Αν και η άσκηση δικαιοδοτικών καθηκόντων αποτελεί έργο θεσμικά επικαθορισμένο από αυστηρές υποχρεώσεις διακριτικότητας, το Σύνταγμα έχει αναγνωρίσει το συνδικαλιστικό δικαίωμα των δικαστών, μέσω των ενώσεών τους (άρθρο 89, παρ. 5). Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης έχει προβλέψει την ακρόαση των δικαστικών ενώσεων πριν από κάθε επικείμενη μεταβολή του κανονισμού των δικαστηρίων (άρθρο 19, παρ. 6, του Ν. 4938/2022) και έχει διευρύνει τη δυνατότητα έκφρασης γνώμης και κριτικής άποψης των δικαστών, όταν αυτή συνδέεται με τη συμμετοχή τους στις παραπάνω ενώσεις (άρθρο 109, παρ. 4, του Ν. 4938/2022).

Τι πραγματικά περιμένουμε, όμως, από τις ενώσεις των δικαστών; Σίγουρα όχι μόνο την προώθηση στενών συντεχνιακών συμφερόντων και ιδίως αυτών που συνδέονται με τις αποδοχές και τις συντάξεις των μελών τους. Πολύ περισσότερο, οι δικαστικές ενώσεις δεν πρέπει να προαγάγουν τη διάχυτη, τα τελευταία χρόνια, αντίληψη ότι το δικαστικό λειτούργημα είναι μια εξ αποστάσεως απασχόληση στο Δημόσιο που διευκολύνει την οικογενειακή ζωή. Οφείλουν δε να συμβάλλουν διαρκώς στην προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας και στη βελτίωση της οργάνωσης και της λειτουργίας της δικαιοσύνης. Καλούνται, μάλιστα, να ανταποκρίνονται ιδίως στον ρόλο που έχουν ως το μόνο ίσως αποτελεσματικό αντίβαρο απέναντι στην αθέατη αλλά πιο επικίνδυνη μορφή προσβολής που οι δικαστές μπορεί να δεχτούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους: την παραβίαση της εσωτερικής ανεξαρτησίας τους. Με άλλα λόγια, πρέπει, εκτός των άλλων, να προασπίζουν τη δυνατότητα κάθε δικαστή να αποφαίνεται αποκλειστικά με βάση τη συνείδησή του, στηριζόμενος στον νόμο, χωρίς να υπόκειται σε πιέσεις, εκφοβισμό ή επιρροή που προέρχονται, όχι μόνον από δημόσιες ή ιδιωτικές εξουσίες πέραν της δικαστικής, αλλά και από τους ίδιους τους άλλους δικαστές ή τις υφιστάμενες εσωτερικές δομές της δικαιοσύνης.

Δεν είναι, άραγε, θεμιτό οι δικαστικές ενώσεις να ασχολούνται επίσης με γενικότερα κοινωνικά, οικονομικά ή πολιτικά ζητήματα που σχετίζονται με την απονομή της δικαιοσύνης και, ευρύτερα, με την προάσπιση του κράτους δικαίου; Στην απόφαση Sarisu Pehlivan κατά Τουρκίας, της 6ης Ιουνίου 2023 (αρ. 63029/19), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεχόμενο ότι οι συνδικαλιστικές ενώσεις των δικαστών αποτελούν «κοινωνικό φρουρό» («chien de garde social»), έκρινε ότι τα μέλη της διοίκησης αυτών των ενώσεων έχουν όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και το καθήκον να εκφράζουν τις απόψεις τους για ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία της δικαιοσύνης. Πώς οριοθετείται, όμως, στην πράξη, αυτό το καθήκον και, κυρίως, πώς συμβιβάζεται με τις υποχρεώσεις διακριτικότητας των δικαστών και την απαγόρευση κάθε εκδήλωσής τους υπέρ ή κατά κάποιου πολιτικού κόμματος;

Στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί να απαντήσει η ΒανέσσαΠαναγιώτα Ντέγκα, εξετάζοντας την ιστορική εξέλιξη του δικαστικού συνδικαλισμού και διερευνώντας τον εγγυητικό ρόλο των δικαστικών ενώσεων σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η συγγραφέας επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι δικαστικές ενώσεις δεν αρκεί να φέρουν τα αιτήματα του δικαστικού σώματος και τις αξίες της δικαιοσύνης στο επίκεντρο του κοινωνικού διαλόγου. Πρέπει επίσης να ενσωματώσουν τα ζητήματα άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών στις θέσεις τους, μέσω της συμμετοχής τους σε συλλογικές πρωτοβουλίες. Οι δικαστικές ενώσεις είναι οι βασικοί φορείς διαλόγου του δικαστικού σώματος με την κοινωνία.

Mολονότι κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παρ. 4, του Συντάγματος, στη Χώρα μας το κοινωνικό δικαίωμα στη στέγαση παραμένει, στην πράξη, «αόρατο», σύμφωνα με τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Α. Στεργίου (βλ.  Άρθρο 21 §4: Το δικαίωμα στη στέγη, Σύνταγμα. Ερμηνεία κατ’άρθρο, syntagmawatch.gr, 21.7.2023). Η κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας με τον Ν. 4046/2012 την εποχή των μνημονίων σηματοδότησε τη μετάλλαξη του προγράμματος δημόσιας στέγασης σε πρόγραμμα κρατικής πρόνοιας που συνήθως περιορίζεται σε μια σειρά αποσπασματικών και αμφίβολης αποτελεσματικότητας μέτρων έκτακτης ανάγκης, όπως το επίδομα στέγασης και η προστασία της πρώτης κατοικίας των οφειλετών από τις κατασχέσεις που επισπεύδουν κυρίως οι τράπεζες. Μπροστά δε σε αυτό το ελλιπές και κατακερματισμένο κανονιστικό πλαίσιο, η διστακτική νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων πόρρω απέχει από τις ρηξικέλευθες αποφάσεις αλλοδαπών δικαστηρίων, όπως εκείνης στην υπόθεση Government of the Republic of South Africa and Others v. Grootboom and Others (2000), στην οποία το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ν. Αφρικής προσδιόρισε τα μέτρα που ο νομοθέτης και η διοίκηση όφειλαν να λάβουν προκειμένου να διασφαλιστεί η παροχή προσωρινού καταλύματος στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων που το είχαν ανάγκη (βλ. Α. Σαμαρτζή, Ο δικαστικός έλεγχος των κοινωνικών δικαιωμάτων στη Νότια Αφρική, nomarchia.gr, 18.10.2024). Έτσι, ενώ υπάρχει αδήριτη ανάγκη δραστικής αντιμετώπισης των στεγαστικών προβλημάτων που διαρκώς διευρύνονται, η ελληνική έννομη τάξη βρίσκεται ακόμη σε αναζήτηση της χαμένης δυναμικής του ίδιου του δικαιώματος στη στέγαση.

Η Ασημίνα Τσαλπατούρου, εστιάζοντας στα δεδομένα του συγκριτικού και κυρίως του γαλλικού δικαίου, αναστοχάζεται πάνω τόσο στην αναγνώριση του δικαιώματος στη στέγαση ως θεμελιώδους όσο και στη λήψη μέτρων αποτελεσματικής προστασίας του. Η συγγραφέας υπογραμμίζει ότι η νομική κατοχύρωση του δικαιώματος στη στέγαση είναι θεωρητικά αρκετά ισχυρή ώστε να εγγυηθεί πλήρως την αποτελεσματικότητά του. Ωστόσο, η τελευταία παραμένει παραδόξως ανεπαρκής απέναντι στις μαζικές παραβιάσεις του, οι οποίες σχετίζονται συχνά με τον αυξανόμενο αριθμό εξώσεων και με τον πολλαπλασιασμό των ανθρώπων που στερούνται πρόσβασης σε μια αξιοπρεπή και προσιτή στέγαση. Προκύπτει έτσι η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του νομικού πλαισίου που διέπει το δικαίωμα στη στέγαση, με βάση τις διάφορες εκφάνσεις του καθώς και τις πολλαπλές του διαστάσεις, τόσο σε επίπεδο κτιρίου, γειτονιάς και πόλης, όσο και σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Μετάβαση στο περιεχόμενο