Τα ζητήματα του επιθυμητού ή μη του δικαστικού ελέγχου των κοινωνικών δικαιωμάτων, καθώς και της μορφής αυτού του ελέγχου, απασχολούν πληθώρα έννομων τάξεων. Η συνταγματική κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων πυκνώνει στα Συντάγματα της Ευρώπης ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου. Παράλληλα, τα κοινωνικά δικαιώματα αποκτούν διεθνή νομική υπόσταση, ιδίως μέσα από τις συμβάσεις του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας. Έκτοτε, τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελούν κοινό στοιχείο των περισσότερων Συνταγμάτων που θεσπίστηκαν μετά τη δεκαετία του ’90 ανά τον κόσμο, ενώ προστατεύονται τόσο από τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη όσο και, σε κάποιο βαθμό, από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά αυτή την ευρεία και πολυεπίπεδη νομική αναγνώριση, ωστόσο, ο δικαστικός έλεγχος των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι σπανιότερος και ποικίλος.

Υπό μία έννοια, ο δικαστικός έλεγχος των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι εξαιρετικά διαδεδομένος. Η κοινή νομοθεσία κατοχυρώνει σειρά δικαιωμάτων με κοινωνικό πρόσημο, τα οποία τα δικαστήρια ερμηνεύουν και εφαρμόζουν καθημερινά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η εργατική νομοθεσία και οι διατάξεις του οικογενειακού δικαίου. Η παρατήρηση αυτή αποκαλύπτει αφενός την ανάγκη εστίασης της έρευνας στο επίπεδο του συνταγματικού κειμένου. Αποκαλύπτει όμως και την ασάφεια που κυριαρχεί γύρω από τον ορισμό των κοινωνικών δικαιωμάτων. Σίγουρα, όλοι μιλώντας για κοινωνικά δικαιώματα φέρνουμε στο μυαλό μας ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα: το δικαίωμα στην αξιοπρεπή εργασία, το δικαίωμα στη δημόσια εκπαίδευση, το δικαίωμα στη δημόσια υγεία και κοινωνική ασφάλιση, ή το δικαίωμα στην κατοικία. Μόλις όμως κάποιος επιχειρεί να απομονώσει τα αναγκαία διακριτικά γνωρίσματα των κοινωνικών δικαιωμάτων έναντι των ατομικών δικαιωμάτων οδηγείται σε αδιέξοδα. Είναι κοινώς παραδεκτό ότι η πραγμάτωση των κοινωνικών δικαιωμάτων συνεπάγεται τη δέσμευση δημοσίων πόρων. Το ίδιο όμως ισχύει και για τις θετικές υποχρεώσεις που συνεπάγεται για το Κράτος η αποτελεσματική πραγμάτωση των ατομικών δικαιωμάτων[1]. Για παράδειγμα, η αποτελεσματική εξασφάλιση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη απαιτεί σειρά θεσμικών παρεμβάσεων ως προς την οργάνωση των δικαστηρίων, τις προϋποθέσεις άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, την λειτουργία της εισαγγελικής αρχής και την παροχή νομικής βοήθειας, μεταξύ άλλων, παρεμβάσεις οι οποίες συνεπάγονται σημαντική δέσμευση δημοσίων πόρων. Ταυτόχρονα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αναγνωρίσει μέσω της νομολογίας του σημαντικές θετικές πτυχές των δικαιωμάτων στη ζωή (θετική υποχρέωση διερεύνησης από τις αρμόδιες αρχές περιστατικών που οδήγησαν σε απώλεια ζωής)[2], στην απαγόρευση βασανιστηρίων ή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης (θετική υποχρέωση διασφάλισης κατάλληλων συνθηκών κράτησης)[3], καθώς και στον ιδιωτικό βίο (θετική υποχρέωση εγκαθίδρυσης κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για τον έλεγχο παραπόνων αναφορικά με παράνομη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα)[4], οι οποίες έχουν οδηγήσει τα Κράτη Μέρη σε μεταρρυθμίσεις με σημαντική δέσμευση δημοσίων πόρων. Πιο επιτυχής είναι ο ορισμός των κοινωνικών δικαιωμάτων με βάση τον σκοπό τους, και συγκεκριμένα την πραγμάτωση των επιταγών της διανεμητικής δικαιοσύνης. Κάθε αυστηρή διάκριση μεταξύ κοινωνικών και άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων παραμένει, ωστόσο, σε κάποιο βαθμό ελλιπής, πράγμα που καθιστά τον μάλλον επικρατούντα δισταγμό απέναντι στον δικαστικό έλεγχο των κοινωνικών δικαιωμάτων τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως νομικά αυθαίρετο. Ο δισταγμός αυτός δεν πρέπει να αποδοθεί σε κάποιο ιδιαίτερο νομικό χαρακτηριστικό των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά σε ανησυχίες ως προς το επιθυμητό τού να ερμηνεύουν δικαστήρια αόριστες νομικές έννοιες και να επιτάσσουν βάσει των ερμηνειών τους εκτενείς μεταρρυθμίσεις με συνέπειες για σημαντικό αριθμό ενδιαφερομένων και δέσμευση σημαντικών δημόσιων πόρων. Η έκταση των συνεπειών από τον δικαστικό έλεγχο των κοινωνικών δικαιωμάτων τα διαχωρίζουν σε ένα βαθμό από την εξουσία των δικαστηρίων να εξειδικεύουν τις θετικές υποχρεώσεις που απορρέουν από την ερμηνεία των ατομικών δικαιωμάτων. Οι δημόσιοι πόροι που δεσμεύονται για τη δημόσια υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση και στέγαση αποτελούν, άλλωστε, πολλαπλάσιο ποσοστό του ετήσιου προϋπολογισμού σε ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος σε σχέση με το ποσοστό που δεσμεύεται για θέματα απονομής δικαιοσύνης ή δημόσιας ασφάλειας[5]. Είναι, επομένως, φυσικό οι δικαστικές επεμβάσεις στους τομείς των κοινωνικών δικαιωμάτων να έχουν πολύ μεγαλύτερες δημοσιονομικές συνέπειες σε σχέση με την θεμελίωση θετικών υποχρεώσεων που απορρέουν από ατομικά δικαιώματα, παρά την κατ’ ουσίαν κοινή νομική τους φύση.

