Ένα από τα πιο σοβαρά συμπτώματα απαξίωσης του Συντάγματος, ιδίως στη Χώρα μας, είναι η παράλειψη ψήφισης των νόμων από τους οποίους εξαρτάται η υλοποίηση συνταγματικών θεσμών. Ο νομοθέτης μπορεί να αδρανοποιεί θεμελιώδεις διατάξεις των οποίων η εφαρμογή προϋποθέτει την ψήφιση εκτελεστικών νόμων, εκμεταλλευόμενος την αδυναμία του δικαστή να ακυρώσει την παράλειψη νομοθέτησης κατά το πρότυπο της ακύρωσης της παράλειψης έκδοσης διοικητικής πράξης. Η αδυναμία αυτή δεν οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι μια τέτοια ακύρωση δεν είναι, καταρχήν, νοητή στο πλαίσιο του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Οφείλεται και στην παραδοσιακά κυρίαρχη αντίληψη ότι ο δικαστής, έχοντας αρμοδιότητα να λειτουργεί απλώς ως «αρνητικός νομοθέτης», όχι μόνο δεν μπορεί να υποκαταστήσει, μέσω μιας ενδεχόμενης θετικής δράσης του, το έργο του κοινού νομοθέτη, αλλά δεν είναι σε θέση να απαιτήσει από αυτόν ούτε καν την άρση της αντισυνταγματικής αθέτησης των υποχρεώσεών του.
Τα τελευταία χρόνια, η παραπάνω αντίληψη, η οποία υπονομεύει την κανονιστικότητα του Συντάγματος, φαίνεται να σχετικοποιείται, υπό την επίδραση και της πύκνωσης των κυρώσεων που το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει σε περιπτώσεις παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας του εθνικού νομοθέτη. Απ’ τη μια, η απραξία του νομοθέτη δεν θεωρείται πλέον εύκολα ανεκτή, εκτός εάν δικαιολογείται αντικειμενικά (λ.χ. όταν το ίδιο το Σύνταγμα εξαρτά την ψήφιση ενός νόμου από την ύπαρξη ειδικής πλειοψηφίας ή όταν συντρέχουν εξαιρετικές συνθήκες). Απ’ την άλλη, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος η αναζήτηση της δυνατότητας να παρακαμφθεί η αδικαιολόγητη άρνηση νομοθετικής πρωτοβουλίας και να εφαρμοστεί απευθείας το ίδιο το Σύνταγμα. Η δυνατότητα αυτή δεν περιορίζεται στην εφαρμογή συνταγματικών διατάξεων, αυτοτελών ή σχετικώς μη αυτοτελών, που αφορούν ατομικά ή οικονομικά δικαιώματα, ορισμένες δημόσιες υποχρεώσεις ή την οργάνωση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Αφορά επιπλέον την εφαρμογή και συνταγματικών διατάξεων που κατοχυρώνουν κοινωνικά δικαιώματα και σκοπούς, ιδίως όταν τα μέσα υλοποίησης του σχετικού δικαιώματος ή σκοπού προσδιορίζονται και μπορούν να διασφαλιστούν επαρκώς. Κοντολογίς, η άμεση εφαρμογή του Συντάγματος αναδεικνύεται σταδιακά σε κρίσιμη εγγύηση τήρησής του.
Ο Χάρης Χίου αναλύει τον θεσμό της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι, πέντε χρόνια μετά τη συνταγματική του κατοχύρωση με την αναθεώρηση του 2019, ο θεσμός αυτός παραμένει ανενεργός, εξαιτίας της παράλειψης ψήφισης των προβλεπόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων. Ο συγγραφέας διερευνά και προτείνει την άμεση εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 73 του Συντάγματος, ως όρο κανονιστικής επιβίωσης του παραπάνω νεοπαγούς συνταγματικού θεσμού, μέσω του οποίου ένα τμήμα του λαού έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τη διαμόρφωση της ημερήσιας διάταξης των δημοσίων πολιτικών, να αναδείξει τα μείζονα ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία και να εισφέρει στον κοινοβουλευτικό και, ευρύτερα, στον δημόσιο διάλογο τις λύσεις που προτείνει.
Στην Ευρώπη, η διαχείριση της μακροχρόνιας μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης επιβεβαιώνει διαρκώς ότι, και σε αυτόν τον τομέα, η συνεργασία και οι πολιτικές των κρατών αποσκοπούν περισσότερο στην εξισορρόπηση των διακρατικών σχέσεων παρά στη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Προσπαθώντας, μάλιστα, να αντιμετωπίσει τις εισροές μεταναστών και προσφύγων, η επίσημη ευρωπαϊκή πολιτική δεν έχει ως στόχο την εμπέδωση ειλικρινούς αλληλεγγύης απέναντι στα κράτη πρώτης υποδοχής και τη δίκαιη κατανομή των σχετικών ευθυνών, αλλά την αποτροπή των αφίξεων και την αποφυγή των υποχρεώσεων που αυτές συνεπάγονται.
Η Ελένη Καλαμπάκου, μελετώντας τις συμφωνίες που συνάπτουν τα ευρωπαϊκά κράτη για την ανάθεση της διαχείρισης της μετανάστευσης σε τρίτες χώρες, επισημαίνει ότι οι συμφωνίες αυτές δεν σέβονται πάντοτε το διεθνές δίκαιο και οδηγούν συχνά σε επαναπροωθήσεις σε χώρες όπου υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια των μεταναστών. Η συγγραφέας υπογραμμίζει ότι οι παραπάνω συμφωνίες στέλνουν το μήνυμα σε όσους ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη ότι θα βρεθούν φτωχοί και εγκαταλελειμμένοι, στερούμενοι της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, να στοιβάζονται σε χώρες φτωχές ή και αυταρχικές, με μεγάλους προσφυγικούς πληθυσμούς. Υπενθυμίζουν, επομένως, σχέσεις ισχύος και υπεροχής που είναι εμπεδωμένες από τον καιρό της αποικιοκρατίας και που κανονικοποιούν την ιδέα ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν αξίζουν, που περισσεύουν.