Ι. Εισαγωγή
Το οφθαλμοφανές παράδοξο που αντιμετωπίζει κάποιος ο οποίος προσπαθεί να ερευνήσει την αστυνομική βία στην Ελλάδα είναι πως αυτή αποτελεί ταυτόχρονα ένα τεράστιο θέμα και ένα μη-θέμα. Από τη μια πλευρά, όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια απασχολούν την επικαιρότητα περιστατικά αστυνομικής βίας, από τη διάλυση μαζικών συλλαλητηρίων με χημικά (τούτο συνέβη ακόμα και στην πάνδημη συγκέντρωση για τα Τέμπη στις 28 Φεβρουαρίου στην Αθήνα) μέχρι περιπτώσεις ανθρωποκτονιών όπως των Ρομά Νίκου Σαμπάνη (18 χρονών) και Κώστα Φραγκούλη (16 χρονών). Από την άλλη, η αστυνομική βία απουσιάζει από τον επίσημο λόγο της κυβέρνησης και της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.) και εμφανίζεται μόνον όταν δεν γίνεται να αποσιωπηθεί, παρουσιαζόμενη πάντοτε ως «μεμονωμένο περιστατικό»[1]. Το βιβλίο της Αναστασίας Τσουκαλά για τη συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα επιλύει αυτήν τη φαινομενική αντίφαση συγκροτώντας μια συνολική αφήγηση του συγκεκριμένου φαινομένου[2]. Αποτελεί, δηλαδή, μια πολυπαραγοντική ανάλυση της αστυνομικής βίας, που προσεγγίζει το συγκεκριμένο φαινόμενο όχι με όρους «σάπιου μήλου», όπως είναι η συνήθης ορολογία στο εξωτερικό, αλλά «σάπιου δέντρου». Για να το επιτύχει αυτό, η συγγραφέας (ερευνήτρια στο Université Paris Cité) βασίστηκε σε μια απαιτητική μεθοδολογία: έχει πάρει συνεντεύξεις, έχει συγκεντρώσει εκθέσεις επίσημων (και μη) φορέων και δικαστικές αποφάσεις, έχει μελετήσει τον θεσμικό λόγο του αρμόδιου υπουργείου και της ηγεσίας της ΕΛΑΣ. Με αυτόν τον τρόπο, κατάφερε να ολοκληρώσει μια συστηματική έρευνα πολλών τέτοιων περιστατικών και να ξεπεράσει τα εμπόδια που θέτει η αδιαφάνεια της πειθαρχικής διαδικασίας (και όχι μόνο). Το άρθρο που ακολουθεί, παρουσιάζει ορισμένες βασικές πτυχές της αστυνομικής βίας με βάση το βιβλίο και σε διάλογο με αυτό και καταλήγει σε κάποιες σκέψεις αναφορικά με την αντιμετώπισή του.
ΙΙ. Το γενικό πλαίσιο του ζητήματος της αστυνομικής βίας
Βασική αφετηρία της ανάλυσης της Τσουκαλά αποτελεί η φύση της αστυνομικής εξουσίας, που είναι σύμφυτη με την κρατική, και το γεγονός ότι ως τέτοια είναι πρωτογενώς ανέλεγκτη καθώς ο όποιος έλεγχος γίνεται εκ των υστέρων. Από τη σημασία της ως εξουσίας προκύπτει και το γεγονός ότι η διαχείρισή της από την κυβέρνηση και τα δικαστήρια συνδέεται με πολλές πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές μεταβλητές. Όπως επισημαίνει η συγγραφέας, βασικό τόπο εκδήλωσης της αστυνομικής βίας αποτελεί η αστυνόμευση διαδηλώσεων, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο του συναφούς ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα και θεωρείται ότι αντικατοπτρίζει τις σχέσεις μεταξύ κράτους και κοινωνίας σε έναν δεδομένο χώρο και χρόνο[3]. Πραγματικά, η τοποθέτηση του συγκεκριμένου φαινομένου στο ιστορικό του συγκείμενο φανερώνει τη διαφορά ανάμεσα στην αντιμετώπιση των συγκεντρώσεων του 19ου αιώνα από τα κράτη σχεδόν ως συνώνυμων της εξέγερσης[4], και στη μεταγενέστερη κατοχύρωσή τους στα Συντάγματα ως θεμελιωδών ελευθεριών. Η εν λόγω κατοχύρωση απέχει πολλές φορές από τη διασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος στην πράξη. Τούτη η παρατήρηση δεν αφορά μόνο τις ανώμαλες περιόδους (εξάλλου η αναστολή του δικαιώματος της συνάθροισης εντάσσεται στα πρώτα μέτρα κάθε δικτατορίας), αλλά έχει γενικότερη σημασία. Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι η κατοχύρωση των συναθροίσεων δεν αποτελεί συνθήκη ικανή να εμποδίσει την προσφυγή στην αστυνομική βία, ακόμα και πέρα από τα όρια του Συντάγματος ή της κοινής νομοθεσίας, εάν οι κρατούντες το επιλέξουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η παρατήρηση της Τσουκαλά ότι στα τέλη του 20ου αιώνα είχε υπάρξει στις δυτικές χώρες μια στροφή σε μοντέλα άσκησης της αστυνομικής εξουσίας που έδιναν έμφαση στη διαπραγμάτευση και την αυτοσυγκράτηση, ενώ τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια επιστροφή στα συγκρουσιακά μοντέλα[5]. Αυτή η εξέλιξη όντως είναι ορατή σε διεθνή κλίμακα και υπάρχουν πολλές ερμηνείες της. Βασικός λόγος αυτής της στροφής φαίνεται πως είναι το περιβάλλον που δημιούργησε η έκρηξη της οικονομικής κρίσης και τα κρισιακά φαινόμενα που την ακολούθησαν[6]. Σε ένα παγκόσμιο τοπίο που περιγράφεται πλέον με όρους όπως multicrisis και permacrisis, ο έλεγχος της αστυνομικής βίας συρρικνώνεται ακριβώς επειδή η χρήση της αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των κρατούντων. Με άλλες λέξεις, όσο ο ρόλος της καταστολής γίνεται ολοένα και πιο αναγκαίος για την αντιμετώπιση των κοινωνικών αντιδράσεων απέναντι στις επιπτώσεις των πολλαπλών κρίσεων, τόσο ο περιορισμός και η οριοθέτησή της φαντάζουν πολυτέλεια για τις κυβερνήσεις.
Η Ελλάδα αποτελεί μέρος αυτής της διεθνούς τάσης, έχει όμως μια ιδιαίτερη θέση. Η Τσουκαλά μας υπενθυμίζει ότι η γενική αρχή πως «καλή αστυνόμευση είναι η διαχείριση της αταξίας χωρίς εξαναγκασμό» δεν αποτέλεσε ποτέ αστυνομική στρατηγική στη χώρα μας[7]. Τούτο δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι δεν υπήρχαν διακυμάνσεις στον τρόπο αστυνόμευσης των μαζικών κινητοποιήσεων ανά περιόδους και ανάλογα με το ιδεολογικοπολιτικό πρόσημο της εκάστοτε κυβέρνησης[8]. Ακόμα και σε περιόδους μειωμένης αστυνομικής βίας, πάντως, πρακτικές όπως η διαπραγμάτευση της Αστυνομίας με τους διαδηλωτές δεν έχουν εφαρμοστεί στην Ελλάδα. Σε αυτήν την κατάσταση παίζει σίγουρα ρόλο και η πολιτική ιστορία της χώρας, ιδίως από τον μεσοπόλεμο ως τη μεταπολίτευση, στην οποία θα πρέπει να προσθέσουμε και τη μηδαμινή αποχουντοποίηση στην Αστυνομία μετά την κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών[9].
ΙΙΙ. Η αστυνομική βία απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες
Α. Η αστυνομική βία απέναντι σε ομάδες που χαίρουν συνταγματικής προστασίας ή ειδικής δωσιδικίας
Μια ιδιαίτερη κατηγορία θυμάτων αστυνομικής βίας αποτελούν ομάδες που «χαίρουν συνταγματικής προστασίας ή ειδικής δωσιδικίας», όπως οι βουλευτές, οι δημοσιογράφοι και οι δικηγόροι. Σε αυτές τις περιπτώσεις, βεβαίως, η αστυνομική βία δεν πλήττει τους συνεργάτες ή τους υμνητές της ΕΛ.ΑΣ. που υπάρχουν σε αυτούς τους χώρους. Έτσι, στην περίπτωση των βουλευτών, βασικό μοτίβο αποτελούν οι απαξιωτικές συμπεριφορές προς αριστερούς βουλευτές σε αντίθεση με την ανεκτική αντιμετώπιση των ακροδεξιών, ακόμα και των νεοναζί της Χρυσής Αυγής όσο αυτή διέθετε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση (2012-2019).
Ως προς τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ, η ατιμωρησία των περιστατικών βίας αποτελεί επίσης τον κανόνα. Η Τσουκαλά θεωρεί λανθασμένη την ερμηνεία πως η αστυνομική βία κατά δημοσιογράφων γίνεται με σκοπό την αποφυγή λογοδοσίας εκ μέρους των αστυνομικών, επειδή η απειλή επιβολής πειθαρχικών ποινών είναι αμελητέα με βάση τα στοιχεία που παραθέτει[10]. Η άποψή της στο σημείο αυτό δεν φαίνεται πολύ πειστική αφού, παρότι όντως η ατιμωρησία είναι ο κανόνας για αυτά τα περιστατικά, η αίσθηση των αστυνομικών είναι ότι οι δημοσιογράφοι και οι φωτορεπόρτερ «τους κυνηγάνε» και δεν τους αφήνουν «να κάνουν τη δουλειά τους». Δεν είναι τυχαίο ότι η πρόταση να απαγορευθεί η βιντεοσκόπηση των αστυνομικών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους επαναφέρεται διαρκώς στον δημόσιο λόγο και αποτελεί πάγιο αίτημα των εκπροσώπων τους. Σε κάθε περίπτωση, η έρευνα της Τσουκαλά δείχνει ότι η όποια διερεύνηση συμβάντων αστυνομικής βίας σε βάρος δημοσιογράφων ή φωτορεπόρτερ γίνεται όταν οι καταγγέλλοντες εργάζονται σε μεγάλα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα περιστατικά έχουν ευρεία δημοσιογραφική κάλυψη ή θίγουν τη διεθνή εικόνα της χώρας[11].