Οι ανησυχίες ως προς το επιθυμητό του δικαστικού ελέγχου των κοινωνικών δικαιωμάτων αφορούν συνοπτικά:

  • στη δημοκρατική νομιμοποίηση των δικαστηρίων να αποφασίζουν επί θεμάτων διανεμητικής δικαιοσύνης και επί των εκτενών κοινωνικών συγκρούσεων που αυτά αντικατοπτρίζουν,
  • στην ικανότητά των δικαστηρίων να λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες σταθμίζουν κατάλληλα τις ποικίλες πτυχές των κοινωνικών προβλημάτων που καλούνται να αντιμετωπίσουν, λαμβάνοντας υπ’όψιν όλες τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των αποφάσεών τους
  • στην ικανότητά των δικαστηρίων να αποφασίζουν επί τεχνικών θεμάτων τα οποία, ναι μεν έχουν εξειδικευθεί από τη νομοθεσία, αλλά των οποίων την εξειδίκευση ο προσφεύγων κρίνει ως ανεπαρκή ή αντίθετη προς τα κοινωνικά του δικαιώματα, καθώς και
  • στην ικανότητά των δικαστηρίων να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά σε επείγουσες κοινωνικές ανάγκες, όπου οι αρμόδιοι φορείς έχουν ήδη προβεί σε στάθμιση των κοινωνικών δικαιωμάτων και όπου η ταχεία εφαρμογή ορισμένης μεταρρυθμιστικής πολιτικής παρουσιάζεται ως απαραίτητη για την αποτροπή περαιτέρω γενίκευσης της κοινωνικής κρίσης.

Το παρόν άρθρο δεν αποσκοπεί να δώσει μία γενική απάντηση σε αυτές τις ανησυχίες. Σκοπός του είναι να καταδείξει ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου των κοινωνικών δικαιωμάτων σε μία έννομη τάξη όπου αυτός είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος και να αναζητήσει τα αίτια της επιτυχίας του. Στις επόμενες ενότητες αναλύεται η μορφή του δικαστικού ελέγχου των κοινωνικών δικαιωμάτων στη Νότια Αφρική (I), παρουσιάζεται η διάπλαση των κοινωνικών δικαιωμάτων μέσω της νομολογίας του οικείου Συνταγματικού Δικαστηρίου (II) και παρατίθενται τα χαρακτηριστικά τα οποία νομιμοποιούν κοινωνικά το εν λόγω Δικαστήριο στην επιτέλεση του έργου του (III). Παρά τη σχετικά σύντομη ιστορία της ως ολοκληρωμένης δημοκρατίας και την μακρά και βίαιη προϊστορία φυλετικού διαχωρισμού, η Νότια Αφρική έχει αποτελέσει ένα από τα λαμπρότερα παραδείγματα της συνεισφοράς του συνταγματικού σχεδιασμού στον μετασχηματισμό μιας κοινωνίας προς ένα καθεστώς ουσιαστικής ισονομίας και ισοπολιτείας[6]. Φυσικά, η διαδικασία μετασχηματισμού δεν έχει ολοκληρωθεί. Διάφορες παθογένειες, πραγματικές και θεσμικές, παραμένουν, ιδίως όσον αφορά στην κατανομή γης. Μαζί παραμένουν και οι κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες συνεχίζουν να χαράσσονται με κύριο άξονα την φυλή και το φύλο. Παρά αυτές τις επίμονες ελλείψεις, ο δικαστικός έλεγχος των κοινωνικών δικαιωμάτων στη Νότια Αφρική αποτελεί παράδειγμα του ρόλου που μπορούν να παίξουν τα δικαστήρια ως εγγυητές των υποσχέσεων ενός προοδευτικού Συντάγματος, ως «οίστροι», υπό την πρωταρχική έννοια του όρου, που ωθούν την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία στην ανάληψη των ευθυνών τους έναντι της πλειοψηφίας των πολιτών που εκπροσωπούν.

