Τις τελευταίες δεκαετίες, η αντίδραση του νεοφιλελευθερισμού στην προσπάθεια συμπλήρωσης του φιλελεύθερου από το κοινωνικό κράτος δικαίου συνδυάζεται με εθνικές και διεθνείς πολιτικές που συχνά υιοθετούν αυταρχικές αντιλήψεις και πρακτικές, οι οποίες αλλοιώνουν τη δημοκρατία, πολλαπλασιάζοντας τους αποκλεισμούς.
Η πολιτική συνδυασμού εσωτερικής απορρύθμισης και απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου, η οποία βρήκε το πλέον γόνιμο έδαφος στην εντυπωσιακή ανάπτυξη της παγκοσμιοποίησης, οδήγησε σε έναν πολύ επισφαλή παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, στο πλαίσιο του οποίου η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των εθνικών οικονομιών κατέστη το κύριο μέλημα όλων. Αυτή η ανταγωνιστικότητα αντικατέστησε τον ανταγωνισμό και την ανάπτυξη ως κρατικούς στόχους, οδηγώντας τις κυβερνήσεις να δώσουν προτεραιότητα όχι στους ίσους όρους ανταγωνισμού, αλλά στη δημιουργία και την ενίσχυση των ιδιωτικών μονοπωλίων, ώστε αυτά να αποδώσουν ακόμη καλύτερα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Αυτή η εκδοχή κρατικού καπιταλισμού έγινε η νέα μορφή διακυβέρνησης που κέρδισε έδαφος σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Ο δε πολλαπλασιασμός της έντασης που προκάλεσαν ο διεθνής ανταγωνισμός και οι εσωτερικές κοινωνικές αντιδράσεις στην αμοιβαία υποστήριξη εθνικών κυβερνήσεων και υπερενισχυμένων ιδιωτικών συμφερόντων, παρέσυρε αυτή τη νεοπαγή μορφή διακυβέρνησης σε πρακτικές που χαρακτηρίζονται όλο και περισσότερο από την επιτήρηση, τον εξαναγκασμό και τη βία. Οι δε πρακτικές αυτές διευρύνθηκαν και επιτάθηκαν στο πλαίσιο της πολυκρίσης των τελευταίων ετών.
Το πέρασμα από τον παραδοσιακό φιλελευθερισμό στον νεοφιλελευθερισμό και, συνακόλουθα, στον αυταρχικό φιλελευθερισμό ευνοεί, εκτός των άλλων, τον πολλαπλασιασμό των κρουσμάτων αστυνομικής βίας, η έκταση και η ένταση των οποίων εξαρτώνται και από τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Για διάφορους λόγους, στην Ελλάδα τα κρούσματα αυτά αποτελούν χρόνιο συστημικό πρόβλημα που δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά. Το πόρισμα που κατέθεσε στις 4 Μαΐου 2020 στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη η «Επιτροπή Αλιβιζάτου», η οποία συγκροτήθηκε τον Νοέμβριο του 2019 για να συμπληρώσει το έργο του Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των Καταστημάτων Κράτησης που λειτουργεί στο πλαίσιο του Συνηγόρου του Πολίτη από το 2016, κατέδειξε την αύξηση των περιστατικών αστυνομικής βίας και την ύπαρξη ποικίλων μηχανισμών φαλκίδευσης κάθε προσπάθειας απόδοσης ευθυνών. Η δε ανακοίνωση που εξέδωσε, στις 12 Μαρτίου 2021, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, επιχειρώντας να υποβαθμίσει το έργο της «Επιτροπής Αλιβιζάτου» και να διαστρεβλώσει τα συμπεράσματα του πορίσματός της, επιβεβαίωσε απλώς την ανησυχία που είχε εκφράσει ο Πρόεδρός της, στις 18 Δεκεμβρίου 2019, σε επιστολή του προς τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, αναφέροντας ότι η εν λόγω Επιτροπή δεν μπορεί να λειτουργήσει στην πράξη ως άλλοθι για απαράδεκτες συμπεριφορές. Συναφώς, λίγο πριν από την ανακοίνωση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη τον Μάρτιο του 2021, ο Καθηγητής Ν. Κ. Αλιβιζάτος είχε δηλώσει ότι η παραπάνω Επιτροπή έπαυσε να λειτουργεί μετά την έκδοση του πορίσματός της, καθώς «δεν υπήρξε κανένα ενδιαφέρον από πλευράς των αρμόδιων κρατικών αρχών να συνεχίσει το έργο της». Δεν ήταν λοιπόν αυθαίρετο το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου που καταλόγισε στη Χώρα μας, τον Φεβρουάριο του 2024, υπερβολική χρήση βίας από την αστυνομία, ανεπαρκή ποιότητα των επακόλουθων ερευνών και δικαστικών αποφάσεων, καθώς και καταγγελίες για διαφθορά, τη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών και τις πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της διείσδυσης του οργανωμένου εγκλήματος στην αστυνομία.
Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής πραγματεύεται ορισμένες βασικές πτυχές της αστυνομικής βίας με βάση και σε διάλογο με το βιβλίο της Α. Τσουκαλά «Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα» (β΄ εκδ., Τόπος, Αθήνα 2025). Καταρχάς, παρατηρεί ότι, σε ένα παγκόσμιο τοπίο που περιγράφεται πλέον με όρους όπως multicrisis και permacrisis, ο έλεγχος της αστυνομικής βίας συρρικνώνεται ακριβώς επειδή η χρήση της αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των κρατούντων. Στη δε Χώρα μας εντοπίζεται μια ιδιαίτερη έκφανση αυτής της διεθνούς τάσης, καθώς, εξαιτίας της πολιτικής μας ιστορίας και, ιδίως, της μηδαμινής αποχουντοποίησης στην Αστυνομία μετά την κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, η γενική αρχή πως «καλή αστυνόμευση είναι η διαχείριση της αταξίας χωρίς εξαναγκασμό» δεν αποτέλεσε ποτέ αστυνομική στρατηγική. Στη συνέχεια, ο Κουρουνδής αναλύει ιδιαίτερες ομάδες θυμάτων αστυνομικής βίας που «χαίρουν συνταγματικής προστασίας ή ειδικής δωσιδικίας», όπως οι βουλευτές, οι δημοσιογράφοι και οι δικηγόροι, επισημαίνει ότι η ιδεολογικά φορτισμένη αστυνομική βία απέναντι στις διαδηλώσεις αποτυπώνει τη δυσανεξία της εξουσίας απέναντι στον λαό που εκφράζεται ελεύθερα, υπογραμμίζει την αστυνομική βία απέναντι τόσο στον «μέσο πολίτη» που έχει την ατυχία να βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα όσο στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως οι Ρομά και οι αλλοδαποί, και τονίζει ότι ο έλεγχος των αστυνομικών για τα περιστατικά βίας είναι ελάχιστος και πως η ποιότητα των πειθαρχικών ερευνών παραμένει σταθερά χαμηλή. Καταλήγοντας σε ορισμένες σκέψεις αναφορικά με την αντιμετώπιση του φαινομένου της αστυνομικής βίας, ο Κουρουνδής προβάλλει ως πλέον κρίσιμες παραμέτρους, αφενός, τη δράση συλλογικών φορέων, όπως η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που αναδεικνύουν τα περιστατικά αστυνομικής βίας και τις αιτίες τους και, αφετέρου, την αντίσταση της κοινωνίας στην αδρανοποίηση θεμελιωδών ελευθεριών εξαιτίας των κινδύνων που εγκυμονεί η άσκησή τους.

