Μια νέα θεσμική έννοια μοιάζει να διαμορφώνεται, τα τελευταία χρόνια, στο δημόσιο δίκαιο. Πρόκειται για την έννοια του πολιτικού ανταγωνισμού, η οποία επιδιώκει να συναιρέσει τους επιμέρους προβληματισμούς ως προς τη ρύθμιση του ανοίγματος και της ορθής λειτουργίας της αγοράς πολιτικής εξουσίας στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Τόσο η δογματική ανάλυση όσο και η κανονιστική πλαισίωση του πολιτικού ανταγωνισμού επηρεάζονται σημαντικά αλλά διεκδικούν την αυτονομία τους από τα αντίστοιχα δεδομένα της εμπεδωμένης, εδώ και πολλά χρόνια, θεσμικής έννοιας του οικονομικού ανταγωνισμού. Βέβαια, η αναλογία μεταξύ οικονομικού ανταγωνισμού και πολιτικής αντιπαράθεσης δεν είναι πάντοτε γοητευτική για τους δημοσιολόγους, είτε διότι πολλοί από αυτούς αντιλαμβάνονται τον οικονομικό ανταγωνισμό ως ύλη αποκλειστικά του ιδιωτικού δικαίου, είτε διότι η ιδέα των ανταγωνιστικών εκλογών συνδέθηκε με θεωρίες περί διακυβέρνησης από τις πολιτικές ελίτ και με τον περιορισμό της συμμετοχής των πολιτών, οι οποίοι θεωρείται ότι μετατρέπονται σε απλούς καταναλωτές πολιτικών αγαθών. Ωστόσο, η θεσμική έννοια του πολιτικού ανταγωνισμού μπορεί να προάγει την ανάλυση και τη ρύθμιση της πολιτικής αντιπαράθεσης, χωρίς να προκαλεί ή να αποτρέπει από μόνη της τον κίνδυνο υποταγής της αντιπαράθεσης αυτής στον κυρίαρχο οικονομισμό. Με τη χρήση αυτής της νέας έννοιας, επιδιώκεται η αλλαγή της οπτικής γωνίας προσέγγισης διαφόρων επιμέρους θεμάτων, όπως της ίδρυσης, της οργάνωσης και της λειτουργίας πολιτικών ενώσεων ή κομμάτων, καθώς επίσης της οργάνωσης και της διενέργειας εκλογικών διαδικασιών. Η υποκειμενική διάσταση της αναγνώρισης και της προστασίας των σχετικών ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων συμπληρώνεται και επικαθορίζεται από την αντικειμενική διάσταση του ανοίγματος και της ρύθμισης της αγοράς πολιτικής εξουσίας, η οποία συνδέεται πρωτίστως με την «ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» (άρθρο 29 του ελληνικού Συντάγματος) και την «ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης» (άρθρο 52 του ελληνικού Συντάγματος) ή, άλλως, τη διενέργεια «ελεύθερων εκλογών» (άρθρο 3 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ).

Στη Χώρα μας, αυτή η αλλαγή οπτικής γωνίας δεν αποτελεί πλέον μόνο μια θεωρητική υπόθεση εργασίας για τη μελέτη επιμέρους ζητημάτων, όπως αυτών της κατανομής του ραδιοτηλεοπτικού χρόνου στα πολιτικά κόμματα κατά την προεκλογική περίοδο ή της δυνατότητας απαγόρευσης συμμετοχής πολιτικού κόμματος σε συγκεκριμένη εκλογική διαδικασία. Η παραπάνω αλλαγή διευρύνεται και στη νομολογία, η οποία όχι μόνο χρησιμοποιεί ολοένα και συχνότερα τον όρο «πολιτικός ανταγωνισμός» (ΣτΕ Ολ. 95, 365, 820, 1054/2017 και 2307-2315/2018), αλλά, υιοθετώντας το πνεύμα αρχών που, μέχρι στιγμής, εντοπίζονταν κυρίως στη ρύθμιση του οικονομικού ανταγωνισμού, έχει φτάσει στο σημείο να διασφαλίζει και το ωφέλιμο αποτέλεσμα της ισότητας των όρων του «εκλογικού ανταγωνισμού» από παρεμβάσεις του νομοθέτη που λαμβάνουν χώρα ακόμη και μετά από τη διενέργεια των εκλογών (ΣτΕ Ολ. 1189, 2377/2022 και 283/2023). Όπως διαφάνηκε δε από την έκδοση και τον σχολιασμό της απόφασης 8/2023 του Α΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου, η ίδια αλλαγή οπτικής γωνίας συνδυάζεται επίσης με ευρύτερες -και, όπως συμβαίνει συχνά, αμφισβητούμενες- μεταστροφές της θεωρίας και της νομολογίας, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει η τάση ερμηνευτικής αναθεώρησης του άρθρου 29 του Συντάγματος προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης μιας ανάγκης «αυτοπροστασίας της μαχόμενης ελληνικής δημοκρατίας».

