Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται ο θεσμός της συνταγματικής αναθεώρησης υποδηλώνει την αντίληψη που επικρατεί για την ίδια την κανονιστική αξία του Συντάγματος, διότι ο παραπάνω θεσμός συνδέεται άρρηκτα όχι μόνο με την αυστηρότητα αλλά και με την υπεροχή των συνταγματικών διατάξεων, ιδίως στο μέτρο που διασφαλίζει το ωφέλιμο αποτέλεσμα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.

Όσο πυκνώνουν οι περιπτώσεις υιοθέτησης δυναμικών ερμηνειών που, αποκλίνοντας προδήλως από το γράμμα των συνταγματικών διατάξεων, καταστρατηγούν την προβλεπόμενη διαδικασία αναθεώρησής τους, τόσο το Σύνταγμα αποδυναμώνεται και τελικά απαξιώνεται.

Η συχνή επίκληση της αυστηρότητας των διαδικαστικών προϋποθέσεων του άρθρου 110 του Συντάγματος, οι οποίες καθιστούν δυσχερή την ευόδωση και την έγκαιρη ολοκλήρωση μιας πρότασης συνταγματικής αναθεώρησης, αποτελεί μάλλον ένα άλλοθι για τη νομιμοποίηση και την επιβολή τέτοιων αυθαίρετων δυναμικών ερμηνειών. Όπως κατέδειξε η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης να παρακάμψει το γράμμα του Συντάγματος που απαγορεύει σαφώς τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ο καθεστωτικός ερμηνευτικός αναθεωρητισμός δεν υποχωρεί, ακόμη και όταν πρόσφατες διαδικασίες αναθεώρησης που διενεργήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 110 έχουν απορρίψει ρητώς την επιδιωκόμενη συνταγματική αλλαγή επιβεβαιώνοντας τον επίκαιρο χαρακτήρα των στοχοποιημένων ως δήθεν ξεπερασμένων συνταγματικών ρυθμίσεων.

Ούτε ο ερμηνευτικός επικαθορισμός του Συντάγματος από το ευρωπαϊκό δίκαιο μπορεί να θεωρηθεί a priori ως θεμιτός μηχανισμός παραγωγής άδηλων και ανέλεγκτων συνταγματικών αναθεωρήσεων. Για κάθε συνταγματική διάταξη, επομένως και για τις διατάξεις του άρθρου 110, η αποδοχή οποιασδήποτε επίδρασης του ευρωπαϊκού δικαίου οριοθετείται από τους αντι-περιορισμούς (controlimiti) που προβλέπουν οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 28 του Συντάγματος. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες, ορισμένοι από αυτούς τους αντι-περιορισμούς συνιστούν παράλληλα μη αναθεωρήσιμες διατάξεις ή αρχές. Κάθε άλλη προσέγγιση της διασύνδεσης μεταξύ ευρωπαϊκού δικαίου και συνταγματικής αναθεώρησης φαίνεται να εντείνει την προϊούσα συνταγματική απορρύθμιση, η οποία καταδικάζει, στις μέρες μας, τους πολίτες της Ευρώπης να ζουν στην ανασφάλεια διαδοχικών κρίσεων που πλαισιώνονται από ένα δίκτυο θεμελιωδών κανόνων μειωμένης λειτουργικότητας.

Την ίδια στιγμή, η αντιμετώπιση της αναθεωρητικής διαδικασίας ως πολιτικού στοιχήματος, χωρίς ουσιώδεις δεσμεύσεις της δεύτερης Βουλής από την πρώτη και χωρίς πλήρη και αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, υπονομεύει τόσο την αρχή της προβλεψιμότητας, η οποία διέπει τη θέσπιση κάθε νέου κανόνα δικαίου, όσο και την ίδια την απαίτηση του άρθρου 110 οποιαδήποτε συνταγματική αλλαγή να είναι προϊόν ουσιαστικής, ευρείας και σταθερής πολιτικής συναίνεσης που διατρέχει δύο βουλευτικές περιόδους. Η υπονόμευση αυτή δεν οδηγεί μόνο στην ρευστοποίηση των συνταγματικών κανόνων. Συμβάλλει και στην περαιτέρω υποβάθμιση της ίδιας της πολιτικής.

Η απορρυθμισμένη πλέον αναθεωρητική διαδικασία εμφανίζεται, κάθε πέντε χρόνια, ως μια ευκαιρία για τα πολιτικά κόμματα να «κάνουν παιχνίδι» με τον καταστατικό χάρτη της Χώρας. Στο πλαίσιο αυτού του «παιχνιδιού», επιδίδονται σε έναν υψιπετή, πλην όμως θολό και αβέβαιο θεσμικό ακτιβισμό, ο οποίος επιχειρεί άλλοτε να καλύψει την απουσία συνεπούς και συστηματικής πολιτικής άλλοτε να εμπεδώσει ως ηγεμονική τη συγκυριακή επικράτηση ενός οικονομικού, κοινωνικού ή ιδεολογικού συσχετισμού. Στα μάτια του αποδυναμωμένου πολιτικού προσωπικού, το οποίο αγωνίζεται να επιβιώσει μέσα στην αβάσταχτη ελαφρότητα της μικροπολιτικής, το θεσμικό κόστος μπορεί να φαίνεται αμελητέο. Για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου μπορεί να είναι ανυπολόγιστο.

Την προηγούμενη εβδομάδα συμπληρώθηκε πενταετία από την ολοκλήρωση της τελευταίας αναθεώρησης του ελληνικού Συντάγματος. Συντρέχει, άραγε, λόγος να δρομολογηθεί, αυτή τη στιγμή, η διαδικασία μιας νέας συνταγματικής αναθεώρησης;

Ο Ακρίτας Καϊδατζής δίνει αρνητική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, επισημαίνοντας ότι, όσο το πολιτικό υποκείμενο της αναθεώρησης δεν ανακτά την αξιοπιστία του, δεν είναι σκόπιμο να διακινδυνεύσουμε μια νέα αναθεώρηση δίχως συνταγματικό σκοπό, η οποία θα συμβάλει στο καθοδικό σπιράλ απαξίωσης του ίδιου του Συντάγματος. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι τρεις προηγούμενες αναθεωρήσεις έγιναν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει κάποια ανάγκη που να απορρέει από τη λογική του πολιτεύματος. Η αναθεώρηση του 2001 μάς εξοικείωσε με την ιδέα ότι μπορούμε να μεταθέτουμε στο Σύνταγμα τις αποτυχίες της πολιτικής, ότι, εφόσον διαθέτουμε τις απαιτούμενες πλειοψηφίες, μπορούμε να δοκιμάζουμε οποιαδήποτε ρύθμιση που, πολύ σύντομα στη συνέχεια, θα μπορούμε να αναιρούμε και ότι στο Σύνταγμα μπορούμε να περιλαμβάνουμε διατάξεις που ενδέχεται να καταλήξουν, αν όχι κενό γράμμα, πάντως μεγάλα λόγια με μηδαμινή πραγματική, δηλαδή κανονιστική, σημασία. Ύστερα δε από την άδοξη και, πάντως, προσχηματική αναθεώρηση του 2008, με την τελευταία αναθεώρηση του 2019 –την πρώτη που ολοκληρώθηκε από πλειοψηφία διαφορετική εκείνης που την ξεκίνησε– απαξιώθηκε και η ίδια η αναθεωρητική διαδικασία.

 

image_pdf
Μετάβαση στο περιεχόμενο