργεια αδιάβλητων εκλογών σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτή η απόπειρα δεν ήταν εξαρχής πλήρως απομονωμένη και καταδικασμένη σε αποτυχία[21]. Αντίθετα, ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένου ενός μέρους της αριστεράς, συζητούσε τους όρους συμμετοχής του στις επικείμενες εκλογές[22]. Από αυτήν την άποψη, η φιλελευθεροποίηση υπήρξε ένα σημείο καμπής για τη δικτατορία, που δρομολόγησε εξελίξεις οι οποίες δεν ήταν προδιαγεγραμμένες[23].
Η φιλελευθεροποίηση αμφισβητήθηκε σε μαζικό επίπεδο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, που σηματοδότησε την επανενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα μετά τα Ιουλιανά και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αριστερόστροφης μεταπολιτευτικής ριζοσπαστικοποίησης[24]. Από τις 14 ως τις 17 Νοεμβρίου 1973, το κέντρο της Αθήνας κυριαρχούνταν από δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές, οι οποίοι ήρθαν σε αντιπαράθεση με το στρατιωτικό καθεστώς[25]. Ο αντιδικτατορικός χαρακτήρας της εξέγερσης συνδυάστηκε με την έκφραση αντιιμπεριαλιστικής διάθεσης εναντίον των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, αλλά και με αντικαπιταλιστικά συνθήματα[26]. Έτσι, η εξέγερση αποτέλεσε την κορυφαία «στιγμή» του αντιδικτατορικού αγώνα και κατάφερε να επιτύχει συγκεκριμένα πολιτικά αποτελέσματα, ανατρέποντας τη διαδικασία της «φιλελευθεροποίησης»[27]. Δεν ήταν όμως δυνατό σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να επιτύχει την άμεση ανατροπή και του ίδιου του καθεστώτος, γεγονός που θα απαιτούσε την πρόκληση σημαντικών διασπάσεων στο εσωτερικό του στρατού, ικανών να αποτρέψουν την κατασταλτική του παρέμβαση. Τα τανκς κατέπνιξαν την εξέγερση βυθίζοντας σε λουτρό αίματος το κέντρο της Αθήνας[28].
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου στοχοποίησε ευθέως τη φιλελευθεροποίηση με συνθήματα όπως «Κάτω οι χουντοεκλογές» και «Μαρκεζίνη μασκαρά»[29]. Επίσης, ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου αναφέρθηκε επανειλημμένα στο «αντιλαϊκό και αντιδημοκρατικό» «Σύνταγμα» της χούντας[30]. Έτσι, η εξέγερση ανέκοψε την τάση μέρους των παλαιών πολιτικών για συνδιαλλαγή με τη χούντα, καθιστώντας αφερέγγυα κάθε προσπάθεια «νομιμοποίησης» της. Το νέο πραξικόπημα ομάδας αξιωματικών με επικεφαλής τον Δ. Ιωαννίδη έγινε μεν αποδεκτό από τον στρατιωτικό μηχανισμό, αφού μετά τη βίαιη καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου δεν ήταν πλέον εφικτή η ελεγχόμενη μετάβαση στον κοινοβουλευτισμό, αλλά προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου συρρίκνωση της κοινωνικής βάσης της δικτατορίας[31]. Σε θεσμικό επίπεδο, το γεγονός ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποτέλεσε την ταφόπλακα του «Συντάγματος» του 1973 αποδεικνύεται ήδη από τη στάση των πραξικοπηματιών της 25ης Νοεμβρίου, που διακήρυξαν την πρόθεση κατάρτισης νέου Συντάγματος[32]. Έτσι, η κατάργηση του δικτατορικού «Συντάγματος» από την κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητος» που σχηματίστηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μετά την κατάρρευση της δικτατορίας επικύρωσε τυπικά μια ληξιαρχική πράξη θανάτου που είχε ήδη εκδοθεί από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Αυτή η διάσταση αναγνωρίστηκε από τη συνταγματική επιστήμη δια στόματος του κορυφαίου συνταγματολόγου του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα Αριστόβουλου Μάνεση. Ο Μάνεσης τόνισε χαρακτηριστικά ότι «με τα ηρωικά και πένθιμα γεγονότα του Πολυτεχνείου, όπου οι φοιτητές μαζί με τους νέους εργάτες και τους μαθητές τράνταξαν συθέμελα το χουντικό καθεστώς, σήμανε η αρχή του τέλους του»[33].
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου στις συζητήσεις της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής
Κατά την πρώτη περίοδο μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, η εξέγερση του Πολυτεχνείου έγινε ένα σημείο αναφοράς στο οποίο υποκλίνονταν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, με εξαίρεση μόνον τους αμετανόητους χουντικούς. Η ίδια η προκήρυξη εκλογών από την κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητος» για τις 17 Νοεμβρίου 1974 έγινε με εμφανή στόχο τη σύνδεση της εξέγερσης με τις εκλογές και την εμφάνιση των δεύτερων ως καρπού της πρώτης. Είναι χαρακτηριστικό σχετικό πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας «Καθημερινή», έναν χρόνο μετά την εξέγερση, που ολοκληρωνόταν ως εξής: «Γυρνώντας τη σκέψη του τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες πίσω, στα εικοσιτετράωρα που το πέρασμά τους δεν το σημάδευε ο ήχος κάποιου ρολογιού, αλλά το κροτάλισμα των όπλων που ξάπλωναν νεκρά και τραυματισμένα νεανικά κορμιά, ο σημερινός ψηφοφόρος δεν εκπληρώνει μόνο τον ακριβό του πόθο. Συντάσσει ταυτόχρονα μια διπλή ληξιαρχική πράξη στο κατάστιχο των εθνικών του συμβάντων: της ταφής των εκτελεστών της δικτατορίας και των μηχανισμών που τους γέννησαν. Της γεννήσεως της δικής του εξουσίας και των εντολοδόχων της, που θέλουν, μπορούν και ξέρουν να κάνουν πράξη το γνήσιο νόημά της»[34]. Από την άλλη πλευρά, πολλοί από τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης αρνούνταν αυτήν τη σύνδεση, θεωρώντας ότι η δυναμική της εξέγερσης δεν περιοριζόταν στις εκλογές αλλά έθετε ζητήματα ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών ρήξεων[35].