Αντίστοιχη μεταχείριση υπάρχει βεβαίως και απέναντι στους δικηγόρους, με κίνητρο την αυτοπροστασία των αστυνομικών και την εχθρότητα εναντίον δικηγόρων που αμφισβητούν την παντοδυναμία τους. Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας που παίζει ρόλο στη διαφορετική αντιμετώπιση ομοειδών περιπτώσεων είναι η ιδεολογικοπολιτική διαφοροποίηση. Όπως οι βουλευτές που δέχθηκαν αστυνομική βία ανήκαν στο ΚΚΕ, το ΜΕΡΑ25 και τον ΣΥΡΙΖΑ, αντίστοιχα και οι δικηγόροι που αποτέλεσαν κατά καιρούς θύματα αστυνομικής βίας ήταν κατά βάση υπερασπιστές των δικαιωμάτων συλλογικής δράσης και των δημοκρατικών ελευθεριών και όχι οι συνήθεις μεγαλοδικηγόροι που συναγελάζονται κατά καιρούς με τους συνδικαλιστές αστυνομικούς στα τηλεοπτικά πάνελ.
Β. Η αστυνομική βία απέναντι σε διαδηλωτές
Ξεχωριστή περίπτωση αστυνομικής βίας, στην οποία εύλογα αφιερώνονται δεκάδες πυκνές σελίδες του βιβλίου, είναι εκείνη που στρέφεται ενάντια σε διαδηλωτές. Η Τσουκαλά υπογραμμίζει εξαρχής πως «εάν θεωρήσουμε ότι η αστυνόμευση διαδηλώσεων συνοψίζει την ένταση μεταξύ της αστυνομίας ως ενσάρκωσης του κρατικού μονοπωλίου της νόμιμης βίας και της προστασίας των ατομικών ελευθεριών, η συχνότητα της αστυνομικής βίας είναι ένας αέναα μεταβαλλόμενος δείκτης της ευρωστίας του δημοκρατικού καθεστώτος»[12]. Η εν λόγω σκέψη έχει ιδιαίτερη σημασία διότι από αυτήν προκύπτει η σημασία των διαδηλώσεων ως δημοκρατικού αντιβάρου απέναντι στους εκάστοτε κυβερνώντες. Όπως έχει τονίσει ο Γερμανός συνταγματολόγος Ernst-Wolfgang Böckenförde, ο λαός αποτελεί διαρκώς ζώσα δύναμη στη ζωή της συντεταγμένης πολιτείας «δια της άσκησης της ελευθερίας έκφρασης γνώμης, του Τύπου και της συνάθροισης»[13].
Εάν εξετάσουμε το ζήτημα των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων υπό αυτήν τη σκοπιά, ο περιορισμός τους με τον ν. 4703/2020[14] και η παράνομη ακόμα και με βάση αυτό το πλαίσιο πρακτική της αστυνόμευσής τους δεν συνιστά απλώς τον περιορισμό ενός δικαιώματος. Η αστυνομική βία απέναντι στις διαδηλώσεις αποτελεί το αντίβαρο του αντιβάρου, την αποτύπωση της δυσανεξίας της εξουσίας απέναντι στον λαό που εκφράζεται ελεύθερα παρότι ορκίζεται στο όνομα του[15]. Αυτή η δυσανεξία οφείλεται στο γεγονός ότι η ελευθερία των συγκεντρώσεων και των διαδηλώσεων σηματοδοτεί τη συμμετοχή των ανθρώπων στην πολιτική ζωή της χώρας στην οποία διαμένουν, με τρόπο που δεν περιορίζεται στην άσκηση του δικαιώματος ψήφου στις εκάστοτε εκλογές[16].
Σε αυτό το πλαίσιο, το γεγονός ότι η Αστυνομία διαλύει ή περιορίζει συναθροίσεις κατά το δοκούν, υιοθετεί επικίνδυνες πρακτικές αστυνόμευσης, κάνει αλόγιστη χρήση χημικών, περικλείει ειρηνικές συγκεντρώσεις και συχνά λειτουργεί ανεξέλεγκτα και πέρα ακόμα και από το ευνοϊκό για τη δράση της ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο. Με τα λόγια του βρετανού καθηγητή Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Ian Loader που παραθέτει η συγγραφέας, «η αστυνόμευση μεταφέρει εξουσιαστικά μηνύματα σε άτομα και ομάδες για το ποιοι είναι, εάν μπορούν να ακουστούν οι φωνές τους και να αναγνωριστούν τα αιτήματά τους, και πού και με ποιον τρόπο ανήκουν»[17]. Τα μηνύματα της εξουσίας στην Ελλάδα δεν φαίνεται να είναι πολύ ενθαρρυντικά για την αναγνώριση των αιτημάτων όσων ομάδων αμφισβητούν, άμεσα ή έμμεσα, την κυρίαρχη πολιτική. Εξάλλου, οι πολιτικές πεποιθήσεις και τα ιδεολογικά στερεότυπα για τους αναρχικούς και τους αριστερούς εξακολουθούν να παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην αντιμετώπιση των διαδηλωτών, παρά τη διαφορά ανάμεσα στο μετεμφυλιακό «κράτος των εθνικοφρόνων» και τη μεταπολιτευτική Γ΄ Δημοκρατία[18]. Αυτές οι ιδεολογικοπολιτικές προτιμήσεις των αστυνομικών εκδηλώνονται συχνά ακόμα και κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως στην περίπτωση της συγκέντρωσης έξω από το Εφετείο Αθηνών στις 7 Οκτωβρίου 2020 την ημέρα έκδοσης της απόφασης για τη Χρυσή Αυγή. Όπως σημειώνει, δηκτικά αλλά δίκαια, η Τσουκαλά, οι αστυνομικοί έσπευσαν να διαλύσουν το ειρηνικό πλήθος που πανηγύριζε μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης σε βάρος της ηγεσίας και των μελών της εν λόγω ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης, δρώντας «ως να υπήρχε μια ώσμωση μεταξύ αυτών και της καταδικασμένης ηγεσίας της Χρυσής Αυγής που καθιστούσε αφόρητο το θέαμα της αυθόρμητης λαϊκής χαράς»[19].
