Μάλλον ανασφάλεια και νοοτροπία παραίτησης υποδηλώνουν o υπέρμετρος αυτοπεριορισμός και η αναβλητικότητα που επιδεικνύουν, τα τελευταία χρόνια, στη Χώρα μας, όλοι σχεδόν οι δημόσιοι φορείς που καλούνται να ελέγξουν τη συνταγματικότητα των νόμων, δηλαδή την τήρηση του Συντάγματος.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απέχει διαχρονικά από την άσκηση του καθήκοντός του να αναπέμπει στη Bουλή αντισυνταγματικά νομοσχέδια που έχουν ψηφιστεί από αυτή. Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής δυσκολεύεται ιδιαίτερα να αρθρώσει καθαρές κρίσεις περί αντισυνταγματικότητας των νομοσχεδίων που εξετάζει. Οι βουλευτές, θεωρώντας ότι λαμβάνουν «πολιτικές» αποφάσεις, αρνούνται να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι, σε ένα κράτος δικαίου, οι αποφάσεις αυτές πρέπει να προσαρμόζονται στο Σύνταγμα και όχι το αντίστροφο. Ως εκ τούτου, η αντισυνταγματικότητα εκπίπτει, κατά κανόνα, σε αντιπολιτευτικό επιχείρημα της εκάστοτε αδύναμης μειοψηφίας, η οποία προσδοκά να γίνει πλειοψηφία, ώστε να απελευθερωθεί κι αυτή από τις συνταγματικές δεσμεύσεις. Σε όλους τους παραπάνω φορείς υφέρπει μια έκδηλη τάση παραίτησης από την αναμέτρηση με όποιο ζήτημα αντισυνταγματικότητας εγείρεται: «Άστο, θα το κρίνουν τελικά τα δικαστήρια».
Τα διοικητικά όργανα είναι αμήχανα και δικαιολογημένα αδρανούν μπροστά στην αμφισβήτηση της αρμοδιότητάς τους να ελέγχουν την συνταγματικότητα των νόμων ή στην αβεβαιότητα που απηχεί η θέση ότι μπορούν να μην εφαρμόζουν μόνο τους «προδήλως» αντισυνταγματικούς νόμους. Αγνοούν δε συνήθως ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν και οφείλουν να μη εφαρμόζουν νόμους που αντιβαίνουν στο ενωσιακό δίκαιο. Κι όταν δεν το αγνοούν, τους διαμηνύεται -ενίοτε και με την απειλή σοβαρών κυρώσεων- ότι και αυτός ο έλεγχος προϋποθέτει τάχα «πρόδηλη» αντίθεση με το ενωσιακό δίκαιο. Πότε, όμως, ένας νόμος είναι «προδήλως» αντισυνταγματικός ή ασύμβατος με το ενωσιακό δίκαιο; Στην πράξη, πίσω από την επίκληση της λειτουργικής έννοιας «προδήλως» κρύβεται και πάλι μια μορφή παραίτησης: «Άστο, πρέπει να το κρίνουν πρώτα τα δικαστήρια».
Συχνά, όμως, και τα δικαστήρια διστάζουν να το κρίνουν. Σε ό,τι αφορά τους ιεραρχικά κατώτερους δικαστές, αν και το διάχυτο σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης τούς προσφέρουν τη δυνατότητα χειραφέτησης από τις κρίσεις των ιεραρχικά ανώτερων συναδέλφων τους, δυσκολεύονται να δεχτούν ότι μπορούν πράγματι να αποκλίνουν από τις κρίσεις αυτές. Το πολύ πολύ να διατυπώσουν κάποιο προδικαστικό ερώτημα στα οικεία ανώτατα δικαστήρια. Σε ό,τι αφορά τα τελευταία, κι αυτά μοιάζουν, πολλές φορές, να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να αποφύγουν ή να αναβάλουν την οριστική κρίση τους. Στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, του φερόμενου ως λειτουργικά «συνταγματικού δικαστηρίου» της Χώρας, η σταδιακή εξάρτηση της «πρόδηλης βασιμότητας» του κύριου ενδίκου βοηθήματος από την απαίτηση ύπαρξης σχετικής νομολογίας της Ολομέλειας του Δικαστηρίου δείχνει ότι οι δικαστές της προσωρινής δικαστικής προστασίας τείνουν να υποκαταστήσουν την υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών κανόνων από την ανασφαλή πιθανολόγηση της όποιας εικαζόμενης απόφασης του ανώτατου δικαστικού σχηματισμού. Το ίδιο ισχύει και για τα Τμήματα στο πλαίσιο