Στην πατρίδα μας, ντυμένοι φίλοι είναι, συχνά, οι εχθροί του Συντάγματος. Μιλούν περίτεχνα για τις συνταγματικές εγγυήσεις της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Την ίδια στιγμή, παραβιάζουν τις ατομικές ελευθερίες συγκαλύπτοντας τις ευθύνες τους, επηρεάζουν αθέμιτα τη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών και της δικαιοσύνης, νοθεύουν την ελευθεροτυπία, υποβαθμίζουν τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και προκαλούν καταδίκες της Χώρας από τα ευρωπαϊκά όργανα. Απαξιώνουν, μάλιστα, και τον ίδιο τον θεσμό της συνταγματικής αναθεώρησης. Άλλοτε τον υποκαθιστούν από δυναμικές ερμηνείες που παραβιάζουν κατάφωρα το γράμμα του Συντάγματος. Άλλοτε παραλείπουν να νομοθετήσουν, με σκοπό να αδρανοποιήσουν συνταγματικές διατάξεις που οι ίδιοι ψήφισαν σε προηγούμενη αναθεώρηση.

Σε ό,τι αφορά τη σχεδιαζόμενη νέα αναθεώρηση του Συντάγματος, δεν στερούνται σημασίας ορισμένες πρόσφατες δηλώσεις που προέρχονται από τη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία.

Από τη μία, δεν είναι τυχαία η επίκληση του συλλογικού έργου «Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα», όταν, προκειμένου να δικαιολογηθεί η άρνηση ανανέωσης της θητείας της νυν Προέδρου της Δημοκρατίας, ανακοινώθηκε ότι, στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, η κυβερνητική πλειοψηφία θα προτείνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να έχει μία μόνο θητεία διάρκειας έξι ετών. Στο παραπάνω συλλογικό έργο, το οποίο εκπονήθηκε το 2016 με χορηγούς το ίδρυμα Global Citizen Foundation και την εφημερίδα «Η Καθημερινή», ξεχωρίζουν ορισμένες προτάσεις ακραίας συνταγματικής απορρύθμισης και εμπέδωσης ενός πολιτικού συντηρητισμού, οι οποίες προωθούνται από τις αγορές και φαίνεται να εμπνέουν τη συνταγματική πολιτική των κυβερνώντων: η κατοχύρωση της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού στη θέση της διάταξης του άρθρου 106 που προβλέπει ότι το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος, η συνταγματοποίηση του «χρυσού κανόνα» (χρεόφρενου), η κατάργηση των επιμέρους κοινωνικών δικαιωμάτων, η αναγνώριση της ανταπεργίας ως δικαιώματος και η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος προς τον σκοπό να προβλεφθεί η εγκατάσταση στην Ελλάδα αλλοδαπών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οι επενδύσεις των οποίων θα χαίρουν της ιδιαίτερης προστασίας των κεφαλαίων εξωτερικού επί μία τουλάχιστον πεντηκονταετία και των οποίων οι κανονισμοί θα υπερισχύουν των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου. Οι παραπάνω προτάσεις αποτελούν χρήσιμα εργαλεία για να νομιμοποιηθούν προηγούμενες αντισυνταγματικές πολιτικές και να συνταχθεί, ως αλλαγή παραδείγματος για την Γ΄  Ελληνική Δημοκρατία, το μεγάλο αφήγημα της αποκαθήλωσης του μεταπολιτευτικού συμβιβασμού και των κεκτημένων του Συντάγματος του 1975.

Από την άλλη, οι δηλώσεις του Πρωθυπουργού ότι «έχουμε την τυραννία των μειοψηφιών» και ότι -κατά την προσωπική του άποψη- «υπάρχουν δύο φύλα, το αρσενικό και το θηλυκό» μόνο συνεπείς δεν είναι προς την προηγούμενη δήλωσή του ότι στην Ελλάδα «δεν επιτρέπονται διαχωρισμοί μεταξύ των πολιτών της», την οποία είχε κάνει το 2021, παραλαμβάνοντας την έκθεση της Επιτροπής που ίδιος είχε συστήσει για την Εθνική Στρατηγική Ισότητας των ΛΟΑΤΚΙ+. Αν η παραπάνω ασυνέπεια συνδυαστεί με την άποψη, που ασπάζονται και οι κυβερνώντες, ότι οι ουσιαστικές κατευθύνσεις των προτάσεων της πρώτης Βουλής ως προς την αναθεώρηση συγκεκριμένων συνταγματικών διατάξεων δεν δεσμεύουν τη δεύτερη -λεγόμενη αναθεωρητική- Βουλή, καθίσταται προφανές ότι καμία εμπιστοσύνη δεν μπορεί κανείς να έχει ως προς την τελική έκβαση των αναθεωρητικών προτάσεων της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ακόμη και αν πιστεύει ότι αυτή θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές.

