Ύστερα από κάθε μεγάλη κρίση είναι εύλογο να διαμορφώνεται μια τάση επιστροφής στην κανονικότητα, συχνά όμως γίνεται γρήγορα αντιληπτό ότι τίποτα δεν είναι πια όπως πριν. Ενίοτε, μάλιστα, διαπιστώνεται ότι κανονικότητα είναι πλέον η κρίση.
Μετά την υποχώρηση της δημοσιονομικής κρίσης που ξέσπασε στη Χώρα μας και, γενικότερα, στην Ευρώπη το 2010, ακολούθησαν νέες σοβαρές κρίσεις, όπως η μεταναστευτική, η πανδημία και η κρίση του πολέμου της Ουκρανίας. Η διαδοχή και η συρροή αυτών των κρίσεων δεν αναπαρήγαγαν απλώς μια οικονομική ανασφάλεια. Διαμόρφωσαν επιπλέον τους όρους μιας πολυκρίσης, η οποία εμπεδώνει μια διαρκή κατάσταση ανάγκης που διαβρώνει σχεδόν όλους τους δημοκρατικούς και δικαιοκρατικούς θεσμούς. Στο πλαίσιο αυτής της πολυκρίσης, μολονότι, σε κάθε περίοδο σχετικής ύφεσης ή μετάβασης από μια επιμέρους κρίση στην επόμενη, έκανε την εμφάνισή της μια κάποια αισιόδοξη προοπτική ανάκαμψης των παραπάνω θεσμών, πολύ σύντομα η αναζωπύρωση των προβλημάτων έδειχνε ότι, πίσω από την εκάστοτε επίσημη ρητορική, διαγραφόταν μια σταθερή απομάκρυνση από θεμελιώδεις αξίες της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Έτσι, προέκυψε η σημερινή ρευστοποίηση των εν λόγω αξιών που εντοπίζεται, σε διαφορετική έκταση και με διαφορετική ένταση, τόσο στη μεγάλη εικόνα της δημοσιονομικής και οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σε μικρότερες εικόνες, όπως αυτή των εθνικών δικονομικών θεσμών.
Σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή δημοσιονομική και οικονομική διακυβέρνηση, η πανδημία αποκάλυψε τα όρια του δόγματος της δημοσιονομικής πειθαρχίας και σήμανε την προσωρινή απαλλαγή της πολιτικής από τον σφιχτό εναγκαλισμό των άκαμπτων οικονομικών δεικτών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έκρινε σκόπιμο να προτάξει μια κεϋνσιανή λογική αντιμετώπισης της ύφεσης και, μέσω της αναστολής της ισχύος των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας και του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, έδειξε τη διάθεση να επαναφέρει στο προσκήνιο κάποιες έννοιες επί πολλά χρόνια παραμερισμένες: τον κρατικό παρεμβατισμό, τη δημοσιονομική επέκταση και την αλληλεγγύη. Εντούτοις, μετά την πανδημία, η αναθεωρημένη δημοσιονομική διακυβέρνηση που συμφωνήθηκε την άνοιξη του 2024, καίτοι αναγνώρισε ότι σε συνθήκες ύφεσης είναι σκόπιμο να εφαρμόζονται κεϋνσιανές πολιτικές στήριξης της ζήτησης, διατήρησε αναλλοίωτες τις προγενέστερες αρχές της δημοσιονομικής πειθαρχίας, σύμφωνα με τις οποίες, εξαιτίας της ραγδαίας μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων και της συνακόλουθης συρρίκνωσης των εσόδων του κράτους, επιβάλλεται ο αντίστοιχος περιορισμός των δημοσίων δαπανών, ιδίως όσων διαθέτουν αναδιανεμητικό χαρακτήρα. Στη συγκυρία των αλλεπάλληλων κρίσεων, κατά την οποία πολλοί εντοπίζουν αναλογίες με την περίοδο του μεσοπολέμου, η Ένωση μοιάζει, λοιπόν, να έχει οριστικά εγκαταλείψει την προοπτική ενός σύγχρονου New Deal και να επιλέγει να πορευθεί εφεξής με βασικό γνώμονα το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο τρίπτυχο: χαλαρότητα στο σκέλος των εσόδων, αυστηρή πειθαρχία στις δημόσιες δαπάνες και αποδιάρθρωση των μηχανισμών αναδιανομής και κοινωνικής πρόνοιας. Κοντολογίς, οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες θέτουν ουσιαστικά υπό αμφισβήτηση το πυρηνικό στοιχείο κάθε φιλελεύθερης δημοκρατίας, το οποίο δεν είναι άλλο από τον πολιτικό πλουραλισμό, δηλαδή την πραγματική δυνατότητα εφαρμογής εναλλακτικών ιδεών και προγραμμάτων.
