Η νομιμοποίηση της συνταγματικής δικαιοσύνης αποτελεί ένα διαχρονικό ζήτημα της νομικής και της πολιτικής επικαιρότητας. Το ζήτημα αυτό ανακύπτει πολύ συχνά, άλλοτε με αφορμή μια σφόδρα αμφισβητούμενη κρίση περί της (αντι)συνταγματικότητας ενός νόμου, όπως είναι αυτή που διατυπώθηκε στις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις οποίες κρίθηκαν συμβατές με το άρθρο 16 του Συντάγματος οι διατάξεις του Ν. 5094/2024 που επέτρεψαν την εγκατάσταση μη κρατικών πανεπιστημίων στη Χώρα μας, άλλοτε με αφορμή τις πολιτικές διαστάσεις του διορισμού συνταγματικών δικαστών, όπως συνέβη με την αναβολή για τον Σεπτέμβριο της προγραμματισμένης για πριν από δεκαπέντε ημέρες ψηφοφορίας στην Ομοσπονδιακή Βουλή για τον διορισμό τριών νέων δικαστών στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, μετά την εμπλοκή που προέκυψε με την άρνηση της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) να ψηφίσει υπέρ της υποψήφιας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD).

Στην Ελλάδα, ο δικαστικός έλεγχος της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων λογίζεται πρωτίστως ως μια θεμελιώδης εγγύηση τήρησης του Συντάγματος, της υπεροχής και της αυστηρότητάς του. Αυτή η εγγύηση βρίσκει έρεισμα όχι μόνο στις ρητές διατάξεις των άρθρων 93, παρ. 4, και 87, παρ. 2, του Συντάγματος, αλλά και στις αρχές της διάκρισης και της ισοδυναμίας των κρατικών εξουσιών, καθώς η υποχρέωση ελέγχου της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί τη σπουδαιότερη εκδήλωση της ανεξαρτησίας της δικαστικής απέναντι στη νομοθετική εξουσία.

Σε αντίθεση, βέβαια, με άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, στη Χώρα μας δεν υπήρξε ποτέ μια παράδοση μυθοποίησης του νόμου, ως έκφρασης της γενικής βούλησης. Ωστόσο, ο δικαστικός έλεγχος της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων βρίσκεται κι εδώ αντιμέτωπος με την «αντι-πλειοψηφική δυσχέρεια» (counter-majoritarian difficulty), δηλαδή με την αμφιβολία εάν μπορεί να δικαιολογηθεί η εξουσία μη εκλεγμένων αξιωματούχων να αποφασίζουν για την ισχύ των νόμων και για την ερμηνεία του Συντάγματος. Συναφώς, διατυπώνονται ανησυχίες ιδίως σχετικά με το δημοκρατικό έλλειμμα στον τρόπο διορισμού των δικαστών και την έλλειψη λογοδοσίας για τις αποφάσεις τους, καθώς και σχετικά με τον κίνδυνο «δικαστικοποίησης» της πολιτικής ή ακόμη και εκτροπής προς μια «κυβέρνηση των δικαστών» ή μια «κυβέρνηση μέσω των δικαστών». Όλες αυτές, όμως, οι ανησυχίες δεν καταλήγουν στην άρνηση της δημοκρατικής νομιμοποίησης του δικαστικού ελέγχου της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων. Καθώς θεωρείται ότι η δημοκρατική νομιμοποίηση δεν απορρέει αποκλειστικά και μόνον από την άμεση εκλογή από τον λαό, σε ό,τι αφορά τον δικαστικό έλεγχο των νόμων γίνεται δεκτό ότι η δημοκρατική νομιμοποίησή του απορρέει έμμεσα από την πρόβλεψή του στο Σύνταγμα, το οποίο θεσπίστηκε δημοκρατικά. Εξάλλου, ορίζοντας ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων «εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού», το ίδιο το Σύνταγμα φαίνεται να αντιλαμβάνεται κάθε αρμόδιο δικαστή ως εκπρόσωπο ενός «διαχρονικού λαού», φορέα της συντακτικής εξουσίας, που τίθεται απέναντι στον εκάστοτε «σημερινό λαό» και τους αντιπροσώπους του στη Βουλή. Αν και σε μια τέτοια αντίληψη ελλοχεύει ο κίνδυνος παράκαμψης της βούλησης του «πραγματικού λαού», δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι, στο πλαίσιο ιδίως του ισχύοντος συστήματος διάχυτου ελέγχου των νόμων, τα δικαστήρια λειτουργούν και ως φορείς δημοκρατικής διαβούλευσης που εφαρμόζουν την πολιτική ισότητα, προσφέροντας τη δυνατότητα αμφισβήτησης νομοθετικών αποφάσεων που μπορεί να εξασφαλίσει την προστασία των μειοψηφιών από αυθαίρετες αποφάσεις της πλειοψηφίας. Υπό το πρίσμα αυτό, όπως επισημαίνει εύστοχα και ο M. Kumm, κρίσιμο ζήτημα δεν είναι μόνο τι νομιμοποιεί την αντιπλειοψηφική επιβολή συνεπειών από μη εκλεγμένους δικαστές, αλλά και τι δικαιολογεί την αυθεντία μιας νομοθετικής απόφασης, όταν μπορεί να τεκμηριωθεί με επαρκή βεβαιότητα ότι η απόφαση αυτή επιβάλλει σε άτομα επιβαρύνσεις για τις οποίες δεν υπάρχει καμία εύλογη αιτιολογία.

