Η παρούσα μελέτη δεν φιλοδοξεί να παρέμβει σε όλο το εύρος αυτής της συζήτησης. Η μεταπολίτευση ως αντικείμενο έρευνας έχει πολλές πτυχές και διαστάσεις, επί των οποίων έχει διατυπωθεί πλήθος ερμηνευτικών προτάσεων από πλείστες όσες οπτικές γωνίες. Έτσι, η μελέτη (αυτο)περιορίζεται εξαρχής ως προς το περιεχόμενό της, εστιάζοντας το ενδιαφέρον της σε δύο επίπεδα. Πρώτον, επικεντρώνεται στο θεσμικό πεδίο, με έμφαση στη συνταγματική του διάσταση, το οποίο όμως εξετάζει σε συνάρτηση με τις πυκνές πολιτικές εξελίξεις της περιόδου. Δεύτερον, αφορά μόνο τη, στενά οριζόμενη, πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης, δηλαδή την περίοδο από την ορκωμοσία του Κ. Καραμανλή ως πρωθυπουργού και τη συγκρότηση της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητος» στις 24 Ιουλίου 1974 έως τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974[1]. Η εν λόγω περίοδος υπήρξε κρίσιμη για τη διαμόρφωση του θεσμικού «οδικού χάρτη» της μεταπολίτευσης, καθώς προσδιόρισε τις διαδικασίες από τις οποίες προέκυψε ο αβασίλευτος χαρακτήρας του πολιτεύματος και η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή που κατάρτισε το Σύνταγμα του 1975. Η μελέτη προσπαθεί να αναδείξει τις σημαντικές πτυχές αυτής της ιδιαίτερης διαδρομής, που δεν ήταν ευθύγραμμη αλλά χαρακτηρίστηκε από πολλές διακλαδώσεις και στροφές, και καταλήγει σε ορισμένες συμπερασματικές εκτιμήσεις αναφορικά με τα χαρακτηριστικά της.
Η θεσμική κληρονομιά της δικτατορίας
Η πρώτη φάση της μεταπολίτευσης δεν είναι δυνατό να εξετασθεί ανεξάρτητα από τη θεσμική κληρονομιά της δικτατορίας και, ιδίως, της τελικής φάσης της. Οι συνταγματάρχες, ως γνωστόν, διαμόρφωσαν δύο συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973, τα οποία ποτέ δεν τέθηκαν σε ισχύ[2]. Το δεύτερο «εγκρίθηκε» με (νόθο) δημοψήφισμα που διενέργησε το καθεστώς στις 29 Ιουλίου 1973, στο οποίο το «ΝΑΙ» σήμαινε αποδοχή του «Συντάγματος». Το εν λόγω «Σύνταγμα» καθιέρωνε πολίτευμα «Προεδρικής Δημοκρατίας» και άνοιγε τον δρόμο προς μια ελεγχόμενη «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος. Ο σχεδιασμός δρομολογήθηκε μετά το δημοψήφισμα και τον σχηματισμό κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον πρώην υπουργό και βουλευτή Σπύρο Μαρκεζίνη, ανατράπηκε όμως από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η αποτυχία της φιλελευθεροποίησης δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι επρόκειτο για μια πρωτοβουλία η οποία έμεινε από την πρώτη στιγμή απομονωμένη, όπως υπολαμβάνει ο ισχυρισμός ότι «ο Παπαδόπουλος δεν έπεισε κανέναν, εκτός από τους οπαδούς του και τον Μαρκεζίνη»[3]. Και τούτο διότι το εγχείρημα των συνταγματαρχών φαίνεται ότι είχε στηρίγματα τόσο στις κορυφές της κοινωνικής ιεραρχίας όσο και στον επίσημο πολιτικό κόσμο. Καταρχάς, είχε τη στήριξη της κυρίαρχης τάξης, η οποία εκφράσθηκε ρητά στο Δελτίο του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων της 15ης Ιουλίου 1973 που υποστήριζε ότι το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα εγγυόταν σταθερότητα, ηρεμία και οικονομική ανάπτυξη[4]. Επιπλέον, μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης Μαρκεζίνη, ένα σημαντικό τμήμα του πολιτικού κόσμου είχε αρχίσει να προσανατολίζεται προς τη συμμετοχή στις εκλογές που θα οργάνωνε το καθεστώς[5].
Μια άλλη ερμηνευτική προσέγγιση θεωρεί πως η φιλελευθεροποίηση ήταν θνησιγενής διότι δεν ανταποκρινόταν στη λαϊκή απαίτηση για εκδημοκρατισμό και δεν διέθετε τη στήριξη του στρατού[6]. Ωστόσο, δεν φαίνεται πλήρως πειστική, αφενός επειδή η συμμετοχή των πολιτικών δυνάμεων στο εγχείρημα θα μπορούσε να περιορίσει την απαίτηση για δημοκρατία σε συζήτηση επί των όρων της φιλελευθεροποίησης και αφετέρου διότι ο στρατός ήταν διχασμένος ως προς μια τέτοια προοπτική. Αυτή η εικόνα δεν δικαιολογεί, από την άλλη πλευρά, ούτε τη γενίκευση του Νίκου Πουλαντζά ότι «τα δικτατορικά καθεστώτα είναι ανίκανα να μεταρρυθμίσουν τον εαυτό τους, να παρουσιάσουν δηλαδή εσωτερική, συνεχή και γραμμική εξέλιξη προς μιας μορφής «δημοκρατικού-κοινοβουλευτικού» καθεστώτος που θα αντικαθιστούσε το προηγούμενο μέσα από ένα δρόμο ελεγχόμενης “διαδοχής”»[7]. Αντιθέτως, σε άλλες χώρες, όπως η Τουρκία μετά το πραξικόπημα του στρατηγού Εβρέν το 1980, αντίστοιχα εγχειρήματα μπόρεσαν να ευοδωθούν και να καθορίσουν τα χαρακτηριστικά της μετάβασης στον κοινοβουλευτισμό αλλά και την ποιότητα της δημοκρατίας που εγκαθίδρυσαν. Με άλλα λόγια, η κατάληξη της φιλελευθεροποίησης δεν πρέπει να θεωρείται νομοτελειακή και προδιαγεγραμμένη αλλά καρπός της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και, σε δεύτερη φάση, της έκρηξης των αντιφάσεων στο εσωτερικό της δικτατορίας[8].
Σε κάθε περίπτωση, το πραξικόπημα των σκληροπυρηνικών της χούντας με επικεφαλής τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, που ανέτρεψε τους Παπαδόπουλο-Μαρκεζίνη στις 25 Νοεμβρίου 1973, σήμανε την έναρξη της τελευταίας φάσης της δικτατορίας. Η εν λόγω κίνηση έγινε μεν αποδεκτή από τον στρατιωτικό μηχανισμό, αφού μετά τη βίαιη καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου δεν ήταν πλέον εφικτή η ελεγχόμενη μετάβαση στον κοινοβουλευτισμό, προκάλεσε όμως μια άνευ προηγουμένου συρρίκνωση της κοινωνικής βάσης της δικτατορίας[9]. Σε θεσμικό επίπεδο, η νέα ηγεσία της δικτατορίας, διόρισε ως «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» τον αντιστράτηγο Φαίδωνα Γκιζίκη χωρίς να έχει προηγηθεί παραίτηση του ως τότε «Προέδρου της Δημοκρατίας» Γεωργίου Παπαδόπουλου[10]. Κατόπιν, ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) εξέδωσε προεδρικά διατάγματα με τα οποία έκανε δεκτές τις παραιτήσεις του πρωθυπουργού Σ. Μαρκεζίνη και των άλλων μελών του υπουργικού συμβουλίου (άγνωστο εάν όντως υπεβλήθησαν) και διόρισε στη θέση του πρωθυπουργού τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο και νέο υπουργικό συμβούλιο[11]. Το πρώτο νομοθετικό διάταγμα που εξέδωσε ο νέος ΠτΔ αφορούσε την προαγωγή του στη θέση του στρατηγού[12]. Στις προγραμματικές δηλώσεις του, ο Αδ. Ανδρουτσόπουλος υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι «[π]αρά τας δύο συνταγματικάς περιπετείας και την ταλαιπωρίαν δύο δημοψηφισμάτων εντός μιας 5ετίας, αντί να αποκτήση η χώρα Σύνταγμα, επεβλήθη επ’ αυτής μια συρραφή διατάξεων» και εξήγγειλε ότι θα «κινηθούν ταχέως αι αναγκαίαι διαδικασίαι διά να αποκτήση η χώρα, επί τέλους, Σύνταγμα»[13]. Στις 17 Δεκεμβρίου 1973 εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1 Συντακτική Πράξη (ΣΠ)[14], σύμφωνα με την οποία η συντακτική εξουσία «ασκείται υπό του Υπουργικού Συμβουλίου δια Συντακτικών Πράξεων», ενώ η νομοθετική ασκείται «μέχρι συγκλήσεως της Βουλής» (sic) με νομοθετικά διατάγματα που εκδίδει ο ΠτΔ κατόπιν πρότασης της κυβέρνησης.
Γενικά, η τελευταία περίοδος της δικτατορίας χαρακτηρίζεται από την έλλειψη μακροπρόθεσμου συνταγματικού σχεδίου, όπως δείχνει το γεγονός ότι μέχρι την κατάρρευσή της δεν υπήρξε κάποια κινητικότητα αναφορικά με την εξαγγελθείσα διαμόρφωση νέου Συντάγματος. Άλλωστε, σε αντίθεση με τις δικτατορίες της ιβηρικής χερσονήσου, το καθεστώς της 21ης Απριλίου διακρίθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της επταετίας από ρήξεις και «επαναστάσεις» στο εσωτερικό του[15]. Σε κάθε περίπτωση, η δραστηριότητα της χούντας δεν επικεντρώθηκε σε θεσμικά ζητήματα αλλά στον σχεδιασμό του πραξικοπήματος στην Κύπρο με σκοπό την ανατροπή του Προέδρου Μακαρίου, την ανακήρυξη της «Ένωσης» με την Ελλάδα και τη σταθεροποίηση του καθεστώτος στο εσωτερικό της χώρας με την αίγλη μιας «εθνικής επιτυχίας». Το πραξικόπημα υλοποιήθηκε στις 15 Ιουλίου 1974 αλλά γύρισε μπούμερανγκ στο καθεστώς, αφού η αντίσταση του κυπριακού λαού και η εισβολή του τουρκικού στρατού οδήγησε στην κατάρρευσή του.
