Στις αποφάσεις 1918-1919-1920/2025 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), με τις οποίες κρίθηκε ότι δεν απαγορεύονται από το Σύνταγμα η ίδρυση και η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, η πλειοψηφία δέχτηκε την καθολική και απροϋπόθετη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι του εθνικού Συντάγματος και προέβη σε στρέβλωση των ρητών διατάξεων των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος, παρουσιάζοντας αδόκιμα το εγχείρημα ως ερμηνεία. Από τη μία, η αναίρεση της απόλυτης απαγόρευσης της ιδιωτικοποίησης των πανεπιστημίων, την οποία οι διατάξεις αυτές θεσπίζουν με τρόπο σαφή και μονοσήμαντο, αποτελεί αδιαμφισβήτητη στρέβλωση αυτών των διατάξεων και ισοδυναμεί με αθέμιτη αναθεώρησή τους. Από την άλλη, η a priori αποδοχή της καθολικής και απροϋπόθετης υπεροχής του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών συνταγματικών διατάξεων προκύπτει, καταρχάς, από την επίκληση της πάγιας σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και από την αποσιώπηση των αντι-περιορισμών που προβλέπουν οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 28 του Συντάγματος. Εξάλλου, η ταύτιση της τελολογίας των διατάξεων των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος με τις επιδιώξεις και τις ειδικές προβλέψεις του Ν. 5094/2024, σε φερόμενη συμφωνία με τις υποτιθέμενες απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου, συνιστά όχι μόνο ανεπίτρεπτο ερμηνευτικό επικαθορισμό του Συντάγματος από έναν ιεραρχικώς κατώτερο τυπικό νόμο αλλά και έμπρακτη παραδοχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου έναντι του Συντάγματος, διότι κάθε «σύμφωνη ερμηνεία» μιας διάταξης ενέχει την αναγνώριση της υπεροχής των κανόνων δικαίου σύμφωνα με τους οποίους ερμηνεύεται η διάταξη αυτή. H δε παράλληλη χρήση του όρου «εναρμόνιση» λειτουργεί απλώς ως ευφημισμός που επιδιώκει να θολώσει την αποδοχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου «σύμφωνα» με το οποίο «ερμηνεύτηκε» τελικώς το εθνικό Σύνταγμα.

Την ίδια στιγμή, όλες οι παραπάνω παραδοχές της πλειοψηφίας στηρίζονται σε εσφαλμένη εφαρμογή της νομολογίας του ΔΕΕ, το οποίο κάνει δεκτό ότι η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει μεν τη σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία ακόμη και των εθνικών συνταγματικών διατάξεων ή, σε περίπτωση που μια τέτοια ερμηνεία είναι αδύνατη, τον παραμερισμό τους, πλην όμως δεν μπορεί να καταστεί βάση για μια contra constitutionem ερμηνεία τους. Σε κάθε περίπτωση, η πλειοψηφία παραβίασε την υποχρέωση προηγούμενης προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ. Εκτός των άλλων, η παραβίαση αυτή αφορά και την παράλειψη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με τη συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο όλων των συγκεκριμένων επιμέρους μέτρων που προβλέπει ο Ν. 5094/2024 -σε συνδυασμό με τον Ν. 5128/2024- ως προς την εγγύηση υψηλού επιπέδου σπουδών και τη διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Η δε παράλειψη αυτή συντρέχει ακόμη και αν δεν προβλήθηκε σχετικός λόγος ακύρωσης ή ο λόγος αυτός προβλήθηκε απαραδέκτως εκ συμφέροντος τρίτου (βλ. ΣτΕ Ολ. 1919/2025, σκέψη 45). Εφόσον η πλειοψηφία έκανε δεκτό ότι η εγγύηση υψηλού επιπέδου σπουδών και η διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας δικαιολογούν, σε αρμονία προς τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου, τον παραμερισμό της συνταγματικής απαγόρευσης στην Ελλάδα του ανοίγματος των πανεπιστημίων στην αγορά, το ΣτΕ όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως μήπως, εν προκειμένω, τα συγκεκριμένα επιμέρους μέτρα, με τα οποία η επίμαχη εθνική νομοθεσία επιχειρεί να εγγυηθεί το υψηλό επίπεδο σπουδών και να διασφαλίσει την ακαδημαϊκή ελευθερία, παραβιάζουν το ενωσιακό δίκαιο και, ιδίως, την ελευθερία εγκατάστασης ή τις διατάξεις περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού. Συναφώς, έπρεπε να υποβληθεί σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, εφόσον από τη νομολογία του τελευταίου δεν καθίσταται απολύτως προφανές ότι τα παραπάνω εθνικά μέτρα δεν παραβιάζουν το ενωσιακό δίκαιο (βλ. και το Editorial της 31.10.2025).

