Κάθε φορά που το Συμβούλιο της Επικρατείας ανέλαβε αποφασιστικά τον ρόλο του αντίβαρου απέναντι στη δημόσια και την ιδιωτική εξουσία, η συμβολή του στην εμπέδωση του κράτους δικαίου στη Χώρα μας υπήρξε ανεκτίμητη. Για τον λόγο αυτόν προκάλεσε συχνά τις αντιδράσεις της πολιτικής εξουσίας, η οποία προσπάθησε άλλοτε να καταργήσει τμήματά του, άλλοτε να περιορίσει τις αρμοδιότητές του και σχεδόν πάντοτε να επηρεάσει την οργάνωση και τη λειτουργία του, μεταξύ άλλων επιλέγοντας προέδρους ή αντιπροέδρους χωρίς αμιγώς θεσμικά κριτήρια και επισείοντας κατά καιρούς την απειλή της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Στις μέρες μας, παρότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν διέρχεται περίοδο ακμής, στο μέτρο που διατηρεί ακόμη τον χαρακτήρα ενιαίου δικαιοδοτικού οργανισμού με πάγιες αρχές, οι παραπάνω πιέσεις της πολιτικής εξουσίας δεν κλονίζουν καταλυτικά το γόητρό του. Ό,τι, όμως, δεν έχουν καταφέρει οι προσπάθειες προσβολής της εξωτερικής ανεξαρτησίας του, η έλλειψη πόρων, τα λειτουργικά προβλήματα και η κόπωση λόγω της πολυκρίσης που μαστίζει τη Χώρα τις τελευταίες δύο δεκαετίες, κινδυνεύει να το καταφέρει η ατυχής πρόσληψη του ίδιου του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου για την ταυτότητά του. Λέχθηκε μεταφορικά ότι παίζει τον ρόλο «συνταγματικού δικαστηρίου» και το Συμβούλιο της Επικρατείας το πήρε τοις μετρητοίς. Έτσι, προσπαθώντας να δείξει ότι η Χώρα μας δεν έχει ανάγκη από Συνταγματικό Δικαστήριο γιατί μπορεί να γίνει το ίδιο το συνταγματικό δικαστήριο που τάχα της λείπει, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο εγκλωβίστηκε στις ιδέες των άσπονδων φίλων του και άρχισε να χάνει τον εαυτό του, αποκτώντας όλο και μεγαλύτερη απόσταση από τη θεσμική πραγματικότητα, την ιστορία του, τους άλλους διοικητικούς δικαστές και τους διαδίκους.

Η Ελλάδα δεν έχει ούτε χρειάζεται Συνταγματικό Δικαστήριο. Σε ενιαία κράτη όπως η Χώρα μας, η απόλυτη συγκέντρωση του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας δεν εξυπηρετεί το κράτος δικαίου αλλά την πολιτική εποπτεία αυτού του ελέγχου. Με γνώμονα τη διασφάλιση του κράτους δικαίου, η σχετική συγκέντρωση του ελέγχου συνταγματικότητας στις ολομέλειες των τριών ανώτατων δικαστηρίων και η άρση των συγκρούσεων από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο αποτελούν τον λιγότερο επαχθή διορθωτικό μηχανισμό του διάχυτου ελέγχου προς αποκατάσταση της απαιτούμενης ασφάλειας δικαίου. Τα δε κενά που προκαλεί η έλλειψη προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας σε ορισμένους τομείς μπορούν να καλυφθούν με την ενίσχυση γνωμοδοτικών και μη δικαστικών μορφών τέτοιου ελέγχου (βλ. nomarchia.gr 25.10.2024). Άλλωστε, αν και παραμένει δημοφιλής στα μάτια των τεχνικών της εξουσίας που αναζητούν την αναβάθμιση του οργανικού τους ρόλου, εδώ και αρκετά χρόνια ο θεσμός του συνταγματικού δικαστηρίου διέρχεται βαθιά κρίση ακόμη και σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν μακρά παράδοση στον συγκεντρωμένο έλεγχο συνταγματικότητας, προεχόντως διότι ο έλεγχος συνταγματικότητας διαπλέκεται πλέον ποικιλότροπα με τον διάχυτο έλεγχο συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο που δεν μπορεί να συγκεντρωθεί σε ένα εθνικό δικαστήριο.

