Τη χρονιά που φεύγει, συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από την ελληνική επανεπικύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και 75 χρόνια από την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης. Εγκλωβισμένες στον κομφορμισμό των επίσημων εορτασμών, οι περισσότερες από τις σχετικές επιστημονικές αναλύσεις ενδίδουν στις απλουστεύσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας, δυσκολευόμενες ακόμη και να αντιληφθούν τον διφορούμενο ρόλο των παραπάνω ευρωπαϊκών θεσμών.

Τόσο το Συμβούλιο της Ευρώπης όσο και το σημαντικότερο δημιούργημά του, η ΕΣΔΑ, γεννήθηκαν στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, έχοντας ως σκοπό, μέσω της άσκησης ενός είδους συνταγματικής επιτήρησης των συμβαλλόμενων κρατών, την προστασία της Δυτικής Ευρώπης από την ιδεολογία των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής. Μετά το 1989, οπότε χάθηκε η βασική αναφορά του γενέθλιου στόχου των παραπάνω θεσμών,  οι τελευταίοι, επικαλούμενοι τη λεγόμενη πρωταρχία του δικαίου, διευκόλυναν τα νεοφιλελεύθερα προγράμματα, καθώς προήγαγαν μια φορμαλιστική και αμιγώς φιλελεύθερη σύλληψη του κράτους δικαίου, συρρίκνωσαν το δίκαιο σε δικαίωμα, εξοβέλισαν τα θεμελιώδη καθήκοντα, υποτίμησαν τα κοινωνικά δικαιώματα σε θετικά μέτρα στήριξης των ατομικών, εμπέδωσαν την αντίληψη μιας δημοκρατίας χωρίς λαό και προώθησαν την υποκατάσταση του Κράτους από τις αγορές και των πολιτών από τα άτομα.

Χάρη στη δυναμική ερμηνεία της από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η ΕΣΔΑ, αυτός ο ατελής κατάλογος κυρίως ατομικών ελευθεριών, αναδείχθηκε σε σύμβολο πίστης της σύγχρονης θεολογίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία έχει μεν συμβάλει στην ενδυνάμωση φιλελεύθερων αξιών, πλην όμως έχει παράλληλα συντελέσει στη ρευστοποίηση του δικαίου και στη μετάλλαξη του υποκειμένου του. Στη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, το δίκαιο δεν είναι  προϊόν συγκροτημένων πολιτικών διαδικασιών ενός κυρίαρχου λαού. Πηγάζει από μια νομική αγορά ελευθεριών, μια ιδεατή φιλελεύθερη κοινότητα, τη δημοκρατική κοινωνία. Ο πλουραλισμός των δικαιικών πηγών και, ιδίως, οι διάφορες εκδοχές του soft law, στις οποίες προσφεύγει το ΕΔΔΑ, καλλιεργούν την ώσμωση δικαίου και ηθικής, στο πλαίσιο της οποίας το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνεύεται, κατά το δοκούν, σύμφωνα με την εκάστοτε κυρίαρχη πρόσληψη ενός εύπλαστου consensus μεταξύ των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Την ίδια στιγμή, όπως έχει επισημάνει ο Χ. Souvignet, «[α]πό τον πολίτη, (…) η ευρωπαϊκή νομολογία τείνει να προτιμά το πρόσωπο, δηλαδή όχι μόνον ένα πλέγμα δικαιωμάτων, αλλά ένα “σώμα” και μια “ψυχή” ιδιότυπη, η οποία στρέφεται όχι πλέον προς την Πόλη αλλά προς τον εαυτό της (…). Διστακτική με τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, όχι ιδιαίτερα γενναιόδωρη με τα δικαιώματα του εκλογικού σώματος, η ΕΣΔΑ διαμορφώνει το πορτρέτο ενός ατόμου μόνου, ορθολογικού, εγωκεντρικού, με περιουσιακά στοιχεία, το οποίο παρακολουθεί την πολιτική και κοινωνική τάξη με ένα βλέμμα αυστηρό και ανήσυχο, διότι υποπτεύεται διαρκώς ότι η τάξη αυτή επιβουλεύεται τις φυσικές ελευθερίες και την ιδιοκτησία του. Ως το μόνο που είναι σε θέση να καθορίσει αυτό που “θα μπορούσε να είναι χρήσιμο για συντήρηση της ύπαρξής του”, το υποκείμενο της Σύμβασης ζει σε ένα σύμπαν σχετικών και υποκειμενικών αξιών (..)».