Ι. Η μορφή του δικαστικού ελέγχου των κοινωνικών δικαιωμάτων στη Νότια Αφρική

Ο δικαστικός έλεγχος των κοινωνικών δικαιωμάτων στη Νότια Αφρική εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο δικαστικού ελέγχου αντισυνταγματικότητας νόμου, το οποίο ορίζεται στα άρθρα 167 και 172 του Συντάγματος της Νότιας Αφρικής. Τα άρθρα αυτά προβλέπουν διαδικασία, κατά την οποία κάθε δικαστήριο στη Νότια Αφρική έχει εξουσία να κηρύξει την αντισυνταγματικότητα νόμου, ορίζοντας παράλληλα δίκαιο μέσο θεραπείας αυτής, καθώς και τον χρόνο επέλευσης των αποτελεσμάτων της απόφασης. Η δυνατότητα ορισμού δίκαιου μέσου θεραπείας συνεπάγεται ευρύτατες εξουσίες για τα δικαστήρια, οι οποίες δεν περιορίζονται στην ακύρωση του νόμου, αλλά περιλαμβάνουν και την κατάλληλη τροποποίησή του ώστε να προσαρμόζεται στις συνταγματικές επιταγές. Η εξουσία τροποποίησης του αντισυνταγματικού νόμου αγγίζει τα όρια της νομοθέτησης, με τα δικαστήρια να εντάσσουν στο διατακτικό τους προσθήκες στις κρίσιμες αντισυνταγματικές διατάξεις ή ακόμα και να τάσσουν προθεσμία για ψήφιση νέου νόμου, σε περίπτωση άκαρπης παρέλευσης της οποίας ισχύουν οι ρυθμίσεις που έχουν οριστεί στο διατακτικό[7]. Πάντως, οι αντίστοιχες δικαστικές αποφάσεις αποκτούν ισχύ μόνο εφόσον κυρωθούν με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το Συνταγματικό Δικαστήριο δύναται να τροποποιήσει την αρχική δικαστική απόφαση, τόσο ως προς την βάση της αντισυνταγματικότητας, όσο και ως προς το μέσο θεραπείας.

Τα κοινωνικά δικαιώματα στη στέγαση, τη δημόσια υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, την πρόσβαση σε τροφή και νερό και την εκπαίδευση προβλέπονται στα άρθρα 23, 26, 27 και 29 του Συντάγματος της Νότιας Αφρικής και εγείρουν αγώγιμες αξιώσεις. Ο αγώγιμος χαρακτήρας των κοινωνικών δικαιωμάτων επιβεβαιώθηκε ήδη από την κυρωτική του Συντάγματος, δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από το Προσωρινό Σύνταγμα, απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου[8]. Συγκεκριμένα, το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό, κατά τον οποίο η αγωγιμότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη κάμψη της αρχής του χωρισμού των εξουσιών, λόγω της τυχόν δημοσιονομικής επιβάρυνσης που θα συνεπήγετο σχετική δικαστική απόφαση[9]. Αν και το Συνταγματικό Δικαστήριο δέχθηκε την πιθανότητα δημοσιονομικής επιβάρυνσης, επεσήμανε, ωστόσο, ότι ανάλογη επιβάρυνση συνεπάγονται και οι θετικές υποχρεώσεις που απορρέουν από ατομικά και πολιτικά δικαιώματα[10]. Η αρχή της ισότητας, η ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη επιφέρουν συχνά σημαντικές δημοσιονομικές επιβαρύνσεις, για παράδειγμα λόγω της ανάγκης παροχής νομικής βοήθειας, ή λόγω της επέκτασης ευμενών μέτρων σε ομάδες προσώπων που βρίσκονται σε όμοια θέση με ομάδα που ήδη επωφελείται από αυτά[11].

Η ιδιομορφία των κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως αποτυπώνονται στο Σύνταγμα της Νότιας Αφρικής, σε σχέση με άλλα συνταγματικά δικαιώματα, έγκειται στην ρήτρα προοδευτικής πραγμάτωσης. Σύμφωνα με αυτή, το Κράτος υποχρεούται να λάβει εύλογα νομοθετικά και άλλα μέτρα, στο πλαίσιο των διαθέσιμων πόρων του, για την προοδευτική πραγμάτωση των αντίστοιχων δικαιωμάτων. Η ρήτρα προοδευτικής πραγμάτωσης αντανακλά εν πολλοίς αντίστοιχες διατάξεις του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα[12], με μία σημαντική διαφορά: η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα έχει ερμηνεύσει τις διατάξεις του Διεθνούς Συμφώνου κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας του αντίστοιχου δικαιώματος[13]. Το Συνταγματικό Δικαστήριο, όπως θα δούμε παρακάτω, έχει αποφύγει τον ορισμό ενός τέτοιου ελαχίστου επιπέδου, χωρίς, πάντως, να αποκρούει ρητά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης.

ΙΙ. Ο δικαστικός έλεγχος των κοινωνικών δικαιωμάτων στη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Νότιας Αφρικής