Γ. Η αστυνομική βία στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής
Η αστυνομική βία δεν περιορίζεται στις παραπάνω κατηγορίες. Συχνά αφορά και τον «μέσο πολίτη», ο οποίος θα έχει την ατυχία να βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα. Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις του Εθνικού ΜΗχανισμού ΔΙερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας (ΕΜΗΔΙΠΑ)[20] που επικαλείται η Τσουκαλά, σταθερή αύξηση των καταγγελιών αστυνομικής βίας παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας ενώ αισθητή μείωσή τους το 2022[21]. Αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η κυβερνητική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης στηρίχθηκε κατά βάση στην καταστολή και στην μέσω αυτής προώθησης άλλων σκοπιμοτήτων οι οποίες δεν σχετίζονταν με την προστασία της δημόσιας υγείας[22] . Η συγκεκριμένη επιλογή των κυβερνώντων είχε ως αποτέλεσμα η συμπεριφορά των αστυνομικών απέναντι στους συνήθεις υπόπτους να επεκταθεί εκείνη την περίοδο σε όλους τους πολίτες, όπως φάνηκε στο γνωστό περιστατικό της Νέας Σμύρνης το 2021. Αντίστοιχη ήταν και η υπόθεση του ξυλοδαρμού και της σύλληψης του Δημήτρη Ινδαρέ που είχε προηγηθεί τον Δεκέμβριο του 2019. Αξιοσημείωτη σε αυτές τις περιπτώσεις είναι και η διαχείρισή τους εκ μέρους της ΕΛΑΣ, η οποία ακολούθησε μια επικοινωνιακή στρατηγική που διαστρέβλωνε οφθαλμοφανώς την αλήθεια. Η γελοιοποίηση των αστυνομικών ισχυρισμών στις συγκεκριμένες υποθέσεις λόγω της ύπαρξης βιντεοληπτικού υλικού, δεν αναιρεί (αντιθέτως: αναδεικνύει) το γεγονός ότι η εσκεμμένη σύγχυση των ορίων ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα εξακολουθεί να αποτελεί πάγια πρακτική της Αστυνομίας.
Επιπλέον, το βιβλίο αναδεικνύει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει η άσκηση αστυνομικής βίας απέναντι στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως οι Ρομά και οι αλλοδαποί[23]. Αυτές οι ομάδες, πέρα από το ότι στοχοποιούνται συλλήβδην για την εγκληματικότητα, δυσκολεύονται να καταγγείλουν τη βία που ασκείται συχνά σε βάρος τους λόγω του φόβου και της ανασφάλειας που βιώνουν. Ο ανατριχιαστικός βαθμός απαξίωσης και υποτίμησης της ζωής των ανθρώπων που ανήκουν στις συγκεκριμένες ομάδες αναδεικνύεται σε αυτό που η Τσουκαλά ονομάζει «αποκαθήλωση της ιερότητας της ανηλικότητας»[24]. Η αποκαθήλωση, εν προκειμένω, συνίσταται στο γεγονός ότι η βία απέναντι σε ανήλικους μετανάστες και Ρομά δεν συναντά ηθικούς φραγμούς εκ μέρους των δραστών αστυνομικών, καθώς τα θύματα θεωρούνται γεννημένοι εγκληματίες. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι περίεργο ότι σπανίως η αστυνομική βία κατά τέτοιων ομάδων καταλήγει σε πειθαρχικό έλεγχο. Η θεσμική σιωπή αποτελεί μια πολύ ισχυρή μορφή επικοινωνίας που δείχνει πολλά για το πώς ιεραρχούν τα εκάστοτε περιστατικά οι φορείς εξουσίας. Εξάλλου, η άνιση μεταχείριση των Ρομά από το ελληνικό κράτος δεν περιορίζεται στην αντιμετώπιση των περιστατικών αστυνομικής βίας σε βάρος τους. Εμφανίζεται επίσης στην εκπαίδευση (π.χ. με τον διαχωρισμό των σχολείων στον Ασπρόπυργο της Ελευσίνας)[25] και στη δικαιοσύνη (όπου εάν ο θύτης είναι αστυνομικός και το θύμα είναι Ρομά η δικαστική εξουσία ακολουθεί τις πιο φιλελεύθερες προσλήψεις του θεσμού της προσωρινής κράτησης, αλλά εάν οι ρόλοι είναι αντίστροφοι η επιείκεια δίνει τη θέση της στον παραδειγματισμό)[26].
