Η Ιστορία είναι διάσπαρτες στιγμές χωρίς προφανείς συνδέσεις. Εμπνέει μεν αναστοχαστικές αφηγήσεις, πλην όμως ειρωνεύεται σκληρά αυτούς που επιχειρούν να την «τελειώσουν», μετατρέποντάς την σε ένα θεολογικό μυθιστόρημα με προδιαγεγραμμένη κατάληξη. Το έκανε με τους θιασώτες του υπαρκτού σοσιαλισμού τον 20ό αιώνα. Το επαναλαμβάνει με εκείνους που τους συνεπήρε ο υπαρκτός φιλελευθερισμός του 21ου αιώνα. Αναφορικά δε με την νεοελληνική πραγματικότητα, τα τελευταία χρόνια, το κάνει με όλους όσοι ταυτίζουν χρονικά τη Μεταπολίτευση με τη συνολική διάρκεια ή με μια μακρά περίοδο της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, αναζητώντας εμμονικά το τέλος της, με τη δικαίωση ή τη ματαίωση αναπαραστάσεών της που την εκθειάζουν ή τη δαιμονοποιούν.

Στις μέρες μας, η Ελλάδα σημαδεύεται από μια βαθιά κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, την υπερενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, τη συστηματική παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων, την αποσύνθεση του κοινωνικού κράτους, την ευρύτερη απαξίωση του Συντάγματος, τον εκφεουδαλισμό της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, καθώς επίσης την πολιτική απενοχοποίηση υμνητών και ιδεών της Χούντας, ιδίως μέσα από συνέργειες του κυρίαρχου αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού με τον ακροδεξιό λαϊκισμό. Όλα τα παραπάνω επιτρέπουν να αντιμετωπίζει κανείς περιπαικτικά όσους εξακολουθούν να παρουσιάζουν τη Μεταπολίτευση σαν μια διαρκώς παρούσα επιβεβαίωση και προοπτική μιας δήθεν προδιαγεγραμμένης νεωτερικής και εκσυγχρονιστικής πορείας του νεοελληνικού κράτους προς μια ισχυρή, μαχόμενη και οικονομικά ανεπτυγμένη Δημοκρατία.

H πραγματική διεθνής εικόνα της Χώρας, σήμερα, είναι αυτή ενός ανήμπορου κράτους-μέλους της απορρυθμισμένης από τις ακραίες ανισότητες, εξασθενημένης από την πολυκρίση και εμπόλεμης πλέον Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο διακατέχεται, μάλιστα, από την ανομολόγητη πεποίθηση ότι πρωτογενώς κρίσιμη δεν είναι η συμμετοχή του στην Ένωση αλλά η συμμαχία του με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η παραπάνω εικόνα συνιστά το αναγέλασμα της Ιστορίας για όσους βιάστηκαν να χαρακτηρίσουν τη συνθηκολόγηση της ελληνικής κυβέρνησης το καλοκαίρι του 2015 ως την οριστική αποκατάσταση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Ελλάδας που ολοκλήρωσε τη Μεταπολίτευση ως μετάβαση σε ένα θεσμικά προηγμένο και οικονομικά απάνεμο ευρωπαϊκό αραξοβόλι.

Την ίδια στιγμή, στην εσωτερική πολιτική σκηνή, η οργανωτική αποσύνθεση και η αφασία της πλειοψηφίας των αριστερών δυνάμενων δίνουν αφορμή για σαρκασμό εκείνων που προέβαλαν τις κυβερνήσεις του 1981 και του 2015 ως ορόσημα δικαίωσης των μεταπολιτευτικών κοινωνικών και πολιτικών διεκδικήσεων της Αριστεράς.

Απ’ την άλλη, η διαφθορά, η έξαρση της βίας, η θεσμική και πολιτισμική παρακμή, η απουσία αξιοκρατίας και η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος που συνοδεύουν, τα τελευταία χρόνια, τη διακυβέρνηση από συντηρητικά και εκσυγχρονιστικά κόμματα ξεγύμνωσαν τη στοχοποίηση της Μεταπολίτευσης ως λίκνου της ηττημένης αριστερής ηγεμονίας από την οποία και μόνο πήγασε τάχα η αταξία, η ανομία, οι πελατειακές σχέσεις και ό,τι οδήγησε στην πρόσφατη δημοσιονομική κρίση.

Η Μεταπολίτευση είναι ορισμένες στιγμές της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους γύρω από τις οποίες συγκροτήθηκε μια κοινή προσπάθεια ρήξης του με τη μετεμφυλιακή πραγματικότητα και αναπροσανατολισμού του στην ευοίωνη προοπτική της συμβίωσης της πολιτικής με την κοινωνική δημοκρατία. Μέσα από πολλούς και δύσκολους συμβιβασμούς, αυτή η προσπάθεια οδήγησε στο Σύνταγμα του 1975 αλλά δεν έχει προφανή αιτιώδη συνάφεια με τις μεταγενέστερες στιγμές της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Όπως δε όλες οι ιστορικές στιγμές, η Μεταπολίτευση δεν ήταν αυτονόητο ότι θα συμβεί, ούτε είχε απόλυτα προδιαγεγραμμένους στόχους. Σηματοδότησε, όμως, μια δυναμική αισιόδοξων προσανατολισμών η τυχόν ανασύνθεση της οποίας, ως πηγής ελπίδας ή έστω τύψεων, στοιχειώνει τις κυρίαρχες αφηγήσεις στους σημερινούς σκοτεινούς καιρούς, γιαυτό κι αυτές πασχίζουν να ξεμπερδέψουν μαζί της. Ίσως, διότι γνωρίζουν ή απλώς φοβούνται αυτό που έχει επισημάνει ο W. Benjamin: «ανασύνθεση του παρελθόντος δεν σημαίνει αναγνώρισή του “με τον τρόπο που υπήρξε πραγματικά”. Σημαίνει το άρπαγμα μιας μνήμης καθώς αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου.».

Η μελέτη του Χαράλαμπου Κουρουνδή εστιάζει στην περίοδο από την ορκωμοσία του Κ. Καραμανλή ως Πρωθυπουργού και τη συγκρότηση της Κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητος» στις 24 Ιουλίου 1974 ως τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974. Ο συγγραφέας επιχειρεί να δείξει ότι αυτή η περίοδος είναι κρίσιμη για τη διαμόρφωση του βασικού στοιχείου της θεσμικής ταυτότητας της Μεταπολίτευσης, το οποίο ήταν η μετάβαση από το μετεμφυλιακό «κράτος των εθνικοφρόνων» σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία που δεν ήταν πια «καχεκτική». Υπολαμβάνοντας ότι αυτό που συνέβη δεν ήταν και το μόνο που θα μπορούσε να συμβεί, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι θεσμικές εξελίξεις αυτής της πρώτης φάσης της Μεταπολίτευσης δεν καθορίσθηκαν αποκλειστικά από την πολιτική ηγεσία της περιόδου αλλά και από την κοινωνική βάση. Απ’ τη μια, ο Κ. Καραμανλής προσπάθησε να χαράξει έναν θεσμικό «οδικό χάρτη» βασισμένο στις προδικτατορικές αντιλήψεις του, όπως αυτές είχαν σχηματοποιηθεί στη «βαθεία τομή» του 1963. Απ’ την άλλη, ο ιδεολογικός και πολιτικός ριζοσπαστισμός των μαζών αναδείχθηκε σε άδηλο συνομιλητή της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητος» και σε παράγοντα οριοθέτησης των πρωτοβουλιών της. Ο μεταπολιτευτικός συμβιβασμός, ως συνδυασμός της θεσμικής αλλαγής παραδείγματος με τη διατήρηση του κοινωνικού status quo, μοιάζει να έχει τις ρίζες του στην αντιπαράθεση αυτών των δύο πόλων.

image_pdf
Μετάβαση στο περιεχόμενο