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου χρωμάτισε τη διαμόρφωση του μεταπολιτευτικού Συντάγματος στο σύνολό του. Αξίζει όμως να μνημονευθούν ξεχωριστά κάποιες ρητές αναφορές σε αυτήν, που έγιναν στο πλαίσιο της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής η οποία διαμόρφωσε το Σύνταγμα του 1975. Η πρώτη ρητή αναφορά στην εξέγερση του Πολυτεχνείου έγινε κατά τη συζήτηση για το άρθρο 51 του Συντάγματος, με αφορμή την πρόταση του ΠΑΣΟΚ να προβλεφθεί η επέκταση του δικαιώματος ψήφου στους πολίτες άνω των 18 ετών. Ο βουλευτής του κόμματος Ιωάννης Κουτσοχέρας υποστήριξε τη σχετική τροπολογία λέγοντας ότι «Οι νέοι μας είναι πανώριμοι και τους χρωστάμε πάρα πολλά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι νέοι μας σήκωσαν το ανάστημά τους στα χρόνια της Δικτατορίας. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε τη Νομική Σχολή ούτε το Πολυτεχνείο. Η συμμετοχή τους στα δημόσια πράγματα θα προσφέρει πολλά»[36]. Στην αγόρευση του Κουτσοχέρα η συμμετοχή στην εξέγερση μνημονεύεται ως τεκμήριο ωριμότητας και ως παράσημο δημοκρατίας που πρέπει να επιβραβευθεί θεσμικά, αλλά και ως παράγοντας ανανέωσης της πολιτικής ζωής. Η πλειοψηφία επέλεξε να μην αντιπαρατεθεί στο συγκεκριμένο αίτημα, ούτε όμως ενέδωσε στις πιέσεις της αντιπολίτευσης, προτιμώντας τη σολομώντεια λύση της παραπομπής του ζητήματος στον κοινό νομοθέτη. Αξίζει να σημειωθεί όμως η προσθήκη στο τελικό κείμενο του Συντάγματος μιας διάταξης που προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής όσων δεν είχαν ακόμα αποκτήσει το εκλογικό δικαίωμα (δεν είχαν δηλαδή συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας τους με βάση την τότε ισχύουσα νομοθεσία) στα τμήματα νέων των κομμάτων[37]. Η κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου στους νέους και τις νέες άνω των 18 ετών θεσπίστηκε, πάντως, επί των ημερών της πρώτης κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ με το άρθρο 1 του ν. 1224/1981[38].
Η δεύτερη αναφορά ίσως είναι απροσδόκητη, καθώς έγινε από τον Χρήστο Γραμματίδη, βουλευτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΕΚ-ΝΔ), προερχόμενο από την προδικτατορική ΕΡΕ. Ο Γραμματίδης αναφέρθηκε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου στην ομιλία του αναφορικά με τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ κράτους και Εκκλησίας λέγοντας χαρακτηριστικά: «οι μισοί εξ αυτών [των ιερωμένων] υπηρέτησαν την πρώτην φάσιν της δικτατορίας, την Παπαδοπουλικήν, παρά της οποίας κατεστήθησαν εις τους θρόνους των, ενώ άλλοι υπηρέτησαν την δευτέραν φάσιν της δικτατορίας, την Ιωαννιδικήν […] Και όταν την δραματικήν εκείνην νύκτα του Πολυτεχνείου εγένοντο αι αγωνιώδεις εκκλήσεις των νέων, δεν έσπευσαν να τους προστατεύσουν και άφησαν τα τανκς να περάσουν επάνω από τα τρυφερά κορμιά των. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και τώρα δεν ησθάνθησαν την ανάγκην να μεταβούν εις τον καθημαγμένον εκείνον τόπον, να προσκυνήσουν και να τελέσουν έστω εν τρισάγιον»[39]. Στον λόγο του Γραμματίδη, η ηθική αναξιότητα των ιεραρχών, που φάνηκε τόσο από τη φιλική στάση τους απέναντι στο καθεστώς όσο και από την από αδιάφορη έως εχθρική στάση τους απέναντι στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, αντιδιαστέλλεται με την ηρωική στάση των φοιτητών. Πρόκειται μάλιστα για ένα δεδομένο το οποίο θα έπρεπε κατά τον αγορητή να συνυπολογισθεί στη ρύθμιση της εποπτείας της Εκκλησίας από την Πολιτεία. Η τελικώς επιλεγείσα συνταγματική ρύθμιση αυτών των σχέσεων έχει εύστοχα αποδοθεί ως «ανολοκλήρωτη μεταπολίτευση των σχέσεων κράτους και εκκλησίας»[40], παρότι οι αλλαγές που έγιναν δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκαν ως απαρχή εκκοσμίκευσης του κράτους[41]. Σε κάθε περίπτωση, το νέο συνταγματικό πλαίσιο ερμηνεύθηκε μάλλον συντηρητικά από τη νομολογία, με αποτέλεσμα τα βήματα προόδου σε αυτόν τον τομέα να προέρχονται κυρίως από αποφάσεις του ΕΔΔΑ και Ανεξάρτητων Αρχών[42].