Σε κάθε περίπτωση, οι ανησυχίες που διατυπώνονται, κατά καιρούς περισσότερο ή λιγότερο έντονα, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, σχετικά με τη νομιμοποίηση της συνταγματικής δικαιοσύνης, δεν μοιάζουν ικανές να οδηγήσουν στην αμφισβήτηση της σκοπιμότητας ύπαρξής της. Προάγουν, όμως, την οριοθέτηση του έργου των δικαστών, με γνώμονα ιδίως τον σεβασμό των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας και της διάκρισης των εξουσιών. Επιπλέον, δικαιολογούν την αυστηρή κριτική αυτού του έργου, με έμφαση τόσο στην ανεξαρτησία, την επάρκεια και την ταχύτητα του ελέγχου της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων, όσο και στην πρόθεση και την ικανότητά του να λειτουργεί, με συνέπεια και συστηματικότητα, ως αντίβαρο κάθε πολιτικής ή οικονομικής εξουσίας.

Στην εκτενή και εμπεριστατωμένη μελέτη του, ο Κώστας Στρατηλάτης πραγματεύεται απαντήσεις της διεθνούς συνταγματικής θεωρίας στα ερωτήματα που αφορούν, αφενός, τους λόγους για τους οποίους μια φιλελεύθερη δημοκρατία επιλέγει να αναθέσει τον έλεγχο (αντι)συνταγματικότητας των νόμων στα δικαστήρια και, αφετέρου, την αναζήτηση της θεσμικής διαρρύθμισης του ελέγχου που εναρμονίζεται καλύτερα με τις δημοκρατικές προκείμενες του πολιτεύματος. Καταρχάς, ο συγγραφέας αναλύει τις σκέψεις του J. Rawls για το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. ως «φάρο» (exemplar) του δημοσίου λόγου και συναφή επιχειρήματα της πρόσφατης συνταγματικής θεωρίας. Ασκεί δε μια «φιλική» κριτική σε αυτήν την προσέγγιση, επισημαίνοντας ότι τα ζητήματα νομικής τεχνικής συχνά επισκιάζουν τις ηθικοπολιτικές και κοινωνιολογικές διαστάσεις μιας συνταγματικής αντιδικίας, με αποτέλεσμα να σμικρύνεται πρακτικά η ικανότητα των δικαστικών αποφάσεων να προκαλούν ευρύτερο δημόσιο διάλογο. Στη συνέχεια, προσεγγίζει τη θεωρία του A. Ferrara, ο οποίος εκλαμβάνει τον δικαστικό έλεγχο (αντι)συνταγματικότητας ως τρόπο αντιπροσώπευσης των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του λαού και της συντακτικής εξουσίας του. Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι θεωρίες όπως αυτή του Ferrara υποθάλπουν την ιδέα ότι τα δικαστήρια συνιστούν το θεσμικό επίκεντρο της δημοκρατικής πολιτείας. Οι δε κίνδυνοι που πηγάζουν από την ιδέα αυτή μπορούν να απαλυνθούν μόνον εάν επιχειρηθεί να συγκεκριμενοποιηθεί θεσμικά η όποια δημοκρατική λειτουργία των δικαστηρίων (είτε ως παραγόντων δημοσίου διαλόγου είτε ως φορέα αντιπροσώπευσης των συμφερόντων του διαγενεακού λαού). Τέλος, παρουσιάζεται η πρόταση του Ch. Zurn για μια εναλλακτική θεσμική διαρρύθμιση του ελέγχου (αντι)συνταγματικότητας στη βάση της θεωρίας της διαβουλευτικής δημοκρατίας και εκθέτονται σκέψεις του συγγραφέα για τη δυνατή αξιοποίηση, κατά τον δικαστικό έλεγχο, διαβουλευτικών σωμάτων που απαρτίζονται από τυχαία επιλεγμένους πολίτες. Σκοπός ενός τέτοιου σώματος δεν θα ήταν να λάβει την τελική απόφαση αλλά να τονώσει τη δημόσια συζήτηση για το συνταγματικό θέμα που συζητείται, συγκεντρώνοντας επιχειρήματα, υποβάλλοντας ερωτήματα και ασκώντας ενδεχομένως κριτική στην τελική απόφαση του δικαστηρίου.

Ο Στρατηλάτης τονίζει ότι η θεωρία της διαβουλευτικής δημοκρατίας συντηρεί μετριοπαθή σκεπτικισμό (αντί ενθουσιασμού ή απορριπτικής διάθεσης) για τον δικαστικό έλεγχο (αντι)συνταγματικότητας των νόμων· ενθαρρύνει θεσμικές καινοτομίες για να αυξηθεί η δημοκρατική ευαισθησία του ελέγχου, χωρίς να τον καθυποτάσσει στις εφήμερες παρορμήσεις του «κοινού περί δικαίου αισθήματος»· μπορεί, δε, να καθοδηγήσει τους δικαστές και τους νομικούς να διευρύνουν την αντίληψή τους για τον ρόλο και τα καθήκοντά τους σε μια δημοκρατική πολιτεία. Την ίδια στιγμή, ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι η εμβάθυνση του κράτους δικαίου χρειάζεται τα κεντρίσματα της φαντασίας που οδηγεί σε καινοτομίες. Κάθε θεσμική καινοτομία, ως συνταγματική φαντασία, είναι απαραίτητη ως διόπτρα για εκείνους που ενδιαφέρονται να αρθρώσουν δικαιολογητικό λόγο εγκολπωνόμενοι την προοπτική του πολίτη που ασκεί κριτική στους παραδεδομένους θεσμούς, θέτοντας τα συνταγματικά δεδομένα σε καθεστώς διερώτησης. Θα πρέπει όμως να εγκολπωθούν και την προοπτική του πολίτη που αναζητά θεσμική σταθερότητα, η οποία διανοίγει χώρο για προόδους κάθε είδους σε άλλα πεδία.

Σας ευχόμαστε ευχάριστες καλοκαιρινές διακοπές και θα επανέλθουμε με νέες δημοσιεύσεις τον Σεπτέμβριο.

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο