Στη Χώρα μας, το καθεστώς απόδοσης ποινικής ευθύνης στα μέλη της Κυβέρνησης και τους υφυπουργούς είναι περίπλοκο και υβριδικό, καθώς επιχειρεί, μεταξύ άλλων, έναν δύσκολο συνδυασμό νομικών και πολιτικών εκτιμήσεων, αναθέτοντας στην πλειοψηφία της Βουλής την ευθύνη για την άσκηση ποινικής δίωξης. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο ότι το σχετικό άρθρο 86 του Συντάγματος του 1975, το οποίο εφαρμόζεται συχνά, εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης, μολονότι έχει ήδη αναθεωρηθεί δύο φορές (το 2001 και το 2019). Με αφορμή δε τα τραγικά γεγονότα των Τεμπών, τον τελευταίο καιρό πυκνώνουν ολοένα και περισσότερο οι φωνές υπέρ μιας επιπλέον αναθεώρησής του, αυτή τη φορά προς την κατεύθυνση της πλήρους αποσύνδεσης της ποινικής δίωξης των υπουργών και των υφυπουργών από τη Βουλή και της παραπομπής τους στον φυσικό δικαστή τους.
Ο Ακρίτας Καϊδατζής και η Ασπασία Θεοχάρη αναλύουν δύο διατάξεις του εκτελεστικού νόμου και του Κανονισμού της Βουλής που φαίνεται να διευρύνουν το προνομιακό καθεστώς υπέρ των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών πέραν όσων απαιτεί το ισχύον άρθρο 86 του Συντάγματος. Πρόκειται για τις διατάξεις που απαγορεύουν να υποβληθεί νέα πρόταση για την άσκηση δίωξης κατά του ίδιου προσώπου για τις ίδιες πράξεις σε περίπτωση που όμοια πρόταση απορρίφθηκε από τη Βουλή, είτε ευθύς μετά την υποβολή της, ως προδήλως αβάσιμη, είτε μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι αυτές οι δύο διατάξεις, εάν εκληφθούν με την έννοια πως το απαράδεκτο της υποβολής νέας πρότασης είναι απόλυτο και, επομένως, η απόρριψη υποβληθείσας πρότασης συνεπάγεται σε κάθε περίπτωση την αμετάκλητη απαλλαγή υπουργού από την ποινική ευθύνη για τις πράξεις που του αποδίδονται, είναι αντισυνταγματικές, κατά το ότι δεν καλύπτονται από το δικονομικό προνόμιο του άρθρου 86 και αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότητας.
Το όραμα για μια κοινωνική δημοκρατία που θα συμπληρώνει τις κατακτήσεις της πολιτικής δημοκρατίας γονιμοποίησε σπουδαίους συνταγματικούς προβληματισμούς, τους οποίους ανέπτυξαν, στη Χώρα μας, πρωτίστως ο Α. Σβώλος και ο Α. Μάνεσης. Σήμερα, όμως, πολλοί θεωρούν το όραμα αυτό εξοβελιστέο. Τα κοινωνικά δικαιώματα λοιδορούνται σαν παρωχημένα και υφίστανται έντονη κριτική τόσο ως προς τους δικαιούχους τους όσο και ως προς το κανονιστικό περιεχόμενο και τη συνταγματική θεμελίωσή τους. Ωστόσο, οι αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων ετών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο κατέδειξαν την παραπληρωματικότητα μεταξύ του κοινωνικού και του φιλελεύθερου κράτους, καθώς η απαξίωση του πρώτου μετεξελίχθηκε γρήγορα σε δομική κρίση του δεύτερου. Μαζί με την πρόσφατη αυτή εμπειρία, οι βαθιές φιλοσοφικές και ιστορικές καταβολές της παραπάνω παραπληρωματικότητας αρμόζει να αποτελέσουν βάση ενός αναγκαίου στις μέρες μας αναστοχασμού πάνω στη σπουδαιότητα του κοινωνικού κράτους ως απαραίτητης συνιστώσας μιας δημοκρατικής και φιλελεύθερης πολιτείας.
Η Φωτεινή Βάκη προσεγγίζει την αρχή του κράτους πρόνοιας στην πολιτική φιλοσοφία του Καντ. Σε αντίθεση με ερμηνείες που αναγιγνώσκουν τον ρόλο που διαδραματίζει το κράτος στην πολιτική φιλοσοφία του Καντ με τις διόπτρες του νεοφιλελευθερισμού, η συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει την αρχή του κράτους πρόνοιας στη Μεταφυσική των Ηθών ως αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της ιδέας του πρωταρχικού συμβολαίου ίδρυσης πολιτείας. Επισημαίνει δε ότι η φτώχεια και η οικονομική εξάρτηση από την προαίρεση των άλλων δεν απειλούν μόνο με διάρρηξη τον κοινωνικό ιστό πυροδοτώντας κρίσεις, αλλά πρωτίστως, σύμφωνα με τον Καντ, υπονομεύουν την αυτονομία του πολίτη, την ικανότητά του να κάνει δημόσια χρήση του Λόγου με όρους ελευθερίας και ισότητας επιτελώντας ρόλο συννομοθέτη.
Ο Θωμάς Ψήμμας προβαίνει σε μια επισκόπηση των κοινωνικής υφής διατάξεων που υιοθετούνται στα τρία συνταγματικά κείμενα (Επιδαύρου, Άστρους και Τροιζήνας) του επαναστατημένου ελληνικού λαού-έθνους. Ο συγγραφέας σημειώνει ότι, μέσα από την κατοχύρωση πτυχών ενός εν σπέρματι κοινωνικού κράτους δικαίου (δίκαιη κατανομή των βαρών, μέριμνα υπέρ των ευάλωτων προσώπων, δημόσια παιδεία, δημόσια υγεία, συνεταιριστική οργάνωση της γεωργίας κ.λπ.), η αρχή της ίσης ελευθερίας αναγορεύεται σε καταστατική αρχή των Συνταγμάτων του Αγώνα. Προβαίνοντας έτσι σε μια ρεπουμπλικανικού τύπου, κοινωνιοκεντρική ανάγνωση του απελευθερωτικού Αγώνα, υποστηρίζει ότι η ελευθερία, τόσο ως αφηρημένη ιδέα όσο και ως εμπειρική προοπτική, δεν περιορίζεται στην ατομοκεντρική της θεώρηση αλλά εμπλουτίζεται με θετικά-συμμετοχικά συμφραζόμενα, τα οποία καταδεικνύουν την άρρηκτη συνάφεια ανάμεσα στον φιλελεύθερο, τον δημοκρατικό και τον κοινωνικό χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης.