Στις μέρες μας, η αποτελεσματική άσκηση του θεσμικού ρόλου της δικαστικής εξουσίας, ως εγγυητή της συνταγματικής νομιμότητας και αντιβάρου τόσο της πολιτικής όσο και της ιδιωτικής εξουσίας, απαιτεί την ύπαρξη δικαστών που, εκτός από εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, πρέπει να διαθέτουν πλούσια -και όχι μόνο νομική- παιδεία και κοσμοπολίτικο πνεύμα, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν, κατά τρόπο ορθό και γρήγορο, τα δύσκολα ερμηνευτικά διλήμματα τα οποία εμφανίζονται διαρκώς στις πολύπλοκες και συχνά ιδιαιτέρως τεχνικές διαφορές που ανακύπτουν στο πλαίσιο του νομικού πλουραλισμού που επικρατεί. Μολονότι, όμως, χρειαζόμαστε ένα σύστημα σχεδόν ημίθεων δικαστών που, σύμφωνα με την περίφημη παρομοίωση του R. Dworkin, πρέπει να θυμίζουν τον Ηρακλή, η συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων μεταρρυθμίσεων της δικαστικής εξουσίας, υιοθετώντας τα νεοφιλελεύθερα προτάγματα λειτουργικής ιδιωτικοποίησης ή και παράκαμψης των κρατικών δικαστηρίων μέσω προσφυγής σε εναλλακτικές μορφές επίλυσης των διαφορών, εστιάζει αποκλειστικώς στην προαγωγή μιας τεχνοκρατικής αντίληψης περί επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης που αναπαράγει την κρατούσα αντίληψη περί οικονομικής αποδοτικότητας. Μια δικαιοκρατικώς βιώσιμη ανασυγκρότηση της δικαστικής εξουσίας αρμόζει να αναπροσανατολιστεί στη βελτίωση γενικώς της ποιότητας της θεσμικής της λειτουργίας, η οποία δεν εξαντλείται μόνο στην ταχεία έκδοση αποφάσεων. Προς τούτο, ίσως αξίζει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή σε ορισμένες πτυχές ακόμη και υφιστάμενων μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων οι οποίες μοιάζουν ικανές να συμβάλουν ειλικρινώς σε μια τέτοια ανασυγκρότηση, υποστηρίζοντας ουσιαστικώς το έργο των δικαστών χωρίς να αλλοιώνουν τη συνταγματική τους αποστολή.

Με τον Ν. 4798/2021, ο Έλληνας νομοθέτης εισήγαγε ένα ολοκληρωμένο σύστημα επικουρίας του δικαστικού έργου, υιοθετώντας το μοντέλο των δικαστικών υπαλλήλων, μόνιμης, καταρχήν, σταδιοδρομίας. Η Ευαγγελία Παυλίδου αναλύει τον νεοπαγή αυτόν θεσμό των βοηθών των δικαστών, εντάσσοντάς τον στις βασικές θεωρητικές διακρίσεις των υφιστάμενων αλλοδαπών συστημάτων και επιχειρώντας μια πρώτη απόπειρα αξιολόγησής του. Η συγγραφέας επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η κατοχύρωση του θεσμού της επικουρίας του δικαστή σε θεσμικό επίπεδο, με τις δέουσες εγγυήσεις, είναι απείρως προσφορότερη από το θολό τοπίο που δημιουργεί η ιδέα της απονομής της δικαιοσύνης μόνον από έναν υπερφυσικό δικαστή-υπερήρωα που, τυπικώς, δεν χρειάζεται καμία αρωγή, αλλά, στην πράξη, λόγω, ιδίως, της συνεχούς «τεχνικοποίησης» των διαφορών, συνυπάρχει με εξωτερικούς, εμφανείς ή αφανείς, παράγοντες της δίκης που επηρεάζουν το δικαστικό έργο. Ως προς δε την ανάγκη βελτίωσης των χρονικών επιδόσεων της ελληνικής δικαιοσύνης, η συγγραφέας παρατηρεί ότι η συνεισφορά των βοηθών των δικαστών δεν αποκλείεται να αποδειχθεί αποτελεσματικότερη από τις συνήθεις δικονομικές μεταρρυθμίσεις στο παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, οι οποίες, εκτός από τους περιορισμούς που συνεπάγονται στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών, δημιουργούν και οι ίδιες νέα δυσχερή νομικά ζητήματα, η επίλυση των οποίων καθυστερεί ακόμη περισσότερο την απονομή δικαιοσύνης.

Τον προηγούμενο Μάιο, δημοσιεύθηκαν η Οδηγία (ΕΕ) 2024/1499 του Συμβουλίου και η Οδηγία (ΕΕ) 2024/1500 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, οι οποίες ρυθμίζουν τον ρόλο των φορέων ισότητας στην αντιμετώπιση δυσμενών διακρίσεων αναφορικώς με θέματα εργασίας και απασχόλησης. Η Ευαγγελία (Ελίνα) Ασημακοπούλου διερευνά, ειδικώς, την αναβάθμιση του δικονομικού ρόλου των παραπάνω φορέων ισότητας τόσο ως εναγόντων σε πολιτικές δίκες όσο και ως amicus curiae που συμπράττουν στη διαλεύκανση του πραγματικού αστικών διαφορών. Η συγγραφέας υπογραμμίζει ότι αυτή η αναβάθμιση οδηγεί στη θεσμική εμπέδωση του δημοσίου συμφέροντος χαρακτήρα των συγκεκριμένων διαφορών και στην εξασφάλιση μιας αποτελεσματικής δίκης μέσω της υποβοήθησης της αποδεικτικής διαδικασίας.

Μετάβαση στο περιεχόμενο