Ήδη από το πρώτο έτος ισχύος του Συντάγματος του 1997, το Συνταγματικό Δικαστήριο θεώρησε δεδομένο τον δικαστικά ελέγξιμο χαρακτήρα της ρήτρας προοδευτικής πραγμάτωσης[14]. Στην Soobramoney v Minister of Health (KwaΖuluNatal), την πρώτη σχετική του απόφαση, το Συνταγματικό Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει κατά πόσο τα δικαιώματα στην ζωή και τη δημόσια υγεία θεμελίωναν, κατά τρόπο κατηγορηματικό, την αξίωση του προσφεύγοντος για παροχή αιμοκάθαρσης από δημόσιο νοσοκομείο. Αν και το Συνταγματικό Δικαστήριο αρνήθηκε την κατηγορηματική αναγνώριση του σχετικού δικαιώματος, ο έλεγχος για τη διαπίστωση του κατά πόσο η Διοίκηση είχε λάβει αρκούντως υπ’ όψιν την ρήτρα προοδευτικής πραγμάτωσης ήταν μάλλον πυκνός. Το Δικαστήριο δεν αρκέστηκε στους σχετικούς ισχυρισμούς της Διοίκησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά έλαβε υπ’ όψιν το ίδιο όχι μόνο τους διαθέσιμους πόρους του νοσοκομείου στο οποίο είχε δικαίωμα δημόσιας περίθαλψης ο προσφεύγων, αλλά και τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Υγείας του αρμόδιου κρατιδίου KwaZulu-Natal[15]. Σημείωσε, παράλληλα, τον γενικευμένο χαρακτήρα της έλλειψης μηχανημάτων αιμοκάθαρσης σε όλη τη Νότια Αφρική[16]. Τέλος, εξέτασε την εγκύκλιο που όριζε την κατανομή των διαθέσιμων ωρών μέσα στη μέρα για την χρήση των μηχανημάτων αιμοκάθαρσης και κατέληξε ότι τα κριτήρια που έθετε η εγκύκλιος ήταν εύλογα[17].

Το Συνταγματικό Δικαστήριο υπογράμμισε, πάντως, την γνωστή στη διεθνή βιβλιογραφία πολυκεντρικότητα της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων[18] : οι περιορισμένοι κρατικοί πόροι συνεπάγονται αναπόφευκτα την ανάγκη σταθμίσεων, όχι μόνο ως προς την ικανοποίηση των αξιώσεων των κατ’ αρχήν φορέων ενός κοινωνικού δικαιώματος, αλλά και ως προς την κατανομή πόρων για την ικανοποίηση διαφορετικών κοινωνικών δικαιωμάτων. Μία δυσανάλογη επιβάρυνση του προϋπολογισμού με σκοπό την κατά το δυνατόν μέγιστη πραγμάτωση του δικαιώματος στη δημόσια υγεία ενδέχεται να συνεπάγεται σημαντικές ελλείψεις ως προς την ικανοποίηση άλλων κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως εκείνο στη στέγαση ή την εκπαίδευση[19].

Σε κάθε περίπτωση, ο δισταγμός του Συνταγματικού Δικαστηρίου να υπεισέλθει στην κρίση της Διοίκησης ως προς τον τρόπο κατανομής πόρων στο πεδίο της δημόσιας υγείας στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν πρέπει να δώσει την εντύπωση ότι ο δικαστικός έλεγχος των κοινωνικών δικαιωμάτων, ανεξαρτήτως των ποικίλων παραγόντων που εξετάζει, είναι εν τέλει προσχηματικός ή σταθερά ενδοτικός έναντι ειλημμένων πολιτικών αποφάσεων. Στην Government of the Republic of South Africa and Others v Grootboom and Others (2000), το Συνταγματικό Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει κατά πόσο το Κράτος είχε εκπληρώσει την υποχρέωση παροχής επαρκούς στέγασης στους προσφεύγοντες, οι οποίοι είχαν πρόσφατα εγκαταλείψει τη συνωστισμένη «παραγκούπολη», στην οποία διέμεναν, είχαν καταλάβει ιδιόκτητη έκταση γης, στην οποία εγκατέστησαν προσωρινά καταλύματα, και είχαν έπειτα εξωθηθεί από αυτήν. Στο πλαίσιο του ελέγχου του, το Συνταγματικό Δικαστήριο τόνισε τον αλληλένδετο χαρακτήρα κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων ως αναγκαίων στοιχείων για την πραγμάτωση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας[20].

Η εξέταση της υπόθεσης εστίασε στην ύπαρξη εύλογων νομοθετικών και άλλων μέτρων για την προοδευτική πραγμάτωση του δικαιώματος στη στέγαση. Στο πλαίσιο αυτό, ελήφθη υπ’ όψιν σειρά παραγόντων: το κρατικό νομοθετικό πλαίσιο για τη στεγαστική ανάπτυξη, η έκταση και ο τρόπος άσκησης των συναφών αρμοδιοτήτων των τοπικών και πολιτειακών οργάνων, καθώς και η προσφορότητα του εν λόγω πλαισίου για την παροχή προσωρινού καταλύματος σε ομάδες προσώπων που είχαν άμεση ανάγκη στέγασης[21]. Ως προς το τελευταίο σημείο, το Συνταγματικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι ρυθμοί με τους οποίους κατασκευάζονταν νέες κατοικίες στην κρίσιμη για την υπόθεση περιοχή του Western Cape δεν δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της νομοθεσίας περί στεγαστικής ανάπτυξης ως πρόσφορης για τη διαχείριση άμεσων στεγαστικών κρίσεων, όπου γεννάται η ανάγκη άμεσης παροχής προσωρινού, υποτυπώδους έστω, καταλύματος[22]. Πέραν των προφανών κινδύνων που συνεπάγεται η έλλειψη στέγης, ιδίως σε περιοχές εκτός μητροπολιτικών κέντρων, η παροχή προσωρινού καταλύματος κρίθηκε υψίστης σημασίας και λόγω του κινδύνου αυτοδικίας εκ μέρους των αστέγων με κατάληψη γης, η οποία παρακωλύει τη δυνατότητα μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου πολεοδομικού σχεδιασμού, λόγω των αυτοσχέδιων οικισμών που δημιουργούνται[23]. Οι αυτοσχέδιοι οικισμοί που προκύπτουν από την κατάληψη γης θέτουν το Κράτος προ τετελεσμένων γεγονότων και του αφαιρούν τη δυνατότητα να ορίσει το ίδιο, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, τον καταλληλότερο τόπο για τη δημιουργία νέου οικισμού. Πέραν του κρατικού νομοθετικού πλαισίου για τη στεγαστική ανάπτυξη, ούτε συναφής πολιτειακή πρωτοβουλία για παροχή προσωρινού καταλύματος κρίθηκε επαρκής για να ικανοποιήσει τους όρους του άρθρου 26 του Συντάγματος της Νότιας Αφρικής. Συγκεκριμένα, ο κεντρικός κρατικός μηχανισμός δεν συμμορφωνόταν με τις επιταγές του άρθρου 26 στον βαθμό που δεν παρείχε επαρκή χρηματοδότηση σε πρωτοβουλίες όπως η πολιτειακή, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική υλοποίησή τους[24]. Συνεπώς, τα μέτρα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας σε όλα τα αρμόδια επίπεδα διάρθρωσης του Κράτους, κρινόμενα εν συνόλω, δεν ήταν εύλογα ενόψει της επιδιωκόμενης παροχής προσωρινού καταλύματος στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων που το είχαν ανάγκη.

