Το επιστημονικό δόγμα αποτελεί πηγή του δικαίου; Οι θιασώτες του τεχνοκρατικού θετικισμού όχι μόνον θα απαντούσαν αρνητικά, αλλά, επιπλέον, μάλλον θα χαρακτήριζαν το ερώτημα προκλητικό. Όσοι υιοθετούν στις αναλύσεις τους στοιχεία νομικού ρεαλισμού, επιδιώκοντας την ανάπτυξη μιας κριτικής επεξηγηματικής επιστήμης του δικαίου με διεπιστημονικές προοπτικές, ακόμη και αν δεν απαντούσαν θετικά στο παραπάνω ερώτημα, δύσκολα θα αρνούνταν ότι, ορισμένες φορές, το επιστημονικό δόγμα συμβάλλει σημαντικά στην ερμηνεία και, συνακόλουθα, στη δημιουργία του δικαίου. Ορισμένοι δε ίσως τολμούσαν να κάνουν λόγο για οιονεί πηγή του δικαίου, προκειμένου να αναδείξουν την εξαιρετική ποιότητα ενός συγκεκριμένου επιστημονικού έργου και την καταλυτική του επίδραση στην κοινότητα των ερμηνευτών και των εφαρμοστών ενός κλάδου του δικαίου σε μια συγκεκριμένη εποχή.

Τέτοιο είναι το επιστημονικό έργο του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης E. Schmidt-Aßmann, ο οποίος έχει αναγορευτεί επίτιμος διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο πλαίσιο της θητείας του στη Χαϊδελβέργη, ο Schmidt-Aßmann ίδρυσε το Ινστιτούτο Γερμανικού και Ευρωπαϊκού Διοικητικού Δικαίου, έναν ακαδημαϊκό τόπο στοχασμού σχετικά με τις εξελίξεις του διοικητικού δικαίου στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Το επιστημονικό έργο του Schmidt-Aßmann αποσκοπεί στη σύλληψη μιας γενικής θεωρίας του διοικητικού δικαίου μέσω μιας διττής μεθόδου: επαγωγικά μέσα από τη μελέτη πεδίων του ειδικού διοικητικού δικαίου και απαγωγικά μέσω της επεξεργασίας των συνταγματικών θεμελίων του διοικητικού δικαίου. Χαρακτηριστικά στοιχεία που διαπνέουν αυτό το έργο είναι η συνεχής εγκόλπωση των αποτελεσμάτων του εξευρωπαϊσμού και της διεθνοποίησης του εθνικού διοικητικού δικαίου, ο διεπιστημονικός προσανατολισμός του και ο διαποτισμός του με στοιχεία συγκριτικού δικαίου. O Schmidt-Aßmann διακρίνεται για την αστείρευτη παραγωγικότητά του, την οποία εμπλουτίζει με την επιδίωξη ενός συνεχούς διαλόγου με νεότερους επιστήμονες.