Η stricto sensu στιγμή της μετάβασης
Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974, η δικτατορία απάντησε την ίδια ημέρα με την κήρυξη γενικής επιστράτευσης[16]. Ωστόσο, η διάρρηξη της στρατιωτικής πειθαρχίας λόγω της εχθρότητας των επίστρατων απέναντι στη χούντα στέρησε από το καθεστώς την πρωτοβουλία των κινήσεων, κατάσταση η οποία έγινε αντιληπτή πρώτα απ’ όλα μέσα στις ίδιες τις ένοπλες δυνάμεις[17]. Σε θεσμικό επίπεδο, από τις 21 ως τις 23 Ιουλίου υπήρξε ένα «κενό» εξουσίας, το οποίο αναπληρώθηκε από ατομικές πρωτοβουλίες. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ο ναύαρχος Π. Αραπάκης διαπραγματεύθηκε το πρωί της 22ης Ιουλίου την παύση του πυρός στην Κύπρο ενώ τυπικά η κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου υφίστατο ακόμα[18]. Σε αυτές τις συνθήκες, οι στρατιωτικοί άρχισαν να χάνουν τον έλεγχο της κατάστασης και, στις 23 Ιουλίου, κάλεσαν εσπευσμένα σε σύσκεψη συγκεκριμένα στελέχη του πολιτικού κόσμου για να τους παραδώσουν την εξουσία[19]. Η κλήση των πολιτικών ήταν επιλεκτική, εφόσον από τους αρχηγούς των κομμάτων της τελευταίας προδικτατορικής Βουλής κλήθηκε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Γεώργιος Μαύρος αλλά όχι και ο επικεφαλής του τρίτου κόμματος Ηλίας Ηλιού. Εξάλλου, στους προσκληθέντες ανήκαν και πρόσωπα που δεν έφεραν τέτοιες ιδιότητες, όπως ο Πέτρος Γαρουφαλιάς και ο Ευάγγελος Αβέρωφ. Η επιλογή δεν φαίνεται να αντιστοιχούσε σε κάποιο θεσμικό κριτήριο, έστω και ad hoc, αλλά αποτύπωνε τον προσανατολισμό που ήθελαν να δώσουν στη μετάβαση οι ιθύνοντες της δικτατορίας. Στη σύσκεψη αποφασίσθηκε ο διορισμός του Παναγιώτη Κανελλόπουλου στη θέση του πρωθυπουργού, από την οποία τον είχε ανατρέψει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, σε συνεργασία με τον επικεφαλής της Ενώσεως Κέντρου Γεώργιο Μαύρο[20]. Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης συγκεντρώθηκε στην πλατεία Συντάγματος πλήθος κόσμου που αγωνιούσε για τις εξελίξεις. Σύμφωνα με τον Σπ. Μαρκεζίνη που συμμετείχε στη σύσκεψη, οι στρατιωτικοί «είχον παραλύσει αισθανόμενοι δέος προ του συγκεντρωμένου πλήθους, του οποίου η ηρεμία – και εις αυτό ορθώς εξετίμησαν – υπήρχε κίνδυνος να μεταβληθή εις αγριότητα εάν αντί κυβερνήσεως τους εδίδετο η πληροφορία περί νέας αναβολής»[21].
Μετά τη σύσκεψη όμως, ο Ευάγγελος Αβέρωφ απευθύνθηκε στους στρατιωτικούς και τους έπεισε να καλέσουν εσπευσμένα τον Κ. Καραμανλή. Το επιχείρημα που φέρεται να άρθρωσε ο Αβέρωφ έδινε έμφαση στη φήμη και τη μαζική αποδοχή του Σερραίου πολιτικού: «Διότι, είπα, ο Καραμανλής εξακολουθεί να είναι θρύλος»[22]. Ωστόσο, χωρίς να παραγνωρίζεται το συμβολικό βάρος που διέθετε ο Κ. Καραμανλής, το κριτήριο αποδοχής αυτής της επιλογής από τους στρατιωτικούς μάλλον ήταν διαφορετικό. Ο Π. Κανελλόπουλος είχε τοποθετηθεί επανειλημμένα εναντίον του καθεστώτος κατά τη διάρκεια της επταετίας και είχε συνδεθεί με την αντιδικτατορική αντίσταση, ενώ το γκωλικό προφίλ του δεύτερου αποτελούσε αυξημένη εγγύηση για τον στρατό και τη Δεξιά[23]. Η αποδοχή του προσώπου του Κ. Καραμανλή από τους στρατιωτικούς σχετίζεται, λοιπόν, με την πρόθεσή τους να περιορίσουν το εύρος των αλλαγών που θα σηματοδοτούσε η παράδοση της εξουσίας στον πολιτικό κόσμο. Ο Π. Κανελλόπουλος δεν έφερε, πάντως, αντίρρηση, και άσκησε οιονεί καθήκοντα πρωθυπουργού το βράδυ της 23ης προς 24ης Ιουλίου, διαπραγματευόμενος με την Τουρκία[24].
Η κατάρρευση της δικτατορίας είχε μια μάλλον πρωτοφανή αποτύπωση σε θεσμικό επίπεδο, αφού ο πρωθυπουργός και το υπουργικό συμβούλιο απλώς εξέλειψαν από τη μια ημέρα στην άλλη, όπως ακριβώς είχαν εμφανισθεί. Όπως επισημάνθηκε, «[ο]ι τότε φερόμενοι ως ασκούντες την διακυβέρνησον της Χώρας, πρό των κινδύνων ους δεν εδύναντο να επωμισθούν, έσπευσαν να εγκαταλείψουν τα υπουργικά γραφεία, είναι δε χαρακτηριστικόν ότι εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δεν έχει δημοσιευθή ουδέν διάταγμα περί αποδοχής της παραιτήσεως αυτών. Μοναδική, ίσως περίπτωσις, όπου Κυβέρνησις διελύθη διά σιωπηράς παραιτήσεως των μελών της»[25]. Έτσι, με το π.δ. 517/1974, το πρωί της 24ης Ιουλίου ορκίστηκε πρωθυπουργός ο Κ. Καραμανλής[26]. Το εν λόγω προεδρικό διάταγμα όριζε ότι «Έχοντες υπ’ όψει: α) τας διατάξεις του άρθρου 43 του εν ισχύι Συντάγματος της Ελλάδος· β) την εν Εθνικώ Συμβουλίω εκφρασθείσαν ομόφωνον απόφασιν της ηγεσίας του Πολιτικού Κόσμου και των Ενόπλων Δυνάμεων, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Διορίζομεν: Πρωθυπουργόν τον Κωνσταντίνον Καραμανλήν».
Ο νομικά αντιφατικός χαρακτήρας του προεδρικού διατάγματος είναι προφανής: από τη μια πλευρά το «εθνικό συμβούλιο» (;) και η συγκεκριμένη σύνθεση των συμμετεχόντων δεν προέκυπταν από το νομικό πλαίσιο της δικτατορίας ούτε από κάποιο προϊσχύσαν, ενώ από την άλλη αναφερόταν ότι ο διορισμός του Κ. Καραμανλή ως πρωθυπουργού γινόταν με βάση το άρθρο 43 «του εν ισχύι Συντάγματος της Ελλάδος», δηλαδή του «Συντάγματος» του 1973[27]. Από αυτήν την άποψη, η κυβέρνηση που σχηματίστηκε από τον Κ. Καραμανλή είχε σε αυτή τη φάση ταυτόχρονα τα χαρακτηριστικά μίας «νόμιμης» – με βάση τη δικτατορική έννομη τάξη – κυβέρνησης και μίας de facto κυβέρνησης[28]. Εξάλλου, και το Συμβούλιο της Επικρατείας αναγνώρισε εμμέσως τον de facto χαρακτήρα της κυβέρνησης, με βάση τα γεγονότα της κατάρρευσης της δικτατορίας, τη μετέπειτα άσκηση της εξουσίας από την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και την ομόφωνη απόφαση της σύσκεψης της 23ης Ιουλίου[29]. Η αναφορά του στη σύσκεψη της 23ης Ιουλίου ήταν μάλλον περιττή[30], πολλώ δε μάλλον εάν συνυπολογισθεί η αλλαγή προσώπου του υπό διορισμού πρωθυπουργού εκτός του πλαισίου της συνεδρίασης. Εξάλλου, ο, αναφερόμενος στην απόφαση, αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας της σύσκεψης δεν επιβεβαιώθηκε τις επόμενες ημέρες. Αντιθέτως, η μεν πολιτική ηγεσία αναπροσαρμόσθηκε με τον σχηματισμό της κυβέρνησης, η δε στρατιωτική αντικαταστάθηκε σχεδόν αμέσως[31]. Εξαίρεση αποτέλεσε η διατήρηση του Φ. Γκιζίκη στη θέση του ΠτΔ, ο οποίος πάντως ασκούσε ονομαστικές μόνον αρμοδιότητες[32].
Αυτή η νομική αντίφαση πρέπει να αποδοθεί στον ιδιόμορφο τρόπο μετάβασης της Ελλάδας στον κοινοβουλευτισμό[33], ο οποίος διαφέρει σημαντικά σε σχέση με εκείνους που ακολουθήθηκαν στις χώρες της ιβηρικής χερσονήσου μετά την ανατροπή των εκεί δικτατορικών καθεστώτων[34]. Στη χώρα μας, οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν τις πρώτες μέρες μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, αντανακλούσαν το γεγονός ότι το καθεστώς δεν ανατράπηκε, ούτε όμως είχε τα ηνία της διάδοχης κατάστασης. Η όψη της συνέχειας εκφράσθηκε με το γεγονός ότι η σύσκεψη της 23ης Ιουλίου έγινε με πρωτοβουλία των στρατιωτικών και συμμετείχαν σε αυτήν επιλεγμένα εκ μέρους τους στελέχη του πολιτικού κόσμου. Από την άλλη πλευρά, στις συγκεκριμένες συνθήκες οι ιθύνοντες της δικτατορίας δεν είχαν πλέον τον πλήρη έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, ιδίως του στρατού μετά την κήρυξη της γενικής επιστράτευσης, οπότε δεν βρίσκονταν σε θέση να καθορίσουν τους όρους της αλλαγής καθεστώτος.
Η συγκρότηση της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητος»
Ο Κ. Καραμανλής συγκρότησε το πρωί της 24ης Ιουλίου κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητος» στην οποία συμμετείχαν προσωπικότητες που προέρχονταν κατά βάση από την προδικτατορική ΕΡΕ, ενώ ο ηγέτης της ΕΚ Γεώργιος Μαύρος κατέλαβε τη θέση αντιπροέδρου[35]. Στα κρίσιμα υπουργεία Εθνικής Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως τοποθετήθηκαν αντίστοιχα οι Ευάγγελος Αβέρωφ και Σόλων Γκίκας, οι οποίοι είχαν στενές σχέσεις με τον στρατό. Ο μεν πρώτος είχε προσπαθήσει επανειλημμένα κατά την περίοδο της δικτατορίας να ρίξει «γέφυρες» ανάμεσα στο καθεστώς και τον αστικό πολιτικό κόσμο, ενώ ο δεύτερος είχε υπάρξει συνιδρυτής του ΙΔΕΑ και είχε υποστηρίξει το «Ναι» στο δημοψήφισμα για το «Σύνταγμα» του 1968[36].
Στις 26 Ιουλίου, εκδόθηκαν δύο κρίσιμα προεδρικά διατάγματα, σε αμφότερα εκ των οποίων επαναλαμβανόταν η αναφορά στο συνταγματικό κείμενο του 1973. Το πρώτο ήταν το π.δ. 519/26-07-1974 που χορηγούσε γενική αμνηστία με βάση το άρθρο 52, παρ. 3, του «Συντάγματος» του 1973[37]. Η χορήγηση γενικής αμνηστίας για τα εγκλήματα που αφορούσαν πράξεις σχετιζόμενες «προς την κατάστασιν την δημιουργηθείσαν από της 21ης Απριλίου 1967» έδειχνε να καλύπτει όχι μόνο όσους είχαν διωχθεί από τη δικτατορία αλλά και τους ίδιους τους πραξικοπηματίες. Δεν είναι τυχαίο ότι με αυτόν τον τρόπο έγινε ευρύτερα αντιληπτή εκείνες τις ημέρες[38]. Εξάλλου, ο Αβέρωφ έσπευσε να δηλώσει ότι οι αλλαγές στον στρατό δεν θα ήταν ριζικές, τονίζοντας ότι ο δρόμος για τη δημοκρατία άνοιξε μετά από πρωτοβουλία των ενόπλων δυνάμεων[39]. Το δεύτερο ήταν η, με βάση το άρθρο 43 «του εν ισχύι Συντάγματος» του 1973, διεύρυνση της κυβέρνησης με νέους υπουργούς και υφυπουργούς, στους οποίους συγκαταλέγονταν και προσωπικότητες που είχαν συμμετάσχει στην αντίσταση κατά της δικτατορίας αλλά δεν ανήκαν στην Αριστερά, όπως ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης[40]. Ο αποκλεισμός της Αριστεράς από τη συμμετοχή σε μια κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητος» έθετε για άλλη μια φορά (εμμέσως) την Αριστερά εκτός του έθνους και αναπαρήγαγε την προδικτατορική διάκριση των πολιτικών δυνάμεων (και των πολιτών) σε «εθνικόφρονες» και μη.