Σε παρόμοιο συμπέρασμα οδηγήθηκε το Συνταγματικό Δικαστήριο στην υπόθεση Minister of Health and Others v Treatment Action Campaign and Others (No 2)[25]. Επίδικη ήταν η κυβερνητική πολιτική αντιμετώπισης της μετάδοσης του HIV από μητέρα σε τέκνο. Ειδικότερα, το κυβερνητικό σχέδιο για την αντιμετώπιση του HIV προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι η κρίσιμη για την αποφυγή της μετάδοσης μέσω τοκετού ουσία νεβιραπίνη θα χορηγούνταν μόνο σε ειδικά σημεία ανά την επικράτεια, αντί να είναι ευρέως διαθέσιμη στα δημόσια νοσοκομεία, και αυτό παρά το σχετικά χαμηλό κόστος προμήθειας της εν λόγω ουσίας. Η κυβέρνηση αιτιολόγησε την επιλογή της προτάσσοντας την ανάγκη μεγαλύτερης υποστήριξης των μητέρων φορέων του HIV και αποτελεσματικής ενημέρωσής τους ότι η ουσία, αν και απέτρεπε την μετάδοση κατά τον τοκετό, δεν απέκλειε με βεβαιότητα τη μετάδοση μέσω θηλασμού[26]. Απαιτούνταν, συνεπώς, κατά την κρίση της κυβέρνησης, εκτενέστερο πακέτο παροχής συμβουλών από εξειδικευμένο προσωπικό και προμήθειας με υποκατάστατα του μητρικού γάλακτος, προκειμένου η χορήγηση της ουσίας να είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Το Συνταγματικό Δικαστήριο, αν και δέχθηκε ότι η χορήγηση της νεβιραπίνης θα διεξαγόταν αποτελεσματικότερα στα ειδικά σημεία χορήγησης, απέρριψε την αναγκαιότητα του τεχνητού περιορισμού της διαθεσιμότητας της ουσίας, δεδομένου του χαμηλού της κόστους, της αποδεδειγμένης συμβολής της στην αποφυγή μετάδοσης του HIV τόσο κατά τον τοκετό όσο και, σε μικρότερο βαθμό, κατά τον θηλασμό, καθώς και δεδομένης της επιτακτικής ανάγκης αντιμετώπισης της χειμάζουσας εκείνη την εποχή επιδημίας του AIDS[27].

Σε πιο πρόσφατες αποφάσεις του, το Συνταγματικό Δικαστήριο επέκτεινε τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης στους μόνιμους αλλοδαπούς κατοίκους της Νότιας Αφρικής[28], καθώς και το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί εργατικού ατυχήματος στις οικιακές βοηθούς[29]. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην τελευταία απόφαση, το Συνταγματικό Δικαστήριο αρνήθηκε ρητά να περιορίσει την αναδρομική ισχύ της απόφασης, επικαλούμενο τόσο την ένταση του δημοσίου συμφέροντος για άρση της διαθεματικής διάκρισης κατά των, στη συντριπτική τους πλειοψηφία μαύρων γυναικών, οικιακών βοηθών, όσο και τις ελλείψεις της αναλογιστικής έκθεσης που υπέβαλε η κυβέρνηση ως προς τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της απόφασης. Η έκθεση κρίθηκε ελλιπής, καθώς περιοριζόταν μόνο σε πολύ γενικές παρατηρήσεις που δεν επαρκούσαν για να τεκμηριώσουν την αδυναμία του κράτους να μεριμνήσει για την αναδρομική ισχύ της απόφασης[30].