Στο πλαίσιο των ιδιαίτερων αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν την εποχή μας, όπως και κάθε μεταβατική ιστορική περίοδο, η νομολογία του ΕΔΔΑ, καίτοι ευθύνεται για αλλοιώσεις βασικών κεκτημένων του νεωτερικού συνταγματισμού, εξακολουθεί να αποτελεί ένα κάποιο αντίβαρο για την υπεράσπιση ορισμένων κρίσιμων ατομικών δικαιωμάτων, οι εγγυήσεις των οποίων χάνονται κι αυτές κάτω από τα ερείπια του κοινωνικού κράτους δικαίου. Όταν τα κράτη διολισθαίνουν στον αυταρχισμό, καθώς παραδίδουν αμαχητί τις εξουσίες τους στα ιδιωτικά συμφέροντα, δεν έχουμε την πολυτέλεια να εκμηδενίζουμε την αξία της ΕΣΔΑ και της νομολογίας του ΕΔΔΑ σχετικά με τη διασφάλιση της ελευθερίας της έκφρασης, της ελευθερίας των επικοινωνιών, της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία προϋποθέτει, πρώτα απ’ όλα, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Πρέπει, όμως, να προσεγγίζουμε αυτή την αξία με την κριτική και καχύποπτη ματιά που της αρμόζει. Είναι η ίδια ματιά με την οποία πρέπει να προσεγγίζουμε κάποιους από τους συμμετέχοντες σε εκδηλώσεις προς τιμή της ΕΣΔΑ και του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, οι οποίοι, τις κρίσιμες στιγμές, δεν διστάζουν να παραβιάζουν την πρώτη ή να προσπαθούν να επηρεάσουν τη λειτουργία του δεύτερου.

Επικαλούμενη την ΕΣΔΑ και τα πορίσματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ, η Ελένη Θεοχαροπούλου διερευνά μια σειρά από δικονομικές εγγυήσεις για την προστασία του κατηγορουμένου οι οποίες πρέπει να γίνονται σεβαστές ακόμη και στο πλαίσιο φορολογικής διαδικασίας που αφορά το ίδιο πρόσωπο με την ποινική διαδικασία: την υποχρέωση επίδοσης των πράξεων επιβολής φόρου και προστίμου στο σωφρονιστικό κατάστημα, όταν  ο φορολογούμενος είναι κρατούμενος, το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του φυσικού προσώπου σε διοικητική και φορολογική διαδικασία, την τήρηση της εύλογης διάρκειας της φορολογικής διαδικασίας, την τήρηση της αρχής «ένοχος ένοχον ου ποιεί» και τους περιορισμούς ως προς τη χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων. Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που μια φορολογική υπόθεση έχει ποινικό χαρακτήρα, τα δικαιώματα του κατηγορουμένου πρέπει να διέπουν και τη φορολογική διαδικασία, ενόσω ο νομοθέτης δεν αναστέλλει την εκδίκαση της φορολογικής υπόθεσης προκειμένου να καταστεί αμετάκλητη η κρίση για τον κατηγορούμενο από το ποινικό δικαστήριο. Εξάλλου, η συγγραφέας επισημαίνει ότι μια φορολογική υπόθεση πρέπει να θεωρείται πως έχει ποινικό χαρακτήρα τόσο στην περίπτωση που κατατείνει σε επιβολή φορολογικών κυρώσεων ποινικής φύσης όσο και στην περίπτωση που η επιβολή φόρων και κυρώσεων αιτιολογείται με έκθεση ελέγχου που ερείδεται αποκλειστικά σε ποινική δικογραφία.

Σας ευχόμαστε Καλές Γιορτές και θα επανέλθουμε με νέες δημοσιεύσεις μετά τις 8 Ιανουαρίου 2025.

image_pdf
Μετάβαση στο περιεχόμενο