Αφού σκότωσαν τον θεό του παλαιού καθεστώτος για να τον αντικαταστήσουν με τον λαό, οι νεωτερικές εξουσίες θέλησαν να ξεμπερδέψουν και με τον τελευταίο, εξορίζοντάς τον από το ζωτικό παρόν τους. Συμμεριζόμενες, κατά βάθος, την κλασσική πεποίθηση των ντεϊστών ότι ο θεός δημιούργησε μεν τον κόσμο, αλλά δεν παρεμβαίνει πλέον στη λειτουργία του, ακόμη και στις πιο δημοκρατικές εκδοχές τους οι παραπάνω εξουσίες προσπάθησαν να εμπεδώσουν την αντίληψη ότι ο λαός είναι μεν η πηγή και ο λόγος ύπαρξης όλων των εξουσιών, αλλά δεν παρεμβαίνει στη λειτουργία τους. Υπό τον τίτλο δε του αποκλειστικού αντιπρόσωπου του λαού, οι νεωτερικές εξουσίες διεκδίκησαν το μονοπώλιο της επίκλησής του ονόματός του, κατακρίνοντας ως εξοβελιστέο «λαϊκισμό» κάθε άλλη «επί ματαίω» επίκλησή του. Έτσι, όπως κάνουν, στην πράξη, σχεδόν όλα τα ιερατεία με τον θεό τους, οι νεωτερικές εξουσίες -κυβερνώσες ή μη- μπορεί να υμνούν τον κυρίαρχο λαό, πλην όμως κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να τον απωθήσουν στον ανώδυνο ρόλο του ελεγχόμενου μύθου και να εξαφανίσουν από τη συλλογική μνήμη την πραγματική του υπόσταση που εκδηλώνεται ιστορικά με τους αγώνες του. Την ίδια στρατηγική εξαφάνισης της πραγματικότητας του λαού ακολουθούν και οι ιδιωτικοποιημένες μετανεωτερικές εξουσίες, με τη διαφορά ότι αυτές απαξιούν και να τον υμνήσουν ή να δεχτούν τον όποιο μύθο του, αρκούμενες απλώς σε αυτοαναφορικές δοξολογίες. Κι όποτε ο λαός παρουσιάζεται μπροστά τους για να τις αμφισβητήσει, τόσο οι νεωτερικές όσο και οι μετανεωτερικές εξουσίες τον αρνούνται, τον λοιδορούν και, στις πιο βίαιες στιγμές τους, τον σταυρώνουν, επιβεβαιώνοντας ότι αξίζει να πιστεύουμε σε αυτόν.

Εντονότερα από κάθε άλλη πτυχή της δυναμικής αισιόδοξων προσανατολισμών που σηματοδότησε η Μεταπολίτευση, η εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973 εξακολουθεί να στοιχειώνει τις εξουσίες που ευδοκιμούν στην εξασθενημένη αντιπροσωπευτική δημοκρατία μας˙ τόσο αυτές που ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι τη διαχρονική αξία και την προοπτική υλοποίησης των διεκδικήσεων της εν λόγω εξέγερσης όσο και εκείνες που εκποίησαν φτηνά την -πραγματική ή εικαζόμενη- συμμετοχή τους σε αυτήν ή την καιροσκοπική συμπαράταξή τους με τα ιδανικά της. Και, καθώς ξεθωριάζουν τα αποτυπώματα που άφησε η παραπάνω εξέγερση στους συνταγματικούς μας θεσμούς και ο κυνικός αναθεωρητισμός των παραπάνω εξουσιών διαβρώνει την ιστορία με πολιτικές λήθης, δεν πρέπει να υποτιμάται η αξία του επίσημου εορτασμού της παραπάνω εξέγερσης, ο οποίος αποτελεί μια κάποια συμβολή στη διατήρηση της συλλογικής μνήμης. Περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, στους σημερινούς σκοτεινούς καιρούς, κάθε τέτοια συμβολή είναι σημαντική, διότι ο αγώνας για τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη παραμένει πρωτίστως ένας «αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη».

Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής διερευνά μια ιδιαίτερη και όχι πολυσυζητημένη πτυχή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τη σχέση της με τον δικτατορικό και τον μεταπολιτευτικό συνταγματισμό. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η εξέγερση αυτή υπήρξε η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση της επταετίας και εκείνη που παρήγαγε άμεσα πολιτικά αποτελέσματα, ματαιώνοντας την απόπειρα «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος και συμβάλλοντας καθοριστικά στο να μείνει στο χαρτιά το «Σύνταγμα» του 1973. Στη συνέχεια, η εξέγερση του Πολυτεχνείου επηρέασε την ψήφιση του Συντάγματος του 1975, όχι μόνο διότι η επίκλησή της στήριξε τη διεκδίκηση εκ μέρους της αντιπολίτευσης δημοκρατικών δικαιωμάτων και προσδιόρισε την τελική διατύπωση του άρθρου 16 για την παιδεία, αλλά και διότι επενέργησε συνολικά στη θέσπιση των νέων συνταγματικών θεσμών, ως σημείο αναφοράς της αριστερόστροφης κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης για την έκφραση της οποίας είχε υπάρξει καταλύτης. Το αποτύπωμα της εξέγερσης λειτούργησε, έμμεσα αλλά δραστικά, ως μνήμη τόσο των επίσημων και επώνυμων θεσμικών παικτών -της κυβέρνησης και των βουλευτών της πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης- όσο και των απλών ανθρώπων που κινητοποιήθηκαν μαζικά και έβαλαν τη δική τους σφραγίδα στην πρώιμη μεταπολίτευση. Με τον τρόπο αυτόν,  το παραπάνω αποτύπωμα έθεσε ένα όριο στην εξουσία, υπενθυμίζοντας διαρκώς ότι η κοινωνική δυναμική έχει ένα ανεξάντλητο φορτίο που είναι δυνατόν, στις κατάλληλες συνθήκες, να ενεργοποιηθεί.

Όπως έρχεται στον νου τούτη η δεύτερη φορά που ένα άρμα μάχης έριξε την πύλη του Πολυτεχνείου, μια δίκοπη μοίρα φαίνεται να κατατρέχει τον λαό, καθώς αυτός μοιάζει να είναι «το πουλί κι ο κυνηγός στις μαύρες λαγκαδιές» της ιστορίας. Δεν είναι μόνον οι τυραννίες και τα ολιγαρχικά πολιτεύματα που τον κυνηγούν. Είναι και οι ίδιες οι υπαρκτές δημοκρατίες, οι οποίες, παρά την οποία απελευθερωτική ρητορική τους, δεν υπηρετούν -ούτε καν κατορθώνουν να αντιληφθούν- τον λαό ως διαρκώς παρούσα οντότητα στο πλαίσιο της οποίας επιτυγχάνεται η στιγμαία και διαχρονική εναρμόνιση του συλλογικού με το ατομικό, της πολιτικής με την ηθική, της επιβολής της εξουσίας με τη δυνατότητα αμφισβήτησής της. H πιο μεγάλη θεωρητική και πρακτική πρόκληση του δημοκρατικού ιδεώδους εξακολουθεί να είναι η αναζήτηση μιας βιώσιμης συμφιλίωσης μεταξύ του Κρέοντα και της Αντιγόνης.

Εξετάζοντας την απήχηση της Αντιγόνης του Σοφοκλή στην επιστημονική σκέψη, στην τέχνη και στο ευρύ κοινό, η Ιφιγένεια Καμτσίδου στοχάζεται πάνω στη συμπεριληπτική καθολικότητα του δημοκρατικού νόμου ως εγγύηση της λαϊκής κυριαρχίας. Η συγγραφέας τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι το δίκαιο της δημοκρατίας δεν είναι η αποτύπωση μιας βούλησης, ακόμη και της βούλησης του ίδιου του λαού που δεν μπορεί παρά να αποφασίζει πλειοψηφικά, αλλά το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας συλλογικής συμμετοχής, κατά την οποία διασφαλίζεται η ισότιμη και ελεύθερη έκφραση όλων, είναι δηλαδή απόρροια του πράττειν ενώπιον του Δήμου και μαζί με αυτόν.

Μετάβαση στο περιεχόμενο