ΙV. Ο πειθαρχικός και δικαστικός έλεγχος της αστυνομικής βίας
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο για τον μη υποψιασμένο αναγνώστη του βιβλίου είναι ότι ο έλεγχος των αστυνομικών για τα περιστατικά βίας είναι ελάχιστος και η ποιότητα των πειθαρχικών ερευνών παραμένει σταθερά χαμηλή. Σύμφωνα με (κάποια από) τα στοιχεία που παραθέτει η Τσουκαλά, σε ποσοστό 49,2% των περιστατικών δεν διατάχθηκε καν πειθαρχική έρευνα από την ΕΛΑΣ παρότι αφορούσαν ακόμα και περιπτώσεις σοβαρού τραυματισμού ιδιωτών, το 41% των ερευνών αναπέμφθηκαν από τον υποστελεχωμένο ΕΜΗΔΙΠΑ (δηλαδή τον Συνήγορο του Πολίτη) διότι δεν τηρήθηκαν στοιχειώδεις κανόνες διερεύνησης, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η καθυστέρηση διερεύνησης έφτασε στα τρία ή τέσσερα χρόνια[27]. Πενιχρά είναι τα αποτελέσματα και σε όσες περιπτώσεις η αστυνομική βία έφτασε πέρασε το κατώφλι των δικαστηρίων. Ένα στοιχείο από το βιβλίο αρκεί: δεν υπάρχει ως σήμερα καμία αμετάκλητη καταδίκη αστυνομικών για χρήση βίας κατά διαδηλωτών!
Λίγο διαφορετικό είναι το αποτέλεσμα στα διοικητικά δικαστήρια όπου σε κάποιες υποθέσεις έχουν επιδικαστεί αποζημιώσεις σε θύματα αστυνομικής βίας με βάση το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ που προβλέπει την αστική ευθύνη του Δημοσίου. Ωστόσο, όπως παρατηρεί η συγγραφέας, για τα θύματα «η ανακούφιση που απορρέει από την αναγνώριση της ευθύνης του Δημοσίου συνυπάρχει με ανείπωτη οργή για την εφεξής επιβεβαιωμένη απουσία της ποινικής δικαιοσύνης»[28]. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σαφές ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων δεν είναι ασήμαντη αλλά πρόκειται για υλική μόνο επανόρθωση που δεν καλύπτει το σύνολο της βλάβης. Επιπλέον, η επιδίκαση αποζημίωσης στα εκάστοτε θύματα δεν επιφέρει άμεσες συνέπειες στον δράστη αφού εκείνος παραμένει ανώνυμος και, σε κάθε περίπτωση, δεν καλείται να την καταβάλει ο ίδιος αλλά το κράτος.
Last but not least, στην αξιολόγηση της αντιμετώπισης της αστυνομικής βίας πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι πριν από οποιαδήποτε δικαστική ή πειθαρχική διερεύνηση κάποιου περιστατικού, έχουν προηγηθεί άφθονες πρακτικές αποφυγής λογοδοσίας. Ίσως η πιο οφθαλμοφανής από αυτές είναι ότι οι αστυνομικοί αποφεύγουν να φέρουν τα προβλεπόμενα διακριτικά τους, κατά παράβαση του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου και ρητών δεσμεύσεων της ίδιας της ΕΛΑΣ[29]. Δεν είναι όμως η μόνη πρακτική που εφαρμόζεται με σκοπό την αποφυγή λογοδοσίας σε περιπτώσεις αστυνομικής βίας. Ευρέως διαδεδομένες πρακτικές συνιστούν, επίσης, η ποινικοποίηση όσων καταγγέλλουν αστυνομική βία και η καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων. Αυτές οι πρακτικές ενισχύονται από μια ορισμένη πολιτική ρητορική η οποία αρνείται ακόμα και να αναγνωρίσει την ύπαρξη του προβλήματος[30]. Με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται μια αίσθηση ατιμωρησίας και αυτό που η συγγραφέας ονομάζει επανειλημμένα «φαντασιακή παντοδυναμία και κυριαρχία» των αστυνομικών, η οποία με τη σειρά της τροφοδοτείται από ιδεολογικά και πολιτικά κίνητρα.
V. Συμπερασματικές εκτιμήσεις
Μια βασική ανάγκη που υπογραμμίζει επανειλημμένα η συγγραφέας είναι να μην υποκύψουμε στη μοιρολατρία. Η δράση συλλογικών φορέων, όπως η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου[31], έχει ιδιαίτερη σημασία ώστε να αναδεικνύονται τα περιστατικά αστυνομικής βίας και οι αιτίες τους. Οι πρωτοβουλίες αυτών των φορέων, που θέτουν την εξουσία ενώπιον των ευθυνών και των διακηρύξεών της, συμβάλλουν στην υπεράσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όλων μας. Η σημασία της πρόκλησης ακόμα και μιας Προκαταρκτικής ή μιας Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (ΠΔΕ ή ΕΔΕ αντίστοιχα) σε βάρος αστυνομικών οργάνων που έχουν ασκήσει παράνομη βία δεν πρέπει να υποτιμάται. Χρειάζεται όμως να υπάρχει και επίγνωση των εξωγενών ορίων αυτών των ενεργειών, αφού συνήθως τα περιστατικά συγκαλύπτονται. Έτσι, στον βαθμό που αυτή η κατάσταση οφείλεται σε ένα κακώς νοούμενο esprit de corps, η συγγραφέας προτείνει ο έλεγχος των αστυνομικών οργάνων να είναι αποκλειστικά εξωτερικός. Ωστόσο, αυτή η διεκδίκηση, όπως και άλλες (π.χ. η εφαρμογή της υποχρέωσης των αστυνομικών να φέρουν διακριτικά στις στολές τους) πρέπει να συνδυαστεί με την ανάδειξη των βαθύτερων αιτίων της αστυνομικής βίας που σχετίζονται με τη συστημική φύση της και με τον ρόλο της στα σύγχρονα κράτη. Από την άλλη πλευρά, εξίσου κρίσιμο είναι να μην υποκύψει η κοινωνία στο chilling effect, στην αδρανοποίηση θεμελιωδών ελευθεριών εξαιτίας των κινδύνων που εγκυμονεί η άσκησή τους. Η καλύτερη υπεράσπιση των δικαιωμάτων είναι η άσκησή τους, ακόμα και αν αυτή είναι ριψοκίνδυνη ή στοχοποιημένη από φορείς εξουσίας. Άλλωστε, η εχθρότητα της εξουσίας απέναντι στα δικαιώματα συλλογικής δράσης, όπως οι διαδηλώσεις, αποδεικνύει εκ του αντιθέτου την αποτελεσματικότητά τους. Επομένως, η αναγκαία απάντηση στην αστυνομική βία πρέπει να συνδυάζει τη θεσμική επαγρύπνηση με τη ριζοσπαστική-δημοκρατική εξωθεσμική δράση των κινημάτων. Το βιβλίο της Τσουκαλά είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για όλους όσοι μοιράζονται σχετικούς προβληματισμούς και δικαιολογημένα δυσπιστούν απέναντι στο υπάρχον κοινωνικό και πολιτικό status quo.
[1] Βλ. ενδεικτικά την από 13.3.2021 ανακοίνωση του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «42 αλήθειες για την Αστυνομική αυθαιρεσία και την υπέρμετρη βία», στο https://www.minocp.gov.gr/2021/03/12/12-03-2021-42-alitheies-gia-tin-astynomiki-afthairesia-kai-ypermetri-via/ (πρόσβαση: 3.7.2025).
[2] Βλ. Τσουκαλά Αν., Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα, β΄ εκδ., Τόπος, Αθήνα 2025 [2024]. Το παρόν άρθρο βασίζεται στην παρουσίαση του βιβλίου από τον συντάκτη του άρθρου, που πραγματοποιήθηκε στη Διεθνή Έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης, στις 10 Μαΐου 2025.
[3] Ibid, σ. 19.
[4] Ενδεικτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Gustave Le Bon στηλίτευε τις πολιτικές συναθροίσεις των λαϊκών τάξεων ως βέβηλες και ταραχώδεις· βλ. Σερντεδάκι Ν., Κοινωνιολογία της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων, Gutenberg, Αθήνα 2023, σ. 101-102 και γενικότερα σ. 83-107.
[5] Βλ. Τσουκαλά, Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα, ό.π., σ. 21-22.
[6] Όπως επισήμανε ο Tooze Α., Crashed: How a decade of financial crisis changed the world, Penguin, London 2018, σ. 19-20, «η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση του 2007-2012 μετατράπηκε μεταξύ του 2013 και του 2017 σε μια ευρεία πολιτική και γεωπολιτική κρίση της μεταψυχροπολεμικής τάξης». Η κλιμάκωση αυτών των κρίσεων σε πολλά επίπεδα φαίνεται ότι έχει οδηγήσει, εκτός των άλλων, στη διαχείριση μέσω της αστυνομικής καταστολής.
[7] Βλ. Τσουκαλά, Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα, ό.π., σ. 30.
[8] Χαρακτηριστική είναι η εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Για εκείνη την περίοδο, βλ. Γιαννόπουλος Ν., «Μικροί περίπατοι στους πρόποδες του “βαθέος κράτους”: Η κρατική καταστολή την περίοδο 2015-2019» στο Λάσκος Χ., Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος Δ. (επιμ.), Ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Η Αριστερά;, Τόπος, Αθήνα 2020, σ. 311-315, κατά τον οποίο τα περιστατικά ωμής αστυνομικής βίας μειώθηκαν την τετραετία 2015-2019, χωρίς όμως να καταπολεμηθούν διόλου οι συστημικές αιτίες εμφάνισής τους με αποτέλεσμα να διογκωθούν γρήγορα την επόμενη περίοδο.
