Μολονότι το κείμενο του Συντάγματος του 1975 κατοχυρώνει ρητώς μια σειρά επιμέρους επιτακτικών κοινωνικών σκοπών, τη δυνατότητα του Κράτους να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης και την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, στις μέρες μας τα κοινωνικά δικαιώματα λοιδορούνται σαν παρωχημένα. Επηρεασμένη από παραδοχές της αγγλοσαξονικής ηθικής φιλοσοφίας και υποστηριζόμενη από τον εξευρωπαϊσμό του εθνικού δικαίου, στη Χώρα μας η επικρατούσα συνταγματική ερμηνεία συρρικνώνει κατ’ουσίαν το δίκαιο στα ατομικά δικαιώματα και αμφισβητεί την πληρότητα της δικαστικής προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, για τα οποία θεωρεί ότι βασίζονται σε επιχειρήματα όχι αρχών αλλά δικαιοπολιτικών επιλογών. Στο πλαίσιο αυτό, οι κανόνες που επιβάλλουν την προστασία κοινωνικών δικαιωμάτων επικαθορίζονται από την επιφύλαξη του εφικτού (Möglichkeitsvorbehalt), η οποία διευρύνει τη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη και τον δραστικό αυτοπεριορισμό του δικαστή απέναντι στις πράξεις και τις παραλείψεις του πρώτου. Έτσι, η υλοποίηση των κοινωνικών συνταγματικών σκοπών συχνά αδρανοποιείται, με εξαίρεση κυρίως τον τομέα του περιβάλλοντος, στον οποίο η αδιάλειπτη -αν και κυμαινόμενη- δικαστική προστασία στηρίζεται στην παράδοξη μετάπλαση της σχετικής θεμελιώδους υποχρέωσης σε ατομικό δικαίωμα.

Η παραπάνω απαξίωση της συνταγματικής προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, στην οποία κατατείνει και η ατομικιστική τους μετάπλαση, δεν οφείλεται σε μια ενδογενή κανονιστική ατέλειά τους αλλά σε ιδεολογικοπολιτικές επιλογές, καταρχάς, του νομοθέτη και, στη συνέχεια, των εθνικών δικαστών, οι οποίοι παραλείπουν να προτάξουν και να εξειδικεύσουν την κανονιστική πυκνότητα και την αγωγιμότητα των εν λόγω δικαιωμάτων. Αυτές οι επιλογές συντονίζονται με το φαινόμενο του κανονιστικού δαρβινισμού, το οποίο έχει ενταθεί εξαιτίας της πολυκρίσης και περιθωριοποιεί πλέον κάθε κανόνα δικαίου που προωθεί πολιτικές αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το νεοφιλελεύθερο δόγμα.

Ωστόσο, όπως διαφάνηκε και από κάποιες μεμονωμένες αντιδράσεις της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων και, ιδίως, του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την περίοδο της πρόσφατης δημοσιονομικής κρίσης, η απόλυτη περιφρόνηση του κοινωνικού κράτους δικαίου δεν αποτελεί τη μόνη προοπτική. Μπορεί κανείς να το αντιληφθεί, αν στρέψει επίσης την προσοχή του και σε κάποιες αλλοδαπές έννομες τάξεις, άλλες από αυτές που επικαλoύνται επανειλημμένως όσοι προσπαθούν να εμφανίσουν ως αυτονόητη την εργαλειοποίηση του δικαίου από μονοσήμαντες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αναλύσεις.

Ο Ανδρέας Σαμαρτζής παρουσιάζει την εξέλιξη και αναζητεί τους λόγους της επιτυχίας του δικαστικού ελέγχου των κοινωνικών δικαιωμάτων στη Νότια Αφρική, διερευνώντας, μεταξύ άλλων, τις νομιμοποιητικές βάσεις του έργου του Συνταγματικού Δικαστηρίου αυτής της χώρας. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι, παρά τη σχετικά σύντομη ιστορία της ως ολοκληρωμένης δημοκρατίας και την μακρά και βίαιη προϊστορία φυλετικού διαχωρισμού, η Νότια Αφρική έχει αποτελέσει ένα από τα λαμπρότερα παραδείγματα της συνεισφοράς του συνταγματικού σχεδιασμού στον μετασχηματισμό μιας κοινωνίας προς ένα καθεστώς ουσιαστικής ισονομίας και ισοπολιτείας. Παρά τις αξιοσημείωτες ελλείψεις του, ο δικαστικός έλεγχος των κοινωνικών δικαιωμάτων στη Νότια Αφρική αποτελεί ένα θετικό παράδειγμα του ρόλου που μπορούν να παίξουν τα δικαστήρια ως εγγυητές των υποσχέσεων ενός προοδευτικού Συντάγματος, ως «οίστροι» -υπό την πρωταρχική έννοια του όρου- που ωθούν την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία στην ανάληψη των ευθυνών τους απέναντι στην πλειοψηφία των πολιτών.

Στις μέρες μας, ο διαρκής μετασχηματισμός της κοινωνίας και του κράτους υποχρεώνει τους νομικούς επιστήμονες -και όχι μόνον αυτούς- να επαναπροσδιορίσουν κλασσικές έννοιες και να επαναξιολογήσουν τις σταθμίσεις που συνδέονται με τις έννοιες αυτές. Μια τέτοια -σχεδόν μυθική- έννοια του διοικητικού δικαίου αποτελεί η δημόσια τάξη, η οποία γίνεται παραδοσιακά αντιληπτή, ως υλική και εξωτερική, μέσα από το τρίπτυχο δημόσια ηρεμία, δημόσια ασφάλεια και δημόσια υγεία. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο μια άυλη και πρωτίστως εσωτερική διάσταση της δημόσιας τάξης, η οποία περιλαμβάνει την προστασία αξιών και συναισθημάτων των πολιτών, όπως είναι ιδίως η δημόσια ηθική, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και οι δημοκρατικές αξίες.

Η μελέτη της Κυριακής-Θεοδώρας Φορτσάκη πραγματεύεται αυτή την άυλη δημόσια τάξη, ως μία νέα και ιδιαίτερη έννοια του γαλλικού δικαίου που παραμένει σχετικά άγνωστη τόσο σε πολλές εθνικές έννομες τάξεις όσο και στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συγγραφέας επισημαίνει ότι η αναγνώριση της έννοιας της άυλης δημόσιας τάξης βασίζεται στην κατανόηση ότι η κοινωνική συνοχή και η ευημερία εξαρτώνται από την προστασία τόσο του φυσικού όσο και του ψυχολογικού και αξιακού περιβάλλοντος που συνθέτει την κοινωνία. Εντούτοις, η λειτουργία αυτής της νέας έννοιας παραμένει αμφισβητούμενη, δημιουργώντας προκλήσεις στη σύγχρονη εφαρμογή της. Η αόριστη και συχνά ευρεία έκταση της άυλης δημόσιας τάξης παρέχει στις αρχές εξουσίες που μπορεί να οδηγήσουν σε αυθαίρετες παρεμβάσεις, ιδίως σε ζητήματα ηθικής ή αισθητικής. Τούτο θέτει την ανάγκη καθορισμού ορίων στην αστυνομική παρέμβαση, προκειμένου να αποτραπεί η κατάχρηση εξουσίας και να προστατευτούν οι ελευθερίες των πολιτών.

image_pdf
Μετάβαση στο περιεχόμενο