H ποικιλία που εμφανίζουν οι πηγές του διοικητικού δικαίου -και, γενικότερα, του δικαίου- στις μέρες μας απορρέει από την κρίση της κρατικής κυριαρχίας και τους βασικούς μετασχηματισμούς των διαδικασιών παραγωγής του δικαίου: την επάνοδο στη λογική της διαμοιρασμένης κυριαρχίας, την εμπέδωση του συνταγματικού πλουραλισμού, την αναβάθμιση του θεσμικού ρόλου των δικαστών, την αποδιοργάνωση των δημόσιων εξουσιών, την ιδιωτικοποίηση των συνταγματικών προτύπων και το πέρασμα από ένα σύστημα κυβέρνησης με βάση γενικούς και απρόσωπους κανόνες σε ένα σύστημα διακυβέρνησης με βάση συμβατικούς δεσμούς πίστης και εξάρτησης.
H διεθνοποίηση και ο εξευρωπαϊσμός του εθνικού δικαίου οδήγησαν σε έναν νομικό πλουραλισμό, στο πλαίσιο του οποίου οι θεμελιώδεις, εθνικοί και ευρωπαϊκοί κανόνες έχουν αποδυναμωθεί, δικτυωθεί και γίνει ευέλικτοι, διαπραγματεύσιμοι και δεκτικοί εναρμόνισης κατ’ επίκληση κοινών συνταγματικών αρχών. Αυτές οι αρχές δεν δημιουργούνται από εθνικούς ή ευρωπαϊκούς πολιτικούς θεσμούς, αλλά θεωρείται ότι υφίστανται ριζωμένες στις συνταγματικές παραδόσεις των εμπλεκομένων κρατών. Ο δε εντοπισμός και η ερμηνεία των εν λόγω αρχών επαφίενται σε μεγάλο βαθμό στους -εθνικούς και υπερεθνικούς- δικαστές, οι οποίοι -μέσα και από τον διάλογο που αναπτύσσεται μεταξύ τους- έχουν αναδειχθεί σε βασικούς παραγωγούς του δικαίου.
Στο πλαίσιο του παραπάνω συνταγματικού πλουραλισμού, έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί η προσήλωση στον γενικό και απρόσωπο νόμο (legalism), η οποία ήταν το βασικό εργαλείο συγκρότησης της νεωτερικής νομικής πραγματικότητας. Η γραμματική και η πρωτοτυπική (originalist) ερμηνεία, οι οποίες εγγυώνται τη λαϊκή κυριαρχία και τον πολιτικό φιλελευθερισμό, έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα. Μια σειρά από άλλες θεωρίες, μεθόδους και τεχνικές δυναμικής ερμηνείας μοιάζουν να επαναφέρουν την προνεωτερική αντίληψη ότι το δίκαιο δεν είναι αυτόνομο προϊόν της πολιτικής κοινωνίας, αλλά προκύπτει από ορισμένες αλήθειες που επιβάλλονται, κατά περίπτωση, ως φυσικές και αμετάβλητες. Την αντίληψη αυτή συνοδεύει η όσμωση μεταξύ δικαίου και οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και ηθικών αντιλήψεων. Αυτή η όσμωση έχει συμβάλει στην εμφάνιση και τη διεύρυνση μιας πληθώρας πηγών του δικαίου, οι οποίες συνοψίζονται συνήθως υπό τον όρο «ήπιο δίκαιο» (soft law). Πρόκειται για πηγές που δεν έχουν τη μορφή κανονιστικών επιταγών. Περιλαμβάνουν ιδίως οδηγίες, συστάσεις, κατευθυντήριες γραμμές, κανόνες τεχνικής φύσης, κώδικες δεοντολογίας και χάρτες υποχρεώσεων, που θα ήταν καλό να τηρούνται, μολονότι δεν έχουν απαραίτητα απόλυτη και προκαθορισμένη δεσμευτική δύναμη.
