Tα αποτελέσματα και οι συνέπειες των πρόσφατων ευρωεκλογών στη Γαλλία επιβεβαίωσαν, με παραδειγματικό τρόπο, ότι, σήμερα, το μείζον πολιτικό ζήτημα, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, είναι εάν υπάρχει περιθώριο αποτελεσματικής αντίδρασης των αριστερών και των φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες μοιάζουν εξουδετερωμένες μπροστά στο ηγεμονικό καθεστώς που διαμορφώνουν οι συγκρούσεις και οι συνέργειες του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού με τον ακροδεξιό λαϊκισμό.
Απαντώντας στη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και στην προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Ε. Macron το βράδυ της 9ης Ιουνίου, μια ευρύτατη συμμαχία πολιτικών σχηματισμών ίδρυσε το Nouveau Front populaire, σε μια προσπάθεια να συμφιλιώσει την ασυμφιλίωτη Αριστερά, προκειμένου να αποτραπεί η άνοδος του ακροδεξιού Rassemblement national στην εξουσία. Η προφανής αναφορά στο ιστορικό προηγούμενο του σχηματισμού κυβέρνησης από το Λαϊκό Μέτωπο υπό την ηγεσία του σοσιαλιστή L. Blum τον Ιούνιο του 1936 σχολιάζεται από άλλους ως πρωτοβουλία ευθύνης και ελπίδας και από άλλους ως κίνηση απόγνωσης. Την ίδια στιγμή, ο Πρόεδρος Macron και οι υποστηρικτές του υιοθετούν τη στρατηγική του φόβου, επικαλούμενοι τη θεωρία των δύο άκρων και το ενδεχόμενο «εμφυλίου πολέμου» σε περίπτωση νίκης κάποιου από τα δύο. Από την πλευρά τους, οι αγορές και οι διερμηνείς τους αντιδρούν στην προοπτική κυβερνητικής μεταβολής, επισείοντας τον κίνδυνο περαιτέρω δημοσιονομικού εκτροχιασμού ή ακόμη και Frexit. Διάφοροι αναλυτές κάνουν λόγο για μια ακόμη προσπάθεια της οικονομίας να εξοβελίσει την πολιτική, υποκαθιστώντας την με την τεχνοκρατία. Ίσως παραγνωρίζουν ότι, ιδίως στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας, ορισμένοι από τους οικονομικούς παράγοντες δεν θέλουν, κατά βάθος, να καταργήσουν την πολιτική, αλλά να επιβάλουν τη δική τους. Όσοι προσπαθούν να αναλύσουν τη στάση αυτών των παραγόντων, δεν πρέπει να λησμονούν εκείνο που έγραψε ο Ε. Mounier στο άρθρο του, με τίτλο «Les lendemains d’une trahison», στο περιοδικό Esprit, την 1η Οκτωβρίου 1938: «Δεν θα καταλάβει τίποτα κανείς για τη συμπεριφορά αυτού του τμήματος της γαλλικής αστικής τάξης, αν δεν το ακούσει να μουρμουρίζει με μισή φωνή “Μάλλον Χίτλερ παρά Μπλουμ!”». Ας περιμένουμε τις μεθαυριανές γαλλικές εκλογές και όσα θα ακολουθήσουν μετά και από τον δεύτερο γύρο της επόμενης Κυριακής, για να δούμε αν, όπως συμβαίνει ενίοτε, το μέλλον κρύβεται σε κάποια γωνιά του παρελθόντος.
Συστηματοποιώντας ευρήματα των τελευταίων προεκλογικών ερευνών και των exit polls σε 8 κράτη (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πολωνία, Ελλάδα, Σουηδία και Πορτογαλία) που καλύπτουν περίπου το 73% του συνολικού δυνητικού εκλογικού σώματος των 27 μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Άγγελος Σεριάτος αναλύει τα ποιοτικά στοιχεία των πρόσφατων ευρωεκλογών, εστιάζοντας στην κρίση εκπροσώπευσης στην Ελλάδα, στην ψήφο των νέων, στις επιδόσεις των πολιτικών ομάδων του Ευρωκοινοβουλίου και, ιδίως, στα κοινά χαρακτηριστικά της εκλογικής επιρροής της Άκρας Δεξιάς (εδώ, η μελέτη σε pdf.). Ο συγγραφέας επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι, συγκριτικά με τις προηγούμενες ευρωπαϊκές εκλογές, η Αριστερά και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα συγκράτησαν πρακτικά τα ποσοστά τους, οι σοσιαλδημοκράτες κατέγραψαν οριακά κέρδη, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι απώλεσαν σημαντικές δυνάμεις, ενώ οι μόνες ευρωπαϊκές ομάδες που σαφώς αύξησαν την επιρροή τους ήταν αυτές της Άκρας και υπερσυντηρητικής Δεξιάς. Συναφώς, παρά το γεγονός ότι οι νεότεροι ηλικιακά ψηφοφόροι δεν στηρίζουν -τουλάχιστον κατά τρόπο πανευρωπαϊκά οριζόντιο- την Άκρα Δεξιά σημαντικά περισσότερο από το υπόλοιπο εκλογικό σώμα, εντούτοις, άλλες μεταβλητές που συσχετίζονται με την ταξική θέση των εκλογέων, όπως η χειρωνακτική φύση της εργασίας, η ανεργία, η αντιμετώπιση οικονομικών δυσκολιών και το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, αποτελούν σχεδόν απόλυτους προσδιοριστικούς παράγοντες της πιθανότητας να στηρίζει κανείς κόμματα του συγκεκριμένου χώρου.