Χαρακτηριστικά και προτεραιότητες της τομής με τον δικτατορικό συνταγματισμό
Η Συντακτική Πράξη (ΣΠ) της 1ης Αυγούστου 1974 προχώρησε σε μία τομή με τα συνταγματικά εγχειρήματα της περιόδου 1967-1974[41]. Το προοίμιό της αναφερόταν στην «κατά την 23ην Ιουλίου επισυμβάσαν μεταβολήν και την διά ταύτης ανάθεσιν της Πρωθυπουργίας εις τον Κωνσταντίνον Καραμανλήν» και επικαλούνταν, μεταξύ άλλων, «την καθολικήν και ομόφωνον συμπαράστασιν του Ελληνικού Λαού»[42]. Η αόριστη αναφορά στα γεγονότα της 23ης Ιουλίου και τον διορισμό του Κ. Καραμανλή, η οποία είχε γίνει με βάση (και) το «Σύνταγμα» του 1973, δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως διατήρηση ενός έμμεσου συνδέσμου με τη δικτατορική συνταγματική τάξη, εφόσον εκείνη καταργούνταν ρητά με το ακροτελεύτιο άρθρο 15 της ΣΠ. Το εν λόγω προοίμιο δείχνει συμπυκνωμένα την αρχική κατεύθυνση της «μεταβολής». Όπως παρατήρησε ο Φαίδων Βεγλερής, από τη μια πλευρά η χρήση της συγκεκριμένης λέξης «μαρτυρεί ότι η εντολή δεν δίνεται πια για τη συνέχιση της δικτατορίας, αλλά για κάτι διαφορετικό», από την άλλη το «δια ταύτης» έμοιαζε να συγκεντρώνει «όλη τη σημασία της “μεταβολής” στην εκλογή του προσώπου του διοριζόμενου πρωθυπουργού»[43].
Η συγκεκριμένη Συντακτική Πράξη κατάργησε το δικτατορικό «Σύνταγμα» και κάθε «συνταγματικού περιεχομένου» πράξη της επταετίας και επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, εξαιρώντας τις διατάξεις που καθόριζαν τη μορφή του πολιτεύματος και αναστέλλοντας την ισχύ των άρθρων 43 και 45-53. Ταυτόχρονα, όρισε ότι οι διατάξεις του Συντάγματος του 1952 «τροποποιούνται και συμπληρούνται κατά τα εν τοις επομένοις άρθροις οριζόμενα, δύναται δε να προσαρμώζονται προς τας αντιμετωπιζομένας κατά την μεταβατικήν μέχρι της συγκλήσεως της Εθνικής Αντιπροσωπείας περίοδον εθνικάς και πολιτικάς περιστάσεις διά της εκδόσεως από του Υπουργικού Συμβουλίου Συντακτικών Πράξεων κυρουμένων και δημοσιευομένων υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας» (αρ. 3). Επίσης, η ΣΠ προέβλεπε την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας μέχρι τη σύγκληση της Βουλής από το υπουργικό συμβούλιο με νομοθετικά διατάγματα που θα κύρωνε, εξέδιδε και δημοσίευε ο ΠτΔ (αρ. 10). Ακόμα, προσέθετε παραγράφους στα άρθρα 17, 20, 21, 80 και 112 και τροποποιούσε τα άρθρα 28 και 84 του Συντάγματος του 1952.
Ακολούθησε η ΣΠ της 7ης Αυγούστου 1974 «περί συμπληρώσεως της από 1ης Αυγούστου 1974 Συντακτικής Πράξεως και προσαρμογής συνταγματικών τινων διατάξεων αναφερομένων εις την λειτουργίαν της Δικαιοσύνης»[44]. Η εν λόγω ΣΠ ρύθμιζε κυρίως θέματα που αφορούσαν τη διάρθρωση και την άσκηση της δικαστικής εξουσίας. Πλέον αυτών, όμως, απαγόρευε την «αποβλέπουσα εις βλάβην ή εξυπηρετούσα επιδιώξεις εναντίον των ελευθέρων θεσμών ή των ατομικών ελευθεριών, ή δυναμένη να απειλήση την εθνικήν ανεξαρτησίαν και εδαφικήν ακεραιότητα του Κράτους» καταχρηστική άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων και ανέθετε στον κοινό νομοθέτη τη ρύθμιση της τιμωρίας των παραβατών (αρ. 1 της ΣΠ). Επίσης, όριζε ότι από 1ης Αυγούστου 1974 «θεωρούνται ως τελούντα εν αναστολή τα άρθρα 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 20, 25 και 97 του Συντάγματος του 1952» και παρέτεινε την ισχύ του δικτατορικού π.δ. 411/1973 με το οποίο είχε κηρυχθεί η χώρα σε κατάσταση πολιορκίας (αρ. 10, παρ. 3, της ΣΠ).
Αυτές οι δύο Συντακτικές Πράξεις, ιδίως η πρώτη, δείχνουν τον θεσμικό προσανατολισμό του Κ. Καραμανλή[45]. Η ΣΠ της 1ης Αυγούστου έκοψε βεβαίως τον ομφάλιο λώρο με τον δικτατορικό συνταγματισμό, ο οποίος διατηρούνταν τυπικά ως τότε μέσω των αναφορών που γίνονταν σε αυτόν στα νομοθετήματα της πρώτης εβδομάδας της μετάβασης. Η έκταση αυτής της τομής, όμως, πρέπει να αξιολογηθεί σύμφωνα με τις πραγματικές της διαστάσεις. Ειδικότερα, η κατάργηση του δικτατορικού «Συντάγματος» δεν αποτελούσε κάποια ρηξικέλευθη πράξη, αφού τα δικτατορικά συνταγματικά κείμενα δεν είχαν τεθεί πλήρως σε ισχύ κατά την περίοδο της επταετίας[46]. Σε τυπικό επίπεδο, μάλιστα, τα ίδια τα συνταγματικά κείμενα της δικτατορίας αυτοπαρουσιάζονταν ως αναθεωρήσεις του Συντάγματος του 1952. Επιπλέον, οι επικεφαλής του πραξικοπήματος της 25ης Νοεμβρίου 1973 είχαν στηλιτεύσει το «Σύνταγμα» του 1973[47] και είχαν, όπως προαναφέρθηκε, διακηρύξει την πρόθεση κατάρτισης νέου Συντάγματος.
Ένα δεύτερο ζήτημα που προέκυψε αφορούσε τη νομική φύση της συγκεκριμένης Συντακτικής Πράξης και, κατ’ επέκταση, τα όρια της ασκούμενης συντακτικής εξουσίας. Ο Γεώργιος Δασκαλάκης υποστήριξε ότι η ΣΠ της 1ης Αυγούστου, επαναφέροντας σε ισχύ, έστω και με ορισμένες αλλαγές, το Σύνταγμα του 1952, εγκαθίδρυε ένα «τροποποιημένο και μεταβεβλημένο αλλά ενιαίο Σύνταγμα»[48]. Τούτη η άποψη θεμελιωνόταν στο γράμμα του άρθρου 3 της εν λόγω ΣΠ, που όριζε ότι οι διατάξεις του Συντάγματος του 1952 θα μπορούσαν να τροποποιηθούν με νέες ΣΠ. Σε αυτή τη βάση, ο Δασκαλάκης θεωρούσε ότι η συντακτική εξουσία ήταν πλέον οριοθετημένη, οπότε οι επόμενες Συντακτικές Πράξεις είχαν μειωμένη τυπική ισχύ σε σχέση με εκείνη της 1ης Αυγούστου, φθάνοντας στο σημείο να κάνει λόγο για «Σύνταγμα 1952/1974»[49]. Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία παρέβλεπε τον τίτλο της ΣΠ «περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητας και ρυθμίσεως θεμάτων του δημοσίου βίου μέχρι του οριστικού καθορισμού του πολιτεύματος και της καταρτίσεως νέου Συντάγματος της Χώρας», ο οποίος αναφερόταν στη μελλοντική κατάρτιση νέου Συντάγματος. Ακόμα σημαντικότερο όμως είναι το γεγονός ότι η άσκηση συντακτικής εξουσίας από την de facto κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή ήταν μεν αναγκαία κατά το πρώτο διάστημα μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, δεν είχε όμως την απαραίτητη δημοκρατική νομιμοποίηση για διαμόρφωση του νέου Συντάγματος. Ορθότερη φαίνεται η άποψη ότι ο αυστηρός χαρακτήρας της συγκεκριμένης Συντακτικής Πράξης κάλυπτε μόνον τη διακήρυξη του «προοιμίου» της που υποσχόταν «την ταχείαν αποκατάστασιν ελευθέρου δημοκρατικού βίου», καθώς από αυτήν πήγαζε και η νομιμοποίησή της[50]. Επομένως, και μετά την επαναφορά σε ισχύ του Συντάγματος του 1952, η κυβέρνηση ασκούσε απεριόριστη συντακτική εξουσία[51].
Η σημαντικότερη, όμως, διάσταση αυτών των Συντακτικών Πράξεων σχετίζεται με το περιεχόμενό τους. Με δεδομένο ότι είχαν εξ ορισμού αποσπασματικό χαρακτήρα, τα ζητήματα που ρυθμίζουν δείχνουν τις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Έτσι, στη ΣΠ της 1ης Αυγούστου, που ρύθμιζε πρωτίστως την άσκηση της συντακτικής και νομοθετικής εξουσίας, το άρθρο 9 προέβλεπε προσθήκη στο άρθρο 112 του Συντάγματος του 1952. Η προσθήκη αυτή κατοχύρωνε την προστασία των κεφαλαίων εξωτερικού με τον επαυξημένο τρόπο που είχε προβλέψει το άρθρο 23 του συνταγματικού κειμένου του 1968. Με αφορμή την εν λόγω ρύθμιση ο Φαίδων Βεγλερής τόνισε με πικρία ότι «για κάποια άλλα θέματα, όπως το θέμα της τιμωρίας των εγκλημάτων της τυραννίας, ούτε η Συντακτική Πράξη αυτή ούτε κανένα άλλο νομοθέτημα των δυο προεκλογικών κυβερνήσεων ενόμισαν ότι έπρεπε να ληφθεί κάποιο μέτρο. Προβάδιζαν τα “κεφάλαια”»[52].
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η ΣΠ της 7ης Αυγούστου, η οποία κατά βάση ρύθμιζε τη λειτουργία της δικαστικής εξουσίας, έσπευσε στο πρώτο άρθρο της να προβλέψει την τιμωρία της καταχρηστικής άσκησης των ατομικών δικαιωμάτων. Η εν λόγω πρόβλεψη δεν υπήρχε στο Σύνταγμα του 1952, είχε όμως συμπεριληφθεί στην πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος που είχαν καταθέσει τον Φεβρουάριο του 1963 οι υπουργοί-βουλευτές της ΕΡΕ και βρισκόταν στον πυρήνα της συνταγματικής φιλοσοφίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή[53]. Ο Κ. Τσάτσος είχε τότε επισημάνει ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση αφορούσε την ποινικοποίηση της έκνομης δράσης ατόμων που δεν καλυπτόταν από την κείμενη νομοθεσία[54]. Και τούτο σε μια εποχή «καχεκτικής δημοκρατίας»[55], κατά την οποία, παρότι δεν υπήρχε τέτοια ρητή πρόβλεψη, «η δικαστική ερμηνεία των ατομικών δικαιωμάτων εμπνέεται εις ιδιαιτέρως υψηλόν βαθμόν από την φροντίδα της καταστολής της καταχρήσεώς των»[56]. Στη νέα συγκυρία της μεταπολίτευσης, η σπουδή για την κατοχύρωση της συγκεκριμένης διάταξης, που είχε ήδη στιγματισθεί από την αποτύπωσή της στα δικτατορικά «Συντάγματα», δείχνει μια προληπτική ανησυχία απέναντι στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων μετά τον επταετή «γύψο». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι λίγους μήνες αργότερα το άρθρο 22, παρ. 2, του κυβερνητικού σχεδίου Συντάγματος επανέλαβε αυτούσια τη συγκεκριμένη διάταξη, αν και τελικά η διατύπωση με την οποία ενσωματώθηκε στο άρθρο 25, παρ. 3, του Συντάγματος του 1975 ήταν πολύ μετριασμένη και δεν προέβλεπε κάποια «ιδιώνυμη» τιμωρία σε περίπτωση παραβίασής της[57]. Η ένταξη της διάταξης στη ΣΠ και το κυβερνητικό σχέδιο αποδεικνύει ότι η ηγεσία της μεταπολίτευσης δεν είχε απαλλαγεί πλήρως από τη μετεμφυλιακή δυσπιστία απέναντι στους πολίτες.
Η νομιμοποίηση των κομμάτων και το παρασύνταγμα
Το πιο σημαντικό νομοθέτημα της εμφυλιοπολεμικής περιόδου ήταν αναμφίβολα ο α.ν. 509/1947 που έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Η διαιώνισή του μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου μέσω του παρασυντάγματος συμβόλιζε τη διαρκή αναπαραγωγή του «κράτους των εθνικοφρόνων»[58]. Η διατήρηση της ισχύος του για 27 χρόνια έδειχνε ότι η μετεμφυλιακή Ελλάδα «ήταν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ένα κράτος του Ψυχρού Πολέμου, ένα αντικομμουνιστικό κράτος»[59]. Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, στο πλαίσιο της γενικευμένης λαϊκής κινητοποίησης που την ακολούθησε, τα δύο Κομμουνιστικά Κόμματα και οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς ξεκίνησαν να δραστηριοποιούνται δημόσια αμφισβητώντας de facto τον α.ν. 509/1947[60]. Η επίλυση της εκκρεμότητας επήλθε με τη συμπλήρωση δύο μηνών από την αλλαγή της 23ης Ιουλίου.
Η de jure κατάργηση του α.ν. 509/1947 έγινε στις 23 Σεπτεμβρίου 1974 με το ν.δ. 59/23-9-1974 «περί συστάσεως και επαναλειτουργίας πολιτικών κομμάτων»[61]. Το αρ. 1, παρ. 2, του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος απαιτούσε από τα κόμματα, «προ της αναλήψεως οιασδήποτε δραστηριότητος», να καταθέσουν στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δήλωση ότι «αι αρχαί του κόμματος αντιτίθενται προς πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις την βία κατάληψιν της εξουσίας ή την ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος». Η εν λόγω δήλωση χαρακτηρίσθηκε επικριτικά «δήλωση νομιμοφροσύνης»[62] και ερμηνεύθηκε με αμφιλεγόμενο τρόπο από τον Άρειο Πάγο το 1994[63], γεγονός, πάντως, το οποίο συνέβαλλε στην κατάργησή της με τον ν. 3023/2002.
Η κατάργηση του α.ν. 509/1947 είχε τεράστια σημασία διότι εξάλειφε από την έννομη τάξη την κορωνίδα του παρασυντάγματος[64]. Ωστόσο, το παρασύνταγμα, ως corpus νομοθετημάτων που ίσχυαν παράλληλα με το τυπικό Σύνταγμα και είχαν ίση ισχύ με αυτό[65], δεν εξαντλούνταν σε αυτό το νομοθέτημα. Αφορούσε 114 Συντακτικές Πράξεις και 73 Ψηφίσματα της περιόδου 1944-1949, που προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, την επ’ αόριστον διοικητική εκτόπιση των υπόπτων για πράξεις «αντικειμένας εις την δημοσίαν τάξιν, ησυχίαν και ασφάλειαν της χώρας», τον έλεγχο της νομιμοφροσύνης των δημοσίων υπαλλήλων και τη στέρηση ιθαγένειας. Αυτό το οικοδόμημα δεν εθίγη από την κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητος». Μόνο μετά τις αντιδράσεις που προκάλεσε η διατήρησή του από το κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος, το άρθρο 111, παρ. 4, του οποίου όριζε ρητά ότι «το Ψήφισμα της 16/29 Απριλίου 1952 διατηρείται εν ισχύ»[66], η πλειοψηφία υπαναχώρησε και έθεσε στο τελικό κείμενο του Συντάγματος εξάμηνο χρονοδιάγραμμα για τον τερματισμό της ισχύος του παρασυντάγματος.
Το bras de fer της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου
Η μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία αποδίδεται συχνά στη χαρισματική προσωπικότητα και τις ικανότητες του Κ. Καραμανλή[67]. Αυτή η θέση συνδέεται σε πολλές αναλύσεις με τη «θεωρία του διπλού Καραμανλή», σύμφωνα με την οποία ο σερραίος ηγέτης επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την αυτοεξορία του στο Παρίσι έχοντας μετατοπισθεί ιδεολογικά[68]. Ο Κ. Καραμανλής δεν δέχθηκε ποτέ αυτήν τη θεωρία. Όπως χαρακτηριστικά επισήμανε ο ίδιος, «έλεγαν ότι ο Καραμανλής όταν επέστρεψε από το Παρίσι ήταν άλλος άνθρωπος. Δεν ήμουν, οι περιστάσεις άλλαξαν. Ενθυμούμαι όταν έφθασα στο αεροδρόμιο, με έσπρωξαν και με ανέβασαν επάνω στην ταράτσα να βγάλω λόγο. Δεν υπήρχε όμως, ούτε οργάνωση, ούτε μικρόφωνο. Επιχείρησα να τους χαιρετήσω και να τους πω πέντε λόγια μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο. Αγανάκτησα τότε και τους φώναξα: “πάψτε επιτέλους!”. Ένας γεροντάκος που ήταν από πίσω μου είπε: “Τέτοιος έφυγε, τέτοιος γύρισε”. Δεν άλλαξα ως άνθρωπος, άλλαξαν οι περιστάσεις και σαν άνθρωπος με πείρα και πολιτική σωφροσύνη έπρεπε να κάνω την πολιτική που επέβαλλαν οι περιστάσεις»[69].
Οι περιστάσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο Κ. Καραμανλής περιλαμβάνουν ως κομβικό στοιχείο τη νωπή εμπειρία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και τη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών[70]. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνευθούν ιστορικά οι θεσμικές εξελίξεις της πρώτης φάσης της μεταπολίτευσης, αφού δεν καθορίσθηκαν μόνο από την πολιτική ηγεσία της περιόδου αλλά και από την κοινωνική βάση[71]. Η κατάρρευση της δικτατορίας σηματοδότησε μία έντονη κινητοποίηση του λαού, που εκφράσθηκε με καθημερινές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις και απαιτούσε την ολόπλευρη κατοχύρωση της δημοκρατίας[72]. Η κυβέρνηση προσπάθησε να μην έρθει σε ρήξη με αυτή τη διάθεση και μάλιστα τη χρησιμοποίησε ως διαπραγματευτικό ατού απέναντι στις προσπάθειες του στρατού να διατηρήσει τη θέση του ως πόλου εξουσίας. Έτσι, όταν ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριος Μπονάνος εξέφρασε αντιρρήσεις για την απομάκρυνση των αρμάτων μάχης από το λεκανοπέδιο της Αττικής στις 11 Αυγούστου, ο Κ. Καραμανλής απείλησε να απευθυνθεί άμεσα στον λαό προειδοποιώντας: «Ή πρέπει να παραιτηθώ και να φύγω από την Ελλάδα ή να καλέσω τον λαό στην πλατεία Συντάγματος, για να εκδιώξει ο λαός τα τανκς»[73]. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση διατήρησε ως τις 9 Οκτωβρίου 1974 την ισχύ της κατάστασης πολιορκίας που είχε επιβληθεί μετά την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και είχε παραταθεί με τη ΣΠ της 7ης Αυγούστου 1974[74] και διευκρίνισε ρητά ότι τούτη απαγόρευε τις συγκεντρώσεις σε ανοιχτό ή κλειστό χώρο[75]. Δεν την εφάρμοσε όμως και ανέχθηκε την παραβίασή της από τις καθημερινές συναθροίσεις[76]. Η βαρύτητα της παρουσίας του λαϊκού παράγοντα εκφράσθηκε εύγλωττα από τον ίδιο τον, συνήθως φειδωλό σε τέτοιες κρίσεις, Κ. Καραμανλή, ο οποίος τόνισε ότι «η ηγεσία συνής οδηγεί. Αυτήν τη φορά ακολουθούμε το λαό»[77].
Αυτή η πίεση εκφράσθηκε και στην απαίτηση για άμεση τιμωρία των χουντικών και αποτυπώθηκε στο γνωστό σύνθημα «δώστε τη χούντα στο λαό». Η κίνηση δίωξης σε βάρος των απριλιανών πραξικοπηματιών δεν ήταν δεδομένη. Πέρα από την προαναφερθείσα αμφιλεγόμενη διατύπωση του π.δ. 519/1974 για την αμνηστία, τούτο επιβεβαιώνεται και από τη δήλωση του υπουργού Δημοσίας Τάξεως Σόλωνα Γκίκα στις 30 Σεπτεμβρίου 1974 ότι οι ηγέτες του δικτατορικού καθεστώτος ήταν ελεύθεροι να εγκαταλείψουν τη χώρα εφόσον επιθυμούσαν[78]. Η ένταση της μαζκής πίεσης προς την αντίθετη κατεύθυνση είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση της ΣΠ της 3ης Οκτωβρίου 1974 που αποφάνθηκε ότι «κατά την αληθή έννοιαν του ΠΔ 519/1974» οι πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου δεν περιλαμβάνονταν στην αμνηστία[79]. Από την άλλη πλευρά, η «αποχουντοποίηση» δεν επεκτάθηκε πολύ πέρα από την άσκηση ποινικών διώξεων σε βάρος των πρωταιτίων του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Για την ακρίβεια, η «αποχουντοποίηση» προχώρησε σε βάθος μόνο στα Πανεπιστήμια, όπου το φοιτητικό κίνημα, με το ειδικό πολιτικό βάρος που είχε αποκτήσει με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, μπόρεσε να την επιβάλλει στην πράξη[80]. Γενικότερα, η κυβέρνηση είχε το πλεονέκτημα ότι ακόμα και οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς, που είχαν αποκλεισθεί από αυτήν[81], επέδειξαν συναινετική στάση απέναντί της[82]. Η πορεία προς τις πρώτες εκλογές μετά από την πτώση της δικτατορίας δρομολογήθηκε με τη ΣΠ της 4ης Οκτωβρίου 1974, που προκήρυσσε εκλογές για τις 17 Νοεμβρίου 1974, ένα χρόνο ακριβώς μετά από την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Ο χαρακτηρισμός της πρώτης μεταπολιτευτικής Βουλής
Η νομική φύση της Βουλής που θα προέκυπτε από τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 αποτέλεσε αντικείμενο μεγάλης συζήτησης, η οποία είχε ως αφετηρία τη ΣΠ της 4ης Οκτωβρίου 1974[83]. Η εν λόγω ΣΠ απέφυγε να χαρακτηρίσει νομικά τη Βουλή, προέβλεψε όμως ότι η Βουλή που θα αναδείκνυαν οι εκλογές είχε το έργο να «τροποποιήσει, καταργήσει και συμπληρώσει και τας θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος» του 1952, παρότι τούτο απαγορευόταν σύμφωνα με το άρθρο 108 του τελευταίου. Ενώ όμως μια τέτοιας έκτασης αρμοδιότητα, έστω και με την εξαίρεση της μορφής του πολιτεύματος επί της οποίας θα αποφαινόταν (όπως και έγινε με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974) άμεσα ο λαός, δικαιολογούσε τον χαρακτηρισμό της ως Συντακτικής Συνέλευσης, την ίδια ημέρα εκδόθηκε το π.δ. 651/1974 «περί ενεργείας βουλευτικών εκλογών προς ανάδειξιν Αναθεωρητικής Βουλής»[84]. Κατά την προεκλογική περίοδο ο υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» Κ. Παπακωνσταντίνου παραδέχτηκε ότι «πρόκειται ουσιαστικά περί συντακτικής συνελεύσεως με περιορισμένην εντολήν ως προς την μορφήν του πολιτεύματος»[85].
Η άσκηση της συντακτικής εξουσίας από τη Βουλή όμως, όπως ορθά επισημάνθηκε, εξαρτιόταν μόνο από το αποτέλεσμα της έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας μέσω των εκλογών[86]. Εάν, όπως και συνέβη, πλειοψηφούσαν στη Βουλή οι δυνάμεις που τις είχαν υποστηρίξει, τότε αυτές ήταν νομικά υποχρεωμένες να τις ακολουθήσουν εφόσον πλέον είχαν νομιμοποιηθεί από τη λαϊκή βούληση. Στην αντίθετη περίπτωση, η νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν θα περιοριζόταν από τις προβλέψεις της μεταβατικής κυβέρνησης αλλά από εκείνες που θα είχε διακηρύξει η ίδια και θα είχαν γίνει αποδεκτές με βάση τη λαϊκή ετυμηγορία. Σε κάθε περίπτωση όμως, η αρίθμηση της Βουλής ως Ε΄ Αναθεωρητικής συνιστούσε «νομικο-πολιτικό σολοικισμό»[87].
Γενικότερα, ο χαρακτηρισμός της πρώτης μεταδικτατορικής Βουλής ως αναθεωρητικής αντανακλούσε την πολιτική βούληση της μετέπειτα κυβερνητικής πλειοψηφίας για περιορισμένες συνταγματικές αλλαγές[88]. Η διακήρυξη της συνέχειας με το πανθομολογούμενα απαρχαιωμένο Σύνταγμα του 1952 δεν είναι ανεξήγητη[89] εάν συνδεθεί με τη συντηρητική φυσιογνωμία της πλειοψηφίας της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής[90]. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ενταχθεί και η εκτίμηση του Ευάγγελου Βενιζέλου ότι «[ο] (αυτο)χαρακτηρισμός όμως της Βουλής αυτής ως “Ε΄ Αναθεωρητικής” δεν είναι νομικά αδιάφορος, στον βαθμό που συνιστά έναν κρίσιμο συμβολισμό και υποδηλώνει την επιλογή της τότε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να μην αποκλίνει από τις βασικές γραμμές του Συντάγματος του 1952 – επιλογή που αδικεί το τελικό αποτέλεσμα, εφόσον το Σύνταγμα της 11.6.1975 είναι από κάθε άποψη νέο Σύνταγμα»[91]. Το Σύνταγμα του 1975 ήταν όντως νέο, όχι μόνο σε σχέση με το Σύνταγμα του 1952 αλλά και σε σχέση με το κυβερνητικό σχέδιο που αποτέλεσε την αφετηρία των συζητήσεων της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής και το οποίο, με βάση την ίδια εκτίμηση, «ήταν πολύ πιο διστακτικό ως προς την κατοχύρωση των συνταγματικών δικαιωμάτων, πολύ πιο συντηρητικό ως προς τον ρόλο της Βουλής και άρα της αντιπολίτευσης και πολύ πιο έντονα “προεδρικό” ως προς τις σχέσεις της Βουλής, Κυβέρνησης και Προέδρου της Δημοκρατίας»[92]. Η διαφορά μεταξύ των δύο κειμένων δεν είναι δυνατό να ερμηνευθεί με βάση τη θεωρία του «διπλού Καραμανλή», καθώς αμφότερα φέρουν τη σφραγίδα του. Αντίθετα, φαίνεται πιο πλήρης μια ερμηνεία που αποδίδει αυτήν την αλλαγή, όπως και τις ταλαντεύσεις της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου που προσπάθησε να αναδείξει η παρούσα μελέτη, στην κοινωνική πίεση[93]. Το κυβερνητικό επιτελείο λοιπόν, με πρώτο τον Κ. Καραμανλή, αντιλήφθηκε πως εάν επέμενε σε μια εκδοχή συνέχειας του μετεμφυλιακού θεσμικού πλαισίου θα έθετε σε κίνδυνο την αναγκαία νομιμοποίηση του νέου Συντάγματος. Η ίδια λοιπόν ομάδα που συνέταξε το κυβερνητικό σχέδιο ήταν και εκείνη που άμβλυνε τις «υπερσυντηρητικές» πτυχές του ώστε να μην έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με τη δυναμική της κοινωνίας. Με τα λόγια του ίδιου του Κ. Καραμανλή, «έκανα το Σύνταγμά μου ύστερα από μια δικτατορία, που ήταν φυσικό ο ελληνικός λαός να ζητεί περισσότερες ελευθερίες»[94].
Συμπερασματικές εκτιμήσεις
Βασικό στοιχείο της θεσμικής ταυτότητας της μεταπολίτευσης υπήρξε η μετάβαση από το μετεμφυλιακό «κράτος των εθνικοφρόνων» σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία που δεν ήταν πια «καχεκτική». Η ερμηνεία αυτής της εξέλιξης υποπίπτει πολλές φορές σε ένα κλασσικό σφάλμα ιστορικής μεθοδολογίας, που προσεγγίζει τα γεγονότα υπολαμβάνοντας ότι αυτό που συνέβη ήταν και το μόνο που θα μπορούσε να συμβεί. Ωστόσο, η αντικειμενική πραγματικότητα διαμορφώνεται μετά από επιλογές και συγκρούσεις, που αρθρώνονται βεβαίως σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό έδαφος, με όλους τους κοινωνικούς, πολιτικούς και θεσμικούς καθορισμούς του. Με αυτόν τον τρόπο, το πλουραλιστικό σύμπαν πιθανοτήτων του μέλλοντος συμπυκνώνεται σε ένα συγκεκριμένο παρόν, που έχει με τη σειρά του τις ρίζες του στο παρελθόν. Η a posteriori ενατένιση των γεγονότων, όμως, δεν πρέπει να μας οδηγεί στην εξήγησή τους μέσω του ότι απλώς συνέβησαν, ούτε στην παράβλεψη των παραμέτρων που μετέτρεψαν το παρελθόν σε Ιστορία.
Οι πυκνές εξελίξεις της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου αντιμετωπίσθηκαν στην παρούσα μελέτη υπό αυτό το πρίσμα. Οι κοινωνικές προϋποθέσεις αμφισβήτησης του μετεμφυλιακού status quo, που είχε σημαδευτεί από το παρασύνταγμα, τον αποκλεισμό της κομμουνιστικής αριστεράς από την πολιτική ζωή και τις διακρίσεις σε βάρος των αριστερών πολιτών, είχαν διαμορφωθεί πριν από την κατάρρευση της δικτατορίας. Τούτο όμως δεν σήμαινε την αυτόματη επίλυσή τους. Η εμπειρία της «σύντομης άνοιξης» των Ιουλιανών του 1965 αλλά και η πιο πρόσφατη καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου έδειχναν ότι η τομή με τη μετεμφυλιακή δομή εξουσίας είχε ωριμάσει κοινωνικά αλλά συναντούσε ισχυρές αντιστάσεις από τις κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η κρίση στην Κύπρο και η ορατή πιθανότητα γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου το καλοκαίρι του 1974 λειτούργησε ως καταλύτης που απελευθέρωσε κοινωνικές δυναμικές που υπέβοσκαν.
Αυτή η κρίση βρίσκεται στην αφετηρία της κατάρρευσης της δικτατορίας. Ο Κ. Καραμανλής αποτέλεσε αναμφίβολα τον έναν πυλώνα αυτής της διαδικασίας, ενσαρκώνοντας κατά την πρώτη περίοδο την επιθυμία αλλαγής που έτρεφε η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών. Ο ηγετικός του ρόλος δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν, ούτε από τα κόμματα της αριστεράς που έμειναν εκτός της κυβέρνησης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητος» προσπάθησε να χαράξει έναν θεσμικό «οδικό χάρτη» βασισμένο στις προδικτατορικές αντιλήψεις του, όπως αυτές είχαν σχηματοποιηθεί στη «βαθεία τομή» του 1963. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά της μετάβασης που ακολούθησε δεν διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητος» σύμφωνα με μια προδιαγεγραμμένη πορεία ακριβώς επειδή οι περιστάσεις, όπως αντιλήφθηκε και ο ίδιος, είχαν αλλάξει. Για να το πούμε με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, μετά από τέσσερις δεκαετίες κατάργησης, φαλκίδευσης ή υπονόμευσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων η επιμονή στην τιμωρία της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ερχόταν σε σύγκρουση με τις διαθέσεις και τις προτεραιότητες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Ο ιδεολογικός και πολιτικός ριζοσπαστισμός των μαζών αποτέλεσε τον δεύτερο πυλώνα της μετάβασης, τον άδηλο συνομιλητή της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητος» και παράγοντα οριοθέτησης των πρωτοβουλιών της. Αυτός ο ριζοσπαστισμός δεν είχε αποκρυσταλλωθεί, ούτε βεβαίως είχε αποκτήσει πολιτική έκφραση, αντανακλούσε όμως σίγουρα μια απαίτηση για ρήξη με το προδικτατορικό παρελθόν. Οι κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις αντιλήφθηκαν ότι μια επιμονή στα αντικομμουνιστικά ειωθότα θα διακινδύνευε το ίδιο το κοινωνικό status quo και προσάρμοσαν τις θεσμικές πρωτοβουλίες τους σε αυτό το δεδομένο, διατηρώντας πάντοτε την πρωτοβουλία των κινήσεων και δικλείδες ασφαλείας. Ο μεταπολιτευτικός συμβιβασμός, ως συνδυασμός της θεσμικής αλλαγής παραδείγματος με τη διατήρηση του κοινωνικού status quo, έχει τις ρίζες του σε αυτήν την περίοδο.
[1] Από την πλέον πρόσφατη βιβλιογραφία για αυτήν την περίοδο βλ. Συρίγος Α., Χατζηβασιλείου Ευ., Μεταπολίτευση, 1974-1975: 50 ερωτήματα και απαντήσεις, Πατάκη, Αθήνα 2024, όπου, πάντως, η μεταπολίτευση ερμηνεύεται υπό αρκετά διαφορετικό πρίσμα σε σχέση με το παρόν κείμενο.
[2] Για τον συνταγματισμό της δικτατορίας βλ. αντί άλλων Αλιβιζάτος Ν., Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, γ΄ εκδ., Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σ. 273-334, 601-672.
[3] Καμίνης Γ., «Δικτατορία και Σύνταγμα στη Νότια Ευρώπη: Ελλάδα-Ισπανία-Πορτογαλία» στο Αθανασάτου Γ., Ρήγος Α., Σεφεριάδης Σ., (Εισαγωγή-Επιμέλεια), Η δικτατορία 1967-74. Πολιτικές πρακτικές – Ιδεολογικός λόγος – Αντίσταση, Ελληνική Εταιρία Πολιτικής Επιστήμης, Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σ. 70.
[4] Αναφέρεται σε Χατζησωκράτης Δ., Πολυτεχνείο ’73. Αναστοχασμός μιας πραγματικότητας, Πόλις, Αθήνα 2004, σ. 275, σημ. 10.
[5] Βλ. την ανακοίνωση πρώην βουλευτών της ΕΡΕ και της ΕΚ στο Βήμα, 4 Νοεμβρίου 1973 και την ανακοίνωση 400 στελεχών της νεολαίας της ΕΡΕ για τη συγκρότηση νέας πολιτικής κίνησης που θα συμμετείχε στις εκλογές στο Βήμα, 6 Νοεμβρίου 1973. Βλ. επίσης το άρθρο του Γ. Ράλλη, «Αποχή ή συμμετοχή», Βραδυνή, 13 Νοεμβρίου 1973, το οποίο γράφτηκε καθ’ υπαγόρευση του Κ. Καραμανλή και με βάση τις συμβουλές του οι οποίες, σύμφωνα με τον Γουντχάουζ Κ., Καραμανλής. Ο ανορθωτής της ελληνικής Δημοκρατίας, Μορφωτική Εστία, Αθήνα 1982, σ. 260, ήταν ότι «τα πολιτικά κόμματα έπρεπε να υπαγορεύσουν συγκεκριμένους όρους στους συνταγματάρχες, οι οποίοι στο σύνολό τους θα έπρεπε να αποτελούν πλήρεις εγγυήσεις για ελεύθερες εκλογές». Προς την, υπό όρους, συμμετοχή στις εκλογές προσανατολιζόταν και ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς· βλ. τις δηλώσεις του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ εσωτερικού Μπάμπη Δρακόπουλου στο Βήμα, 19 Οκτωβρίου 1973 που κατέληγαν ότι «[α]ν τελικά στις συγκεκριμένες συνθήκες σταθμισθεί και κριθεί σκόπιμη η συμμετοχή στις εκλογές, η καλύτερη αξιοποίηση των εκλογικών δυνατοτήτων μπορεί να γίνει με τη δημιουργία μιας ενιαίας αντιδικτατορικής παράταξης που να περιλαμβάνει όλες τις δυνάμεις του ΌΧΙ της 29ης Ιουλίου από την αριστερά ως τη δεξιά», καθώς και τη συνέντευξη του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της προδικτατορικής ΕΔΑ Ηλία Ηλιού στο περιοδικό Πολιτικά Θέματα, 20 Οκτωβρίου 1973.