[9] Βλ. Χριστόπουλος Δ., «Η Ελληνική Αστυνομία» στο Χριστόπουλος Δ. (επιμ.), Το “βαθύ κράτος” στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά. Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία, Νήσος, Αθήνα 2014, σ. 83-150, ιδίως σ. 111-116.
[10] Βλ. Τσουκαλά, Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα, ό.π., σ. 87 και γενικότερα για τις συγκεκριμένες ομάδες σ. 59-113.
[11] Ibid, σ. 90-94.
[12] Ibid, σ. 116 και γενικότερα για την αστυνόμευση διαδηλώσεων και συγκεντρώσεων σ. 115-194.
[13] Αναφέρεται στην εισαγωγή της Βασιλικής Χρήστου σε Böckenförde E.-W., Συμβολές στη θεωρία για το κράτος και την αυτονομία, εισ-μτφρ. Χρήστου Β., Παπαζήση – Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού δικαίου/Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Αθήνα 2011, σ. 27.
[14] Ο ν. 4703/2020 δομείται με επίκεντρο την πρόβλεψη για την υποχρέωση γνωστοποίησης των συναθροίσεων στην Αστυνομία, αφήνοντας το περιθώριο μια συνάθροιση να είναι ειρηνική και άοπλη και να μην έχει απαγορευθεί για κάποιον από τους συνταγματικά προβλεπόμενους λόγους, αλλά να διαλυθεί επειδή δεν έχει γνωστοποιηθεί. Επίσης, προβλέπει ότι ο οργανωτής δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης ευθύνεται για την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας τους από συμμετέχοντες σε αυτήν, δηλαδή καθίσταται υπόλογος ακόμα και για πράξεις τρίτων που δεν έχουν καμία αιτιώδη συνάφεια με πράξεις ή παραλείψεις του ίδιου και επιπλέον αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει ένα ρόλο που ανήκει στον σκληρό πυρήνα του κράτους. Βλ. αναλυτικά Κουρουνδής Χ., «Το νέο δίκαιο των συναθροίσεων και το Σύνταγμα», ΕφημΔΔ 2/2021, σ. 281-300.
[15] Βλ. Butler J., «“Εμείς, ο λαός”: Σκέψεις για την ελευθερία της συνάθροισης», στο Badiou A., Bourdieu P., Butler J., Didi-Huberman G., Khiari S., Rancière J., Τι είναι λαός;, μτφρ Καράμπελας Γ., Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2014, σ. 51-52, «[μ]ολονότι οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν τη λαϊκή κυριαρχία (ή, πιο συγκεκριμένα, τη “λαϊκή βούληση”) επειδή έχουν εκλεγεί από μια πλειοψηφία του πληθυσμού, δεν έπεται ότι η λαϊκή κυριαρχία εξαντλείται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην εκλογική διαδικασία ή ότι οι εκλογές μεταβιβάζουν πλήρως την κυριαρχία από τον λαό στους εκλεγμένους αντιπροσώπους του. Ο λαός παραμένει διακριτός από εκείνους που εξέλεξε και μπορεί να αμφισβητεί τις συνθήκες και τα αποτελέσματα των εκλογών, όπως και τις πράξεις των εκλεγμένων αξιωματούχων. Έτσι, η “λαϊκή κυριαρχία” ασφαλώς μεταφράζεται σε εκλεγμένη εξουσία σε μια ψηφοφορία, δεν πρόκειται όμως ποτέ για πλήρη μετάφραση. Παραμένει κάτι αμετάφραστο στη λαϊκή κυριαρχία, καθώς σίγουρα μπορεί να ανατρέπει καθεστώτα όπως και να τα εκλέγει. Όσο κι αν νομιμοποιεί η λαϊκή κυριαρχία τις κοινοβουλευτικές μορφές εξουσίας, διατηρεί επίσης την εξουσία να απονομιμοποιεί τις ίδιες αυτές μορφές».
[16] Βλ. Κουρουνδής Χ., Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές, προλ. Μαντζούφας Π., Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024, σ. 285-290.
[17] Βλ. Τσουκαλά, Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα, ό.π., σ. 167.
[18] Για αυτή τη μετάβαση και τις θεσμικές, κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις της βλ. Κουρουνδής Χ., Το Σύνταγμα και η Αριστερά. Από τη «βαθεία τομή» του 1963 στο Σύνταγμα του 1975, Νήσος, Αθήνα 2018.
[19] Βλ. Τσουκαλά, Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα, ό.π., σ. 168.
[20] Ο Συνήγορος του Πολίτη έχει οριστεί ως Εθνικός ΜΗχανισμός ΔΙερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας (ΕΜΗΔΙΠΑ) στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των Καταστημάτων Κράτησης (σωφρονιστικούς υπαλλήλους) με τον ν. 4443/2016.
[21] Βλ. Τσουκαλά, Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα, ό.π., σ. 195 και γενικότερα για την καθημερινή αστυνόμευση σ. 195-229.
