Όπως διαπιστώσαμε, στη Νομαρχία, μέσα από τη μελέτη της συντακτικής διαδικασίας στη Χιλή την περίοδο 2019 – 2022 και της απόρριψης του «πλέον προοδευτικού Συντάγματος στον Κόσμο», η θέσπιση και η αναθεώρηση ενός Συντάγματος είναι πρωτίστως πολιτικές διεργασίες στις οποίες εμπλέκονται όχι μόνο πολιτικοί και νομικοί, αλλά το σύνολο της οργανωμένης κοινωνίας, ακόμη και ομάδες συμφερόντων ξένες προς το οικείο Κράτος. Η νομική επιστήμη είναι σε θέση να προσεγγίσει ορισμένες μόνο πτυχές των παραπάνω διεργασιών. Η τέχνη μάλλον βλέπει και, πάντως, είναι σε θέση να πει πολύ περισσότερα από αυτά που τολμά συνήθως να πει η νομική επιστήμη. Μπορούμε να το διαπιστώσουμε μελετώντας όσα έγραψε ο Μπέρτολντ Μπρεχτ (Bertolt Brecht) για το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, το «πλέον φιλελεύθερο Σύνταγμα του Κόσμου».
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος άφησε πίσω του αποδεκατισμένες κοινωνίες, διαλυμένες οικονομίες, διάχυτη λαϊκή οργή και ένα μεγάλο πολιτικό και θεσμικό κενό σε αρκετές χώρες της Γηραιάς Ηπείρου. Αμέσως μετά το τέλος του, άλλωστε, αυτοκρατορίες κατέρρευσαν, νέα έθνη-κράτη ιδρύθηκαν, ενώ, συγχρόνως, το γεγονός της πρόσφατης επικράτησης της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία έθετε στο επίκεντρο των θεωρητικών συζητήσεων και των κοινωνικών διεργασιών την προοπτική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Στη Γερμανία, οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, αφού ανέλαβαν την πολιτική ηγεσία της Επανάστασης του Νοεμβρίου (1918) και εξώθησαν τον Αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β΄ σε παραίτηση, διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία της πολιτειακής ανασυγκρότησης του κράτους. Το εγχείρημα αυτό, όμως, δεν χαρακτηρίσθηκε μόνον από τη διατύπωση ριζοσπαστικών ιδεών, αλλά και από τη σύγκρουση των δύο συνιστωσών της σοσιαλδημοκρατίας, που είχαν προέλθει από τη διάσπαση του 1917, αναφορικά με τον φορέα της κυριαρχίας που θα διαδεχόταν τον Κάιζερ. Από τη μία πλευρά, το Πλειοψηφικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (MSPD), υπό τον Friedrich Ebert, τασσόταν υπέρ της διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών για την ανάδειξη συντακτικής εθνοσυνέλευσης, ενώ, από την άλλη, το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD) υποστήριζε ότι η εξουσία έπρεπε να παραμείνει στα χέρια των σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών. Η επικράτηση της μεταρρυθμιστικής λογικής και η νίκη του MSPD στις εκλογές του Ιανουαρίου του 1919 οδήγησαν τελικά τους σοσιαλδημοκράτες στη σύναψη μιας πολιτικής συμμαχίας με δύο αστικά κόμματα, το Καθολικό Κέντρο και το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα, με σκοπό την από κοινού κατάρτιση του νέου Καταστατικού Χάρτη της χώρας. Το επονομαζόμενο Σύνταγμα της Βαϊμάρης υπήρξε εμβληματικό για την εποχή του και, μάλιστα, καθόρισε την εξέλιξη του συνταγματισμού σε διεθνές επίπεδο, καθώς, παρά τις αντιφάσεις του, ήταν το πρώτο που συνδύαζε φιλελεύθερες και κοινωνικές αρχές, αν και έδινε προτεραιότητα στις πρώτες.
