Η συμπλήρωση εβδομήντα πέντε χρόνων από την υπογραφή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) βρίσκει, απ’ όλες τις απόψεις, την Ευρώπη σε βαθιά κρίση. Η αδυναμία του ατελούς καταλόγου θεμελιωδών δικαιωμάτων, που περιλαμβάνει η παραπάνω Σύμβαση, να πλαισιώσει συνταγματικά το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν καλύπτεται από τα μετέωρα βήματα της σύμπραξής της με το εξίσου ατελές σύστημα οργάνωσης εξουσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τα δύο αυτά θεσμικά εργαλεία δημιουργήθηκαν στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, έχοντας ως σκοπό, μέσω της άσκησης ενός είδους συνταγματικής επιτήρησης των κρατών μελών τους, την προστασία της Δυτικής Ευρώπης από την επέκταση προς δυσμάς της ιδεολογίας και των πολιτικών των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης. Στη συνέχεια, ιδίως μετά το 1989, τα παραπάνω θεσμικά εργαλεία συνέβαλαν στην απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου και στον νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό των εθνικών εννόμων τάξεων, αποτελώντας φορείς απεντοπισμού της κυριαρχίας από την εθνική επικράτεια σε έναν θεσμικά ασαφή ευρωπαϊκό χώρο. Λειτουργώντας, παράλληλα, η καθεμία με το δικό της τρόπο, ως όχημα εξοικείωσης των κρατών μελών της με αγγλο-αμερικανικούς θεσμούς, τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως ως προς την οικονομική και διοικητική οργάνωση, όσο και η ΕΣΔΑ στο ευρύτερο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, ως προς τον προσδιορισμό αυτού που θα μπορούσε να θεωρηθεί δημοκρατία και προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, προήγαγαν και, πάντως, διευκόλυναν σταθερά τη διατήρηση της μεταπολεμικής ηγεμονίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) στη Γηραιά Ήπειρο. Έπρεπε να συμβεί η πλήρης μεταστροφή της αμερικανικής πολιτικής με την άνοδο για δεύτερη φορά του D. Trump στην Προεδρία των ΗΠΑ για να καταστούν σε όλους φανερές οι γεωστρατηγικές αυταπάτες, οι τεράστιες οικονομικές και αμυντικές αδυναμίες και ασυμμετρίες των ευρωπαϊκών κρατών και, συνακόλουθα, οι ανεπάρκειες των υφιστάμενων ευρωπαϊκών θεσμών.
Αντί, μετά το 1989, να προσπαθήσουν να προσεταιριστούν την αποδυναμωμένη Ρωσία και να αποτρέψουν τη διολίσθησή της στον αυταρχισμό, τα ευρωπαϊκά κράτη και, ιδίως, η Γερμανία και η Γαλλία, ακολουθώντας τους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς, την άφησαν να μετατραπεί σε εχθρό τους, ενώ, παράλληλα, επέλεξαν να εξαρτηθούν ενεργειακά από αυτήν και συνέχισαν να εξαρτώνται αμυντικά από τις ΗΠΑ. Η δε πιθανή γεωστρατηγική, οικονομική και πολιτική ήττα της Ευρώπης στην Ουκρανία από την αυταρχική πλέον Ρωσία του Πούτιν δείχνει, πράγματι, ότι ο μονολιθικός αντιρωσισμός του Marquis de Custine και το δόγμα περί «ανάσχεσης» της Μόσχας δεν ήταν η κατάλληλη βάση του οράματος μιας ανεξάρτητης, ισχυρής και βιώσιμης ευρωπαϊκής ενοποίησης που θα καθόριζε τη μοίρα του κόσμου στην προοπτική εμπέδωσης μιας φιλελεύθερης και κοινωνικής δημοκρατίας. Ένα τέτοιο όραμα ίσως να μην μπορεί να υλοποιηθεί δίχως την αντίληψη μιας Ευρώπης που θα εκτείνεται από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια Όρη, όπως διακήρυττε και ο Στρατηγός de Gaulle. Από τη στιγμή, πάντως, που επικράτησε η αντίθετη στρατηγική, της εγκατάλειψης της προοπτικής εκδημοκρατισμού και προσέγγισης της Ρωσίας και της διατήρησης της απόλυτης αμερικανικής ηγεμονίας, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι, πριν από λίγες εβδομάδες, προκειμένου να διασφαλίσουν το μέλλον της Ευρώπης, οι ηγέτες ορισμένων πολιτικά ασταθών ευρωπαϊκών δημοκρατιών και η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στριμώχτηκαν στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου σε συνθήκες λιγότερο αξιοπρεπείς από εκείνες που οι προκάτοχοί τους είχαν επιφυλάξει στον Έλληνα Πρωθυπουργό το καλοκαίρι του 2015.