Στον διεθνή χώρο, η απόφαση που εξέδωσε στις 4 Μαρτίου 2024 το Supreme Court των Η.Π.Α. σχετικά με τη δυνατότητα του D. Trump να υποβάλει υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2024, αναδεικνύει και μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή, σχετική με τον δικαστικό έλεγχο της ρύθμισης του πολιτικού ανταγωνισμού, που αποτελεί κρίσιμη συνιστώσα της δικαιοκρατικής θέσμισης του τελευταίου: ένας τέτοιος έλεγχος φαίνεται να αποδυναμώνει τη λειτουργικότητα της θεωρίας των πολιτικών ζητημάτων (political questions doctrine) και να θολώνει ακόμη περισσότερο την -ούτως ή άλλως δυσχερή- διάκριση ανάμεσα στη δικαστική αυτοσυγκράτηση (judicial self-restraint) και τον δικαστικό ακτιβισμό.

Ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος μελετά τόσο την παραπάνω απόφαση του Supreme Court των Η.Π.Α. όσο και την ανατραπείσα από αυτό απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Colorado, το οποίο είχε, κατά πλειοψηφία, αποκλείσει τον D. Trump από τις προκριματικές εκλογές της Πολιτείας αυτής. Μέσα από τη συστηματική ανάλυση της σύνθετης γεωμετρίας των πλειοψηφικών και των μειοψηφικών γνωμών που διατυπώθηκαν ενώπιον των δύο δικαστηρίων, ο συγγραφέας αναδεικνύει τα ρευστά όρια μεταξύ της προστασίας του πολιτεύματος και της παρέμβασης στον πολιτικό ανταγωνισμό, επισημαίνοντας πως, σε συνθήκες κρίσης εκπροσώπησης, όταν οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις απονομιμοποιούνται και ο ριζοσπαστισμός, είτε δεξιόστροφος είτε αριστερόστροφος, εισβάλλει στο κέντρο της πολιτικής σκηνής, τα όργανα του κράτους παρεμβαίνουν με σκοπό να διαφυλάξουν τη νομιμότητα, χωρίς να αποφεύγουν ενίοτε τον πειρασμό της εξυπηρέτησης σκοπιμοτήτων.

Από τη σκοπιά της πολιτικής επιστήμης, ο θεσμός του πολιτικού ανταγωνισμού έχει, από καιρό, γίνει αντικείμενο ερευνών που αναδεικνύουν κάποιες αναλογίες του με τον οικονομικό ανταγωνισμό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει η θεωρία των κομμάτων καρτέλ (cartel parties), η οποία, έχοντας ως αφετηρία τις μελέτες των R. Katz και P. Mair στα μέσα της δεκαετίας του 1990, επικεντρώνει την προσοχή της κυρίως στην αυξανόμενη αλληλοδιείσδυση και εξάρτηση των πολιτικών κομμάτων από το κράτος, στην αποκοπή τους από την κοινωνία, στον συνακόλουθο μετασχηματισμό τους σε εξουσιαστικούς μηχανισμούς και στη διαμόρφωση ενός πλαισίου συνεννόησης και συνεργασίας μεταξύ τους που οδηγεί, μέσα και από την προνομιακή διαχείριση των κρατικών πόρων, στον αποκλεισμό νέων κομμάτων. Η θεωρία των κομμάτων καρτέλ εμπλούτισε τις αναλύσεις των πολιτικών επιστημόνων για το πολιτικό σύστημα, τις κρίσεις και τους μετασχηματισμούς του. Πρόκειται για αναλύσεις που είναι ιδιαίτερα χρήσιμες και για τη νομική επεξεργασία της έννοιας του πολιτικού ανταγωνισμού.

