Τα τελευταία χρόνια, η υβριδοποίηση δημόσιου και ιδιωτικού, που υποβαθμίζει καθετί δημόσιο, δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστα τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Έτσι, στο παλαιό καθεστώς της επικουρικής ασφάλισης, η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης εξυπηρετούσε τον στόχο της κοινωνικής αναδιανομής, καθώς επέτρεπε, ανάλογα με το προφίλ κάθε ασφαλισμένου ατόμου, να υπάρχουν εισφορές που υπο-ανταποδίδουν και εισφορές που υπερ-ανταποδίδουν. Στο νέο καθεστώς, όμως, της επικουρικής ασφάλισης, η πραγματική απόδοση του συνταξιοδοτικού κεφαλαίου διαφοροποιείται ανάλογα με την επενδυτική συμπεριφορά κάθε ασφαλισμένου ατόμου. Ο θεσμός της επικουρικής ασφάλισης φαίνεται να ιδιωτικοποιείται και να μετατρέπεται σε επενδυτικό προϊόν.
Αναλύοντας την αρχή της ανταπόδοσης στο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), ο Βαγγέλης Κουμαριανός επισημαίνει ότι εξελίσσεται μια διαδικασία μεταβίβασης εξουσίας από την κοινωνική ασφάλιση σε κατ’ επίφαση κυρίαρχα άτομα. Η νομοθετική πρωτοβουλία δημιουργίας του ΤΕΚΑ θέτει υπό δημόσια διαχείριση μία λειτουργία υποχρεωτικής ατομικής αποταμίευσης. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα κυριαρχούν. Το ποσό της επικουρικής σύνταξης προσδιορίζεται καθοριστικά από ατομικές επιλογές εντός ενός περιβάλλοντος στο οποίο τα ασφαλισμένα άτομα εκτίθενται διαρκώς σε κινδύνους που είναι εξαιρετικά δυσχερές να προβλέψουν ή να αντιμετωπίσουν ατομικά.
Προασπίζοντας και εκμεταλλευόμενο τη συνταγματική αρμοδιότητά του ως πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επίλυσης ακυρωτικών διαφορών, το Συμβούλιο της Επικρατείας λειτουργεί στην πράξη και σαν «Συνταγματικό Δικαστήριο». Η εξέλιξη της λειτουργίας αυτής, η οποία αναβαθμίστηκε με τον θεσμό της πιλοτικής δίκης που εισήγαγε ο Ν. 3900/2010, έχει συμβάλει σημαντικά στην εμπέδωση των αρχών του κράτους δικαίου, πλην όμως αποτελεί μια διαρκή πηγή προβληματισμού ως προς τα συνταγματικά της όρια. Οι αναλύσεις γύρω από την ένταση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων εκ μέρους του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, υπό το πρίσμα της διαλεκτικής αντιπαράθεσης ακτιβισμού και αυτοπεριορισμού του, αφορούν την πιο προβεβλημένη αλλά όχι τη μοναδική πτυχή του παραπάνω προβληματισμού.
Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και συχνά παρεξηγημένη πτυχή του είναι και η προσέγγιση της έκτασης του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων με στοιχεία από την έκταση του ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Υπερτονίζοντας τις αδιαμφισβήτητες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των αρμοδιοτήτων του νομοθέτη και της διοίκησης, αλλά παραγνωρίζοντας τις αναλογίες τους ιδίως στο πλαίσιο του σύγχρονου πολυεπίπεδου συνταγματισμού, οι παραδοσιακές θεωρήσεις του συνταγματικού δικαίου αντιδρούν σε τάσεις της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας που προωθούν την παραπάνω προσέγγιση, όπως είναι, για παράδειγμα, η σταδιακή διαμόρφωση μιας γενικής αρχής περί υποχρέωσης του νομοθέτη να αιτιολογεί τους τυπικούς νόμους. Με τη στάση τους αυτή, όμως, οι παραπάνω θεωρήσεις υποτιμούν την ανάγκη να ενισχυθεί η πληρότητα της δικαιοκρατικής πλαισίωσης του νομοθετικού έργου και να βελτιωθεί η ποιότητά του. Παράλληλα, επιτρέπουν στον δικαστή να υποκαθιστά τον νομοθέτη, εφόσον αναγνωρίζουν στον πρώτο την αρμοδιότητα να συγκροτεί αυτός το πρώτον την αιτιολογία των πράξεων του δεύτερου κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.
