Η επιστήμη δεν μπορεί να αυτονομηθεί απόλυτα από την πολιτική. Η προβολή της αντίθετης θέσης είναι συχνά ανειλικρινής. Ο Α. Μάνεσης σημείωνε ότι δεν σπανίζει ανάμεσα στους επιστήμονες ο τύπος του τεχνοκράτη που «εμφανίζεται σαν ο κατεξοχήν “απολιτικός”» αλλά «είναι πρόθυμος να αναζητεί, διατυπώνει και προσφέρει λύσεις εναλλακτικές για τους κατόχους της εξουσίας, εξυπηρετικές πάντως των συμφερόντων τους ή των απόψεών τους, αδιαφορώντας για το ποιοι είναι αυτοί και για το πως ασκούν την πολιτική εξουσία». «Ο τεχνοκράτης», τόνιζε, είναι αυτός που «υπηρετεί το οποιοδήποτε αφεντικό», που «κάνει πως δεν καταλαβαίνει ότι η “δουλειά” του είναι δουλεία, όταν δεν είναι επίσης και δειλία έναντι των κρατούντων».
Ο Ακρίτας Καϊδατζής αποδομεί το δίλημμα «πολιτικοί ή τεχνοκράτες;» που επαναλαμβάνεται διαρκώς, τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο της εμπεδωμένης κατάστασης διαρκούς κρίσης. Θεωρεί ότι πρόκειται για ένα παραπλανητικό δίλημμα, το οποίο παραγνωρίζει το πλήθος συνεργειών μεταξύ πολιτικών και τεχνοκρατών στις σύγχρονες διαφοροποιημένες κοινωνίες. Επισημαίνει δε ότι η θέση αυτού του διλήμματος συνιστά έναν από τους μηχανισμούς αποπολιτικοποίησης που έχουν, κατά βάση, σχεδιαστεί για την αναπαραγωγή του status quo. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο των μεγάλων σύγχρονων προκλήσεων που αντιμετωπίζει το συνταγματικό πολίτευμα, η επιστημονική γνώση και η τεχνοκρατία παραμένουν αναντικατάστατες, αλλά με όρους πλουραλισμού και όχι υποταγμένες σε ορισμένο πολιτικό σχέδιο.
Στις μέρες μας, εξελίσσεται ένας ριζικός μετασχηματισμός του δικαίου, του κράτους και της κοινωνίας. Ο A. Supiot, ένας από τους πιο σημαντικούς θεωρητικούς του δικαίου της εποχής μας, έχει αναλύσει, εκτός των άλλων, δύο πτυχές αυτού του μετασχηματισμού που αφορούν την εμπορευματοποίηση των θεμελιωδών αξιών. Από τη μια, τεκμηριώνοντας τη θέση του ότι η πίστη στο αλάθητο των αγορών αντικαθιστά την επιθυμία για λίγη δικαιοσύνη στην παραγωγή και τη διανομή του πλούτου σε παγκόσμια κλίμακα, έχει επανειλημμένα κάνει λόγο για την ανάπτυξη ενός κανονιστικού δαρβινισμού (darwinisme normatif), στο πλαίσιο του οποίου οι κανόνες δικαίου αντιμετωπίζονται ως εμπορεύματα και επιβιώνουν μόνον όσοι από αυτούς εξυπηρετούν τη βούληση των αγορών. Από την άλλη, μελετώντας την αναβίωση φεουδαρχικών μοτίβων στην οποία οδηγεί η διάχυτη συμβασιοποίηση (contractualisation) του δικαίου, έχει αναδείξει την τάση κατάργησης της διάκρισης μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων, τονίζοντας ότι «μερικά από τα νομικά όπλα που φανταζόμαστε ότι προστατεύουν τον έλεγχο του ανθρώπου πάνω στο σώμα του είναι πιθανό να επιταχύνουν τη μεταμόρφωση του τελευταίου σε εμπόρευμα».
Ο Βαγγέλης Κουμαριανός διερευνά την υποχώρηση, κατά την τελευταία δεκαπενταετία, της αρχής της υποχρεωτικότητας στην ελληνική κοινωνική ασφάλιση και τη σταδιακή εισαγωγή στοιχείων προαιρετικότητας και ατομικής επιλογής. Ο συγγραφέας σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι το πρόταγμα της μείωσης του ασφαλιστικού βάρους για την προαγωγή της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων οδηγεί στην αποδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης και την ανακατανομή της ευθύνης προστασίας στα άτομα.
Η Μαρία Καλογήρου μελετά τον θεσμό της παρένθετης μητρότητας, ο οποίος βρέθηκε στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου με αφορμή την ψήφιση του Ν. 5089/2024 για την ισότητα στον πολιτικό γάμο. Η συγγραφέας, εστιάζοντας στο ελληνικό δίκαιο, εντοπίζει, αφενός, τα στοιχεία που λειτουργούν προστατευτικά κατά της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου σώματος και της αναπαραγωγής και, αφετέρου, τα στοιχεία που υπονομεύουν την πλήρη προστασία κατά της εμπορευματοποίησης αυτής.