Στην αυγή του 2025, ο κόσμος συνεχίζει να μεταλλάσσεται γοργά σε κάτι άλλο, μη οικείο, πολλές φορές απερίγραπτο και ενίοτε τρομακτικό. Η δημοκρατία, το κράτος δικαίου και η ειρήνη εμφανίζονται ολοένα και πιο ευάλωτα, σχεδόν ξεπερασμένα. Πολλοί από τους ηγέτες του κόσμου, ακόμη κι αν αναδεικνύονται μέσα από ελεύθερες εκλογές, δεν διακρίνονται ούτε επαίρονται για το δημοκρατικό τους ήθος, παραχωρούν απροσχημάτιστα εξουσίες σε ισχυρούς χορηγούς τους και απειλούν να κατακτήσουν ή να εξαγοράσουν άλλες χώρες. Ακόμη και σε προηγμένα κράτη, δικαστές ακυρώνουν προεδρικές εκλογές μετά από πληροφορίες μυστικών υπηρεσιών που κάνουν λόγο για προσπάθειες άσκησης αθέμιτης επιρροής μέσω κοινωνικών δικτύων. Τα πιο ισχυρά ιδιωτικά κέντρα εξουσίας δεν φαίνεται να ικανοποιούνται πλέον από την μετατροπή της δημόσιας εξουσίας σε εργαλείο εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους. Διεκδικούν και συχνά πετυχαίνουν να αναλάβουν αυτά την άσκησή της, χρησιμοποιώντας την απροκάλυπτα για να εξουδετερώσουν όλους όσοι, κατά τη γνώμη τους, θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στα όποια σχέδιά τους. Η ρητορική της ισχύος και του πολέμου μοιάζει να έχει καλύψει πλήρως εκείνη της δικαιοσύνης και της συνεργασίας. Υποτιμά τα αυξανόμενα πλήθη νεκρών, τραυματιών, προσφύγων και κοινωνικά αποκλεισμένων. Δείχνει μεγαλύτερη ευαισθησία στην απαίτηση των θυμάτων μιας άλλης εποχής να τους επιτραπεί να προβαίνουν σε θηριωδίες παρόμοιες με εκείνες των θυτών τους.

Η πιο συχνή αντίδραση σε όλα τα παραπάνω είναι μάλλον μια έξαρση του εγώ παρά ένα πνεύμα αλληλεγγύης. Ο σύγχρονος άνθρωπος στρέφεται προς τον εαυτό του. Αντιμετωπίζει τους άλλους με δυσπιστία, αν όχι με απογοήτευση ή φόβο. Αγωνίζεται να εξηγήσει και να λυτρωθεί από τον πόνο, τα πάθη και τις αγωνίες του επιδιώκοντας να κατασκευάσει έναν ιδιωτικό κόσμο σχετικών και υποκειμενικών αξιών. Χωρίς, όμως, ιδιαίτερη επιτυχία. Παθιάζεται με τις δυνατότητες που του παρέχει ο ψηφιακός μετασχηματισμός της ζωής του, αλλά δυσκολεύεται να τον διαχειριστεί, καθώς είναι καταδικασμένος να προσπαθεί διαρκώς να ανασυνθέσει την προσωπικότητά του που κατακερματίζεται από τις πολλαπλές ψηφιακές αναπαραστάσεις της. Χάνει εύκολα τον προσανατολισμό του και αναζητά απεγνωσμένα να βρει, να αποδεχτεί και να επιβάλει στους άλλους μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, όπου το γενικό κοινωνικό όραμα αντικαθίσταται από αποσπασματικά ατομικά οράματα που παρουσιάζονται ως καθολικά και η κουλτούρα της πολιτικής ορθότητας εναλλάσσεται με την κουλτούρα της μισαλλοδοξίας και του εξοστρακισμού, ο σύγχρονος άνθρωπος γίνεται μέλος μιας ρευστής και ετερόκλητης κοινότητας πραγματικών ή εικονικών μεταναστών. Πρόκειται για άτομα που έχουν εξαναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, για άτομα που προτίμησαν οικειοθελώς να αλλάξουν χώρα ή για άτομα που, χωρίς να αλλάξουν χώρα, σερφάρουν καθημερινά στο διαδίκτυο διατρέχοντας ατέρμονα πολλαπλές δομές κοινωνικοποίησης. Αυτοί οι πραγματικοί ή εικονικοί μετανάστες φεύγουν διαρκώς μακριά από τους άλλους αλλά τους βρίσκουν συνεχώς μπροστά τους, καθώς κι οι άλλοι είναι -ή γίνονται σταδιακά- μέλη της ίδιας ρευστής και ετερόκλητης κοινότητας. Άραγε, ποτέ δεν θα μπορέσει κανείς να νιώσει και να είναι πραγματικά ελεύθερος, αυτόνομος, μόνος αλλά ευτυχής, μακριά από όλους τους άλλους; Αν όχι, τι ρόλο παίζουν τελικά αυτοί οι άλλοι στην προσπάθειά του να εξηγήσει και να λυτρωθεί από τον πόνο, τα πάθη και τις αγωνίες του;

Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, εκτός από την επιστήμη, δίνει συχνά -ορισμένες φορές και πιο εύστοχα- η τέχνη, ιδίως σε μεταβατικές ιστορικές περιόδους, στις οποίες κυοφορούνται σκέψεις που αμφισβητούν το δεδομένο πλαίσιο, ανοίγουν δρόμους, διαμορφώνουν νέες μεθόδους ερμηνείας των φαινομένων και αλληλοεπιδρούν με τις κοινωνικοπολιτικές και θεσμικές μεταβολές που εκτυλίσσονται. Μια τέτοια περίοδος, από τις πιο γόνιμες της ανθρώπινης Ιστορίας, ήταν στην αρχαία Αθήνα εκείνη που σημάδεψε τη μετάβαση από τα βασιλικά ή ολιγαρχικά πολιτεύματα στη δημοκρατία, η οποία, μολονότι δεν συμπεριελάμβανε τους δούλους, τις γυναίκες ή τους μετοίκους, σήμανε μια άνευ προηγουμένου επέκταση της ιδιότητας του πολίτη σε μάζες του πληθυσμού που είχαν υπάρξει αποκλεισμένες επί σειρά αιώνων. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε σε θεσμικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για το τραγικό θέατρο. Το τελευταίο, το οποίο εμφανίστηκε σχεδόν μαζί με το γραπτό δημόσιο δίκαιο, τη δημοκρατία και τη φιλοσοφία, δραματοποίησε τις συγκρούσεις και τις οδύνες των ανθρώπων και, παράλληλα, αποτέλεσε έναν αναστοχασμό πάνω στη νέα πολιτική συνθήκη και συνείδηση που είχε μόλις αναδυθεί.

Συνδέοντας την αρχαία τραγωδία με τη φιλοσοφία του Καντ υπό το πρίσμα της διάκρισης μεταξύ ηθικής και δικαιοπολιτικής ελευθερίας, η μελέτη του Στέργιου Μήτα δεν υιοθετεί απλώς μια «πολιτική» ερμηνεία της τραγικής τέχνης. Μας δείχνει, γενικότερα, έναν τρόπο να κοιτάζουμε τη θνητή και ευάλωτη ανθρώπινη συνθήκη μέσα από μια πολιτική ματιά. Επισημαίνοντας ότι η τραγική τέχνη δεν φανερώνει μονάχα αυτό που είναι βαθιά ανθρώπινο μέσα στον πολίτη, αλλά και το βαθιά πολιτικό μέσα στον άνθρωπο, ο συγγραφέας αντλεί έμπνευση από τη νομικο-πολιτική φιλοσοφία του Καντ, για να τονίσει την ανάγκη αποστασιοποίησης τόσο από τις ατομικιστικές προσεγγίσεις του προσώπου και του νομικού υποκειμένου όσο και από τις αυταρχικές εκδοχές του κοινοτισμού που αντιλαμβάνονται αυτό το υποκείμενο ως υποταγμένο σε ένα αδιαφοροποίητο σύνολο. Αυτό που μας διδάσκει το αρχαίο δράμα είναι ο διαχρονικός και βαθύριζος πόνος του ανθρώπου, ο οποίος, τη στιγμή που συνειδητοποιεί πόσο εφήμερη και ευάλωτη είναι η ζωή του και πόσο επικίνδυνος μπορεί να είναι ο ίδιος για τον εαυτό του και τους άλλους, δεν παραγνωρίζει ότι είναι και μέλος μιας κοινότητας. Κι αν, πολύ συχνά, δυσκολεύεται να βρει τη γνωσιακή και ηθική πυξίδα του βίου του, έχει, πάντως, ως ελάχιστη συντεταγμένη ότι δεν μπορεί να σκεφτεί με συνοχή ή να πράξει δίκαια, εάν δεν είναι σε θέση να ακούει τον λόγο και τους λόγους των άλλων.

image_pdf
Μετάβαση στο περιεχόμενο