Από την άλλη, μόνο την περαιτέρω φθορά του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να προαγάγει η εμμονή του στην παράδοξη και αλυσιτελή προσπάθεια μετάλλαξής του σε συνταγματικό δικαστήριο. Ο σπουδαίος και πρωταγωνιστικός θεσμικός ρόλος του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου διασφαλίζεται από τη θεμελιώδη ακυρωτική του αρμοδιότητα σε πρώτο βαθμό. Η ιστορική αυτή αρμοδιότητα, η οποία συνδέεται ουσιωδώς με τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του δικαστικού ελέγχου της δημόσιας εξουσίας, δεν αρμόζει να ανατραπεί από επιφανειακές προσεγγίσεις της συνταγματικής κατανομής των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων, οι οποίες προάγουν συχνά έναν συμφυρμό της διοικητικής με την πολιτική δικονομία και, συνακόλουθα, μια μορφή ιδιωτικοποίησης του παραπάνω ελέγχου. Τα δε αδιαμφισβήτητα λειτουργικά προβλήματα που προκαλεί το τεκμήριο ακυρωτικής αρμοδιότητας μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω της ελεγχόμενης αποκέντρωσης των διαφορών, αν εγκαταλειφθούν οι ψευδεπίγραφα εκσυγχρονιστικές πολιτικές που εστιάζουν στην ποσότητα και την ταχύτητα και η απονομή δικαιοσύνης προσανατολιστεί στη λιτότητα και την ποιότητα. Πρώτα απ’ όλα, όμως, το ίδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας πρέπει να προσδιορίσει και να δείξει έμπρακτα τι θέλει κυρίως να είναι: συμπαραστάτης ή αντίβαρο της πολιτικής εξουσίας; Μόνον η δεύτερη επιλογή θα μπορούσε να αποκαταστήσει τις συνέπειες που έχουν προκαλέσει, τον τελευταίο καιρό, οι  σπατάλες θεσμικού κύρους όχι μόνο στο εσωτερικό της εθνικής έννομης τάξης αλλά και πέρα από αυτήν.

Οι σχέσεις ενός ανώτατου εθνικού δικαστηρίου με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ρυθμίζονται μέσω του θεσμοθετημένου μεταξύ τους διαλόγου. Δεν αρμόζει ούτε να διατυπώνονται παράπονα, και μάλιστα με τρόπο ο οποίος θυμίζει συμπεριφορά διαδίκου που πιστεύει ότι αδικήθηκε, ούτε να αναζητούνται άλλα μέσα ρύθμισης των σχέσεων. Στο πλαίσιο της άσκησης των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει τη δυνατότητα, αφενός, να διορθώσει με ειλικρίνεια και γενναιότητα άστοχες πτυχές της νομολογίας του, όπως αυτή που αφορά το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, και, αφετέρου, να αναδείξει τυχόν αστοχίες ή αντιφάσεις της νομολογίας του ΕΔΔΑ αλλά και να εκλεπτύνει τις προϋποθέσεις που το ίδιο έχει θέσει για τη συμμόρφωσή του στις αποφάσεις του τελευταίου. Προς τούτο, δεν δικαιολογείται να διστάζει να ζητήσει από το Δικαστήριο του Στρασβούργου την έκδοση γνωμοδοτήσεων επί σχετικών ζητημάτων δυνάμει του Ν. 4596/2019, ο οποίος κύρωσε το 16ο πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Ακόμη και αν, στο πλαίσιο του απορρυθμισμένου πλέον ευρωπαϊκού συνταγματισμού, ο διάλογος των δικαστών εξελίσσεται κατά τρόπο ασύμμετρο, κάθε ανώτατο εθνικό δικαστήριο έχει το βάρος να συμμετέχει -με ευθύ τρόπο- στον διάλογο αυτόν και να προσπαθεί να συμβάλλει, με καλά μελετημένες και σαφείς στρατηγικές, στη διαρρύθμιση των σχέσεων μεταξύ της εθνικής και της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.