Στο πλαίσιο αυτό, πολλαπλασιάζονται οι αντιφάσεις του απορρυθμισμένου ευρωπαϊκού συνταγματισμού και καθίσταται ολοένα και πιο διφορούμενη η λειτουργία του ευρωπαϊκού δικαίου στις εθνικές έννομες τάξεις.
Τους τελευταίους μήνες, τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιχειρούν ένα επιπλέον βήμα προς την ομοσπονδίωση της Ευρώπης αναθερμαίνοντας τη διαδικασία ένταξης της Ένωσης στην ΕΣΔΑ, μολονότι πολλά κράτη μέλη της Ένωσης ασκούν απαξιωτική κριτική στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), προσπαθώντας να την κάνουν πιο ανεκτική στις αποκλίνουσες εθνικές τους επιλογές, ιδίως στον τομέα διαχείρισης της μεταναστευτικής κρίσης (βλ. Editorial της 27.6.2025).
Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα, το κύρος των ευρωπαϊκών θεσμών εξακολουθεί να κινδυνεύει περισσότερο από τους φερόμενους ως ευρωπαϊστές παρά από τους διάφορους ευρωσκεπτικιστές. Συναφώς, οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, αφού εξασφάλισαν ότι «μένουμε Ευρώπη», συνέχισαν να ανέχονται ή και να προάγουν τη δημιουργία δομών απομύζησης ενωσιακών πόρων. Εξάλλου, η σημερινή Κυβέρνηση έφτασε στο σημείο να επικαλείται τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ για να καλύψει αυθαιρεσίες στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών από τη Β. Αφρική. Περαιτέρω, πενήντα χρόνια μετά από την ελληνική επανεπικύρωση της ΕΣΔΑ και σαράντα χρόνια από την αναγνώριση του δικαιώματος ατομικής προσφυγής στο ΕΔΔΑ, ορισμένοι παράγοντες της δικαστικής εξουσίας εμφορούνται σταθερά από την επαρχιώτικη αντίληψη ότι ο πλέον πρόσφορος τρόπος με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να ρυθμίσουν τις σχέσεις τους με το ΕΔΔΑ είναι να έχουν του χεριού τους τον εκάστοτε Έλληνα δικαστή. Στις ιδιάζουσες αυτές συνθήκες, οι οποίες μικρή σχέση έχουν με τη λειτουργία ενός κανονικού νεωτερικού κράτους, οι αρνητικές συνέπειες της ριζικής αποδόμησης των εθνικών συνταγματικών θεσμών, την οποία προκαλεί σήμερα σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη η εφαρμογή του ισχύοντος ευρωπαϊκού δικαίου, υποβαθμίζονται συχνά λόγω της θετικής συμβολής του τελευταίου στην αντιμετώπιση ορισμένων από τα σοβαρά δικαιοκρατικά ελλείμματα που εμφανίζει η Χώρα μας. Όπως μαρτυρά δε και ο καταλυτικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην ποινική διερεύνηση ιδίως της υπόθεσης του ΟΠΕΚΕΠΕ, αυτή η θετική συμβολή, η οποία αναπτύσσεται, πάντως, επιλεκτικά για την προώθηση ευρωπαϊκών συμφερόντων και πολιτικών, είναι πολύ σημαντική κυρίως ως προς τη διασφάλιση ανεξάρτητης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Στην εμπεριστατωμένη μελέτη του, η οποία πραγματεύεται μια πτυχή της επίδρασης της ΕΣΔΑ στην Πολιτική Δικονομία, ο Ιωάννης Μαντζουράνης υποστηρίζει ότι η «τυπική συζήτηση» του άρθρου 237, παρ. 6, του ΚΠολΔ δεν μπορεί να εκληφθεί ως δημόσια συνεδρίαση, κατά την έννοια των άρθρων 93, παρ. 2, του Συντάγματος και 6, παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθώς και ότι ο εξοβελισμός του αποδεικτικού μέσου των μαρτύρων από την τακτική διαδικασία βρίσκεται σε σχέση έντασης με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην απόδειξη. Λαμβάνοντας δε υπόψη τη νομολογία του ΕΔΔΑ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σύμφωνη με τα άρθρα 6, παρ. 1, της ΕΣΔΑ και 20, παρ. 1, του Συντάγματος ερμηνεία του άρθρου 237 του ΚΠολΔ επιβάλλει στα πολιτικά δικαστήρια να διατάξουν τη διεξαγωγή «ουσιαστικής» συζήτησης και εμμάρτυρης απόδειξης στο ακροατήριο, εφόσον τούτο ζητηθεί από κάποιον διάδικο. Βέβαια, αιτιολογημένη απόρριψη της σχετικής αίτησης δεν αποκλείεται. Πλην όμως, μια τέτοια απορριπτική κρίση των δικαστηρίων πρέπει να μην εμπεριέχει αυθαίρετη προεκτίμηση αποδείξεων και να στηρίζεται σε «εξαιρετικές περιστάσεις» που, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, δικαιολογούν τον περιορισμό του δικαιώματος σε δημόσια και προφορική ακρόαση.
Συνοψίζοντας τις αναλύσεις του γύρω από τη συμβολή της σύμφωνης με την ΕΣΔΑ ερμηνείας του εθνικού δικονομικού δικαίου, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι ένας δικαστής, ο οποίος είναι συνηθισμένος να λειτουργεί μέσα στον μικρόκοσμο της ελληνικής πολιτικής δίκης, ενδέχεται να διστάζει να εγκαταλείψει την ασφάλεια που του παρέχει το γράμμα του ΚΠολΔ ή να εκλαμβάνει τις λύσεις του ΕΔΔΑ ως πολυτελείς και εξωπραγματικές. Ωστόσο, αν κανείς αναλογισθεί ότι το ΕΔΔΑ χαράσσει τη νομολογία του αποβλέποντας στα minimum standards που ισχύουν στα συμβαλλόμενα μέρη της ΕΣΔΑ και ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ για το δικαίωμα σε δημόσια δίκη αξιολογείται από εκπροσώπους της αλλοδαπής θεωρίας ως ευέλικτη και προσεκτικά σταθμισμένη, τότε θα οδηγηθεί σε ένα ανησυχητικό συμπέρασμα: αυτό που για έναν Έλληνα νομικό φαντάζει ως εξωπραγματική σχεδόν πολυτέλεια, αποτελεί για τους νομικούς άλλων ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων συστατικό στοιχείο της δίκαιης δίκης και βιώνεται ως κανονικότητα· και αντιστρόφως, αυτό που οι Έλληνες νομικοί βιώνουν ως καθημερινή νομική πραγματικότητα, εμφανίζει, κατά την εκτίμηση των περισσότερων ευρωπαίων νομικών, σοβαρά δικαιοκρατικά ελλείμματα. Επομένως, το πρώτο και –ίσως καθοριστικότερο– βήμα για την άρση των ελλειμμάτων αυτών είναι η εγκατάλειψη της εσωστρεφούς, αν όχι αυτάρεσκης, πεποίθησης ότι αυτό, το οποίο συμβαίνει στην ελληνική νομική πραγματικότητα, είναι άνευ ετέρου και το ορθό.
Καθώς, τους τελευταίους μήνες, οι διεθνείς σχέσεις μετεξελίσσονται, για ακόμη μία φορά στην ιστορία, σε δυναστικό imperium και η διπλωματία υιοθετεί τη γλώσσα της ωμότητας, στο σύντομο σχόλιό του ο Κωνσταντίνος Αλ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλος της Επικρατείας ε.τ., επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι θεμέλιο της εξωτερικής πολιτικής της ηγεμονίας είναι η υπόσχεσή της προς τους ανίσχυρους που νιώθουν απειλή ότι θα σωθούν χωρίς προσπάθεια.