Οι περισσότερες αναφορές στην εξέγερση του Πολυτεχνείου έγιναν πάντως στη συζήτηση για το άρθρο 16 του Συντάγματος. Χαρακτηριστική ήταν η ομιλία του Λεωνίδα Κύρκου, ο οποίος υπογράμμισε το ειδικό βάρος της φοιτητικής νεολαίας μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου για να υποστηρίξει τη συμμετοχή της στη διοίκηση των ΑΕΙ. Συγκεκριμένα, ο Κύρκος τόνισε ότι «ήλθε η στιγμή να τιμήσουμε τους φοιτητές, να τιμήσουμε τον Νοέμβρη, όχι πια με διακηρύξεις φραστικές, όχι με σχήματα λόγου, αλλά υλοποιώντας στο Σύνταγμά μας το μήνυμα το οποίο οι νέοι εκείνοι εξέπεμψαν, στις πιο δύσκολες ώρες της δικτατορίας, αποδεχόμενοι τον ουσιαστικό πυρήνα του αιτήματός τους για την συμμετοχή»[43]. Αξιοσημείωτη για το κλίμα της εποχής ήταν η απάντηση του βουλευτή της ΝΔ Κωνσταντίνου Σερεπίσου, ο οποίος επισήμανε χαρακτηριστικά: «Αποκρούω διαρρήδην και το προβαλλόμενον επιχείρημα ότι την αποφασιστικήν συμμετοχήν εις τα των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, και των φοιτητών, επιβάλλουσιν οι κατά της δικτατορίας αγώνες των και τα δραματικά γεγονότα του Πολυτεχνείου. Είναι άξιοι πάσης τιμής και ευσήμων διακρίσεων οι μετασχόντες πράγματι και θαρραλέως εις την αντίστασιν κατά της δικτατορίας […] Πλην επιβάλλονται άλλοι τρόποι εκδηλώσεως της επιβαλλομένης τιμής προς τους αγωνισθέντας τότε σπουδαστάς και όχι η αναγνώρισις εις αυτούς, πέραν των δυνατοτήτων των και αρμοδιοτήτων, αι οποίαι είναι βέβαιον ότι θα αποβώσι βαρύτατα βλαπτικαί διά τους ιδίους, ανατινακτικαί της καλής λειτουργίας των Ανωτάτων Ιδρυμάτων και άκρως επικίνδυνοι διά την Δημοκρατίαν»[44].
Η τοποθέτηση του Σερεπίσου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι αρνείται μεν την κατοχύρωση της φοιτητικής συμμετοχής στη διοίκηση των Πανεπιστημίων, αναγκάζεται όμως πρώτα να υποκλιθεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Και τούτο διότι αυτή η θέση προέρχεται από έναν βουλευτή που είχε διατελέσει Νομάρχης επί δικτατορίας, φέρεται να είχε τοποθετηθεί υπέρ του Κωνσταντίνου στο δημοψήφισμα το 1974[45] και είχε καταθέσει στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή σειρά τροπολογιών με υπερσυντηρητικό περιεχόμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, η στάση του αποτυπώνει τη δυσκολία που είχε η μεταδικτατορική δεξιά να περιθωριοποιήσει τη φοιτητική αριστερά, που μόλις είχε πρωτοστατήσει στον αντιδικτατορικό αγώνα. Αντιμετώπιζε δηλαδή mutatis mutandis το ζήτημα που είχαν αντιμετωπίσει οι αστικές πολιτικές δυνάμεις στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες αμέσως μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και τον πρωταγωνιστικό ρόλο της αριστεράς στα κινήματα αντιφασιστικής Αντίστασης[46]. Σε κάθε περίπτωση, η φοιτητική συμμετοχή στη διοίκηση των Ιδρυμάτων δεν καθιερώθηκε μεν στο Σύνταγμα αλλά κατοχυρώθηκε νομοθετικά με τον ν. 1268/1982[47]. Αξίζει όμως να υπογραμμιστεί και ότι η προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας που θεσπίζεται στο άρθρο 16 παρ. 1 και 5 αποτέλεσε μια θετική καινοτομία του Συντάγματος του 1975 που οφείλεται στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Με τα λόγια του Μάνεση, τούτο κατέστη δυνατό «χάρη στην έξαρση και στο δυναμισμό του φοιτητικού κινήματος που είχε μαζικοποιηθεί και ριζοσπαστικοποιηθεί με την αντίσταση κατά της στρατοκρατικής δικτατορίας»[48].
Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι το bras de fer της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου[49] συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια των συζητήσεων της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής. Από τη μια πλευρά, η εξέγερση του Πολυτεχνείου λειτουργούσε στον λόγο της αντιπολίτευσης ως επιχείρημα διεκδίκησης δημοκρατικών δικαιωμάτων, ιδίως για τη νεολαία. Εξάλλου, το ειδικό βάρος που είχε αποκτήσει η νεολαία είχε ήδη φανεί στις διαδικασίες της «αποχουντοποίησης», η οποία προχώρησε σε βάθος μόνο στα Πανεπιστήμια, όπου το φοιτητικό κίνημα, με το ειδικό πολιτικό βάρος που είχε αποκτήσει με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, μπόρεσε να την επιβάλλει στην πράξη[50]. Από την άλλη πλευρά, η πλειοψηφία υποκλινόταν στην εξέγερση, χωρίς όμως τούτο να επαρκεί για να δεχτεί τις τροπολογίες της αντιπολίτευσης. Εξάλλου, από τους κόλπους της διατυπωνόταν το αντεπιχείρημα ότι αν απαλείφονταν διατάξεις όπως εκείνες που κατοχύρωναν τη διοικητική εκτόπιση ή τη θέση κομμάτων εκτός νόμου, η Γ΄ ελληνική Δημοκρατία θα είχε την τύχη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης[51]. Έτσι, το bras de fer κατέληξε σε ορισμένους συμβιβασμούς, όπως στην προαναφερθείσα καθιέρωση της συμμετοχής της νεολαίας στα τμήματα νέων των κομμάτων και στην παραπομπή στον κοινό νομοθέτη αιτημάτων όπως η κατοχύρωση της ψήφου στα 18 ή η φοιτητική συμμετοχή στη διοίκηση των Πανεπιστημίων.
Η συνολική συμβολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στη διαμόρφωση του Συντάγματος του 1975
Η συμβολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στη διαμόρφωση του Συντάγματος του 1975 δεν περιορίζεται, ωστόσο, στις παραπάνω αναφορές ή, έστω, στην τελική διατύπωση του άρθρου 16 για την παιδεία. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου επέδρασε συνολικά στη διαμόρφωση του Συντάγματος. Τούτο συνέβη καταρχάς διότι η εξέγερση λειτούργησε ως σημείο αναφοράς της αριστερόστροφης κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης για την έκφραση της οποίας είχε υπάρξει καταλύτης. Ειδικότερα, η εξέγερση του Πολυτεχνείου υπήρξε το ενδιάμεσο σκέλος του τρίπτυχου Ιουλιανά 1965-Πολυτεχνείο 1973-Μεταπολίτευση, που αποτέλεσε τον διακεκομμένο ελληνικό Μάη[52]. Η λαϊκή κινητοποίηση που είχε εκδηλωθεί το 1965 είχε αφήσει ένα σημαντικό κοινωνικό και πολιτικό αποτύπωμα, το οποίο θάφτηκε προσωρινά με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου αλλά ξαναβγήκε στην επιφάνεια με το Πολυτεχνείο και, μετά από ένα ακόμα οδυνηρό διάλειμμα, στη μεταπολίτευση. Έτσι, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας οι κυριαρχούμενες τάξεις δεν αντιμετώπισαν τη νέα περίοδο ως επιστροφή στο προδικτατορικό παρελθόν αλλά ως εφαλτήριο διεκδίκησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων που είχαν στερηθεί και οι κινητοποιήσεις τους δεν άφησαν αδιάφορη την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική ηγεμονία του Καραμανλή και η συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή είχαν συγκυριακά χαρακτηριστικά τα οποία έθεταν όρια στην πρωτοβουλία των κινήσεων που διατηρούσαν. Έτσι, ενώ ο Κ. Καραμανλής στην ομιλία του στη Βουλή με την οποία ξεκίνησαν οι συζητήσεις για το Σύνταγμα στις 8 Ιανουαρίου 1975 τόνισε ότι «ο Λαός μου ενεπιστεύθη την εξουσίαν. Δεν είπε πώς θα την ασκήσω»[53], στην πορεία προέβη σε σημαντικές υποχωρήσεις. Και τούτο διότι ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του αντιλήφθηκαν πως εάν αγνοούσε την κοινωνική πίεση θα έθετε σε κίνδυνο την αναγκαία νομιμοποίηση του νέου Συντάγματος[54]. Για αυτόν τον λόγο το τελικό κείμενο του Συντάγματος που ψηφίστηκε στις 7 Ιουνίου 1975 ήταν αρκετά διαφορετικό σε σχέση με το κυβερνητικό σχέδιο[55], με κορωνίδα των αλλαγών τη θέση εξάμηνου καταληκτικού χρονοδιαγράμματος για τον τερματισμό της ισχύος του παρασυντάγματος[56].
Η άλλη σημαντική διάσταση της συμβολής του Πολυτεχνείο στη διαμόρφωση του Συντάγματος του 1975 είχε να κάνει με το ενδεχόμενο νέας εξέγερσης. Όπως έχει επισημανθεί, ο Κ. Καραμανλής «δεν θα συμπεριφερόταν με τον “προσεκτικό” τρόπο που συμπεριφέρθηκε αν δεν εκτιμούσε – υπό το φως του Πολυτεχνείου, αλλά και των προδικτατορικών μαχητικών συλλογικών δράσεων – ότι αυτές θα μπορούσαν κάλλιστα να επαναληφθούν»[57]. Έτσι, κατά την τελική διαμόρφωση του Συντάγματος επέλεξε να μην έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με τη διεκδικητική δυναμική της κοινωνίας σε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο. Με τα λόγια του ίδιου του Κ. Καραμανλή, «έκανα το Σύνταγμά μου ύστερα από μια δικτατορία, που ήταν φυσικό ο ελληνικός λαός να ζητεί περισσότερες ελευθερίες»[58]. Επομένως, οι αλλαγές από το κυβερνητικό σχέδιο στο Σύνταγμα του 1975 αποτυπώνουν τη συνειδητοποίηση εκ μέρους του Κ. Καραμανλή και εν γένει του κυβερνητικού επιτελείου ότι ο μετεμφυλιακός τρόπος οργάνωσης και άσκησης της εξουσίας είχε πλέον φτάσει στα όριά του[59]. Μια επιλογή διαιώνισής του, η οποία ήταν διαδικαστικά εφικτή μέσω της αξιοποίησης της ευρύτατης αλλά συγκυριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της ΝΔ, θα διακινδύνευε εκρήξεις που θα απειλούσαν τον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η επαναστατική διαδικασία που εκτυλισσόταν εκείνη την περίοδο στην Πορτογαλία αποδείκνυε ότι η κοινωνική συνέχεια μετά την πτώση μιας δικτατορίας δεν έπρεπε να θεωρείται δεδομένη[60].
Συμπερασματικές εκτιμήσεις
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου υπήρξε η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση της επταετίας και εκείνη που παρήγαγε άμεσα πολιτικά αποτελέσματα ματαιώνοντας την απόπειρα «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος. Το μαζικό, μαχητικό και ριζοσπαστικό στίγμα της, μάλιστα, ξεπερνούσε ακόμα και τις ηγεσίες των οργανώσεων αντιδικτατορικής αντίστασης. Το γεγονός ότι δεν οδήγησε άμεσα στην πτώση της χούντας αλλά συνοδεύθηκε από την πιο σκληρή φάση της δεν μειώνει τη σημασία της. Αντίθετα, αν προχωρούσε η «φιλελευθεροποίηση» το αποτέλεσμα θα ήταν η εγκαθίδρυση μιας ανάπηρης «δημοκρατίας», όπως αυτή που σκιαγραφούσε το «Σύνταγμα» του 1973 ή εκείνη που εγκαθιδρύθηκε στην Τουρκία μετά τη χούντα του στρατηγού Εβρέν. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα είχε υπάρξει η τομή με το μετεμφυλιακό παρελθόν και το παρασύνταγμα. Σε αυτό το πλαίσιο, η εξέγερση συνέβαλε καθοριστικά όχι μόνο στην απομόνωση της χούντας αλλά και στο να μείνει στο χαρτιά το «Σύνταγμα» του 1973.
Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, η εξέγερση επενεργεί σε ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον. Λειτουργεί ως σημείο αναφοράς των αγώνων της νεολαίας αλλά και ως όριο αποτροπής μιας ενδεχόμενης διολίσθησης προς μια «καχεκτική δημοκρατία». Σε αυτό το πλαίσιο, δεν καθορίζει τόσο τις συζητήσεις εντός της Βουλής, παρότι είναι παρούσα και σε αυτές, όσο το γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό κλίμα. Τούτο, εξάλλου, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι το μήνυμα και το νόημα της εξέγερσης αποτέλεσε πολιτικό διακύβευμα ήδη από την πρώτη της επέτειο. Από τις διαμάχες για τον ρόλο των κομμάτων στην εξέγερση και την καθιέρωση του επίσημου εορτασμού το 1981 που έθεσε το ζήτημα της «κρατικοποίησης» της επετείου ως τη σύγχρονη απόπειρα επιστροφής μοτίβων της χουντικής προπαγάνδας ή την υποβάθμιση της σημασίας της και τη σύνδεσή της με υπαρκτές ή μη παθογένειες της μεταπολίτευσης, η νοηματοδότηση της εξέγερσης αποτελεί ένα διαρκές πεδίο συμβολικής μάχης. Δεν θα έπρεπε να μας ξενίζει: οι «πόλεμοι της μνήμης» είναι πάντοτε αναπόφευκτα συνδεδεμένοι με τα εκάστοτε διακυβεύματα της επικαιρότητας και η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Το παρόν άρθρο προσπάθησε να φωτίσει μια ιδιαίτερη πτυχή αυτής της εξέγερσης, την επίδραση που άσκησε στον δικτατορικό και στον μεταπολιτευτικό συνταγματισμό. Η σύνδεση δεν ήταν αυθαίρετη. Το «Σύνταγμα» του 1973, θεσμικό αποτύπωμα της απόπειρας ελεγχόμενης «φιλελευθεροποίησης» της χούντας, ήταν αυτό που έθεσε στο στόχαστρό της η εξέγερση. Η ανακοπή αυτής της διαδικασίας σήμανε την καθολική απομόνωση της δικτατορίας και λειτούργησε ως η αρχή του τέλους της. Δεν ήταν όμως η ακύρωση της «φιλελευθεροποίησης» και η de facto κατάργηση του «Συντάγματος» του 1973 η μόνη συμβολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στα θεσμικά πράγματα της χώρας μας. Το αποτύπωμα της εξέγερσης λειτούργησε έμμεσα αλλά δραστικά, ως μνήμη τόσο των επίσημων και επώνυμων θεσμικών παικτών – της κυβέρνησης, των βουλευτών της πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης -, όσο και των «από κάτω», των απλών ανθρώπων που κινητοποιήθηκαν μαζικά και έβαλαν τη δική τους σφραγίδα στην πρώιμη μεταπολίτευση. Αυτή η μνήμη με τη σειρά της λειτούργησε ως όριο της εξουσίας, ως μια διαρκής υπενθύμιση ότι η κοινωνική δυναμική έχει ένα ανεξάντλητο φορτίο που είναι δυνατόν, στις κατάλληλες συνθήκες, να ενεργοποιηθεί.
[Το παρόν άρθρο είχε ως αφετηρία του την Εισήγηση του γράφοντος στην ημερίδα που διοργάνωσε στις 29 Νοεμβρίου 2023 στο Ρέθυμνο το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης για τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου.]
[1] Βλ. τη Συντακτική Πράξη της 1ης Ιουνίου 1973 στο ΦΕΚ Α΄ 118/1-6-1973.
[2] Βλ. το διάγγελμα στο ΦΕΚ Α΄ 119/1-6-1973. Το διάγγελμα έχει αναδημοσιευθεί σε Παντελή Α., Κουτσουμπίνα Σ., Γεροζήση Τ. (επιμ.), Κείμενα συνταγματικής ιστορίας, τ. Β΄, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, σ. 979-983.
[3] Η υπογράμμιση υπάρχει στο ίδιο το διάγγελμα.
[4] Το σχέδιο ψηφίσματος περιεχόταν στην υπ’ αριθ. 67/15-6-1973 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α΄ 128/15-6-1973.
[5] Για «ψευδο-δημοψήφισμα» κάνει λόγο η Παπαδοπούλου Λ., Θεσμοί «άμεσης δημοκρατίας» στο Σύνταγμα. Συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων ουσίας, Ευρασία, Αθήνα 2014, σ. 242-244, με βάση τις συνθήκες διεξαγωγής του και τη μονόπλευρη κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού υπέρ του «Ναι».
[6] Το «Σύνταγμα» του 1973 είναι διαθέσιμο σε Μαυριά Κ., Παντελή Α. (επιμ.), Συνταγματικά κείμενα, τ. 1, δ΄ εκδ., Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 252-291.
[7] Βλ. Αλιβιζάτου Ν., Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, γ΄ εκδ., Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σ. 312 και γενικότερα σ. 312-323. Για «είδος Καισαρικής μονοκρατορίας» έκανε λόγο στις 16 Ιουλίου 1973 ο Κ. Καραμανλής· βλ. τις δηλώσεις του σε Λαμπρία Τ. (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής. Επίλεκτα κείμενα, Μορφωτική Εστία, Αθήνα 1995, σελ. 95.
[8] Όπως επισήμανε ο ίδιος ο Γ. Παπαδόπουλος στην εισήγησή του στις 15 Ιουνίου 1973 προς το υπουργικό συμβούλιο αναγνωρίζονται στον Πρόεδρο «ηυξυμένας πως εξουσίας, πάντως δε περιορισμένας χρονικώς […] ώστε να έχη μείζονα ευχέρειαν αντιμετωπίσεως εκτάκτων καταστάσεων εν συναρτήσει και προς την καθόλου αρμοδιότητά του επί θεμάτων εθνικής αμύνης και ασφαλείας, εξωτερικής πολιτικής και δημοσίας τάξεως»· βλ. Παντελή, Κουτσουμπίνα, Γεροζήση (επιμ.), Κείμενα συνταγματικής ιστορίας, τ. Β΄, σ. 995.
[9] Βλ. την εισήγηση του Προέδρου της Δημοκρατίας και πρωθυπουργού (sic) Γ. Παπαδόπουλου, η οποία δημοσιεύθηκε ως παράρτημα στην υπ’ αριθ. 67/15-6-1973 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου σε ΦΕΚ Α΄ 128/15-6-1973.
[10] Έτσι ο Βλαχόπουλος Σ., «“Συνταγματικός” λόγος και πράξη της απριλιανής δικτατορίας: Τα συνταγματικά κείμενα της δικτατορίας (1968, 1973) και η εφαρμογή τους στην πράξη» στο Βλαχόπουλου Σ., Χατζηβασιλείου Ευ., Διλήμματα της Ελληνικής Συνταγματικής Ιστορίας: 20ος αιώνας, Πατάκη, Αθήνα 2018, σ. 295-296 και γενικότερα σ. 303-315.