[6] Έτσι ο Χρυσόγονος Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, γ΄ εκδ., Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 101.
[7] Πουλαντζάς Ν., Η κρίση των δικτατοριών. Πορτογαλία-Ελλάδα-Ισπανία, β΄ εκδ., Θεμέλιο, Αθήνα 2006 [1975], σ. 81 [η υπογράμμιση δική του].
[8] Βλ., αναλυτικότερα, Κουρουνδής Χ., Το Σύνταγμα και η Αριστερά. Από τη «βαθεία τομή» του 1963 στο Σύνταγμα του 1975, Νήσος, Αθήνα 2018, σ. 160-178.
[9] Βλ. Μουζέλης Ν., Η νεοελληνική κοινωνία, όψεις υπανάπτυξης, β΄ εκδ., Εξάντας, Αθήνα 1978 [1975], σ. 291-292.
[10] Βλ. το πρωτόκολλο ορκωμοσίας του Φ. Γκιζίκη σε ΦΕΚ Α΄ 311/25-11-1973.
[11] Βλ. ΦΕΚ Α΄ 312/25-11-1973 και ΦΕΚ Α΄ 313/25-11-1973.
[12] Βλ. ΦΕΚ Α΄ 315/26-11-1973.
[13] Βλ. τις προγραμματικές δηλώσεις του Αδαμαντίου Ανδρουτσόπουλου σε ΦΕΚ Α΄ 316/29-11-1973.
[14] Βλ. ΦΕΚ Α΄ 326/17-12-1973.
[15] Βλ. Καμίνης Γ., «Δικτατορία…», σε Αθανασάτου, Ρήγος, Σεφεριάδης, (Εισαγωγή-Επιμέλεια), Η δικτατορία 1967-74, ό.π., σ. 61-65.
[16] Βλ. την κήρυξη της επιστράτευσης σε ΦΕΚ Α΄ 206/20-07-1974 και το διάγγελμα του «Προέδρου της Δημοκρατίας» στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη σε ΦΕΚ Α΄ 207/20-07-1974.
[17] Για πλήθος μαρτυριών στρατευμένων αναφορικά με το αντιχουντικό κλίμα που επικρατούσε τις πρώτες ημέρες της επιστράτευσης, βλ., αναλυτικά, Τσιρίδης Γ., Παπανικολόπουλος Δ., «Επιστράτευση 1974: ο καταλυτικός ρόλος των επίστρατων στην κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 42/2014, σ. 203-228. Αυτή η εικόνα επιβεβαιώνεται από την παρέμβαση του αντιναύαρχου Π. Αραπάκη στη σύσκεψη των επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων το πρωί της 21ης Ιουλίου 1974, όπου συζητήθηκε το ενδεχόμενο κήρυξης πολέμου εναντίον της Τουρκίας: «Νομίζετε πως μπορούμε να κηρύξουμε τον πόλεμο υπό τας σημερινάς συνθήκας; Ποιος εγγυάται πως οι επιστρατευμένοι θα υπακούσουν στις διαταγές των αξιωματικών; Δεν υπάρχει για μένα αμφιβολία ότι αν η Τουρκία κηρύξει τον πόλεμο, όλος ο στρατός ενωμένος θα αντιμετωπίσει τον εισβολέα. Και θα έχουμε την ηθική υποστήριξη του λαού. Αν όμως εμείς κηρύξουμε τον πόλεμο, είναι πολύ πιθανό ότι θα δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η Χούντα προσπαθεί κάνοντας πόλεμο να σωθεί. Και τότε τι θα γίνει;»· παρατίθεται στο Ψυχάρης Σ., Τα παρασκήνια της αλλαγής, ειδ. εκδ., ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010 [1974], σ. 117.
[18] Βλ. Ψυχάρης, Τα παρασκήνια, ό.π., σ. 129-141.
[19] Όπως επισήμανε ο Μάνεσης Α., «”Επταετίας” τέλος!» στου ίδιου, Συνταγματική θεωρία και πράξη 1954-1979, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 537-538, «Λέγεται από μερικούς ότι η Χούντα – η «Επταετία» – «παρέδωσε εκουσίως την εξουσία». Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι εξαναγκάστηκε να την εγκαταλείψει κάτω από τη συνεχώς αυξανόμενη λαϊκή πίεση και εθνική κατακραυγή, όταν έγιναν διαφοροποιήσεις μέσα στο ίδιο το στράτευμα και η δικτατορία, αποσυντεθειμένη, βρέθηκε μπροστά στον κίνδυνο να ανατραπεί από την υγιή μερίδα των ενόπλων δυνάμεων, που τμήμα τους είχαν εξ άλλου γίνει, με την επιστράτευση του Ιουλίου 1974, πολλοί έφεδροι. Γιατί ο ένοπλος λαός είχε αρχίσει να δείχνει καθαρά – και υπήρξαν τότε χαρακτηριστικά συμπτώματα αναβρασμού σε διάφορες στρατιωτικές μονάδες – ότι δεν αστειεύεται».
[20] Βλ. τις αφηγήσεις των συμμετεχόντων στη σύσκεψη σε Ψυχάρης, Τα παρασκήνια, ό.π., σ. 187-228.
[21] Βλ. Μαρκεζίνης Σ., Αναμνήσεις 1972-1974, εκδ. Σπ.Β. Μαρκεζίνη ΑΕ, Αθήνα 1979, σ. 572.
[22] Βλ. Τριανταφύλλου Χ., «”Διότι, είπα, ο Καραμανλής εξακολουθεί να είναι θρύλος”. Χαρισματική ηγεσία και ποπ κουλτούρα στη συγκυρία της μεταπολίτευσης (1974)», Αρχειοτάξιο, 25/2024, σ. 95.
[23] Βλ. Kaminis G., La transition constitutionnelle en Grèce et en Espagne, LGDJ, Paris 1993, σ. 200.
[24] Για ολιγόωρη de facto κυβέρνηση του Π. Κανελλόπουλου πριν από την έλευση του Κ. Καραμανλή έκανε λόγο, ίσως κάπως εξεζητημένα, ο Pantélis A., Les grands problèmes de la nouvelle Constitution hellénique, LGDJ, Paris 1979, σ. 96.
[25] Παραράς Π., «Το χρονικόν επανόδου εις την Δημοκρατίαν», ΤοΣ, 1/1975, σ. 55.
[26] Βλ. το εν λόγω π.δ. σεΦΕΚ Α΄ 210/24-07-1974.
[27] Βλ. Kaminis, La transition constitutionelle, ό.π., σ. 161-163.
[28] Για την έννοια της de facto κυβέρνησης βλ. Κατρούγκαλος Γ., «Νομιμότητα και νομιμοποίηση των de facto κυβερνήσεων», ΤοΣ, 4/1994, σ. 812-827.
[29] Βλ. ΣτΕ (Ολ.) 3700/1974, ΤοΣ, 1/1975, σ. 63-65, με παρατηρήσεις Φ. Βεγλερή, σ. 65-68.
[30] Βλ. Kaminis, La transition constitutionelle, ό.π., σ. 248.
[31] Πρβλ., όμως, και τη μεταγενέστερη ΣτΕ (Ολ.) 4611/1976, ΤοΣ, 3/1977, σ. 437-439 με παρατηρήσεις Π. Παραρά, σ. 439-441, σύμφωνα με την οποία «η κατάλυσις της Δικτατορίας συνετελέσθη πλήρως την επομένην της δημοσιεύσεως του προσβαλλομένου π.δ/τος, ήτοι την 24 Ιουλίου 1974, ότε ανέλαβε την εξουσίαν η υπό τον Κ. Καραμανλήν Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος».
[32] Βλ. Βενιζέλος Ευ., Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, νέα έκδοση, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2019, σ. 56, κατά τον οποίο «επρόκειτο για ένα κατάλοιπο του δικτατορικού καθεστώτος, που συμβόλιζε τον μεταβατικό χαρακτήρα της περιόδου εκείνης και τη σταδιακά αυξανόμενη ικανότητα επιβολής της Κυβέρνησης Κ. Καραμανλή».
[33] Αναστασιάδης Γ., «Τεκμήρια για τον ιδιόμορφο χαρακτήρα της “Δημοκρατικής Τομής” (23/24 Ιουλίου 1974)», Αντί, 296/1985, σ. 23-28.
[34] Βλ., αντί άλλων, Mavrias Κ., Transition démocratique et changement constitutionnel en Europe du Sud. Espagne-Grèce-Portugal, Ant. Ν. Sakkoulas, Athènes-Komotini 1997, σ. 36-40 και 68-73 για την Ισπανία και την Πορτογαλία αντίστοιχα.
[35] Όπως παρατήρησε ο Τσάτσος Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Α΄ (Θεωρητικό Θεμέλιο), δ΄ εκδ., Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1994, σ. 305-306, η σύνθεση της κυβέρνησης δεν δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της ως κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητος». Σημειωτέον ότι στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» που σχηματίσθηκε το 1944 συμμετείχαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένου του ΕΑΜ και του ΚΚΕ), όπως έγινε και στις άλλες χώρες της Ευρώπης μετά την απελευθέρωσή τους από τον ναζιστικό ζυγό.
[36] Για τη στάση του Σ. Γκίκα στο δημοψήφισμα του 1968, βλ. Καθημερινή, 19 Μαρτίου 1975. Βλ., επίσης, γενικότερα, την επιστολή του προς τον Κ. Καραμανλή στις 22 Απριλίου 1974, όπου επισήμαινε ότι «ο αριστερισμός νομίζω ότι διογκούται ιδία μεταξύ των νέων. Το χειρότερον είναι ότι έχει δημιουργηθή πνεύμα ανοχής των αστών έναντι των κομμουνιστών και το πνεύμα αυτό είναι φυσικόν να σταθεροποιήται εφ’ όσον παρατείνεται η δικτατορία […] Η ανακοπή του αριστερισμού και της αντιπαθείας προς τους αξιωματικούς είναι δύσκολον να επιτευχθή άνευ μεταβάσεώς μας εις την ομαλότητα, ήτις θα παρουσιάση και προβλήματα, δεδομένου ότι αι νεώτεραι κλάσεις ψηφοφόρων είναι επηρεασμέναι από σοσιαλιστικάς ιδέας και είναι εμποτισμέναι με μίσος κατά της δεξιάς ως υπευθύνου της δικτατορίας» σε Σβολόπουλος Κ. (γεν. επιμ.), Kωνσταντίνος Kαραμανλής: Αρχείο, γεγονότα και κείμενα, τ. 7, Ίδρυμα Κ. Γ. Καραμανλής/Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1997, σ. 339.
[37] Βλ. το εν λόγω π.δ. σε ΦΕΚ Α΄ 211/26-07-1974.
[38] Βλ., ενδεικτικά, το άρθρο του απολυμένου από τη δικτατορία Αρεοπαγίτη Α. Φλώρου, «Το Σύνταγμα 1952 και το Πολιτειακόν», Βήμα, 10 Αυγούστου 1974, σ. 5. Σημειωτέον ότι την εν λόγω αμνηστία επικαλέσθηκαν μεταγενέστερα οι συνήγοροι των πραξικοπηματιών όταν κινήθηκαν ποινικές διώξεις σε βάρος των εντολέων τους.