Η μελέτη του Κωνσταντίνου Λάγγα αποτελεί μια κριτική ανάλυση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τον περιορισμό του αναδρομικού αποτελέσματος της διάγνωσης αντισυνταγματικότητας νόμου. Εξετάζοντας διεξοδικά τις πλειοψηφικές και τις μειοψηφικές γνώμες που διατυπώθηκαν ως προς τον περιορισμό αυτόν, ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι και οι δύο πλευρές θεωρούν μεν τον έλεγχο συνταγματικότητας ως σχετικό, δηλαδή ως υποκείμενο σε στάθμιση με άλλα συνταγματικά αγαθά, πλην όμως η στάση αυτή χρήζει επανεξέτασης. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο έλεγχος συνταγματικότητας έχει απόλυτο χαρακτήρα, καθώς ερείδεται στην ίδια την κανονιστικότητα του Συντάγματος. Η θέση αυτή τον οδηγεί σε μια νέα θεώρηση του αναδρομικού αποτελέσματος της διάγνωσης αντισυνταγματικότητας νόμου και στο συμπέρασμα ότι, υπό το ισχύον σύστημα, ο περιορισμός αυτός δεν είναι επιτρεπτός. Το συμπέρασμα αυτό μετριάζεται κάπως σε ορισμένες όλως εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες η αποδοχή του αναδρομικού αποτελέσματος της αντισυνταγματικότητας θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια την έννομη τάξη. Εκτός των άλλων επιμέρους επισημάνσεών του, ο συγγραφέας τονίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, υπό το ισχύον σύστημα, η δεσμευτικότητα του περιορισμού της αναδρομικότητας των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας νόμου εκ μέρους του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι αμφίβολη, καθώς ούτε οι λοιποί διοικητικοί δικαστές μπορούν να υποχρεωθούν να εφαρμόσουν νόμο αντισυνταγματικό ή αντίθετο στο ενωσιακό δίκαιο ούτε οι δικαστές των πολιτικών και των ποινικών δικαστηρίων δεσμεύονται να ακολουθήσουν τις σχετικές αποφάσεις του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου.

Σχολιάζοντας την απόφαση του ΕΔΔΑ, Τσιώλης κατά Ελλάδος (αρ. 51774/17), η οποία αφορά τον έλεγχο συμβατότητας με την ΕΣΔΑ των προϋποθέσεων παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η Νάγια Ρουπίνα επισημαίνει ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία ρηξικέλευθη απόφαση. Ενώ, στην υπόθεση Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας, το ΕΔΔΑ είχε κάνει δεκτό ότι οι παραπάνω προϋποθέσεις είναι σαφείς, προβλέψιμες, αντικειμενικές και διασφαλίζουν τη συνοχή της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου, με τη σχολιαζόμενη απόφαση κρίθηκε ότι η εξόχως συσταλτική ερμηνεία της προϋπόθεσης του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης σχετικά με την υποχρέωση επίκλησης αποφάσεων που αφορούν το ίδιο νομικό ζήτημα με το επίδικο, σε συνδυασμό με την έλλειψη προσβάσιμης συνολικής βάσης δεδομένων νομολογίας, συνιστά υπέρμετρη τυπολατρία που εμποδίζει την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Επιπλέον, με τη σχολιαζόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, εξαιτίας και της έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία απορρίφθηκε η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη. Εντούτοις, στην υπόθεση Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας είχε γίνει δεκτό, κατά την εφαρμογή του ίδιου δικονομικού κανόνα, ότι δεν απαιτείται λεπτομερής αιτιολόγηση όταν μια προσφυγή απορρίπτεται λόγω έλλειψης προοπτικών επιτυχίας ή δεν εξετάζεται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας φιλτραρίσματος. Αναλύοντας τις πτυχές της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας που αντιβαίνουν πλέον στην εξέλιξη της νομολογίας του ΕΔΔΑ, η συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, με την απόφαση Τσιώλης κατά Ελλάδας, αναδεικνύεται επιτακτικά η ανάγκη μεταστροφής της νομολογίας του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου ώστε να καταστεί σύμφωνη με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

Συμπληρώνοντας έναν χρόνο λειτουργίας, η Νομαρχία ευχαριστεί θερμά όλες και όλους τους μέχρι στιγμής Συγγραφείς της και τις ως τώρα 55.000 μοναδικές αναγνώστριες και μοναδικούς αναγνώστες της.

Μετάβαση στο περιεχόμενο