Στη χώρα μας, η συχνή απόκλιση της δικαιοσύνης από το δικαιοκρατικό κεκτημένο δεν οφείλεται μόνο στην εξασθένιση της ανεξαρτησίας της. Συνδέεται επίσης με την κλονισμένη οργανωτική συνοχή των δικαστηρίων και την εξέλιξη των τελευταίων περισσότερο σε αθροίσματα δικαστικών λειτουργών παρά σε ενιαίους φορείς δικαιοδοτικής λειτουργίας με δογματικά αξιόπιστες νομολογιακές στρατηγικές. Η έλλειψη τέτοιων στρατηγικών καταδικάζει τη νομολογία σε έναν ατέρμονο εμπειρισμό, στο πλαίσιο του οποίου υιοθετούνται φορμαλιστικές προσεγγίσεις και άτεχνοι ερμηνευτικοί τακτικισμοί που υποβαθμίζουν σοβαρά την ποιότητα του δικαστικού ελέγχου. Οι δε πυκνές και δικαιολογημένες αντιδράσεις απέναντι σε αυτή την υποβάθμιση δύσκολα μπορούν πλέον να αντιμετωπιστούν με την προβολή της ανάγκης επιτάχυνσης της δικαιοσύνης.

Πριν από τρεις μέρες δημοσιεύθηκε η απόφαση Τσιώλης κατά Ελλάδος (αρ. 51774/17) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την οποία κρίθηκε ότι παραβιάζει το άρθρο 6, παρ. 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η εκ μέρους του Συμβουλίου της Επικρατείας ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12, παρ. 1, του Ν. 3900/2010, με τις οποίες τροποποιήθηκαν οι προϋποθέσεις παραδεκτής άσκησης της αίτησης αναίρεσης προκειμένου να προωθηθεί η αποσυμφόρηση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου από μεγάλο αριθμό αναιρετικών δικών και να επιταχυνθεί η απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έχει καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο ο αιτών αναμένεται να προσδιορίσει την ύπαρξη νομολογίας ως προς το εριστό νομικό ζήτημα, τη στιγμή, μάλιστα, που οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, και κυρίως των διοικητικών δικαστηρίων, δεν δημοσιεύονται σε καμία επίσημη εφημερίδα ούτε σε βάση δεδομένων στην οποία ο αιτών ή ο δικηγόρος του να έχει πρόσβαση. Ερμηνεύοντας τη σχετική προϋπόθεση άσκησης της αίτησης αναίρεσης χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα πρακτικά εμπόδια που συναντά ο αιτών κατά την πρόσβαση στην εθνική νομολογία, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει υιοθετήσει μια προσέγγιση που δεν είναι αναγκαία για την εξυπηρέτηση της ασφάλειας δικαίου ή την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και πρέπει να θεωρηθεί ως υπερβολικά φορμαλιστική (σκέψη 72).

Στις αρχές του τρέχοντος μηνός, είχαν δημοσιευθεί οι αποφάσεις 1639 και 1641/2024 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέφυγε να ελέγξει τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις για την επιλογή από τη Διάσκεψη των Προέδρων νέων μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, κρίνοντας, κατά πλειοψηφία, ότι στερείται σχετικού εννόμου συμφέροντος ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών. Θεωρώντας ότι οι εν λόγω αποφάσεις αποτελούν οπισθοδρόμηση για το Κράτος Δικαίου, η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος αποφάσισε να προτείνει στους Δικηγορικούς Συλλόγους της Χώρας την αποχή των μελών τους από δίκες ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας μέχρι το τέλος του έτους. Η πρωτοβουλία του Προέδρου του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου να απευθυνθεί στον Πρόεδρο της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας και Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, επισημαίνοντας ότι μια τέτοια αποχή όχι μόνο δεν νοείται σε ένα Κράτος Δικαίου αλλά επιπλέον παρεμποδίζει τη μεγάλη προσπάθεια για έγκαιρη επίλυση των διαφορών, δεν κατόρθωσε να διασκεδάσει τη σοβαρή ανησυχία που οι παραπάνω δικαστικές αποφάσεις προκάλεσαν, για μια ακόμη φορά τα τελευταία χρόνια, αναφορικά με την ποιότητα της δικαστικής προστασίας που παρέχει το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο.

Αναλύοντας κριτικά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας γύρω από το έννομο συμφέρον του δημοτικού συμβούλου να προσβάλλει πράξεις του Δημοτικού Συμβουλίου, η μελέτη του Βασίλη Τσιγαρίδα καταδεικνύει ότι ο προσδιορισμός του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση αίτησης ακύρωσης αποτελεί προνομιακό πεδίο ανάπτυξης της κακοδαιμονίας του νομολογιακού εμπειρισμού που χαρακτηρίζει τη διοικητική δικαιοσύνη. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η τελευταία έχει ανάγκη από βαθιές τομές που προϋποθέτουν τη διαρκή ενασχόληση με τα παραδοσιακά «δογματικά» προβλήματα, τα οποία, δυστυχώς, φαίνονται τετριμμένα σε έναν κόσμο που κινείται εμπειρικά, αποζητώντας αποκλειστικά την ταχύτητα, χωρίς, όμως, η καθυστέρηση στην έκδοση των δικαστικών αποφάσεων να είναι το μοναδικό πρόβλημα που οφείλει να απασχολεί την ελληνική δικαιοσύνη. Απέναντι στην εμμονική συνθηματολογία της πολιτικής εξουσίας περί επιτάχυνσης της δικαιοσύνης, το πρόταγμα οφείλει να είναι «επιστροφή στα βασικά».

Μετάβαση στο περιεχόμενο