[39] Βλ. τις δηλώσεις του στο Βήμα, 1 Αυγούστου 1974.
[40] Βλ. το π.δ. 521/1974 σε ΦΕΚ Α΄ 212/26-07-1974.
[41] Βλ. την εν λόγω Συντακτική Πράξη σε ΦΕΚ Α΄ 213/01-08-1974.
[42] Όπως σχολίασε ο Βεγλερής Φ., Υπόμνημα για ένα Σύνταγμα του ελληνικού λαού. Το συνταγματικό χρονικό της δικτατορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1975, σ. 162, «η ανάθεση της πρωθυπουργίας στον κ. Κ. Καραμανλή, έστω και με τη μέθοδο “της γεφύρας” – ήταν η προχειρότερη και ίσως η μόνη τυπικά άκοπη, rebus sic stantibus – χαρακτηρίστηκε επίσημα σαν “επισυμβάσα μεταβολή”».
[43] Βεγλερής, Υπόμνημα για ένα Σύνταγμα, ό.π., σ. 58.
[44] Βλ. την εν λόγω Συντακτική Πράξη σε ΦΕΚ Α΄ 217/07-08-1974.
[45] Για πρόγευση των νεότερων συνταγματικών αντιλήψεων του Κ. Καραμανλή κάνει λόγο ο Αλιβιζάτος Ν., Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010, Πόλις, Αθήνα 2011, σ. 492.
[46] Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι η κατάργηση των δικτατορικών συνταγματικών κειμένων προϋποθέτει ότι αυτά είχαν ισχύσει ως τότε, ενώ το περίφημο μεταγενέστερο Δ΄ Ψήφισμα της 18-1-1975 διεκήρυξε ότι «Η Δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη» μοιάζοντας να κηρύσσει ανυπόστατη τη συνταγματική τάξη· βλ. Κασιμάτης Γ., «Αυταρχική και δημοκρατική συντακτική εξουσία. Επίκαιροι προβληματισμοί», ΤοΣ 2/1975, σ. 169, ο οποίος υπογράμμισε την αντίφαση ανάμεσα στην κήρυξη του ανυπόστατου από το Δ΄ Ψήφισμα και την πρόβλεψη του ίδιου Ψηφίσματος (αρ. 7) ότι οι Συντακτικές Πράξεις της δικτατορίες θα ίσχυαν προσωρινά εφόσον δεν ακυρώθηκαν ή δεν καταργήθηκαν.
[47] Στις προαναφερθείσες (σημ. 22) δηλώσεις του Αδ. Ανδρουτσόπουλου αναφερόταν χαρακτηριστικά ότι «η συγκέντρωσις των εξουσιών εις τας αυτάς χείρας αποτελεί αυτόν τούτον τον ορισμόν της τυραννίας. Την θεμελιώδην ταύτην αρχήν της διακρίσεως των εξουσιών, του αμοιβαίου ελέγχου και της εξισορροπήσεως αυτών καταλύει το ισχύον συνταγματικόν καθεστώς και επιβάλλει τον έλεγχον των πάντων υπό του ενός […] Είναι καιρός να τεθεί τέρμα εις τας συνταγματικάς περιπετείας».
[48] Βλ. Δασκαλάκης Γ., «Τα νέα πλαίσια. 1. Προς συνταγματικήν ομαλότητα», Βήμα, 20 Αυγούστου 1974, σ. 3, ο οποίος χαρακτήριζε την εν λόγω Συντακτική Πράξη ως «Συντακτικό Θέσπισμα».
[49] Βλ. Δασκαλάκης Γ., «Τα νέα πλαίσια. 2. Λειτουργίες και εξουσίες», Βήμα, 21 Αυγούστου 1974, σ. 3.
[50] Βλ. την κριτική των απόψεων του Δασκαλάκη από τον Kaminis, La transition constitutionelle, ό.π., σ. 244-247.
[51] Βλ. Παραράς, Το χρονικόν, ό.π., σ. 56-57. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έλαβε σαφή θέση υπέρ αυτής της άποψης, τονίζοντας ότι η κυβέρνηση «είχεν εκ καταγωγής την εξουσίαν όπως μέχρι της συγκλήσεως της Εθνικής Αντιπροσωπείας θεσπίζει κανόνας δικαίου απλής ή και έτι επηυξημένης τυπικής ισχύος, περιβληθείσα ούτω πρωτογενή συντακτικήν εξουσίαν, κατά την άσκησιν της οποίας ηδύνατο να εκδίδει άνευ ουδενός νομικού περιορισμού συντακτικάς πράξεις, ισοτίμους προς αλλήλας και ως εκ τούτου ρυθμίζουσας κυριαρχικώς το υπ’ αυτών αντιμετωπιζόμενον θέμα, της εκδόσεώς των αναγομένης εις την ιδίαν της Κυβερνήσεως ταύτης πολιτικήν ευθύνην και επομένως μη υποκειμένης εις δικαστικόν έλεγχον», βλ. ΣτΕ (Ολ.) 3700/1974, ΤοΣ, 1/1975, σ. 63. Από πολιτική άποψη, πάντως, ισχύει σε μεγάλο βαθμό η παρατήρηση της Καμτσίδου ότι στο συγκεκριμένο διάστημα η συντακτική εξουσία ασκήθηκε κατ’ ουσία προσωπικά από τον Κ. Καραμανλή· βλ. Kamtsidou If., Pratique et révision constitutionelles dans la République hellénique, Thèse de Doctorat, Paris 1989, σ. 218-219. Φαντάζει όμως υπερβολική η άποψη που εξέφρασε ο Pantélis, Les grands problèmes, ό.π., σ. 98, χαρακτηρίζοντας την περίοδο της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητος» ως «ενός είδους καραμανλική δικτατορία».
[52] Βλ. Βεγλερής, Υπόμνημα, ό.π., σ. 104-105, σημ. 5. Η εν λόγω διάταξη εντάχθηκε ακόμα πιο επαυξημένη στο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 107)· βλ. την επίκαιρη κριτική του Μαυριάς Κ., «Η συνταγματική προστασία των ξένων επενδύσεων κατά το ελληνικό δίκαιο και τα ελληνικά πρότυπα προστασίας», ΤοΣ 1/1975, σ. 41-50.
[53] Βλ. την αναθεωρητική πρόταση σε Παντελής Α., Κουτσουμπίνας Σ., Γεροζήσης Τ. (επιμ.), Κείμενα συνταγματικής ιστορίας, τ. Β΄, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, σ. 806-808.
[54] Βλ. τις δηλώσεις του σε συνέντευξη τύπου που παρέθεσε την επαύριο της κατάθεσης της πρότασης σε Βήμα, 22 Φεβρουαρίου 1963. Όπως επισήμανε ο Ανθόπουλος Χ., Το πρόβλημα της λειτουργικής δέσμευσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων εν όψει του άρθρου 25, παρ. 2, 3 και 4, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 159, για τους εμπνευστές της πρότασης «ως “κατάχρηση” των θεμελιωδών δικαιωμάτων νοείται ούτε λίγο ούτε πολύ η χρήση των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τους οπαδούς του “ερυθρού ολοκληρωτισμού”».
[55] Ο όρος ανήκει στον Νικολακόπουλος Η., Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές 1946-1967, στ΄ έκδοση, Πατάκης, Αθήνα 2010.
[56] Δαγτόγλου Π., «Η συνταγματική εξέλιξις από της εισαγωγής του ισχύοντος Συντάγματος μέχρι του θανάτου του βασιλέως Παύλου (1952-1964)», ΕΕΝ, 1/1966, σ. 23.
[57] Βλ. εκτενέστερα Κουρουνδής, Το Σύνταγμα, ό.π., σ. 295-306.
[58] Για το παρασύνταγμα βλ. αναλυτικά Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί, ό.π., σ. 451-523.
[59] Κωστής Κ., «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας». Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους 18ος-21ος αιώνας, Πόλις, Αθήνα 2013, σ. 784.
[60] Βλ. Νικολακόπουλος Η., «Τα διλήμματα της μεταπολίτευσης: μεταξύ συνέχειας και ρήξης», Αρχειοτάξιο, 15/2013, σ. 7.
[61] Βλ. το πλήρες κείμενο του ν.δ. 59/23-9-1974 σε ΤοΣ, 1/1975, σ. 85.
[62] Για την επικράτηση αυτού του όρου, βλ. Ξηρός Θ., Η ίδρυση, η συμμετοχή στις εκλογές και τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων στο Σύνταγμα, στη νομοθεσία και στη νομολογία, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σ. 103.
[63] Bλ. Κουρουνδής Χ., ««Από την υπέρβαση του μετεμφυλιακού τραύματος στη φασιστική απειλή. Παλιές και νέες ερμηνείες του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος», ΔτΑ, 99/2024, σ. 142.
[64] Βλ. Βλαχόπουλος Σ., «Το ν.δ. 59/1974 περί συστάσεως και επαναλειτουργίας των πολιτικών κομμάτων» στο Βλαχόπουλος Σ., Χατζηβασιλείου Ευ., Διλήμματα της Ελληνικής Συνταγματικής Ιστορίας: 20ος αιώνας, Πατάκη, Αθήνα 2018, σ. 305-306 και γενικότερα σ. 303-315.
[65] Βλ. Δρόσος Γ., Δοκίμιο ελληνικής συνταγματικής θεωρίας, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1996, σ. 369-372.
[66] Βλ., αντί πολλών, τις αγωνιώδεις ερωτήσεις που διατύπωσε μετά την παρουσίαση του κυβερνητικού σχεδίου ο Βεγλερής, Υπόμνημα, ό.π., σ. 174: «ένα μέρος από τα έκτακτα και αντισυνταγματικά νομοθετήματα, στα οποία το Ψήφισμα αυτό ήθελε να δώσει κύρος και απεριόριστη μακροβιότητα, έχει αχρηστεύσει η αναγνώριση της ανασυστάσεως και της πολιτικής δράσεως του Κομμουνιστικού Κόμματος ή Κομμουνιστικών Κομμάτων. Τι συμβαίνει όμως με άλλες διατάξεις και άλλες πτυχές αυτής της δρακόντειας νομοθεσίας, που είχε αιτία τον εμφύλιο πόλεμο και σκοπό την καταστολή του; Η ρητή και συνολική διατήρησή τους “εν ισχύι” σημαίνει ότι οι συντάκτες του κυβερνητικού σχεδίου δεν εννοούν να παραιτηθούν των “μυστικών”, αν μπορεί να πει κανείς, όπλων αυτών και επιθυμούν επομένως τη διατήρηση κάποιου παρασυντάγματος; […] η κυβέρνηση οφείλει να εγγράψει, στην υπεράσπιση του σχεδίου της, την εξήγηση του λόγου και της σημασίας αυτών των 7 λέξεων και των 3 μοιραίων αριθμών».
[67] Βλ., ενδεικτικά, Καμίνης Γ., «Το εγχείρημα της ειρηνικής μετάβασης στη Δημοκρατία στον ευρωπαϊκό Νότο (1974-1978): Η συμβολή των Κωνσταντίνου Καραμανλή και Juan Carlos de Borbon» στο Σβολόπουλος Κ., Μπότσιου Κ., Χατζηβασιλείου Ευ. (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τ. Ι΄, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, Αθήνα 2008, σ. 339-343 και από την πλέον πρόσφατη αρθρογραφία Παυλόπουλος Π., «Το εμβληματικό ηγετικό πρότυπο του Κωνσταντίνου Καραμανλή», https://www.kathimerini.gr/politics/562810207/prokopis-paylopoylos-to-emvlimatiko-igetiko-protypo-toy-konstantinoy-karamanli/ (πρόσβαση: 02.09.2024), ο οποίος υποστηρίζει ότι η μετάβαση καθορίσθηκε από «τον συνδυασμό της υποδειγματικής πολιτικής “σωφροσύνης” – που κατέστησε εφικτό τον συγκερασμό εν πολλοίς αντιτιθέμενων πολιτικών θέσεων – αλλά και της ανυποχώρητης αποφασιστικότητας για την εξαφάνιση κάθε “υπολείμματος” του δικτατορικού καθεστώτος, τον οποίο έκανε πράξη εγκαίρως και συστηματικώς ο Κωνσταντίνος Καραμανλής»..
