Ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκαν, τα τελευταία χρόνια, η αντίληψη για τα θεμελιώδη δικαιώματα και το καθεστώς προστασίας τους αποτελεί προνομιακό πεδίο συνειδητοποίησης και μελέτης της αναβίωσης προνεωτερικών προτύπων που αλλοιώνουν τα κεκτημένα του συνταγματικού κράτους δικαίου, υπονομεύοντας πρωτίστως την ασφάλεια δικαίου. Η συνταγματική ερμηνεία εμποτίστηκε από μια υπερφιλελεύθερη ιδεολογία που, πρακτικά, συρρίκνωσε το δίκαιο στην προστασία δικαιωμάτων και, μάλιστα, ατομικών. Αυτή η ατομικιστική προσέγγιση προώθησε μια λειτουργική αντίληψη της παραπάνω προστασίας και, περαιτέρω, διευκόλυνε την εργαλειοποίησή της, πολύ συχνά υπέρ της επίτευξης στόχων που δεν βρίσκουν έρεισμα στα συνταγματικά κείμενα. Η δε επιστροφή στη λογική της διαμοιρασμένης κυριαρχίας και οι παθογένειες του συνταγματικού πλουραλισμού, που επικράτησε, ευνόησαν την εγκατάλειψη της προσήλωσης στον νόμο και την υιοθέτηση ποικίλων δυναμικών ερμηνειών. Οι τελευταίες διεύρυναν υπέρμετρα την εξουσία των διαφόρων -εθνικών και υπερεθνικών- δικαστών, χωρίς να καταφέρουν να συντονίσουν τον μεταξύ τους διάλογο, γεγονός που οδήγησε στην απορρύθμιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και, τελικά, στη ρευστοποίησή της (βλ. C. Yannakopoulos, «Les nouvelles frontières du constitutionnalisme» [texte provisoire], rapport national à la XLe Table ronde internationale de justice constitutionnelle comparée, 13-14.09.2024, ιδίως σημεία 35 επ.).
Τα παραπάνω σημάδια αλλοίωσης του νεωτερικού συνταγματισμού διαγράφονται ακόμη και πίσω από το φαινομενικά θετικό πρόσημο που, κατά κανόνα, συνοδεύει την προϊούσα τάση πολλαπλασιασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στις μέρες μας, ενόψει των σημαντικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών μεταβολών που προκαλούνται ιδίως από τις εντυπωσιακές αλλά γεμάτες κινδύνους επιδόσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας. Όσο κι αν μπορεί να εκπλήσσει ορισμένους, η δυνατότητα αναγνώρισης και διασφάλισης ενός νέου θεμελιώδους δικαιώματος, χωρίς να αποκλείεται, ούτε είναι αυτονόητη ούτε συνιστά υποχρεωτικά μια θετική εξέλιξη.
Κάθε απόπειρα αναγνώρισης ενός νέου δικαιώματος μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος φέρνει στο προσκήνιο τις δυσχέρειες προσδιορισμού των ουσιαστικών ορίων της τελευταίας και, ειδικότερα, το ζήτημα εάν τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα κατατάσσονται, στο σύνολό τους, στην αναθεωρήσιμη ύλη. Η υποστηριζόμενη συχνά άποψη ότι, ακόμη και αν αυτό δεν συνάγεται ευθέως από το γράμμα του Συντάγματος, τα ατομικά δικαιώματα δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάργησης, αλλά μόνον αναπροσδιορισμού του περιεχομένου τους και, μάλιστα, προς τον σκοπό της διεύρυνσης της ήδη παρεχόμενης συνταγματικής προστασίας τους, συνιστά μάλλον μια ακόμη εκδήλωση της υπερφιλελεύθερης ιδεολογίας που δεν απαντά με πειστικό τρόπο σε όλες τις ερμηνευτικές απορίες. Εφόσον δεν βρίσκει έρεισμα στο γράμμα του Συντάγματος, από πού πηγάζει ένας τέτοιος ουσιαστικός περιορισμός της συνταγματικής αναθεώρησης; Για ποιον λόγο να δεχτεί κανείς ότι η άσκηση συντακτικής εξουσίας παγιώνει έναν μη αναστρέψιμο βαθμό προστασίας μόνον ως προς τα ατομικά και όχι ως προς όλα τα δικαιώματα ή και ως προς άλλους συνταγματικούς θεσμούς; Η εισαγωγή ενός νέου ατομικού δικαιώματος διευρύνει πάντοτε την κεκτημένη προστασία των υφιστάμενων ατομικών δικαιωμάτων; Μήπως το ισοζύγιο αποτελεσματικής προστασίας τους κλονίζεται από το κοινωνικό και οικονομικό κόστος που συνοδεύει, κατά περίπτωση, τη διασφάλιση κάθε νέου δικαιώματος;
