Oι δυτικού τύπου δημοκρατίες διέρχονται μια δομική κρίση νομιμοποίησης, η οποία διαρκώς οξύνεται κατά την τελευταία δεκαπενταετία. Μόλις τις τελευταίες δέκα ημέρες, οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις σε δύο από τις ισχυρότερες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου επιβεβαίωσαν τη διαρκή διεύρυνση του χάσματος μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Από τη μία πλευρά, η Γαλλική Εθνοσυνέλευση υπερψήφισε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης François Bayrou και, ως εκ τούτου, οδήγησε το πολιτικό σύστημα σε αδιέξοδο μετά την τρίτη παραίτηση πρωθυπουργού μέσα σε δεκαπέντε μήνες. Από την άλλη, στο Λονδίνο έλαβε χώρα μια πρωτοφανής σε όγκο αντι-μεταναστευτική διαδήλωση, με σαφή αντικυβερνητικά χαρακτηριστικά, η οποία οργανώθηκε από τον ακροδεξιό ακτιβιστή, Tommy Robinson. Και στις δύο περιπτώσεις, ο λόγος των πρωταγωνιστών προσέλαβε δραματικούς τόνους, καθώς, παρά τις αντίστροφες επιδιώξεις τους, τόσο ο απερχόμενος πρωθυπουργός όσο και ο εκπρόσωπος του διαμαρτυρόμενου πλήθους περιέγραψαν μια δημοκρατία σε κατάσταση υπαρξιακής κρίσης. Ο μεν πρώτος υπογράμμισε ότι «η χώρα βρίσκεται σε μηχανική υποστήριξη» και ότι «η υποταγή στο χρέος είναι σαν υποταγή στη στρατιωτική βία», ενώ ο δεύτερος απευθύνθηκε στους περισσότερους από εκατό χιλιάδες διαδηλωτές, οι οποίοι ζητούσαν «τη χώρα τους πίσω», και χαρακτήρισε την παρουσία τους «τη σπίθα μιας πολιτιστικής επανάστασης».

Στην εποχή των πολλαπλών κρίσεων, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ σχεδιάζουν την εφαρμογή δημόσιων πολιτικών, τις οποίες ταυτίζουν μονοσήμαντα με την έννοια του δημόσιου/εθνικού συμφέροντος και, συνεπώς, καλούν τις κοινωνίες να τις εφαρμόσουν απαρέγκλιτα. Στο πλαίσιο, μάλιστα, της παγκόσμιας διακυβέρνησης μέσω των αριθμών, η επιτυχία των πολιτικών αυτών, που ενδύονται πάντα τον μανδύα της αρετής, συνδέεται άρρηκτα με την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, σαφών και ποσοτικοποιημένων. Το τεχνοκρατικό αυτό μοτίβο, που θέτει στο επίκεντρο την πορεία των οικονομικών δεικτών, παραμένει σε γενικές γραμμές σταθερό, είτε η μείωση των κοινωνικών δαπανών προτάσσεται ως εγγύηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, είτε η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών παρουσιάζεται ως αναγκαία προϋπόθεση της διεθνούς ασφάλειας. Κοινός παρονομαστής, άλλωστε, όλων αυτών των πολιτικών παραμένει η διαρκής ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των εθνικών οικονομιών και η απελευθέρωσή τους από τα «βάρη» που κληροδότησε, τουλάχιστον στην Ευρώπη, η οικοδόμηση του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους.