[68] Για αυτήν τη θέση, βλ., αντί πολλών, Κιτρομηλίδης Π., «Κωνσταντίνος Καραμανλής: από την πράξη στις πολιτικές ιδέες» στο Σβολόπουλος, Μπότσιου, Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ό.π., σ. 166-173, σύμφωνα με τον οποίο ο Κ. Καραμανλής έμαθε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι τον πολιτικό φιλελευθερισμό και την ανάγκη κοινωνικού του περιεχομένου.
[69] Αναφέρεται σε συνέντευξη του Κ. Καραμανλή στον Βάσο Βασιλείου το 1981 που παρατίθεται στο Αρβανιτόπουλος Κ. (επιμ.), Καραμανλής. Η πολιτική ως δημιουργία, Ευρασία, Αθήνα 2023, σ. 400. Τούτο επιβεβαιώνεται και από αφήγηση του Λεωνίδα Κύρκου, κατά τη διάρκεια συνάντησης μεταξύ τους στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στην οποία ο Κ. Καραμανλής του είπε: «Έχω παράπονα από σας. Τι είναι αυτά που λέτε, πως ο Καραμανλής άλλαξε; Ότι η πολιτική του χωρίζεται σε δυο περιόδους, μια πριν από τη Χούντα και μια ύστερα; Ο Καραμανλής είναι ένας. Εσείς δεν τον καταλάβατε»· βλ. Κύρκος Λ., Στιγμές από την προσωπική μου διαδρομή, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2007, σ. 149-150.
[70] Βλ. Σεφεριάδης Σ., «Ο άδηλος ρόλος των συλλογικών δράσεων στην ελληνική καθεστωτική αλλαγή (1974). Προκαταρκτικές σκέψεις για το Πολυτεχνείο», ΕΕΠολΕπ, 36/2010, σ. 128, που υπογραμμίζει ότι ο Κ. Καραμανλής «δεν θα συμπεριφερόταν με τον “προσεκτικό” τρόπο που συμπεριφέρθηκε αν δεν εκτιμούσε – υπό το φως του Πολυτεχνείου, αλλά και των προδικτατορικών μαχητικών συλλογικών δράσεων – ότι αυτές θα μπορούσαν κάλλιστα να επαναληφθούν».
[71] Για την κινητοποίηση των μαζών και τις αυξημένες προσδοκίες που έτρεφαν, βλ. Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ό.π., σελ. 121-128.
[72] Όπως επισήμανε ο Βερναρδάκης Χ., Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 39, κάθε κοινωνική κινητοποίηση της περιόδου επενδυόταν με μια ριζοσπαστική ιδεολογία.
[73] Βλ. Ψυχάρης Σ., Οι εβδομήντα κρίσιμες ημέρες, ειδ. εκδ., ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010 [1975], σ. 135.
[74] Η άρση της κατάστασης πολιορκίας έγινε με το π.δ. 700/9-10-1974, ΦΕΚ Α΄ 304.
[75] Βλ. την ανακοίνωση του υπουργού Δημοσίας Τάξεως Σ. Γκίκα στο Βήμα, 14 Αυγούστου 1974.
[76] Βλ. την κριτική του Βεγλερής Φ., «Ο στρατιωτικός νόμος. 1. Ο μανδύας της δικτατορίας», Βήμα, 18 Σεπτεμβρίου 1974 και «Ο στρατιωτικός νόμος. 2. Οι προθέσεις και τα κείμενα», Βήμα, 19 Σεπτεμβρίου 1974, που επισήμανε ότι η κήρυξη επιστράτευσης δεν καθιστά υποχρεωτική την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας και τόνισε ότι η ανοχή της κυβέρνησης απέναντι στις λαϊκές εκδηλώσεις δεν ικανοποιεί πλήρως το αίτημα για αναγνώριση των δημοκρατικών ελευθεριών.
[77] Τα Νέα, 2 Σεπτεμβρίου 1974.
[78] Βλ. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, ό.π., σ. 491.
[79] ΦΕΚ Α΄ 277/3-10-1974.
[80] Βλ. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί, ό.π., σ. 683, σημ. 9. Έτσι και ο (τότε υφυπουργός Εθνικής Παιδείας στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητος») Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 317 που χαρακτήρισε την κάθαρση στα ΑΕΙ επιτυχημένη, αν και ανεπαρκή.
[81] Το ΚΚΕ ΕΣ χαιρέτισε εξαρχής την αλλαγή της 23ης Ιουλίου και στην απόφαση-διακήρυξη που εξέδωσε τον Αύγουστο του 1974 τόνισε ότι «οι μεγάλοι κίνδυνοι που πηγάζουν από το Κυπριακό, η απειλή μιας νέας δικτατορίας, που, όσο κι αν υποχωρεί, εξακολουθεί να υπάρχει, η επιτακτική ανάγκη της εγκαθίδρυσης συγχρονισμένου δημοκρατικού πολιτικού καθεστώτος, κάνουν δυνατή την ύπαρξη μιας ευρύτατης συμμαχίας τάξεων και στρωμάτων, από την εργατική τάξη μέχρι και το ευρύτερο τμήμα της αστικής τάξης (κυρίως το μη μονοπωλιακό), που ενδιαφέρονται να αποκλειστούν οι πιο πάνω κίνδυνοι, να συνεχιστεί και να σταθεροποιηθεί η αποδέσμευση από τα δεσμά του ΝΑΤΟ και της αμερικανικής εξάρτησης, να στερεωθεί η δημοκρατική πορεία της χώρας […] Αυτός είναι ο λόγος που υποστηρίζουμε τη σημερινή κυβέρνηση Καραμανλή, παρά τη μη συμμετοχή της Αριστεράς σ’ αυτή, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στις αρνητικές πλευρές της πολιτικής της»· βλ. Οι στόχοι του έθνους στη μεταβατική φάση προς τη θεμελίωση της δημοκρατίας, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ (ΕΣ.), Αθήνα 1974. Ελαφρώς οξύτερη, αν και όχι καταγγελτική, ήταν η στάση του ΚΚΕ: «Κανενός είδους στείρα άρνηση δεν μας κατέχει, ούτε αρχή μας είναι η άγονη αντιπολιτευτική ταχτική. Είμαστε έτοιμοι να αναγνωρίσουμε – και θ’ αναγνωρίζουμε – κάθε θετικό μέτρο της όποιας κυβέρνησης, που οδηγεί στον πραγματικό εκδημοκρατισμό της εθνικής ζωής, στην εξασφάλιση και κατοχύρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του λαού. Με βάση τις αρχές αυτές, αναγνωρίσαμε ότι καλό έκανε η κυβέρνηση του κ. Καραμανλή στο διάστημα των 70 ημερών που βρίσκεται στην εξουσία. Υπογραμμίσαμε όμως – και υπογραμίζουμε και πάλι – ότι ούτε αρκετά είναι αυτά που έκανε, ούτε ικανοποιητικά»· βλ. Ριζοσπάστης, 10 Οκτωβρίου 1974.
[82] Για αυτοπεριορισμό της αντιπολίτευσης σε «συμβολικές επικρίσεις» έκανε λόγο ο Γουντχάουζ Κ., Καραμανλής, ό.π., σ. 292. Βλ. επίσης τη διακήρυξη που εξέδωσαν από κοινού η ΝΔ, η ΕΚ-ΝΔ, η ΕΔΑ και το ΚΚΕ εσωτερικού διακηρύσσοντας την ανάγκη ήπιου προεκλογικού κλίματος σε Αυγή, 17 Οκτωβρίου 1974.
[83] Βλ. την εν λόγω ΣΠ σε ΦΕΚ Α΄ 282/4-10-1974.
[84] Βλ. το εν λόγω π.δ. σε ΦΕΚ Α΄ 283/4-10-1974.
[85] Βλ. Βήμα, 5 Οκτωβρίου 1974.
[86] Βλ. Μάνεσης Α., «Η Βουλή της 17 Νοεμβρίου 1974 και η νομική της φύση», Βήμα, 3 Νοεμβρίου 1974 και «Η νομική φύση της Βουλής της 17 Νοεμβρίου 1974» στου ίδιου, Συνταγματική θεωρία και πράξη, ό.π., σ. 587-592, Φλώρος Α., «Εκλογαί, Σύνταγμα και Δημοψήφισμα», Βήμα, 30 Οκτωβρίου 1974, Βεγλερής Φ., «Η Βουλή χωρίς κηδεμόνες», Βήμα, 3 Νοεμβρίου 1974.
[87] Έτσι την χαρακτήρισε ο Μάνεσης, «Η νομική φύση της Βουλής», ό.π., σ. 592, σημ. 1α, εξηγώντας ότι «το συνταγματικό καθεστώς που είχε καθιδρυθεί το 1864 χαρακτηριζόταν από το θεσμό του κληρονομικού ανώτατου άρχοντα και καθιέρωνε το πολίτευμα της “βασιλευομένης δημοκρατίας”, ενώ η Βουλή της 17 Νοεμβρίου 1974 λειτούργησε στο πλαίσιο νέου πολιτειακού καθεστώτος, με θεμελιώδη θεσμό το αιρετό του αρχηγού του κράτους, και ψήφισε νέο Σύνταγμα που καθιερώνει νέο πολίτευμα: την “προεδρευομένη δημοκρατία”. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές του.
[88] Βλ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 318. Πρβλ. και Χατζηβασιλείου Ευ., Ελληνικός φιλελευθερισμός. Το ριζοσπαστικό ρεύμα 1932-1979, Πατάκης, Αθήνα 2010, σ. 502, σύμφωνα με τον οποίο ο Κ. Καραμανλής επέμεινε να μη δοθεί στη Βουλή επισήμως συντακτικός χαρακτήρας διότι επιδίωκε να επιφέρει μια μεταρρύθμιση, όχι μια ανατροπή.
[89] Πρβλ. Παραράς, Το χρονικόν, ό.π., σ. 61, για τον οποίο ήταν ανεξήγητη «αυτή η προσκόλλησις και εξάρτησις από το Σύνταγμα του έτους 1952, το οποίον είχεν επικριθή ήδη από τα πρώτα βήματά του».
[90] Όπως τόνισε ο Μάνεσης, «Η νομική φύση της Βουλής», ό.π., ο αυτοχαρακτηρισμός της συγκεκριμένης Βουλής ως Ε΄ Αναθεωρητικής «προδίδει, βέβαια, τη συντηρητική και αντιανανεωτική νοοτροπία της κομματικής πλειοψηφίας της και τη μέριμνά της να αποκαταστήσει τη συνέχεια με το προδικτατορικό καθεστώς και να μεταβάλει όσο το δυνατό λιγότερο τα από τον περασμένο αιώνα παραδεδομένα». Οι υπογραμμίσεις είναι δικές του.
[91] Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, ό.π., σ. 58.
[92] Ibidem.
[93] Αναλυτικότερα, σε Κουρουνδής, Το Σύνταγμα, ό.π., σ. 226-233.
[94] Παρατίθεται σε Μασσίπ Ρ., Καραμανλής. Ο Έλληνας που ξεχώρισε, δ΄ εκδ., Ι. Σιδέρη, Αθήνα 1982, σ. 124.
Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής είναι δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω και Διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει εκπονήσει μεταδιδακτορική έρευνα με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Διδάσκει από το 2018 στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Έχει γράψει τα βιβλία «Το Σύνταγμα και η Αριστερά. Από τη “βαθεία τομή” του 1963 στο Σύνταγμα του 1975» (Νήσος, 2018) και «Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές» (υπό έκδοση), άρθρα και μελέτες σε συλλογικούς τόμους κι έχει συμμετάσχει σε πολλά διεθνή και εγχώρια συνέδρια.