Για τούτο δε το φιάσκο της ταυτόχρονης παραβίασης τόσο του εθνικού Συντάγματος όσο και του ενωσιακού δικαίου, η πλειοψηφία δεν μπορεί να βρει άλλοθι στην επίκληση της αρχής της αναλογικότητας που είναι τάχα κοινή στην εθνική και στην ενωσιακή έννομη τάξη, όπως ατυχώς θεωρήθηκε και στην υπόθεση του «βασικού μετόχου». Και τούτο, προεχόντως διότι, πριν από την αλλοίωσή τους κατ’ επίκληση του ενωσιακού δικαίου, τα κριτήρια στάθμισης κατά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας που ισχύει στην εθνική έννομη τάξη ορίων διαφέρουν ουσιωδώς από τα κριτήρια στάθμισης που υιοθετούνται κατά την εφαρμογή της ομώνυμης αρχής που ισχύει στην ενωσιακή έννομη τάξη σκοπών (βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, ιδίως αρ. 235).

Η κατά το δοκούν αλλοίωση του νοήματος του Συντάγματος και, συνακόλουθα, η ρευστοποίηση της κανονιστικότητάς του, στις οποίες οδηγεί η αποδοχή μιας εκδοχής του ευρωπαϊκού νομικού πλουραλισμού που απλώς απωθεί τις συγκρούσεις χωρίς να τις επιλύει αρμοδίως και ειλικρινώς με βάση προβλεπόμενους διαυγείς κανόνες, είναι εξίσου επικίνδυνες για τη Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου όσο και η εκμηδένιση της επιτελεστικότητας του Συντάγματος, στην οποία κατατείνει η αξίωση πλήρους υποταγής του σε μια δήθεν αντικειμενική πραγματικότητα ή ηθική ορθολογικότητα. Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, η νεωτερική προσήλωση στο κανονιστικό περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων, το οποίο, χωρίς να εξαντλείται, οριοθετείται από το γράμμα τους που είναι το προϊόν της δημοκρατικής διαδικασίας θέσπισής τους, υποκαθίσταται από την προνεωτερική εξάρτηση από την αυθεντία του εκάστοτε κυρίαρχου ερμηνευτή τους, ο οποίος, ως άλλος «μάγος της φυλής», διεκδικεί την αυθαίρετη εξουσία να προσδιορίζει, κατά τρόπο απρόβλεπτα «δυναμικό», το νόημα των συνταγματικών διατάξεων ερήμην του αρμόδιου συντακτικού ή αναθεωρητικού νομοθέτη και το νόημα ενός χωρίς προϋποθέσεις υπερκείμενου ενωσιακού δικαίου ερήμην του αρμόδιου ΔΕΕ. Συναφώς, αν η νομολογία και η θεωρία γοητευτούν από τη στάση της πλειοψηφίας στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ. 1918-1919-1920/2025, υπάρχει κίνδυνος πολύ σύντομα, στη Χώρα μας, να μην έχουμε ούτε Σύνταγμα ούτε ενωσιακό δίκαιο.

Σχολιάζοντας την απόφαση ΣτΕ Ολ. 1918/2025, ο Ακρίτας Καϊδατζής, αφού επισημαίνει ότι, στην απόφαση αυτή, διαστρεβλώνεται το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 16 του Συντάγματος, εστιάζει την ανάλυσή του στη σημειολογία ορισμένων μεθοδολογικών επιλογών της πλειοψηφίας των μελών του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, όπως είναι η παράλειψη παρουσίασης της μεταστρεφόμενης νομολογίας του ίδιου του ΣτΕ, η αντιφατική επίκληση των αποτυχημένων προσπαθειών αναθεώρησης του άρθρου 16, η αποσιώπηση των διατάξεων της παραγράφου 6 του εν λόγω άρθρου και η συσχέτιση της συνταγματικής απαγόρευσης των ιδιωτικών πανεπιστημίων με τα δικτατορικά συντάγματα. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι στο σκεπτικό της πλειοψηφίας αποτυπώνεται ένας αντίστροφος οριτζιναλισμός, ο οποίος συνίσταται  στην ερμηνευτική υποβάθμιση –εν προκειμένω, μέχρις εξαφανίσεως– όσων διατάξεων απηχούν τον μεταπολιτευτικό συμβιβασμό έχοντας πάψει να συμβαδίζουν με την κυρίαρχη (νεοφιλελεύθερη) ιδεολογία. Αυτό δε το σαφέστατο ιδεολογικό πρόσημο του παραπάνω αντίστροφου οριτζιναλισμού επιχειρείται να συγκαλυφθεί, καθώς εμφανίζεται ως μηχανισμός εναρμόνισης του Συντάγματος με το ενωσιακό δίκαιο. Ωστόσο, το προσωπείο αυτής της εναρμόνισης ακυρώνεται από την επιλεκτική και, τελικώς, εργαλειακή επίκληση του ενωσιακού δικαίου από την πλειοψηφία, η οποία αρνείται να  υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ. Ο Καϊδατζής υπογραμμίζει ότι αυτού του είδους ο ελιτιστικός ευρωπαϊσμός είναι καταστροφικός, διότι μας αφήνει με περισσότερα διαφορετικά συντάγματα: το Σύνταγμα όπως το εννοούμε εμείς, σε αντιδιαστολή προς το Σύνταγμα όπως το εννοούν άλλοι. Από τη στιγμή που εγκαταλείπουμε το γράμμα, τις λέξεις του Συντάγματος –έσχατο όριο, αφετηρία και τέλος κάθε ερμηνείας– εγκαταλείπουμε και την ασφάλεια δικαίου.

Μετάβαση στο περιεχόμενο