[11] Βλ. Κουρουνδή Χ., «Η “βαθεία τομή” του 1963 και το “Σύνταγμα” του 1973: σκέψεις για μια επίκαιρη διπλή συνταγματική επέτειο», ΕφημΔΔ 1/2013, σ. 148-156.
[12] Βλ. Αλιβιζάτου, Οι πολιτικοί θεσμοί, ό.π., σ. 640-659.
[13] Ως πρότυπο αυτής της πρόβλεψης εμφανίσθηκε η διάταξη του άρθρου 18 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης, που προβλέπει την έκπτωση από ορισμένα δικαιώματα των οποίων γίνεται κατάχρηση. Η εν λόγω διάταξη του γερμανικού Συντάγματος δεν έχει εφαρμοσθεί ποτέ καθώς και οι δύο σχετικές αιτήσεις απορρίφθηκαν από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο· βλ. Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα, δ΄ εκδ., Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2012 [1991], σ. 143, σημ. 94.
[14] Ο χουντικός συνταγματολόγος Αντωνόπουλος Ν., Συνταγματικόν Δίκαιον, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, τ. Β΄, τχ α΄, χ.ε., Θεσσαλονίκη 1971, σ. 17 ερμήνευσε την έννοια του υπάρχοντος πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος στο κείμενο του 1968 ως εξής: «το κρατούν πολιτειακό καθεστώς καθορίζεται υπό του Συντάγματος και αναφέρεται εις την δημοκρατικήν μορφήν αυτού, προς την οποίαν αντιτίθενται τα πολιτεύματα, κομμουνιστικού τύπου […] ως κρατούν κοινωνικόν καθεστώς δέον να θεωρηθή το αστικόν εν αντιθέσει προς το κομμουνιστικόν τοιούτο».
[15] Για μια εξαντλητική κριτική του συνταγματικού και νομοθετικού (ν.δ. 800/1971) πλαισίου της δικτατορίας για τα κόμματα βλ. Κατηφόρη Γ., «Ο έλεγχος των κομμάτων» στου ίδιου, Η νομοθεσία των βαρβάρων, Θεμέλιο, Αθήνα 1975, σ. 163-175.
[16] Βλ. Δρόσου Γ., Η νομική θέση των κομμάτων στην Ελλάδα, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1982, σ. 129-135.
[17] Βλ. Κουρουνδή X., Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024, σ. 219-220.
[18] Βλ. Αλιβιζάτου, Οι πολιτικοί θεσμοί, ό.π., σ. 286-288.
[19] Βλ. το μήνυμα στο ΦΕΚ Α΄ 185/20-08-1973.
[20] Βλ. τα π.δ. 167 και 168 αντίστοιχα στο ΦΕΚ Α΄ 186/20-08-1973.
[21] Βλ. Κουρουνδή Χ., «Οι ρίζες της μεταπολίτευσης: κυβέρνηση “Εθνικής Ενότητος” και λαϊκός ριζοσπαστισμός μετά την κατάρρευση της δικτατορίας», σε https://nomarchia.gr/%ce%bf%ce%b9-%cf%81%ce%af%ce%b6%ce%b5%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%b1%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%af%cf%84%ce%b5%cf%85%cf%83%ce%b7%cf%82-%ce%ba%cf%85%ce%b2%ce%ad%cf%81%ce%bd%ce%b7%cf%83/, τελευταία πρόσβαση 30.10.2024, με κριτική αναφορά στις σχετικές προσεγγίσεις του Γιώργου Καμίνη και του Νίκου Πουλαντζά.
[22] Ibidem.
[23] Βλ. Κούκη Ε., «Ακόμα δεν ξέρω τι έκανες εκείνο το καλοκαίρι. Η αμήχανη στάση της ελληνικής βιβλιογραφίας απέναντι στην πολιτειακή αλλαγή του 1973», Αρχειοτάξιο, 25, 2024, σ. 50 και γενικότερα σ. 43-51.
[24] Βλ. Σεφεριάδη Σ., «Ο άδηλος ρόλος των συλλογικών δράσεων στην ελληνική καθεστωτική αλλαγή (1974). Προκαταρκτικές σκέψεις για το Πολυτεχνείο», ΕΕΠολΕπ, 36/2010, σ. 119-133, ιδίως σ. 128-133.
[25] Ως «παρισινό Μάη της Αθήνας» χαρακτήρισε τα γεγονότα ο Γρηγοριάδης Σ., Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (1941-1974), τ. 9, εκδ. Polaris-Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Αθήνα 2011, σελ. 13-14.
[26] Βλ. αντί άλλων την αφήγηση του μέλους της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης Λυγερού Στ., Φοιτητικό κίνημα και ταξική πάλη στην Ελλάδα. Από τις προσφυγές στα πρωτοδικεία στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, τ. Β΄, εκδ. ομάδα Εργασία, Αθήνα 1977, σ. 119-120.
[27] Βλ. Βερναρδάκη Χ., Μαυρή Γ., «Η μεταπολιτευτική τομή ως διαδικασία ταξικής πάλης (από το πείραμα Μαρκεζίνη στις εκλογές του ’74)», Θέσεις, 14/1986, σ. 52-57.
[28] Για μια εξαντλητικά αναλυτική τεκμηρίωση των νεκρών και τραυματιών της εξέγερσης μέσα από μαρτυρίες και έγγραφα της εποχής βλ. Λύκαρης Ι. (επιμ.), Πολυτεχνείο 1973. Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει. Η εξέγερση μέσα από τις καταθέσεις συγγενών νεκρών, τραυματιών και αυτοπτών μαρτύρων – Αστυνομικά ντοκουμέντα για τους νεκρούς και τους τραυματίες, Καστανιώτη, Αθήνα 2023.
[29] Βλ. Σφοίνη Α., «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία»: η ιστορική διάσταση του συνθήματος του Πολυτεχνείου», Αρχειοτάξιο, 25, 2024, σ. 66-67 και γενικότερα σ. 53-69.
[30] Βλ. την αφήγηση του Ν. Χριστοδουλάκη, μέλους της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης και υπεύθυνου του ραδιοφωνικού σταθμού σε Χατζησωκράτης Δ., Πολυτεχνείο ’73. Αναστοχασμός μιας πραγματικότητας, Πόλις, Αθήνα 2004, σ. 119.