Μια τέτοια ανάλυση των κρίσεων και των μετασχηματισμών του ελληνικού πολιτικού συστήματος προτείνει ο Ευθύμης Παπαβλασόπουλος, εστιάζοντας, μεταξύ άλλων, στην ανάδυση της αντιπολιτικής ως μετεξέλιξη της αποπολιτικοποίησης, στην κρίση της πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης, στο μεταδημοκρατικό σύμπτωμα, στο πέρασμα από την κρίση νομιμοποίησης στην κρίση νομιμότητας και στην προσπάθεια ανατροπής των κοινωνικών, πολιτικών και θεσμικών κατακτήσεων της Μεταπολίτευσης μέσω των προγραμμάτων διευθέτησης των κρίσεων.

Στις μέρες μας, υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς τη δικαιοκρατική αξιοπιστία και τη βιωσιμότητα κάθε (εμπεδωμένου ή νεοπαγούς) νομικού θεσμού, καθώς, στους περισσότερους τομείς του, το δίκαιο ρευστοποείται, ακολουθώντας τη γενικότερη «απορρύθμιση του κόσμου» (A. Maalouf), στην οποία συμβάλλουν οι αλλεπάλληλες τεχνολογικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές και ηθικές μεταλλάξεις. Η αυστηρότητα της κανονιστικής επιβολής υποκαθίσταται από τη διαπλαστικότητα της ρύθμισης, γεγονός που πολλαπλασιάζει τον αριθμό ευμετάβλητων -ακόμη και ρητά προσωρινών- τυπικών ή και άτυπων κανόνων δικαίου, οι οποίοι είναι έτοιμοι να προσαρμοστούν, ανά πάσα στιγμή, σε κάθε κυρίαρχο ή συγκυριακό εξωτερικό παράγοντα. Σε συνδυασμό με τον διάχυτο ερμηνευτικό σχετικισμό, πέρα από τη γενική, μακροπρόθεσμη και σταθερή κανονιστική δύναμη, οι κανόνες δικαίου χάνουν σταδιακά και τη σαφήνεια, την προσβασιμότητα και την προβλεψιμότητα που απαιτεί το Κράτος Δικαίου, με αποτέλεσμα όχι μόνο να κλονίζεται ο σεβασμός της αρχής της ισότητας αλλά να διαχέεται επιπλέον ένα έντονο αίσθημα ανασφάλειας.

Στο παραπάνω πλαίσιο, αναπτύσσεται και το φαινόμενο του κανονιστικού πειραματισμού, δηλαδή της θέσπισης μιας προσωρινής παρέκκλισης από τους γενικούς κανόνες και της εφαρμογής ενός διαφορετικού νομικού καθεστώτος για περιορισμένο χρονικό διάστημα ως προς συγκεκριμένους αποδέκτες, προκειμένου να δοκιμαστεί η αποτελεσματικότητά του. Μελετώντας μορφές εκδήλωσης αυτού του φαινομένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Γαλλία και στην Ελλάδα, ο Χάρης Χίου διερευνά τους όρους αποδοχής του και τους προβληματισμούς που προκύπτουν ως προς τον κίνδυνο απροϋπόθετης ένταξης όρων κανονιστικής ευελιξίας σε κάθε έννομη τάξη.

image_pdf
Μετάβαση στο περιεχόμενο