Η έμφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου στο εύλογο ή μη των νομοθετικών και άλλων μέτρων είναι ενδιαφέρουσα στον βαθμό που δεν συντάσσεται πλήρως με την ερμηνεία των αντίστοιχων διατάξεων του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα από την αρμόδια Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών. Η παράλειψη του Συνταγματικού Δικαστηρίου να θεμελιώσει υποχρέωση διασφάλισης ελάχιστου επιπέδου προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι πράγματι πάγια[31] και έχει κατά καιρούς δεχθεί ισχυρή κριτική[32]. Επισημαίνεται, πάντως, ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν έχει αρνηθεί την ύπαρξη τέτοιας υποχρέωσης. Θεωρεί απλώς ότι η στοιχειοθέτηση του εύλογου ή μη ενός νομοθετικού ή άλλου μέτρου τεκμηριώνεται πολύ ευκολότερα από ένα δικαστήριο, δεδομένης της έλλειψης επαρκών πληροφοριών για τον καθορισμό του τι συνιστά ελάχιστο επίπεδο προστασίας ενός εκάστοτε δικαιώματος[33]. Η επιλογή αυτή φαίνεται, πάντως, εύλογη, αν ληφθούν συγκριτικά υπ’ όψιν οι παθογένειες της κατηγορηματικής διασφάλισης ενός κοινωνικού δικαιώματος που έχουν επισημανθεί στην βιβλιογραφία, ιδίως σε ό,τι αφορά στη διασφάλιση του δικαιώματος στη δημόσια υγεία στην Βραζιλία[34]. Η εκεί εμπειρία της εξαιρετικά ενδοτικής απέναντι στους προσφεύγοντες δικαστικής διασφάλισης παροχών υγείας από το Δημόσιο, με την κατακύρωση μέσω του δικαστηρίου φαρμακευτικής αγωγής υψηλότατου κόστους σε ανιάτως νοσούντες με χαμηλό προσδόκιμο ζωής, κατά παρέκκλιση του κρατικού σχεδιασμού στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, καταδεικνύει τον κίνδυνο κατάχρησης της εν λόγω προστασίας από ομάδες με προνομιούχο πρόσβαση σε δικαστήρια, σε βάρος ομάδων με λιγότερους πόρους, ελλιπή γνώση των δικαιωμάτων τους και περιορισμένη εν τοις πράγμασι νομική εκπροσώπηση[35]. Παράλληλα, καταδεικνύει την ανάγκη ολιστικής προσέγγισης των κοινωνικών δικαιωμάτων από το αρμόδιο δικαστήριο για τον καθορισμό των ανά περίπτωση επιταγών του εκάστοτε κοινωνικού δικαιώματος.

ΙΙΙ. Το κοινωνικοπολιτικό νομιμοποιητικό υπόβαθρο του δικαστικού ελέγχου των κοινωνικών δικαιωμάτων στη Νότια Αφρική

Η νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Νότιας Αφρικής, τόσο στο πεδίο του ελέγχου των κοινωνικών δικαιωμάτων όσο και ευρύτερα, εκφράζει ένα θεσμό με αυτοπεποίθηση και αυθεντία, πρόθυμο και ικανό να θέσει όρια στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Η θέση του αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην ποιότητα του δικανικού συλλογισμού, στην οργάνωση του θεσμού ή τον συνταγματικό σχεδιασμό, όσο και αν όλα τα στοιχεία συμβάλλουν στη διαιώνιση του κεντρικού του ρόλου στη δημόσια ζωή της Νότιας Αφρικής. Προκειμένου να κατανοηθεί πλήρως η ικανότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου να λαμβάνει τολμηρές αποφάσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν την καταδίκη του πρώην Προέδρου της Νότιας Αφρικής Jacob Zuma σε φυλάκιση 15 μηνών για ασέβεια προς το δικαστήριο[36], πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο από το οποίο το Συνταγματικό Δικαστήριο αντλεί τη νομιμοποίηση.

Αν και το παρόν άρθρο δεν μπορεί να εξαντλήσει το ζήτημα, επισημαίνεται ενδεικτικά ο διαχρονικός ρόλος του Συνταγματικού Δικαστηρίου ως εγγυητή του πολιτεύματος. Το Συνταγματικό Δικαστήριο λειτούργησε ήδη πριν την κύρωση του Συντάγματος της Νότιας Αφρικής και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ομαλή μετάβαση της χώρας από το καθεστώς του απαρτχάιντ στη δημοκρατία. Ως αμερόληπτο μέρος βεβαίωσε ότι το νέο Σύνταγμα αντανακλούσε τις δεσμεύσεις του Προσωρινού Συντάγματος του 1993 και έτσι αποτελούσε σταθερή βάση για την ειρηνική και ισότιμη συμβίωση κοινωνικά και φυλετικά ετερογενών ομάδων, που ως τότε τελούσαν σε σχέση κυριαρχίας και υποταγής. Η ακτινοβολία αυτή δεν περιορίζεται εντός της Νότιας Αφρικής αλλά απλώνεται και διεθνώς, όπου το Συνταγματικό Δικαστήριο παρουσιάζεται ως θολίτης του συνταγματικού οικοδομήματος και εγγυητής του μεταπλαστικού συνταγματισμού (transformative constitutionalism) που αυτό εκφράζει[37].

Παράλληλα, πρέπει να επισημανθεί η αυθεντία των δικαστών εντός του νομικού κόσμου. Η Νότια Αφρική υιοθετεί σύστημα ενιαίας δικαιοδοσίας. Ενώ το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία μόνο ως προς το Σύνταγμα, η δικαιοδοσία των υπόλοιπων δικαστηρίων δεν διακρίνεται σε διοικητική, πολιτική ή ποινική[38]. Οι δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου έχουν πρώτα υπηρετήσει σε δικαστήρια ενιαίας δικαιοδοσίας και έχουν έτσι αποκτήσει άμεση εμπειρία συνόλου του νομικού συστήματος και της ενότητάς του. Η συνεργασία τους με τα δικαστήρια ενιαίας δικαιοδοσίας, τα οποία κατά κανόνα κρίνουν πρώτα επί ισχυρισμών αντισυνταγματικότητας, τείνει, έτσι, να είναι ομαλή και τυχόν διαφορές να είναι μακροπρόθεσμα διαχειρίσιμες.