[31] Βλ. Μουζέλη Ν., Η νεοελληνική κοινωνία: όψεις υπανάπτυξης, β΄ εκδ., Εξάντας, Αθήνα 1978, σ. 291-292.
[32] Βλ. Κουρουνδή Χ., Οι ρίζες της μεταπολίτευσης: κυβέρνηση “Εθνικής Ενότητος” και λαϊκός ριζοσπαστισμός μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, σε https://nomarchia.gr/%ce%bf%ce%b9-%cf%81%ce%af%ce%b6%ce%b5%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%b1%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%af%cf%84%ce%b5%cf%85%cf%83%ce%b7%cf%82-%ce%ba%cf%85%ce%b2%ce%ad%cf%81%ce%bd%ce%b7%cf%83/, τελευταία πρόσβαση 31.10.2024.
[33] Μάνεσης Α., «”Επταετίας” τέλος!» [1976] στου ίδιου, Συνταγματική θεωρία και πράξη 1954-1979, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 539-540.
[34] Βλ. Καθημερινή, 17 Νοεμβρίου 1974. Για τη σχετική αρθρογραφία των δύο πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων βλ. Γαρρής Δ, «Πότε δικαιώθηκε το Πολυτεχνείο; Περιπέτειες της μνήμης της εξέγερσης κατά την πρώτη δεκαετία της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας», Αρχειοτάξιο, 25, 2024, σ. 74-78 και γενικότερα σ. 70-85.
[35] Βλ. τη συνέντευξη δύο μελών της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης του 1973 στην εφημερίδα Αγωνιστική Πορεία, τχ 2, 8 Νοέμβρη 1974 (διαθέσιμη σε https://sekonline.gr/images/general/AG-F02.pdf ), και την προκήρυξη της οργανωτικής επιτροπής που ανέδειξαν οι Γενικές Συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων και καλούσε σε εορτασμό της επετείου στις 15 Νοεμβρίου, στην οποία αναφέρεται ότι «αν και οι κοινοβουλευτικές εκλογές είναι αποτέλεσμα του αγώνα μας, δεν είναι αυτές που εκπληρώνουν το μήνυμα του Νοέμβρη, δεν είναι αυτές που θα τιμήσουν τους νεκρούς μας και που θα δικαιώσουν τον αγώνα τους. Πραγματική τιμή στους νεκρούς αγωνιστές είναι η συνέχιση του αγώνα για τον οποίο θυσιάστηκαν. Είναι η πάλη για τη διάλυση των φασιστικών μηχανισμών και τη τιμωρία των βασανιστών και δολοφόνων του λαού μας, είναι η πάλη για να πετάξουμε τους αμερικάνους ιμπεριαλιστές, τις βάσεις και το ΝΑΤΟ από την Ελλάδα, είναι η πάλη να εμποδίσουμε το ξεπούλημα των αδελφών μας στην Κύπρο, τις βρώμικες “λύσεις” που προωθεί ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός»· βλ. Αγωνιστική Πορεία, τχ 3, 15 Νοέμβρη 1974 (διαθέσιμη σε https://sekonline.gr/images/general/AG-F03.pdf ).
[36] Βλ. Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική, Περίοδος Α΄ – Προεδρευομένης Δημοκρατίας – Σύνοδος Α΄, Πρακτικά των συνεδριάσεων της Ολομελείας της Βουλής των συζητήσεων επί του Συντάγματος 1975, Προεδρία Κωνσταντίνου Ευστ. Παπακωνσταντίνου, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι, Αύγουστος 1975 (στο εξής: Ολομέλεια Βουλής), σ. 125. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο βουλευτής της ΕΚ-ΝΔ Κ. Αλαβάνος επιχειρηματολόγησε υπέρ της μείωσης του ορίου εκλογιμότητας από τα 25 έτη επισημαίνοντας ότι «Οι σημερινοί νέοι και βιολογικά και ψυχολογικά και κοινωνικά και πολιτικά ωριμάζουν πολύ γρηγορώτερα απ’ ό,τι σε άλλες εποχές. Στα 25 τους χρόνια είναι ήδη ώριμοι. Δεν χρειάζεται κανείς να παραπέμπη συνέχεια στο Πολυτεχνείο»· βλ. Ολομέλεια Βουλής, σ. 155.
[37] Το κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος αναγνώριζε το δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα μόνο σε Έλληνες πολίτες «έχοντες το δικαίωμα του εκλέγειν». Ο βουλευτής της ΕΚ-ΝΔ Ν. Παπαπολίτης, το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού-ΕΔΑ είχαν πρότειναν με τροπολογίες τους να απαλειφθεί αυτή η πρόβλεψη· βλ. Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, Σύνταγμα 1975. Διάταξις κατ’ άρθρον επισήμων σχεδίων – τροπολογιών ψηφισθέντος τελικού κειμένου, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1976 ( :Πρακτικά Τροπολογιών), σ. 75-76. Τη σχετική διατύπωση για τη συμμετοχή στα τμήματα νέων των κομμάτων έκανε ο βουλευτής της πλειοψηφίας Λ. Μπουρνιάς, Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική, Περίοδος Α΄ – Προεδρευομένης Δημοκρατίας – Σύνοδος Α΄, Πρακτικά των συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος 1975 Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι, Ιούλιος 1975 ( :Πρακτικά υποεπιτροπών), σ. 508. Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ι. Σκουλαρίκης, Ολομέλεια Βουλής, σ. 787-788 την επέκρινε θεωρώντας ότι προσπαθούσε να κατευθύνει τον τρόπο οργάνωσης των κομμάτων ώστε οι νέοι να συμμετέχουν μόνο στα τμήματα νέων και όχι στον κομματικό μηχανισμό καθ’ εαυτό, όπως ζητούσαν οι τροπολογίες της αντιπολίτευσης.
[38] Βλ. Χρυσόγονου Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, γ΄ εκδ., Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 510. Πλέον, με το αρ. 1 του ν. 4406/2016 το όριο ηλικίας για το ενεργητικό εκλογικό δικαίωμα έχει μειωθεί στα 17 έτη.
[39] Βλ. Ολομέλεια Βουλής, σ. 404.
