Στην Ελλάδα, ο έλεγχος της ουσιαστικής συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια είναι διάχυτος (όλοι οι δικαστές είναι αρμόδιοι να τον ασκήσουν), κατασταλτικός (ο ελεγχόμενος νόμος έχει ήδη τεθεί σε ισχύ), παρεμπίπτων και δηλωτικός (ο δικαστής ελέγχει μία κατάσταση ή μία πράξη η οποία στηρίζεται στον επίμαχο νόμο, πλην όμως ο τελευταίος δεν ελέγχεται ευθέως, ούτε μπορεί να ακυρωθεί, απλώς, αν κριθεί αντισυνταγματικός, δεν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση), συγκεκριμένος (ο έλεγχος διενεργείται στο πλαίσιο επίλυσης μίας συγκεκριμένης διαφοράς), υποχρεωτικός και, υπό προϋποθέσεις, αυτεπάγγελτος. Αυτό το σύστημα δικαστικού ελέγχου του νόμου, το οποίο κατοχυρώνεται πρωτίστως στα άρθρα 93, παρ. 4, και 87, παρ. 2, του Συντάγματος, αποπνέει μια μακρά φιλελεύθερη παράδοση, από τη φύση της καχύποπτη απέναντι στις αποφάσεις της κεντρικής κρατικής εξουσίας. Στοχεύει προεχόντως όχι τόσο στην ασφάλεια δικαίου και τον εξορθολογισμό της δικαιοπαραγωγικής διαδικασίας όσο στην προάσπιση του κράτους δικαίου, μέσω της προστασίας του πολίτη από την εφαρμογή αντισυνταγματικών διατάξεων. Παρουσιάζει δε κοινά στοιχεία με το αμερικανικό σύστημα, πλην όμως το τελευταίο διαφοροποιείται αισθητά από το ελληνικό, κυρίως διότι, στη Χώρα μας, δεν υπάρχει ένα και μοναδικό ανώτατο δικαστήριο το οποίο, στο πλαίσιο μίας ενιαίας δικαιοδοσίας και σε συνδυασμό με την αρχή της δεσμευτικότητας του νομολογιακού προηγούμενου, να αποτρέπει τον κίνδυνο αντιφατικών αποφάσεων, ενοποιώντας οργανικά και λειτουργικά τη συνταγματική δικαιοσύνη.

Τις τελευταίες δεκαετίες, μαζί με όλους τους άλλους θεσμούς της εθνικής έννομης τάξης, το παραπάνω σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων έχει υποστεί ποικίλους μετασχηματισμούς και έχει εμφανίσει αξιοσημείωτες ατέλειες.

Καταρχάς, καθώς δεν δημιουργούνται πάντοτε συγκρούσεις που μπορούν να αρθούν από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ο έλεγχος συνταγματικότητας συγκεντρώθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στο επίπεδο των τριών ανωτάτων δικαστηρίων, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η νομολογία των οποίων δεν ανατρέπεται, στην πράξη, από τα κατώτερα δικαστήρια στο εσωτερικό κάθε δικαιοδοσίας. Μάλιστα, το Συμβούλιο της Επικρατείας οικειοποιήθηκε, περισσότερο από τα δύο άλλα ανώτατα δικαστήρια, τη θεσμική δυναμική του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ασκώντας και υπερασπιζόμενο τις ευρείες και ιδιαίτερες συνταγματικές του αρμοδιότητες. Η δε χρονική αμεσότητα και η εντατικοποίηση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που ασκείται από το Συμβούλιο της Επικρατείας προκάλεσαν και εξακολουθούν να προκαλούν θεσμικές εντάσεις και αντιδράσεις εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας. Κατά καιρούς, η τελευταία προσπαθεί, με διάφορους τρόπους, να ξεφύγει από αυτό το Δικαστήριο ή να υποβαθμίσει τις αρμοδιότητές του, άλλοτε επισείοντας την απειλή ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, άλλοτε επιδιώκοντας την καθυστέρηση της οριστικοποίησης του ελέγχου μέσω ιδίως της θέσπισης υποχρέωσης παραπομπής του ελέγχου στις Ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων, άλλοτε προσπαθώντας να αποκλείσει δικονομικά τον έλεγχο μέσω της ψήφισης ατομικών νόμων, συχνά επιχειρώντας να ελέγξει την ηγεσία του Δικαστηρίου και, σχεδόν πάντοτε, αρνούμενη την πλήρη και έγκαιρη συμμόρφωση στις αποφάσεις του.

Εξάλλου, η οργάνωση, τα όρια και η λειτουργία του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων δέχτηκαν τη διφορούμενη επίδραση του ευρωπαϊκού δικαίου. Απ’ τη μια, το τελευταίο προάσπισε τον διάχυτο χαρακτήρα του παραπάνω ελέγχου, αποθαρρύνοντας τις τάσεις συγκέντρωσής του, και προήγαγε σημαντικά τη διεύρυνσή του σε πεδία που αφορούν τη νομοθετική διαδικασία, την αιτιολογία του νόμου, την ειλικρίνεια του νομοθέτη, την παράλειψη νομοθέτησης, τα πολιτικά ζητήματα και τη συνταγματική αναθεώρηση. Απ’ την άλλη, το ευρωπαϊκό δίκαιο σχετικοποίησε την υποχρεωτικότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, δεν επέτρεψε την απόλυτη προτεραιότητά του απέναντι στον έλεγχο συμβατότητάς τους ιδίως με το ενωσιακό δίκαιο, επικαθόρισε τους στόχους του και έθεσε εν αμφιβολία την αποτελεσματικότητά του, εγκλωβίζοντάς τον στον απορρυθμισμένο διάλογο μεταξύ εθνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων.

Τέλος, ορισμένες ατέλειες του κατασταλτικού και διάχυτου συστήματος δικαστικού ελέγχου της ουσιαστικής συνταγματικότητας των νόμων αναδείχτηκαν εμφατικά κυρίως στο πλαίσιο της πολυκρίσης. Μεταξύ άλλων, έγινε αντιληπτό ότι το σύστημα αυτό δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει εγκαίρως, με πληρότητα, αποτελεσματικότητα και ασφάλεια, ούτε τον έλεγχο της συστηματικής παραβίασης συνταγματικών διατάξεων που διέπουν τη λειτουργία του εξασθενημένου πλέον κοινοβουλίου, ούτε τη δικαιοκρατική πλαισίωση του νομοθετικού προγραμματισμού έκδοσης αλλεπάλληλων κανονιστικών πράξεων περιορισμένης χρονικής ισχύος, ούτε την επίλυση ιδιαίτερων ζητημάτων που αφορούν τον πολιτικό ανταγωνισμό, όπως αυτών που εγείρει ο έλεγχος του εκλογικού νόμου ή της απαγόρευσης συμμετοχής πολιτικών κομμάτων στις βουλευτικές εκλογές, ούτε τον έλεγχο συνταγματικότητας της συνομολόγησης και της κύρωσης διεθνών συνθηκών που επιφέρουν την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, ούτε τη δεσμευτικότητα και την προσήκουσα εφαρμογή στον χρόνο της κήρυξης νομοθετικών διατάξεων ως αντισυνταγματικών. Είναι εύλογο, λοιπόν, τα κενά του υφιστάμενου συστήματος δικαστικού ελέγχου των νόμων σε όλους τους παραπάνω τομείς να προβληματίζουν και να φέρνουν στο προσκήνιο προτάσεις όχι μόνο για τη θέσπιση μορφών προληπτικού και, κατά κανόνα, συγκεντρωτικού δικαστικού ελέγχου, αλλά και για την ενίσχυση υφιστάμενων ή για τη θέσπιση νέων μορφών μη δικαστικού προληπτικού ελέγχου.

Εστιάζοντας στην περίπτωση του ελέγχου του σχεδίου νόμου σχετικά με την επιστολική ψήφο, η μελέτη της Δάφνης Ακουμιανάκη διερευνά τη λειτουργία και τις προοπτικές του προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι δεν είναι σκόπιμο να ενισχυθεί ο δικαστικός έλεγχος, καθώς ο διάχυτος έλεγχος έχει ήδη προσλάβει έναν χαρακτήρα αρκούντως συγκεντρωτικό προκειμένου να υπηρετήσει την ασφάλεια δικαίου, ενώ η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου απαιτεί ένα επίπεδο θεσμικής συναίνεσης που φαίνεται διαχρονικά να απουσιάζει από την ελληνική έννομη τάξη. Σε κάθε περίπτωση, το ιστορικό βάθος των χαρακτηριστικών του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας είναι τέτοιο που κάθε είδους βαθιά τομή ενδέχεται να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα στοχεύει να επιλύσει. Αντιθέτως, επιβάλλεται η ενίσχυση άλλων υφιστάμενων μορφών προληπτικού ελέγχου, όπως του γνωμοδοτικού ελέγχου που ασκεί η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής και του πολιτικού ελέγχου που ασκεί η ίδια η Βουλή, και η θέσπιση ενός νέου γνωμοδοτικού προληπτικού ελέγχου από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Στο πλαίσιο αυτών των προτάσεών της, η συγγραφέας επισημαίνει ότι, ιδίως σε πεδία όπως αυτό της εκλογικής νομοθεσίας, μία οπτική απαλλαγμένη από την προκατάληψη ταύτισης της αποτελεσματικότητας του ελέγχου με τον δικαστή αναδεικνύει σημαντικές παραμέτρους του μη δικαστικού προληπτικού ελέγχου, ο οποίος είναι ένας έλεγχος ασθενέστερος του δικαστικού αλλά ισχυρότερος του κοινοβουλευτικού, ικανός, πάντως, να συμβάλει σημαντικά στη βελτίωση της ποιότητας της νομοθέτησης.

image_pdf
Μετάβαση στο περιεχόμενο