Ο Μενέλαος Μαρκάκης αναλύει το νέο πλαίσιο δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις επιπτώσεις του για τη Χώρα μας, επισημαίνοντας ότι, στο μέτρο που επιτρέπει μια πιο σταδιακή απομείωση του δημοσίου χρέους, αυτό το νέο πλαίσιο θα ωφελήσει χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος όπως η Ελλάδα. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει, πάντως, ότι το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ένωσης παραμένει εξαιρετικά πολύπλοκο, ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο εξακολουθούν να απολαύουν σημαντικής διακριτικής ευχέρειας ως προς την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των κρατών μελών με τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους και ότι, παρά τα όσα υποστηρίζονται περί καλύτερης εφαρμογής του νέου πλαισίου, δεν προκύπτει επί της αρχής ότι η διαδικασία επιβολής των σχετικών κανόνων έχει αναμορφωθεί ριζικώς.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική διοικητική δικονομία, η δημοσιονομική κρίση οδήγησε, εκτός των άλλων, σε σημαντικές νομοθετικές παρεμβάσεις, ιδίως στο πλαίσιο του ν. 3900/2010. Έχοντας ως στόχο την επιτάχυνση της δικαιοσύνης και την εξυπηρέτηση του ταμειακού συμφέροντος του κράτους, οι παρεμβάσεις αυτές έφτασαν στο σημείο να δημιουργήσουν μια νέα, ιδιαίτερη δικονομία των φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, η οποία χαρακτηρίστηκε από τη δραστική απομείωση των δικονομικών δικαιωμάτων των φορολογούμενων σε σχέση με τις λοιπές κατηγορίες διοικητικών διαφορών. Δεν ήταν λίγες οι σχετικές ρυθμίσεις που προβλημάτισαν, περισσότερο ή λιγότερο έντονα, τόσο ως προς τη σκοπιμότητά τους όσο και ως προς τη συμβατότητά τους με το δικαιοκρατικό κεκτημένο: η υπερβολική αύξηση του κόστους πρόσβασης στη δικαιοσύνη, o περιορισμός του αυτεπάγγελτου δικαστικού ελέγχου, η υποχρεωτική σύνδεση της εξωτερικής παρανομίας της προσβαλλόμενης πράξης με βλάβη του προσφεύγοντος, η εξάρτηση της προσωρινής δικαστικής προστασίας από την υποβολή δήλωσης παγκόσμιου εισοδήματος από κάθε πηγή και περιουσιακής κατάστασης στην Ελλάδα και οπουδήποτε στην αλλοδαπή, η εξάλειψη από τους λόγους χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης του αιτούντος, η αντικατάσταση της χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης από την αναστολή λήψης εις βάρος του αιτούντος συγκεκριμένων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων διασφάλισης της οφειλής του Δημοσίου, καθώς και ο περιορισμός -που, κατά την εφαρμογή του, εξελίχθηκε σε συρρίκνωση- της δυνατότητας άσκησης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης. Σταδιακά, καθώς υποχωρούσε η δημοσιονομική κρίση, διάφορες από τις παραπάνω ρυθμίσεις εξομαλύνθηκαν από τη νομολογία ή καταργήθηκαν ή τροποποιήθηκαν από τον ίδιο τον νομοθέτη. Άλλες εξακολουθούν να ισχύουν, εξαντλώντας, ορισμένες φορές, την ανεκτικότητα που, για μεγάλο χρονικό διάστημα, έδειξαν τόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και η θεωρία. Μολονότι, όμως, διατυπώνονται προτάσεις για την εξάλειψη των καταλοίπων της «μνημονιακής» περιόδου και τη βελτίωση της ποιότητας της διοικητικής δικαιοσύνης, η τελευταία μοιάζει να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον στόχο διασφάλισης πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, παραμένοντας εγκλωβισμένη στην εμμονική συνθηματολογία περί επιτάχυνσης και προσαρμογής της στα πρότυπα αποδοτικότητας που επιβάλλει ο κυρίαρχος οικονομισμός.
Ο Ηλίας Κουβαράς αναλύει την αναγκαιότητα και τα όρια μιας αναθεώρησης των εξουσιών του διοικητικού δικαστή της ουσίας, οι οποίες ρυθμίζονται στο άρθρο 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ο συγγραφέας τονίζει ότι μια σύγχρονη θεώρηση του περιεχομένου της δικαστικής προστασίας επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη παράμετροι ασφάλειας δικαίου πριν την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, να προνοεί ο δικαστής για την εφαρμογή της απόφασής του ήδη κατά την έκδοσή της και να περιορίζονται κατά το δυνατόν οι περιπτώσεις αναπομπής υποθέσεων στη Διοίκηση. Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης, ο συγγραφέας παρουσιάζει συγκεκριμένες προτάσεις προς την κατεύθυνση της σύγκλισης της δικονομίας των φορολογικών και τελωνειακών διαφορών με τη δικονομία των λοιπών διαφορών ουσίας, της αναλογικής εφαρμογής από τον δικαστή ουσίας των εξουσιών που χορήγησε στον ακυρωτικό δικαστή το άρθρο 22 του ν. 4274/2014, της απονομής στον δικαστή ουσίας εξουσίας προληπτικών διαταγών προς τη Διοίκηση και της ενίσχυσης της δικαστικής προστασίας επί αναπομπής της υπόθεσης στη Διοίκηση.