Εξίσου ή και πιο δυσχερή ζητήματα ανακύπτουν όταν το νέο δικαίωμα επιχειρείται να εισαχθεί μέσω της νομολογιακής οδού και, ειδικότερα, μέσω μιας δυναμικής -ενίοτε βασισμένης και στο ευρωπαϊκό ή/και το διεθνές δίκαιο- ερμηνείας που απομακρύνεται αισθητά από το γράμμα του Συντάγματος και συνδέεται με τη διαπίστωση ως δεσμευτικής μιας νέας οικονομικής, κοινωνικής ή πολιτικής δυναμικής. Τι θα σήμαινε για την εξέλιξη του σύγχρονου συνταγματισμού και για την ασφάλεια δικαίου τυχόν αποδοχή της άποψης, που θα ήταν εμφανώς εμπνευσμένη από το φυσικό δίκαιο, ότι πηγή του νέου δικαιώματος είναι η παραπάνω δυναμική; Μήπως θα ήταν πιο θεμιτό και σκόπιμο να εντοπίσουμε αυτή την πηγή στο ερμηνευτικό έργο του ίδιου του δικαστή; Νομιμοποιείται και είναι άραγε σε θέση ο τελευταίος να αναλάβει την κατεξοχήν πολιτική και ιδιαίτερα πολύπλοκη αποστολή της μετάπλασης σε θεμελιώδη κανόνα της εκάστοτε κυρίαρχης οικονομικής, κοινωνικής ή πολιτικής αίσθησης και της απορρέουσας από αυτή ανάγκης προστασίας ενός δικαιώματος που είναι άγνωστο στο ισχύον Σύνταγμα, ακόμη και αν είναι γνωστό σε υπερεθνικό επίπεδο;
Κοντολογίς, προκαλεί πολλά ερωτηματικά κάθε προσέγγιση που αποκλίνει από την ιδέα ότι συνταγματικής περιωπής δικαιώματα είναι όσα προκύπτουν από τις ενδείξεις που προσφέρει το κείμενο των συνταγματικών διατάξεων και από κάθε ερμηνεία η οποία, λαμβάνει μεν υπόψη τις νέες απαιτήσεις που γεννά η μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών, πλην όμως σέβεται τις παραπάνω ενδείξεις (βλ. M. Luciani, «Les nouvelles frontières du constitutionnalisme» [texte provisoire], rapport introductif à la XLe Table ronde internationale de justice constitutionnelle comparée, 13-14.09.2024, ιδίως σελ. 49 επ.).
Στην ιδιαίτερα επίκαιρη και πρωτότυπη μελέτη του, ο Γιώργος Μουκαζής προτείνει την αναγνώριση ενός νέου ανθρώπινου δικαιώματος (human right), του δικαιώματος στην ανθρώπινη απόφαση. Έχοντας επίγνωση των πολλαπλών φιλοσοφικών και νομικών προκλήσεων με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη η διεκδίκηση της κατοχύρωσης ενός νέου θεμελιώδους δικαιώματος, ο συγγραφέας υποστηρίζει, ότι, στη σημερινή εποχή της ταχύτατης διείσδυσης των συστημάτων Τεχνητής Νοημοσύνης σε όλους σχεδόν τους τομείς της κοινωνικοοικονομικής πρακτικής, οι άνθρωποι έχουν πράγματι δικαίωμα οι αποφάσεις που επιδρούν σημαντικά στη ζωή τους να λαμβάνονται από ανθρώπους και όχι από αλγορίθμους. Το δικαίωμα στην ανθρώπινη απόφαση όχι μόνο δεν αντιβαίνει στην αρχή του κράτους δικαίου, αλλά την ενισχύει. Το όραμα ενός νομικού και κοινωνικού συστήματος που βασίζεται αποκλειστικά σε αλγορίθμους είναι βαθιά αντίθετο με την ουσία του κράτους δικαίου και δυστοπικό, γιατί, τελικά, είναι ανελεύθερο και μη αυθεντικό. Το πραγματικό κράτος δικαίου απαιτεί όχι μόνο αποφάσεις, αλλά και αυτοεξέταση, όχι μόνο συνέπεια, αλλά και κατανόηση, όχι μόνο ακρίβεια, αλλά και σοφία. Και αυτά μόνο η ανθρώπινη κρίση μπορεί να τα παρέχει.