Τέλος, η νομιμοποίηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου έναντι της νοτιοαφρικανικής κοινωνίας ενισχύεται μέσω του ύφους των αποφάσεων και τη δημοσιότητα των δικών. Οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου δομούνται στη βάση ατομικών δικαστικών γνωμών με τις οποίες συντάσσεται η πλειοψηφία και τις οποίες ακολουθούν τυχόν ατομικές συντασσόμενες ή διαφωνούσες γνώμες. Το διατακτικό προηγείται της αιτιολογίας, η δε αιτιολογία αφιερώνει σημαντικό τμήμα στην παράθεση του ιστορικού της υπόθεσης, τόσο εντός όσο και εκτός δικαστηρίων, στη διασαφήνιση των αντικειμένων της διαφοράς, στους ισχυρισμούς των μερών, στη συλλογή των προς ερμηνεία διατάξεων και προς εφαρμογή δικαιϊκών αρχών (είτε συνταγματικής, είτε νομοθετικής είτε, λόγω της επίδρασης του κοινοδικαίου στη νοτιοαφρικανική έννομη τάξη, νομολογιακής προέλευσης) και στην εξέταση των ισχυρισμών υπό το φως αυτών. Συχνά οι αποφάσεις περιλαμβάνουν εκτενείς παρεκβάσεις στην ιστορία της Νότιας Αφρικής, στη διεθνή βιβλιογραφία αλλά και σε δικαιοσυγκριτικά στοιχεία από άλλες έννομες τάξεις και ανώτατα δικαστήρια.

Η δημοσιότητα των δικών εξασφαλίζει την άμεση επαφή της κοινωνίας με τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η σύλληψη του Συνταγματικού Δικαστηρίου ως αρνητικού νομοθέτη συνεπάγεται την ανάγκη εκτενέστατης δημοσιοποίησης των δικών, συμπεριλαμβανομένης της βιντεοσκόπησης και εκτενούς δημοσιογραφικής κάλυψης αυτών, όπως θα συνέβαινε, άλλωστε, και στην περίπτωση συζήτησης ενός νομοσχεδίου. Η ανάγνωση του διατακτικού της απόφασης, σε γλώσσα όσο το δυνατόν περισσότερο κατανοητή στο κοινό, αναμεταδίδεται στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο αυτούσια, προτού ακολουθήσει ο αναμενόμενος δημοσιογραφικός σχολιασμός. Οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου αποτελούν έτσι αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής ζωής της Νότιας Αφρικής, βάση διαβούλευσης και διχογνωμιών στα σπίτια και τους χώρους εργασίας ή όπου αλλού η λεκτική αντιπαράθεση σε επίπεδο αρχών, ως κεντρικό στοιχείο της πολιτικής, καλείται να δώσει λύση στις εκάστοτε συγκρούσεις συμφερόντων.

 

[1] Βλ., για παράδειγμα, Sunstein C., Designing Democracy: What Constitutions Do, Oxford University Press, Οξφόρδη 2001, σ. 222–223.

[2] ΕΔΔΑ, αρ.προσ., 48939/99, 30.11.2004, Öneryıldız κατά Τουρκίας

[3] ΕΔΔΑ, αρ.προσ.,21980/04, 12.05.2017, Simeonovi κατά Βουλγαρίας.

[4] ΕΔΔΑ, αρ.προσ., 58170/13, 25.05.2021, Big Brother Watch and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου.

[5] Βλ., για παράδειγμα, King J., Judging Social Rights, Cambridge University Press, Cambridge 2012, σ. 6–7.

[6] Βλ. την εκτενέστατη σχετική βιβλιογραφία περί μεταπλαστικού συνταγματισμού (transformative constitutionalism), ιδίως Vilhena O et al. (eds), Transformative Constitutionalism: Comparing the Apex Courts of Brazil, India and South Africa, Pretoria University Law Press, Pretoria, 2013, Dyzenhaus, D. (1998). «Law as Justification: Etienne Mureinik’s Conception of Legal Culture», South African Journal on Human Rights, 1998 τεύχος 14, σ. 11–37, Hailbronner M., «Transformative Constitutionalism: Not Only in the Global South», American Journal of Comparative Law, 2017, τεύχος 65, σσ. 527–565.

[7] Βλ., για παράδειγμα, New Nation Movement NPC and Others v President of the Republic of South Africa and Others (CCT110/19) [2020] ZACC 11; 2020 (8) BCLR 950 (CC); 2020 (6) SA 257 (CC), όπου ο αποκλεισμός ανεξάρτητων υποψηφίων από τις εθνικές και πολιτειακές εκλογές κρίθηκε αντισυνταγματικός και τάχθηκε προθεσμία 24 μηνών για άρση της αντισυνταγματικότητας. Σε περίπτωση άκαρπης παρέλευσης της προθεσμίας το διατακτικό προέβλεπε ότι οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι θα αποκτούσαν αυτοδικαίως το δικαίωμα του εκλέγεσθαι ως ανεξάρτητοι.

[8] Certification of the Constitution of the Republic of South Africa 1996 (CCT 23/96) [1996] ZACC 26; 1996 (4) SA 744 (CC); 1996 (10) BCLR 1253.

[9] Idem., σκ. 78.

[10] Idem, σκ. 77.

[11] Idem.

[12] Βλ. ιδίως άρθρα 2.1 και 11.1.

[13] Βλ., για παράδειγμα, την παράγραφο 10 του Γενικού Σχολίου υπ’ αριθμόν 3 (1990) της Επιτροπής.

[14] Soobramoney v Minister of Health (Kwazulu-Natal) (CCT32/97) [1997] ZACC 17; 1998 (1) SA 765 (CC); 1997 (12) BCLR 1696.

[15] Ibid. σκ. 24.

[16] Idem.

[17] Idem, σκ. 25–26.

[18] Βλ., ενδεικτικά, King J., Judging Social Rights, Cambridge University Press, Cambridge 2012.

[19] Soobramoney v Minister of Health (Kwazulu-Natal) (CCT32/97) [1997] ZACC 17; 1998 (1) SA 765 (CC); 1997 (12) BCLR 1696, σκ. 31.

[20] Idem, σκ. 23, 83.

[21] Idem, σκ. 52.

[22] Idem, σκ. 57–58.

[23] Idem, σκ. 65, 92.

[24] Idem, σκ. 68.

[25] (CCT8/02) [2002] ZACC 15; 2002 (5) SA 721 (CC); 2002 (10) BCLR 1033 (CC).

[26] Idem, σκ. 54.

[27] Idem, σκ. 67–73.

[28] Khosa and Others v Minister of Social Development and Others, Mahlaule and Another v Minister of Social Development (CCT 13/03, CCT 12/03) [2004] ZACC 11; 2004 (6) SA 505 (CC); 2004 (6) BCLR 569 (CC).

[29] Mahlangu and Another v Minister of Labour and Others (CCT306/19) [2020] ZACC 24; 2021 (1) BCLR 1 (CC); [2021] 2 BLLR 123 (CC); (2021) 42 ILJ 269 (CC); 2021 (2) SA 54 (CC).

[30] Ό.π., σκ. 126–129.

[31] Βλ. Minister of Health and Others v Treatment Action Campaign and Others (No 2) (CCT8/02) [2002] ZACC 15; 2002 (5) SA 721 (CC); 2002 (10) BCLR 1033, σκ. 35.

[32] Βλ., για παράδειγμα, Young, K., «The Minimum Core of Economic and Social Rights: A Concept in Search of Content», Yale Journal of International Law, τεύχος 33, σσ. 139–140.

[33] Soobramoney v Minister of Health (Kwazulu-Natal) (CCT32/97) [1997] ZACC 17; 1998 (1) SA 765 (CC); 1997 (12) BCLR 1696, σκ. 33, Minister of Health and Others v Treatment Action Campaign and Others (No 2) (CCT8/02) [2002] ZACC 15; 2002 (5) SA 721 (CC); 2002 (10) BCLR 1033, σκ. 37–38.

[34] Βλ. Motta Ferraz, O. L., «Harming the Poor through Social Rights Litigation: Lessons from Brazil», Texas Law Review, τεύχος 89, 2011, σσ. 1643–1668.

[35] Βλ. ιδίως idem, σσ. 1658–1662.

[36] Secretary of the Judicial Commission of Inquiry into Allegations of State Capture, Corruption and Fraud in the Public Sector including Organs of State v Zuma and Others (CCT 52/21) [2021] ZACC 18; 2021 (9) BCLR 992 (CC); 2021 (5) SA 327 (CC).

[37] Βλ., για παράδειγμα, Vilhena, Transformative Constitutionalism: Comparing the Apex Courts of Brazil, India and South Africa, οπ.π.

[38] Υπάρχουν, φυσικά, δικαστικοί σχηματισμοί με ειδική ύλη, όπως, για παράδειγμα, επί εργατικών διαφορών ή θεμάτων δικαίου του ανταγωνισμού, επί των αποφάσεων των οποίων χωρεί, ωστόσο προσφυγή σε δικαστήρια ενιαίας δικαιοδοσίας.

image_pdf
+ posts

Ο Ανδρέας Σαμαρτζής είναι υποψήφιος Διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Cambridge και μέλος της οργανωτικής επιτροπής της Ομάδας συζητήσεων θεωρίας δικαίου του Cambridge (Cambridge Legal Theory Discussion Group). Η διδακτορική του διατριβή αναπτύσσει ένα κανονιστικό πλαίσιο για την αξιολόγηση ισχυρισμών δικαιοδοτικής υπεροχής του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ανωτάτων δικαστηρίων των Κρατών-Μελών. Έχει διατελέσει επισκέπτης ερευνητής στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό την επίβλεψη του Δικαστή Κωνσταντίνου Λυκούργου. Έχει ακόμα διατελέσει βοηθός δικαστή στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Νοτίου Αφρικής. Άρθρα, σχόλια νομολογίας και βιβλιοκρισίες του έχουν δημοσιευθεί σε αγγλικά νομικά περιοδικά, όπως τo European Constitutional Law Review, το Human Rights Law Review και το European Law Review. Ομιλεί αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά.

Μετάβαση στο περιεχόμενο