Το οικονομικό και κοινωνικό αποτύπωμα των πολιτικών που έχουν ασκηθεί κατά τη διάρκεια των κρίσεων εξηγεί μόνο εν μέρει για ποιους λόγους τα πολιτικά συστήματα, σε διεθνές επίπεδο, έχουν περιέλθει στη δίνη της αποσταθεροποίησης. Πέρα από την απολυτοποίηση των στόχων, αξίζει να εστιάσει κανείς και στη βασική παράπλευρη συνέπεια, που δεν είναι άλλη από την απολυτοποίηση των μέσων. Εξάλλου, η διακυβέρνηση μέσω των αριθμών, η οποία φαίνεται ότι θα υλοποιείται πλέον και με εικονικούς υπουργούς με τεχνητή νοημοσύνη, δεν υπαγορεύει μόνο τον προορισμό, αλλά και τον δρόμο που οφείλει να ακολουθήσει μια πολιτική κοινότητα για να εξέλθει από την κρίση. Ανάλογα με τα επίδικα κάθε συγκυρίας, ο δρόμος αυτός έχει προσλάβει τη μορφή της αυστηρής λιτότητας, της επιτήρησης της κοινωνίας ή της δαιμονοποίησης του εχθρού στις διεθνείς σχέσεις. Τα επακόλουθα αυτού του είδους των μετασχηματισμών δεν υπήρξαν αμελητέα. Εκτός από την όξυνση των ανισοτήτων, η χάραξη πολιτικών και ιδεολογικών μονοδρόμων επέφερε τον περιορισμό του πεδίου της πολιτικής, την υποβάθμιση του ρόλου των κοινοβουλίων, την αναγόρευση της πλειοψηφίας σε κάτοχο της απόλυτης αλήθειας και τη χειραγώγηση των θεσμών που οφείλουν να λειτουργούν ως αντίβαρα απέναντι στην πολιτική εξουσία. Σε αυτό το πλαίσιο του διαρκώς συρρικνούμενου πλουραλισμού, πολιτικού και θεσμικού, ο λαός δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να αντιληφθεί εαυτόν όχι ως κυρίαρχο, αλλά ούτε καν ως πολιτικό δρώντα με στοιχειώδεις αποφασιστικές αρμοδιότητες.

Στην εμπεριστατωμένη μελέτη της, η Δώρα Παπαδοπούλου αναλύει τις έννοιες της δημοκρατικής και της τεχνοκρατικής ορθολογικότητας, υπό το πρίσμα της θεωρίας του καθηγητή Otfried Höffe, και επιχειρεί να δείξει πώς η επικράτηση της τεχνοκρατίας οδήγησε την Ουγγαρία σε μια συνθήκη μετα-δημοκρατικής μετάπτωσης. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, η τεχνοκρατική ορθολογικότητα στηρίζεται στη λογική της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας, με αποτέλεσμα να αγνοεί τις ηθικές και κοινωνικές παραμέτρους των πολιτικών που σχεδιάζει και εφαρμόζει. Συνέπεια αυτής της επιλογής, όπως επισημαίνει και ο Höffe, αποτελεί η αποπολιτικοποίηση της διακυβέρνησης και, συνεπώς, η αποδυνάμωση της πολιτικής συμμετοχής. Υπό αυτούς τους όρους, οι σύγχρονες μορφές διακυβέρνησης προσλαμβάνουν έναν χαρακτήρα «ήπιου αυταρχισμού», ο οποίος χαρακτηρίζεται από την άσκηση διοίκησης χωρίς αντίλογο, χωρίς διαφωνία και, σε τελευταία ανάλυση, χωρίς πολιτική. Μια μελέτη περίπτωσης που επιβεβαιώνει με εμφατικό τρόπο την επικράτηση αυτής της διεθνούς τάσης αφορά τη λειτουργία των θεσμών στην Ουγγαρία. Στο επίκεντρο του θεσμικού μετασχηματισμού που εξελίσσεται εκεί, εντοπίζονται φαινόμενα, όπως η κατάργηση της ανεξαρτησίας του συνταγματικού δικαστηρίου, η εργαλειοποίηση του εκλογικού συστήματος, η επικράτηση μονοφωνίας στον Τύπο και η στοχοποίηση ακαδημαϊκών θεσμών. Όλες αυτές οι εξελίξεις στηρίζονται στην πρόσληψη του εθνικού συμφέροντος ως μιας ορθολογικής σταθεράς, η οποία προσδιορίζεται με όρους αποτελεσματικότητας χωρίς να υπόκειται στη βάσανο του δημόσιου διαλόγου. Όπως εύστοχα επισημαίνει η Παπαδοπούλου, το φαινόμενο της μετα-δημοκρατικής μετάπτωσης συντελείται «εντός» της δημοκρατίας, όχι «εκτός» αυτής.

Μετάβαση στο περιεχόμενο