Μια άλλη, από τις λιγότερο επεξεργασμένες πτυχές του προβληματισμού ως προς τα όρια της εξέλιξης της συνταγματικής νομολογίας, είναι αυτή που αφορά τις προσπάθειες του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου να οικειοποιηθεί και να ασκήσει, απέναντι στον νομοθέτη, αρμοδιότητες κλασικού συνταγματικού δικαστηρίου, μοχλεύοντας διατάξεις που αφορούν τον έλεγχο των διοικητικών πράξεων. Έτσι, επικαλούμενο τον ευέλικτο χαρακτήρα της νομολογίας του που συμπληρώνει διαχρονικά την περιορισμένη έκταση των δικονομικών ρυθμίσεων που το αφορούν, το Συμβούλιο της Επικρατείας επέκτεινε και στις κρίσεις του περί αντισυνταγματικότητας νομοθετικών διατάξεων τη δυνατότητα περιορισμού στον χρόνο των αποτελεσμάτων των ακυρωτικών αποφάσεών του, η οποία προβλέφθηκε με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 4274/2014. Την ίδια στιγμή, παρατηρείται μια τάση της νομολογίας του ίδιου Δικαστηρίου να απαιτεί τη συμμόρφωση του νομοθέτη στις κρίσεις περί αντισυνταγματικότητας νομοθετικών διατάξεων, επεκτείνοντας και σε αυτόν την υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφώνεται στις δικαστικές αποφάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος. Πρόκειται για νομολογιακές εξελίξεις οι οποίες, εκτός των δογματικών ζητημάτων που εγείρουν, κλιμακώνουν την πολιτική του Συμβουλίου της Επικρατείας να συσσωρεύει εξουσίες, διεκδικώντας έναν θεσμικό ρόλο που, ενόψει και των περιορισμένων οργανωτικών δυνατοτήτων του, δύσκολα μπορεί τελικά να νομιμοποιήσει και να ασκήσει με συνέπεια, συστηματικότητα και αποτελεσματικότητα.
Διερευνώντας το ζήτημα εάν η συνταγματική υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφώνεται στις δικαστικές αποφάσεις μπορεί να επεκταθεί και στον νομοθέτη ως προς τις κρίσεις περί αντισυνταγματικότητας, ο Ιωάννης-Νεκτάριος Καζάκος υποστηρίζει ότι μια τέτοια επέκταση δεν είναι καταρχήν αποδεκτή στην ελληνική έννομη τάξη, διότι υπερβαίνει το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος και φαίνεται να προσκρούει στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών και στα όρια του συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στη Χώρα μας. Θεωρώντας ότι το τελευταίο αποτελεί σύστημα ασθενούς τύπου με βάση την τυπολογία του Μ. Tushnet, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η συνταγματική ερμηνεία που δόθηκε από τον δικαστή στο πλαίσιο μιας προηγούμενης δίκης δεν δεσμεύει τον νομοθέτη, ο οποίος μπορεί να επανέλθει, εκδίδοντας ένα νέο νόμο με τον οποίο ερμηνεύει και εφαρμόζει με διαφορετικό τρόπο το Σύνταγμα. Η δε συνταγματικότητα των νέων νομοθετικών επιλογών θα κριθεί εκ νέου από τον δικαστή, υπό το πρίσμα του άρθρου 93 παρ. 4 και όχι του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος. Ωστόσο, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι τα ευρέα περιθώρια αντίδρασης που διαθέτει ο νομοθέτης απέναντι σε μια παρεμπίπτουσα κρίση περί αντισυνταγματικότητας ενός νόμου δεν μπορούν να φτάνουν μέχρι την ανατροπή δικαστικών αποφάσεων, μέσω της επαναθέσπισης, με αναδρομική ισχύ, ταυτοσήμων διατάξεων με αυτές που κρίθηκαν αντισυνταγματικές. Μια τέτοια νομοθετική επέμβαση φαίνεται να κινείται εκτός των ορίων που θέτουν η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και το ωφέλιμο αποτέλεσμα του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος, ενεργοποιώντας την άσκηση του σχετικού ελέγχου από τα δικαστήρια και τα τριμελή συμβούλια συμμόρφωσης.