Οι εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) μετά τις τελευταίες προεδρικές εκλογές αναδεικνύουν, με έναν μάλλον γκροτέσκο τρόπο, ότι, στις μέρες μας, στις δυτικές δημοκρατίες δεν κυριαρχεί απλώς ο νεοφιλελευθερισμός με την έννοια της απορρύθμισης της οικονομίας. Ολόκληροι τομείς του δημοσίου δικαίου, της δημόσιας περιουσίας, της δικαιοσύνης και των λοιπών θεσμικών εγγυήσεων προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών έχουν πλέον εισέλθει σε καθεστώς ανεξέλεγκτου ελέγχου από υπερενισχυμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η ανταγωνιστικότητα έχει υποκαταστήσει τον ανταγωνισμό και την ανάπτυξη ως κρατικούς στόχους, οδηγώντας τις κυβερνήσεις να δίνουν προτεραιότητα όχι στους ίσους όρους ανταγωνισμού, αλλά στην ενίσχυση των πιο ισχυρών οικονομικών φορέων, ώστε αυτοί να αποδώσουν ακόμη καλύτερα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Τα κράτη δεν επεμβαίνουν πια για τη διάλυση των μονοπωλίων, αλλά επιβραβεύουν και προωθούν, με κάθε δυνατό τρόπο, τέτοια μονοπώλια. Αυτή η νέα εκδοχή κρατικού καπιταλισμού κερδίζει διαρκώς έδαφος σχεδόν σε όλο τον κόσμο, εμπεδώνοντας πρακτικές που χαρακτηρίζονται όλο και περισσότερο από την επιτήρηση, τον εξαναγκασμό και τη βία.
Στο πλαίσιο αυτό, στην Ευρώπη, μια σειρά από ψευδεπίγραφες εκσυγχρονιστικές κυβερνήσεις διευκολύνουν τη σταδιακή μεταβίβαση της εξουσίας σε ακροδεξιούς σχηματισμούς, επιβεβαιώνοντας ότι πίσω από την επίκληση της θεωρίας των δύο άκρων κρύβεται συνήθως η προτίμησή τους προς τους τελευταίους. Οι παραδοσιακές φιλελεύθερες και οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις εμφανίζονται πλήρως εξουδετερωμένες μπροστά στο ηγεμονικό καθεστώς που διαμορφώνουν οι συγκρούσεις και οι συνέργειες του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού με τον ακροδεξιό λαϊκισμό. Η δε διάλυση του κοινωνικού κράτους δεν φαίνεται να αφήνει περιθώρια στον συμβιβασμό εργασίας και κεφαλαίου που προώθησε η σοσιαλδημοκρατία, την οποία επικαλούνται, σήμερα, πολύ συχνά, καιροσκόποι που καταλήγουν, τις περισσότερες φορές, να νομιμοποιούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Όλα τα παραπάνω δεν απομακρύνουν απλώς την προοπτική συναίρεσης πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας. Κλονίζουν τα θεμέλια της ίδιας της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Οι πλέον εμβληματικοί θεσμοί του νεωτερικού συνταγματισμού (διάκριση κράτους και κοινωνίας, πολιτική αντιπροσώπευση, διάκριση των εξουσιών) μοιάζουν, σε μεγάλο βαθμό, να έχουν απορρυθμιστεί και να μην αποτελούν πλέον αξιόπιστη εγγύηση για την υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων απέναντι στη διαρκώς ενισχυόμενη επιτελεστικότητα των κέντρων ιδιωτικής εξουσίας.
Το πιο ανησυχητικό, όμως, στοιχείο εντοπίζεται στην προϊούσα εδραίωση της ηγεμονίας των πλέον αντιδραστικών και αυταρχικών απόψεων στις συνειδήσεις μιας μεγάλης μερίδας του εκλογικού σώματος κάθε χώρας. Όπως πριν από σχεδόν έναν αιώνα, προβάλλουν ως σωτήρες του λαού ορκισμένοι εχθροί της δημοκρατίας. Και ο δήμος δείχνει να τους ακολουθεί…
Λίγες μέρες μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας του D. Trump στον Λευκό Οίκο, ο Παναγιώτης Κουστένης παρουσιάζει μια εμπεριστατωμένη ανάλυση των τελευταίων προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ. O συγγραφέας υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι η επικράτηση του D. Trump έλαβε τον χαρακτήρα μιας γενικευμένης «κόκκινης πλημμυρίδας», δεδομένου ότι οι εκλογικοί συσχετισμοί βελτιώθηκαν υπέρ του σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες-πολιτείες και στο 90% των επιμέρους κομητειών. Κρίσιμα αποδείχθηκαν τα αποτελέσματα στη γεωγραφική «ζώνη της σκουριάς» (Rust Belt), η οποία απλώνεται στις πολιτείες γύρω από τις Μεγάλες Λίμνες και περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, την Πενσυλβάνια και τη Νέα Υόρκη. Στη ζώνη αυτή, η δραματική