[40] Ο χαρακτηρισμός ανήκει στην Καμτσίδου Ι., «Οι συνταγματικά μετέωρες σχέσεις εκκλησίας και κράτους», ΤοΣ 1-2/2020, σ. 338 και γενικότερα σ. 325-351.
[41] Βλ. Παπαδοπούλου Λ., «Οι σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821» σε Το Σύνταγμα εν εξελίξει. Τιμητικός Τόμος για τον Αντώνη Μανιτάκη, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2019, σ. 638 και γενικότερα σ. 617-666.
[42] Βλ. Σωτηρέλη Γ., «Η διαρκής πρόκληση της συνταγματικής αναθεώρησης των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας», ΤοΣ 1-2/2020, σ. 302-307 και γενικότερα σ. 301-323.
[43] Βλ. Ολομέλεια Βουλής, σ. 498.
[44] Βλ. Ολομέλεια Βουλής, σ. 511.
[45] Βλ. Βήμα, 5 Δεκεμβρίου 1974.
[46] Βλ. Μπελαντή Δ., Αναζητώντας τον «εσωτερικό εχθρό», Προσκήνιο, Αθήνα 2004, σ. 132 και γενικότερα Eley G., Σφυρηλατώντας τη δημοκρατία. Ιστορία της ευρωπαϊκής αριστεράς, τ. Β΄ (1923-2000), μτφρ. Κατσικερού Α., Σαββάλας, Αθήνα 2010, σ. 524-530.
[47] Βλ. Χρυσόγονου Κ., Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ε΄ εκδ., Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2023, σελ. 525-527. Για τη σχετική νομολογία των δύο πρώτων δεκαετιών της μεταπολίτευσης βλ. Μαντζούφα Π., Ακαδημαϊκή ελευθερία. Οργανωτική και διαδικαστική θεώρηση. Το συνταγματικό πλαίσιο της εξέλιξης των πανεπιστημιακών, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 299-337.
[48] Μάνεσης Α., «Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας», στου ίδιου, Συνταγματική θεωρία και πράξη, ό.π., σ. 714.
[49] Επ’ αυτού βλ. αναλυτικά Κουρουνδή, Οι ρίζες της μεταπολίτευσης: κυβέρνηση “Εθνικής Ενότητος” και λαϊκός ριζοσπαστισμός μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, σε https://nomarchia.gr/%ce%bf%ce%b9-%cf%81%ce%af%ce%b6%ce%b5%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%b1%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%af%cf%84%ce%b5%cf%85%cf%83%ce%b7%cf%82-%ce%ba%cf%85%ce%b2%ce%ad%cf%81%ce%bd%ce%b7%cf%83/, τελευταία πρόσβαση 31.10.2024.
[50] Βλ. Αλιβιζάτου, Οι πολιτικοί θεσμοί, ό.π., σ. 683, σημ. 9 και Τσάτσου Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Β΄, β΄ εκδ., Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, σ. 317.
[51] Βλ. Κατσαούνη Α., Ολομέλεια Βουλής, σ. 771-772, 807, Αποστολάτο Γ., Ολομέλεια Βουλής, σ. 1021.
[52] Οι σκέψεις αυτές έχουν διατυπωθεί εκτενέστερα στο Κουρουνδής Χ., Το Σύνταγμα και η Αριστερά. Από τη «βαθεία τομή» του 1963 στο Σύνταγμα του 1975, Νήσος, Αθήνα 2018, σ. 160-171.
[53] Βλ. Ολομέλεια Βουλής, σ. 17.
[54] Στον ρόλο της πίεσης της αντιπολίτευσης και της λαϊκής αντίστασης στον αυταρχισμό της εξουσίας στη διαμόρφωση του Συντάγματος του 1975 έχει αναφερθεί ο Χαραλάμπης Δ., Στρατός και πολιτική εξουσία. Η δομή της εξουσίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, Εξάντας, Αθήνα 1985, σ. 354.
[55] Βλ. τα παραδείγματα διαφορών μεταξύ του κυβερνητικού σχεδίου και του Συντάγματος του 1975 που παραθέτει ο Pantélis Α., Les grands problèmes de la nouvelle Constitution hellénique, LGDJ, Paris, 1979, σ. 142.
[56] Βλ. Χρυσόγονου Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 111-113.
[57] Βλ. Σεφεριάδης, «Ο άδηλος ρόλος των συλλογικών δράσεων στην ελληνική καθεστωτική αλλαγή (1974). Προκαταρκτικές σκέψεις για το Πολυτεχνείο», ό.π., σ. 128.
[58] Παρατίθεται από τον Μασσίπ Ρ., Καραμανλής. Ο Έλληνας που ξεχώρισε, δ΄ εκδ., Ι. Σιδέρη, Αθήνα 1982, σ. 124.
[59] Στις αντιδράσεις της κοινωνίας και της αντιπολίτευσης αποδίδει την άμβλυνση των πιο αντιδημοκρατικών πτυχών του κυβερνητικού σχεδίου και ο Καλτσώνης Δ., Δίκαιο και κοινωνία στον 21ο αιώνα. Δίκαιο, οικονομική κρίση και δημοκρατία, Τόπος, Αθήνα 2014, σ. 39, ο οποίος αναφέρει το συγκεκριμένο γεγονός ως παράδειγμα κατά το οποίο η κυρίαρχη τάξη και οι πολιτικοί της εκφραστές έλαβαν υπόψη τους τις διαθέσεις των καταπιεζόμενων λαϊκών στρωμάτων.
[60] Για την ταραγμένη περίοδο του πρώτου εξαμήνου του 1975 στην Πορτογαλία βλ. Filoche G., Printemps Portugais, Actéon, Paris 1984, σ. 241-396.
Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής είναι δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω και Διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει εκπονήσει μεταδιδακτορική έρευνα με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Διδάσκει από το 2018 στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Έχει γράψει τα βιβλία «Το Σύνταγμα και η Αριστερά. Από τη “βαθεία τομή” του 1963 στο Σύνταγμα του 1975» (Νήσος, 2018) και «Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές» (υπό έκδοση), άρθρα και μελέτες σε συλλογικούς τόμους κι έχει συμμετάσχει σε πολλά διεθνή και εγχώρια συνέδρια.