[22] Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη σε συνέντευξή του στις 27 Νοεμβρίου 2020 δήλωσε σε ερώτηση που αφορούσε τη μη χρήση μάσκας από αστυνομικούς ότι «Δεν μεταδίδεται έξω, στην ατμόσφαιρα, ο ιός. Ο ιός μεταδίδεται σε κλειστούς χώρους». Διέψευσε έτσι κάθε ισχυρισμό ότι η καθολική απαγόρευση των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων σε όλη τη χώρα που είχε επιβάλλει ο ίδιος προ ολίγων ημερών (στις 15-18 Νοεμβρίου 2020, πρακτικά τις ημέρες εορτασμού της εξέγερσης του Πολυτεχνείου) μέσω του Αρχηγού της ΕΛΑΣ είχε ως σκοπό την αποτροπή της μετάδοσης του ιού και την προστασία της δημόσιας υγείας· βλ. το πλήρες απομαγνητοφωνημένο κείμενο της εν λόγω συνέντευξης του υπουργού σε https://www.real.gr/politiki/arthro/xrysoxoidis_ston_realfm_97_8_syggnomi_gia_tis_syllipseis_gynaikon_sto_syntagma_tis_epomenes_meres_kameres_sta_mat-692285/ (πρόσβαση: 14.7.2025).
[23] Βλ. Τσουκαλά, Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα, ό.π., σ. 229-262.
[24] Ibid, σ. 258-259.
[25] Βλ. Παπανικολάου Δ., «Ρομά και σχολείο: Αναζήτηση τεκμηρίων για την περίπτωση του Ασπρόπυργου», στο https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2778680/file.pdf (πρόσβαση: 15.7.2025).
[26] Βλ. Κουρουνδής Χ., «Separate but (not) equal ή “Romani lives matter”;», στο https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/separate-but-not-equal-h-romani-lives-matter/ (πρόσβαση: 10.7.2025).
[27] Βλ. Τσουκαλά, Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα, ό.π., σ. 277-291.
[28] Ibid, σ. 318.
[29] Βλ. την 21η «αλήθεια» που παρατίθεται στην από 13.3.2021 ανακοίνωση του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «42 αλήθειες για την Αστυνομική αυθαιρεσία και την υπέρμετρη βία», στο https://www.minocp.gov.gr/2021/03/12/12-03-2021-42-alitheies-gia-tin-astynomiki-afthairesia-kai-ypermetri-via/ (πρόσβαση: 3.7.2025), όπου αναφέρεται αυτολεξεί: «21. Φορούν οι Αστυνομικοί διακριτικά στις στολές τους; Ναι, κάτι που έγινε υποχρεωτικό από τις διαταγές του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας στις 22.12.2019 και 26.10.2020. Υλοποιείται σταδιακά και ολοκληρώνεται έως Ιούνιο 2021». Η διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί έως σήμερα. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη στον δημοσιογράφο Χρήστο Αβραμίδη την άνοιξη του 2025 ότι «θα ολοκληρωθεί πλήρως το έργο»· βλ. τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά των σχετικών ενημερώσεων του κυβερνητικού εκπροσώπου στο https://jacobin.gr/diakritika-se-astynomikoys-kyvernisi-thelei-i-astynomia-tin/?print-posts=pdf (πρόσβαση: 13.7.2025).
[30] Βλ. ενδεικτικά τη δήλωση της Άννας Διαμαντοπούλου στην ΕΡΤ στις 6 Δεκεμβρίου 2022 ότι «δεν συμφωνώ με τον όρο ότι στη χώρα υπάρχει αστυνομική βία […] Δεν είναι η αστυνομική βία στην Ελλάδα κάτι για το οποίο μπορούμε να μιλούμε. Ο δεκαπεντάχρονος μαθητής Γρηγορόπουλος ήταν ένα παιδί που πετούσε πλαστικά μπουκάλια με νερό και σκοτώθηκε με μια σφαίρα στο κεφάλι» στο https://www.ertnews.gr/dimosio-vima/i-anna-diamantopoyloystin-ert-to-proeklogiko-klima-echei-valei-ston-pago-metarrythmiseis/ (πρόσβαση: 12.7.2025). Στη συγκεκριμένη δήλωση, η επιτελεστική αντίφαση της μη αναγνώρισης του ζητήματος με επίκληση ενός κραυγαλέου περιστατικού που το αποδεικνύει συμβαδίζει με τα fake news περί πλαστικών μπουκαλιών.
[31] Βλ. την έκδοση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με τίτλο «Αστυνομία, βία και δικαιώματα. Μια επισκόπηση της αστυνομικής αυθαιρεσίας στην Ελλάδα», η οποία συντάχθηκε το 2024 από τον Ιάσονα Γουσέτη, με επιστημονική επιμέλεια των Ανδρέα Τάκη και Έλενας Μάρκου· είναι διαθέσιμη στο https://www.hlhr.gr/wp-content/uploads/2024/09/PB_EL_e-book_2nd.pdf (πρόσβαση: 11.7.2025).
Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής είναι δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω και Διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει εκπονήσει μεταδιδακτορική έρευνα με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Διδάσκει από το 2018 στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Έχει γράψει τα βιβλία «Το Σύνταγμα και η Αριστερά. Από τη “βαθεία τομή” του 1963 στο Σύνταγμα του 1975» (Νήσος, 2018) και «Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές» (υπό έκδοση), άρθρα και μελέτες σε συλλογικούς τόμους κι έχει συμμετάσχει σε πολλά διεθνή και εγχώρια συνέδρια.

 
												