της οριστικής δικαστικής προστασίας. Ακόμη και αν δεν είναι υποχρεωμένα να αναβάλουν την έκδοση οριστικής απόφασης, υιοθετούν, τις περισσότερες φορές, την ίδια επιλογή: «Άστο να το κρίνει η Ολομέλεια». Για όλους αυτούς τους λόγους, ο έλεγχος φτάνει να διενεργείται, συνήθως με σημαντική καθυστέρηση, από έναν δικαστικό σχηματισμό ο οποίος είναι ιδιαίτερα δυσκίνητος, εξαιτίας της πολυπληθούς σύνθεσής του που οφείλεται προεχόντως στη διάχυτη καχυποψία ως προς την αντικειμενικότητα της επιλογής των μελών του. Ενώπιον δε αυτού του σχηματισμού της Ολομέλειας, ο έλεγχος της συνταγματικότητας σχετικοποιείται –ενίοτε σε ακραίο βαθμό- μέσα από πολυάριθμες συγκλίνουσες ή αποκλίνουσες γνώμες και συνεπειοκρατικές θεωρήσεις που οδηγούν σε πολυποίκιλους περιορισμούς των κρίσεων περί αντισυνταγματικότητας ως προς την έκταση, την ένταση και τον χρόνο εφαρμογής αυτών των κρίσεων. Πέραν από το γεγονός ότι οι παραπάνω περιορισμοί δεν αιτιολογούνται πάντοτε επαρκώς, είναι αξιοσημείωτο ότι, ακόμη και όταν υπάρχει διάθεση και θάρρος για τη διασφάλιση της τήρησης του Συντάγματος, στον έλεγχο που ασκεί η Ολομέλεια υφέρπει συχνά ένα ακόμη -ίσως το πιο ανησυχητικό- είδος παραίτησης: «Άσε τον νομοθέτη και τη διοίκηση να βρουν τελικά την άκρη».
Κάπως έτσι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων ξεθωριάζει, ολοένα και περισσότερο, προς όφελος του ελέγχου της ερμηνείας και της εφαρμογής του Συντάγματος από τους πιο ισχυρούς, οι οποίοι δεν θα έβλεπαν με κακό μάτι τον «εξορθολογισμό» και την περαιτέρω εμπέδωση της κυριαρχίας τους με την τοποθέτηση ανθρώπων τους σε κάποιας μορφής μελλοντικό Συνταγματικό Δικαστήριο.
Με αφορμή δύο πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Βασίλης Τσιγαρίδας πραγματεύεται τις διάφορες πτυχές του ζητήματος του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα διοικητικά όργανα. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι το ζήτημα αυτό είναι σύνθετο, εν μέρει, διότι όποιος προσπαθήσει να το απαντήσει θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εξισορρόπηση πλείστων όσων συνταγματικών αρχών και, εν μέρει, διότι συσκοτίζεται από διάφορα εξωνομικά επιχειρήματα, τα οποία ενδύονται τον μανδύα της κανονιστικότητας. Μετά από μια μεθοδική και διεισδυτική ανάλυση των σχετικών δεδομένων της νομολογίας και της θεωρίας, ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, σε κάθε περίπτωση, η πλέον «καθαρή» και πειστική λύση, που «ενώνει» τα κομμάτια του παζλ της έννομης τάξης με τον αρμονικότερο δυνατό τρόπο και, ταυτόχρονα, απηχεί την ιστορική της εξέλιξη, είναι η αποδοχή της προοπτικής του διοικητικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι, στην Ελλάδα, ο έλεγχος συνταγματικότητας ουδέποτε έγινε αντιληπτός ως έλεγχος του νομοθέτη ώστε να ανακύψει θέμα διάκρισης των εξουσιών από τη διενέργειά του. Τόσο η επιστήμη όσο και η πράξη τον προσέλαβαν, από την πρώτη στιγμή (ήδη από τον 19ο αιώνα), ως έλεγχο του νόμου, που διεξάγεται -αποκλειστικά και μόνον- κατά την εφαρμογή του και συνεπάγεται -αποκλειστικά και μόνον- τον παραμερισμό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου. Για να ενεργοποιηθεί, δε, αυτός ο έλεγχος, χρειάστηκε, «απλώς», ο εφαρμοστής του δικαίου να αντιληφθεί το Σύνταγμα ως αυτό που είναι: ως έναν ακόμη νόμο. Ιεραρχικά ανώτερο από τους υπόλοιπους, αλλά, πάντως, νόμο.