Η δυναμική της ανάδυσης τέτοιων νέων πηγών του δικαίου προάγει πρακτικά την αποτυποποίησή του, καθώς η δημιουργία του δικαίου απομακρύνεται από τις αποφάσεις των αρμόδιων εθνικών ή υπερεθνικών οργάνων, εγκαταλείπεται η αυστηρότητα της κανονιστικότητας ως επιταγής και υιοθετείται η διαπλαστικότητα της ρύθμισης, η οποία αναφέρεται σε ήθη και πρακτικές που εκτιμώνται, κατά περίπτωση, ως επικρατούντα και, πάντως, ως άξια προστασίας. Όπως προκύπτει δε από τον υπέρμετρο σχετικισμό που χαρακτηρίζει σήμερα τη νομική ερμηνεία και την ασύμμετρη εξέλιξη του διαλόγου των δικαστών, η παραπάνω αποτυποποίηση επιτρέπει στον κάθε ερμηνευτή να στρέφει το δίκαιο κατά βούληση και σύμφωνα με τις ανάγκες του. Τούτο οδηγεί σε ρευστοποίηση και εργαλειοποίηση του δικαίου, δημιουργώντας την αίσθηση ότι, σε κάθε περίπτωση, το εφαρμοστέο δίκαιο είναι ένα εύπλαστο αμάλγαμα θεμελιωδών, εθνικών και ευρωπαϊκών κανόνων και αρχών που μπορούν να προσαρμόζονται κατά το δοκούν στις κρατούσες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και ηθικές εξελίξεις.
Η παραπάνω εξέλιξη των πηγών του δικαίου μοιάζει να δικαιώνει τον Α. Schiavone, ο οποίος έχει επισημάνει ότι ο σύγχρονος νομικός κόσμος εμφανίζεται «χωρίς κέντρο και κυρίαρχο», «απεντοπισμένος και αποτυποποιημένος». Θυμίζει το πληθυντικό νομικό σύμπαν του Μεσαίωνα που δεν βοηθούσε τα υποκείμενα να αντικειμενικοποιήσουν χωρίς ανασφάλεια την πραγματικότητα. Καθώς δεν υπήρχε Κράτος και η δικαστική λειτουργία επικρατούσε της νομοθετικής, το μεσαιωνικό νομικό σύμπαν πήγαζε από τα έθιμα και από το έργο της κοινότητας των νομικών. Αυτός ο μεσαιωνικός νομικός πλουραλισμός, καίτοι αναζητούσε διαρκώς μια εναρμόνιση, δεν απέφευγε την αταξία. Η τάση επανόδου του σύγχρονου νομικού κόσμου σε μια τέτοια αταξία ανατρέπει την ασφάλεια δικαίου, η οποία δεν υπήρξε μόνον ο καρπός της προσαρμογής στις απαιτήσεις του εκκολαπτόμενου καπιταλισμού, που αναζητούσε έναν προβλέψιμο κόσμο για πετυχημένες επενδύσεις, αλλά ήταν γενικότερα η πιο αξιοσημείωτη εγγύηση ειρήνης και αξιοκρατίας που υποσχέθηκε σε όλους η νεωτερικότητα.
Στην εκτενή μελέτη της (εδώ, το διάγραμμα της μελέτης και, εδώ, η μελέτη σε pdf), η Ευγενία Πρεβεδούρου πραγματεύεται τις «ελάσσονες» πηγές του διοικητικού δικαίου, δηλαδή αυτές που δεν εντάσσονται στη μεγάλη κατηγορία των τυπικών πηγών του και αντιστοιχούν στο ήπιο δίκαιο. Προβαίνοντας σε μια εξαντλητική συστηματοποίηση και αναλύοντας διεισδυτικά τη λειτουργία αυτών των πηγών, η συγγραφέας υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι, ως τεχνική μη αυταρχικής ρύθμισης συμπεριφορών, το ήπιο δίκαιο συμβάλλει, μέσω της ερμηνείας των κανόνων, της σύστασης και της υπόδειξης, στη συνολική αποτελεσματικότητα της έννομης τάξης. Δεν κρύβει δε τον θαυμασμό της για τον Γάλλο ακυρωτικό δικαστή, ο οποίος τόλμησε να διαβεί τον «Ρουβίκωνα» προβαίνοντας στον ευθύ δικαστικό έλεγχο πράξεων του ήπιου δικαίου, και την ταυτόχρονη απογοήτευσή της για τη διστακτική στάση τόσο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και του Έλληνα ομολόγου του, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβεί τα εμπόδια της παραγωγής «δεσμευτικών» εννόμων αποτελεσμάτων ή της «εκτελεστής πράξης» διοικητικής αρχής.