Ο Κωνσταντίνος Γώγος παρουσιάζει τη δεύτερη έκδοση του έργου Verwaltungsrechtliche Dogmatik in der Entwicklung [Η δογματική του διοικητικού δικαίου σε εξέλιξη, Mohr Siebeck, 2023], στο οποίο ο Schmidt-Aßmann επιχειρεί μια συνολική εποπτεία της εξέλιξης του δόγματος του διοικητικού δικαίου τα τελευταία χρόνια, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην επίδραση της πανδημίας. Εστιάζοντας την προσοχή του, μεταξύ άλλων, στην επισήμανση του Schmidt-Aßmann ότι η δογματική διασφαλίζει την προβλεψιμότητα της εφαρμογής του διοικητικού δικαίου και ανταποκρίνεται στις δικαιοκρατικές απαιτήσεις για ξεκάθαρη κατανομή ευθυνών, ορθολογισμό και αποτελεσματικότητα των κανόνων, ο Γώγος υπογραμμίζει ότι η παραπάνω επισήμανση μάς δίνει και την κατεύθυνση για την επεξεργασία ενός ελληνικού διοικητικού δικαίου με περισσότερη θεωρητική εμβάθυνση, ιδίως στη συστηματική και το κοινωνικό και οικονομικό αποτέλεσμα των κανόνων, και λιγότερο εμπειρισμό. Χωρίς να αμφισβητείται η προφανής σημασία της νομολογίας, ως διαρκούς πηγής εναυσμάτων, αναγκαία είναι η εντονότερη ενασχόληση με τη δογματική συγκρότηση του διοικητικού δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού. Αλλιώς δεν διακρίνεται η επιστήμη του δικαίου από την απλή συλλογή νομολογιακών λύσεων. Επιπρόσθετα, οφείλουμε να έχουμε διαρκή επίγνωση του πολιτικού φορτίου που φέρει η ερμηνεία των κανόνων του διοικητικού δικαίου, το οποίο ως κλάδος ανέλαβε ιστορικά την αποστολή της προστασίας της ελευθερίας των πολιτών έναντι μιας όλο και πιο διεισδυτικής κρατικής εξουσίας.

Πέρα από τα σαθρά θεμέλια που έχει γενικά το κράτος δικαίου στη Χώρα μας, το σκάνδαλο της προσπάθειας συγκάλυψης των συνθηκών άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, τα τελευταία χρόνια, από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών έφερε στο φως και μια σειρά από κρίσιμα κενά στις ειδικότερες νομικές και πραγματικές εγγυήσεις διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, τα οποία διευκολύνουν την αναπαραγωγή των αυθαιρεσιών. Μεταξύ αυτών των κενών ξεχωρίζει, βέβαια, η συστηματική στέρηση από την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών των θεσμικών και τεχνικών εργαλείων που είναι απαραίτητα ώστε αυτή η ανεξάρτητη Αρχή να είναι σε θέση να ασκεί με συνέπεια τις συνταγματικές αρμοδιότητές της. Ωστόσο, εξίσου σοβαρό -ενδεχομένως και σοβαρότερο- κενό συνιστά η απουσία πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των θιγόμενων ιδιωτών. Μολονότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει δεχθεί ότι η πρόβλεψη κατάλληλου ενδίκου βοηθήματος, ικανού να οδηγήσει στην αποκατάσταση τυχόν παραβίασης του δικαιώματος στο απόρρητο των επικοινωνιών και προσβάσιμου σε οποιονδήποτε θεωρεί ότι έχει  πέσει θύμα τέτοιας παραβίασης, θα μπορούσε να υποκαταστήσει ακόμη και την απουσία προσήκουσας ενημέρωσής του για την παρακολούθηση αυτή (ΕΔΔΑ, 10.12.2024, Association confraternelle de la Presse Judiciaire κ.ά. κατά Γαλλίας, αρ. προσφ. 49526/15 κ.ά., § 103), η ελληνική έννομη τάξη εξακολουθεί να μην έχει θεσπίσει τέτοιο ένδικο βοήθημα.

Ο Μιχαήλ Χριστοδούλου αναλύει τον a posteriori έλεγχο νομιμότητας των μέτρων παρακολούθησης των επικοινωνιών υπό το πρίσμα της συμβατότητας με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των κανόνων της γαλλικής και της βρετανικής έννομης τάξης σχετικά με την αποτελεσματική δικαστική προστασία των φορέων του δικαιώματος στο απόρρητο των επικοινωνιών έναντι μέτρων παρακολούθησης για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ο συγγραφέας επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το γαλλικό και το βρετανικό κανονιστικό πλαίσιο, στο πεδίο του a posteriori ελέγχου και των εγγυήσεων δίκαιης δίκης που τον περιβάλλουν, θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για τον Έλληνα νομοθέτη.

Μετάβαση στο περιεχόμενο