Πόσο ανεξάρτητοι είναι, στην πράξη, οι δικαστές; Τελικά, είναι φρουροί του Συντάγματος ή των εκάστοτε κρατούντων; Τα ερωτήματα αυτά τίθενται με όλο και μεγαλύτερη έμφαση στη Χώρα μας, στην οποία είναι γενικευμένη η αίσθηση όχι μόνον ότι φορείς της πολιτικής και της οικονομικής εξουσίας μπορούν, σχεδόν ανεξέλεγκτα, να ασκούν πιέσεις στη δικαιοσύνη και, ιδίως, να προωθούν στην ηγεσία της πρόσωπα που προστατεύουν ή, πάντως, δεν αμφισβητούν τα συμφέροντά τους, αλλά και ότι δικαστές μπορούν, χωρίς συνέπειες, να παρακάμπτουν την υποχρέωση διακριτικότητας που τους βαρύνει για να αποκτήσουν ή να ανταποδώσουν την εύνοια των παραπάνω εξουσιών.

Δεν σπανίζουν οι περιπτώσεις δικαστικών λειτουργών που δίνουν την εντύπωση ότι νιώθουν περισσότερο περήφανοι για τις φιλικές σχέσεις τους με πολιτικούς ή οικονομικούς παράγοντες παρά με την ιδιότητα του ανώτατου δικαστή ή που, αποχωρώντας από το δικαστικό σώμα, αναλαμβάνουν θέσεις με περισσότερο ή λιγότερο έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Κι ενώ κάποιοι από τους παραπάνω δικαστικούς λειτουργούς φτάνουν ενίοτε ακόμη και να βραβεύονται επίσημα από διάφορους φορείς, συνάδελφοί τους που, εκτελώντας ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους, δυσαρεστούν τους ισχυρούς, γίνονται συχνά στόχος δημόσιων επικρίσεων ή και απειλών.

Σε συνδυασμό με τους περιορισμούς της εσωτερικής ανεξαρτησίας και τον κομφορμισμό του δικαστικού σώματος, η αλόγιστη, πολλές φορές, σπατάλη θεσμικού κύρους από μερίδα ανώτατων δικαστών οδηγεί στην υπονόμευση του κράτους δικαίου, καθιστώντας επίκαιρες τις ακόλουθες επισημάνσεις του Φ. Βεγλερή: «Το δράμα δεν είναι ότι τα δικαστήριά μας -και όταν μιλώ για δικαστήρια εννοώ τις πλειοψηφίες των ανωτάτων δικαστηρίων- δεν εφαρμόζουν τις μεγάλες αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της ελεύθερης ερμηνείας των νόμων. Είναι ότι τις διαλαλούν και τις χρησιμοποιούν για να βγάλουν από αυτές την ανελευθερία, την ισότητα υπέρ του ισχυρού και εκείνο που εξυπηρετεί τις μεγάλες κομματικές σκοπιμότητες ή φοβίες της κρατούσης κυβέρνησης, εφ’ όσον τους φαίνεται ισχυρή ή αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει ανοιχτά την αυθαιρεσία.».

H εξασθένιση της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας της δικαιοσύνης οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, σε θεσμικές ατέλειες. Τα αίτιά της πρέπει, όμως, να αναζητηθούν και στη νοοτροπία όσων ασκούν δημόσια καθήκοντα. Στις μέρες μας, οι περισσότεροι μοιάζουν δυστυχώς να θεωρούν αδιανόητο το ενδεχόμενο δικαστικός λειτουργός να υιοθετήσει στάση παρόμοια με εκείνη που κράτησε ο Α. Ζηλήμων, όταν αρνήθηκε να επισκεφθεί τον Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, διευκρινίζοντας ότι ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου δέχεται μόνον επισκέψεις στο δικό του γραφείο, όπου εργάζεται.

Επισημαίνοντας πως, σήμερα, επικρατεί η εικόνα ότι η επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης από το υπουργικό συμβούλιο γίνεται με βασικό κριτήριο να καταλάβει τις επίμαχες θέσεις αυτός ή αυτή που θα εγγυηθούν ότι, στις αίθουσες των δικαστηρίων, δεν θα προκύψουν δυσάρεστες εκπλήξεις για τις επιλογές των κυβερνώντων και γενικά των ισχυρών, ο Χρήστος Ράμμος, Πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών και Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ., θεωρεί σκόπιμη την αναθεώρηση του Συντάγματος προς την κατεύθυνση η επιλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων της Χώρας να γίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής, με αυξημένη πλειοψηφία, μεταξύ των δικαστικών λειτουργών που θα προτείνουν, μετά από μυστική ψηφοφορία, οι Ολομέλειες των δικαστηρίων αυτών. Παράλληλα, ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι ένα τέτοιο σύστημα επιλογής μπορεί μεν να εμφανίζει τις λιγότερες αδυναμίες από κάθε άλλο σύστημα, πλην όμως δεν συνιστά πανάκεια. Η δημοκρατία και το κράτος δικαίου δεν είναι μόνο θέμα ύπαρξης κανόνων δικαίου. Είναι και θέμα εφαρμογής των κανόνων αυτών με σεβασμό σε ένα στοιχειώδες corpus ηθικών κανόνων. Ηθικός δε κανόνας είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η επιταγή «επιλέγω τον καλύτερο και όχι τον ομοϊδεάτη μου ή τον κομματικό ή τον προσωπικό μου φίλο» και «όταν επιλέγομαι για μια θέση, δεν οφείλω θεσμική ευγνωμοσύνη σε αυτόν που με επέλεξε».

Μετάβαση στο περιεχόμενο