Παράλληλα, στη διεθνή σκηνή, διαμορφώνεται ένα κλίμα που δεν διευκολύνει διόλου τη διατήρηση της πίστης στους ήδη κλονισμένους εθνικούς συνταγματικούς θεσμούς. Οι εχθροί του Συντάγματος δείχνουν πλέον να μην ενδιαφέρονται καν για τη διατήρηση ενός φιλικού προσωπείου. Παρατηρώντας τον νέο Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) και τους πανίσχυρους επιχειρηματίες, με τους οποίους αυτός συνεργάζεται, να απευθύνονται με υποτιμητικό και επιθετικό τρόπο σε ηγέτες άλλων κρατών, συνειδητοποιεί κανείς -όχι χωρίς κάποιο δέος- ότι οι πρώτοι δεν υπολογίζουν καθόλου τις εθνικές συνταγματικές τάξεις που εκπροσωπούν οι δεύτεροι. Πράγματι, είναι πρωτόγνωρο μια τέτοια επίδειξη ισχύος και κυνισμού να εκδηλώνεται δημόσια ως επίσημη σύμπραξη δημόσιας και ιδιωτικής εξουσίας και να προβάλλεται, σε παγκόσμια κλίμακα, μέσω των κοινωνικών μέσων δικτύωσης που ελέγχουν οι ίδιοι παραπάνω επιχειρηματίες. Ωστόσο, δεν είναι πρωτόγνωρο ένας Πρόεδρος των ΗΠΑ να κάνει παρόμοιες σκέψεις και να τις διατυπώνει σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις. Τη δεκαετία του 1960, ένας άλλος Αμερικανός Πρόεδρος, προερχόμενος από το Δημοκρατικό κόμμα εκείνη τη φορά, φέρεται να είπε για τον τότε Έλληνα Πρωθυπουργό στον τότε Πρεσβευτή της Ελλάδας: «Ποιος νομίζει ότι είναι, σε τελική ανάλυση; Δεν χρειάζομαι έναν δεύτερο Ντε Γκωλ. Δίνουμε πάρα πολλά δολάρια στους Έλληνες, κύ­ριε πρέσβη. Αν ο πρωθυπουργός σας αρχίσει να μου κάνει κήρυγμα για τη δημοκρατία, το Κοι­νοβούλιο και το Σύνταγμα, ίσως αυτός, το Κοι­νοβούλιό του και το Σύνταγμά του να μη διαρ­κέσουν για πολύ». Η Ιστορία έδειξε ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ κράτησε τον λόγο του. Αλλά, τότε, η πίστη στο Σύνταγμα δεν χάθηκε.

Συνεχίζοντας τον διάλογο που έχει ανοίξει στη Νομαρχία γύρω από την προβληματική που εγείρει η προοπτική μιας νέας συνταγματικής αναθεώρησης, ο Γιώργος Κατρούγκαλος υποστηρίζει ότι η αναθεωρητική διαδικασία, όπως και κάθε διαδικασία παραγωγής κανόνα δικαίου, δεν εξελίσσεται, εν είδει εγελιανής ιδέας, βάσει κάποιας εσωτερικής ανάγκης ή λογικής του πολιτεύματος, ανεξάρτητα από τις πολιτικές συγκρούσεις. Τα πολιτικά κόμματα, ως υποκείμενα των κοινωνικών συμφερόντων, μεταφέρουν τις πολιτικές συγκρούσεις στο επίπεδο της θεσμικής πραγματικότητας. Κατά τούτο, είναι εύλογο να προσπαθούν να θωρακίσουν, μέσω της κανονιστικής σταθερότητας του Συντάγματος, στρατηγικές τους επιλογές. Οι τελευταίες δεν προκύπτουν μονοσήμαντα από κάποια ανάγκη που απορρέει από την ίδια τη λογική του πολιτεύματος. Αντίθετα, μέσα από τη δυναμική τους αλληλεπίδραση, οι παραπάνω επιλογές είναι αυτές που, κάθε φορά, προσδιορίζουν την κυρίαρχη άποψη για το ποια είναι η λογική του πολιτεύματος κάθε χώρας. Με βάση τις παραπάνω μεθοδολογικές παραδοχές, ο συγγραφέας προβαίνει σε μια εκτενή ανάλυση του πολιτικού χαρακτήρα των τεσσάρων αναθεωρήσεων του Συντάγματος του 1975. Καταλήγει δε στην επισήμανση ότι, σήμερα, δεν πρέπει να ξεκινήσει μια νέα αναθεώρηση του Συντάγματος, καθώς είναι προφανές ότι, με βάση τον συσχετισμό δύναμης, αυτή η αναθεώρηση, εάν ολοκληρωθεί, θα αποτελέσει σημαντική θεσμική οπισθοδρόμηση.

image_pdf
Μετάβαση στο περιεχόμενο