κοινωνική υποβάθμιση των τελευταίων ετών, η απώλεια των κεκτημένων και η φτωχοποίηση των μικρομεσαίων και λαϊκών στρωμάτων οδήγησαν σε μια ριζική πολιτική και εκλογική μεταστροφή. Γενικότερα, η βασική αιτία της ήττας των Δημοκρατικών εντοπίζεται πρωτίστως στο θέμα της οικονομίας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ατομικό-οικογενειακό επίπεδο, καθώς η αξιολόγηση των ψηφοφόρων στο exit poll ήταν κυρίαρχα αρνητική για την προηγούμενη τετραετία της προεδρίας του J. Biden. Την ίδια στιγμή, ο D. Trump εμφανιζόταν ως ο καταλληλότερος για τη διαχείριση όχι μόνο της οικονομίας, αλλά επιπλέον της μετανάστευσης και της εγκληματικότητας, με ποσοστό 53% – 46%, ενώ η K. Harris συγκέντρωνε την προτίμηση των ψηφοφόρων μόνο για τη διαχείριση του ζητήματος των αμβλώσεων. Σε κάθε περίπτωση, η μονοδιάστατη και σχεδόν εμμονική προβολή από τους Δημοκρατικούς της υπεράσπισης των ταυτοτικών δικαιωμάτων και της περίφημης «woke ατζέντας» γινόταν συχνά αντιληπτή είτε ως μια ελιτίστικη απαξίωση των καθημερινών προβλημάτων είτε ως μια προσχηματική και, κυρίως, ανέξοδη επιχείρηση συγκάλυψης του κοινωνικού ελλείματος στην πολιτική του κόμματος. Ο συγγραφέας τονίζει ότι οι τελευταίες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ συγκεντρώνουν όλα σχεδόν τα χαρακτηριστικά της ολοκλήρωσης μιας εκλογικής αναδιάταξης (electoral realignment), η οποία έχει ουσιαστικά ξεκινήσει από το 2016 και σηματοδοτείται, γεωγραφικά, με τη μείζονα εκλογική μεταστροφή των Μεσοδυτικών Πολιτειών και, κοινωνιολογικά, με μία συνολικότερη ανασύνθεση της εκλογικής βάσης των δύο μεγάλων κομμάτων. Οι Ρεπουμπλικάνοι, έχοντας ριζοσπαστικοποιηθεί επί το συντηρητικότερο, ενσωματώνουν πλέον όλο και περισσότερα λαϊκά και εργατικά στρώματα, ακόμα και ιστορικές εθνοτικές μειονότητες (ισπανόφωνους και καθολικούς), σε μια ευρύτερη κοινωνική εκλογική συμμαχία. Εξ αντανακλάσεως, η τελευταία έχει ως αποτέλεσμα (ή ως αίτιο) ένα φαινόμενο εκλογικής «αμπώτιδος» των Δημοκρατικών, εγείροντας σημαντικά ερωτήματα αναφορικά με το αβέβαιο πολιτικό μέλλον των τελευταίων.
Καθώς, στη Γερμανία, αναμένουμε τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου και το ακροδεξιό κόμμα AfD κερδίζει συνεχώς έδαφος, η Βασιλική Χρήστου, αναλύοντας τις ρυθμίσεις του γερμανικού Συντάγματος για την ανάδειξη του καγκελαρίου, την εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας και την ψήφο εμπιστοσύνης, διερευνά εάν ήταν δυνατόν, από νομική σκοπιά, να αποφευχθεί η πρόωρη διάλυση της Βουλής, της οποίας ο κανονικός βίος θα τερμάτιζε τον Σεπτέμβριο του 2025. Η συγγραφέας επισημαίνει ότι, σε αντίθεση με το άρθρο 41, παρ. 2, του ελληνικού Συντάγματος, το οποίο έχει καλλιεργήσει την πολιτική κουλτούρα της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, ώστε οι εκλογές να χρησιμοποιούνται ως το κατεξοχήν μέσο επίλυσης των πολιτικών αδιεξόδων, ο Θεμελιώδης Νόμος έχει πράγματι μεριμνήσει για την ύπαρξη μηχανισμών που προστατεύουν τη σταθερότητα του εκλογικού κύκλου και του βίου της Βουλής, προτρέποντας τα πολιτικά κόμματα σε συγκλίσεις και συνεργασίες. Είναι δε ενδεικτικό ότι, στη διάρκεια ζωής των 76 ετών του Θεμελιώδους Νόμου, μόλις τέσσερις φορές έχει λήξει πρόωρα η θητεία της Βουλής, συνεπεία του ερωτήματος εμπιστοσύνης που είναι, άλλωστε, ο μόνος τρόπος διάλυσης της Βουλής. Ωστόσο, όπως τονίζει η συγγραφέας, οι συνταγματικές ρυθμίσεις δεν δύνανται να εξαναγκάσουν μια κυβέρνηση που απώλεσε την πλειοψηφία, όπως η κυβέρνηση του καγκελαρίου O. Scholz, να συνεχίσει να κυβερνά. Με άλλα λόγια, το γερμανικό Σύνταγμα δεν μπορεί να επιβάλλει τη σταθερότητα, ερήμην της βούλησης των οργάνων του κράτους και των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή. Η παρούσα γερμανική Βουλή επέλεξε να μην αναδείξει νέα κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα των εκλογών θα δείξει, εάν αυτό ήταν το επωφελέστερο για την κυβερνησιμότητα της χώρας και το πολίτευμα.