Ο Καθηγητής Δημήτρης Δημούλης επιλέγει, μεταφράζει για πρώτη φορά στα ελληνικά και σχολιάζει ένα απόσπασμα από το έργο Tuiroman, που ο Μπέρτολντ Μπρεχτ έγραψε μεταξύ 1933 και 1935. Στο αλληγορικό αυτό κείμενο, στο οποίο ο Δημούλης δίνει τον τίτλο «Το Σύνταγμα των ΝΟΥ-ΜΕ-ΔΙ», ο Μπρεχτ ασκεί διεισδυτική κριτική τόσο στη διαδικασία κατάρτισης όσο και στο περιεχόμενο αρκετών διατάξεων του Συντάγματος της Βαϊμάρης. Γραμμένο μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το εν λόγω έργο επιχειρεί να αναδείξει τις δομικές αδυναμίες του συνταγματικού κειμένου και υπόρρητα να τις συνδέσει με τα αίτια της κατάλυσης της δημοκρατίας το 1933. Σύμφωνα με την κεντρική ιδέα του συγγραφέα, το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, παρ’ ότι αποτέλεσε δημιούργημα μιας ομάδας διανοουμένων (των ΝΟΥ-ΜΕ-ΔΙ), απομακρυσμένων από τις λαϊκές ανάγκες, δεν δίσταζε να διακηρύττει μεγαλόστομα τις αρχές της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι αρχές αυτές, όμως, έμελλε να παραμείνουν αποτυπωμένες μόνο στο χαρτί, από τη στιγμή, ιδίως, που τον δρόμο για την εγκαθίδρυση του νέου πολιτεύματος άνοιξε η δολοφονία από Γερμανούς στρατιωτικούς των ηγετών του κομμουνιστικού κινήματος, της Rosa Luxemburg και του Karl Liebknecht. Μετά την απόφαση, συνεπώς, της κυβερνώσας σοσιαλδημοκρατίας να διαρρήξει κάθε δεσμό με τον ριζοσπαστισμό των λαϊκών τάξεων, οι Διανοούμενοι, με επικεφαλής τον κεντρώο καθηγητή του συνταγματικού δικαίου Hugo Preuss, ήταν επόμενο να επικεντρώσουν πρωτίστως το συντακτικό τους έργο στην κατοχύρωση ατομικών ελευθεριών. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίος ο χαρακτηρισμός του Συντάγματος από τον Μπρεχτ ως «του πλέον φιλελεύθερου του Κόσμου», δεδομένου ότι οι συντάκτες του μερίμνησαν κατά προτεραιότητα για την προστασία των συμφερόντων της αστικής τάξης και της πνευματικής ελίτ. Από την άλλη πλευρά, όπως δηκτικά αναφέρει ο Γερμανός συγγραφέας, εφόσον το Σύνταγμα περιλάμβανε διακηρύξεις αναφορικά με την κοινωνική προστασία όλων των Γερμανών, θα έπρεπε να θεωρηθεί αντισυνταγματική η συμπεριφορά όσων πολιτών έβλαπταν την υγεία τους «λόγω ασιτίας ή […] διαμένοντας σε υγρά ημιυπόγεια». Με σταθερό όχημα τη λεπτή ειρωνεία που διατρέχει ολόκληρο το κείμενό του, ο Μπρεχτ προσάπτει μια ασυγχώρητη αφέλεια στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, η οποία πίστεψε ότι ήταν σε θέση να περιορίσει την ισχύ του οικονομικού κατεστημένου με μοναδικό όπλο την άνοδο στην πολιτική εξουσία.
Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι στο ολιγοσέλιδο αυτό λογοτεχνικό κείμενο, που ερμηνεύει ένα πλέγμα τυπικών κανόνων υπό το πρίσμα των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων της εποχής, ο αναγνώστης μπορεί να βρει συμπυκνωμένη μια ολόκληρη πραγματεία κριτικής συνταγματικής θεωρίας και κοινωνιολογίας του δικαίου.
