Ο κλονισμός των δικαιοκρατικών εγγυήσεων στη Χώρα μας και, γενικότερα, στην Ευρώπη συνδέεται άρρηκτα με την αντίληψη που κυριαρχεί για την ίδια την έννοια του Κράτους Δικαίου και για τον τρόπο αξιολόγησης του σεβασμού του. Το τελευταίο συρρικνώνεται και τυποποιείται, συχνά, με βάση διαδικαστικά και αμιγώς φιλελεύθερα κριτήρια αξιολόγησης που παραγνωρίζουν την ανάγκη προστασίας των παραπληρωματικών κοινωνικών αξιών. Ο δε περιορισμός της ανάλυσης της κρίσης του Κράτους Δικαίου στη λογική της συγκριτικής κατάταξης των διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών, με βάση κάποια τυποποιημένα κριτήρια, θολώνει τις διαστάσεις και τη δυναμική αυτής της κρίσης, η οποία δεν είναι δεκτική αυστηρής τυποποίησης ούτε αφορά μόνον ορισμένες χώρες. Εάν η έντασή της εξηγείται, κατά περίπτωση, από τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, η αναπαραγωγή της σε όλες τις χώρες έχει ως κοινό παρονομαστή τις σοβαρές εκπτώσεις ως προς την κοινωνική δικαιοσύνη και τη διάχυτη εξάπλωση αυταρχικών πολιτικών στην Ευρώπη. Για την πραγματική κατανόηση και την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης του Κράτους Δικαίου, δεν αρκεί, λοιπόν, η όποια εκτίμηση ότι η Ελλάδα -ή οποιαδήποτε άλλη χώρα- βρίσκεται ή όχι σε καλύτερη θέση από την Ουγγαρία ή την Πολωνία σε κάποια βαθμολογική κατάταξη προβληματικών χωρών. Τέτοιου είδους συγκριτικές εκτιμήσεις ενέχουν, τις περισσότερες φορές, απλουστεύσεις οι οποίες προάγουν συμψηφισμούς, συγκαλύψεις ευθυνών και στρατηγικές υπεράσπισης κυρίαρχων πολιτικών που αναπαράγουν τις παθογένειες. Αποτελούν δε συχνά άλλοθι για την αποφυγή μεμονωμένων αντικειμενικών αξιολογήσεων που, ακόμη και με βάση αμιγώς φιλελεύθερα και διαδικαστικά κριτήρια, θα μπορούσαν να αναδείξουν τη σοβαρότητα των προβλημάτων που εμφανίζει μια χώρα.

Ο Θανάσης Καλόγηρος επιχειρεί να προσεγγίσει τον ορισμό του Κράτους Δικαίου στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να αναδείξει την καθοριστική συμβολή της Επιτροπής της Βενετίας στη διαμόρφωση αυτού του ορισμού και να παρουσιάσει τη σημασία και τα όρια μιας ενδεχόμενης μεμονωμένης αξιολόγησης του ελληνικού κράτους δικαίου από την Επιτροπή αυτή. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι μια τέτοια αξιολόγηση, μολονότι θα βασιζόταν σε κριτήρια που μπορεί να θεωρηθούν ελλιπή, αν συγκριθούν με τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις που περιλαμβάνει το ελληνικό Σύνταγμα, θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική και χρήσιμη, διότι η Επιτροπή της Βενετίας θα μπορούσε να διαπιστώσει, κατά τρόπο αντικειμενικό, εάν το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα έχει συρρικνωθεί σε τέτοιο σημείο ώστε να μην γίνονται σεβαστά ορισμένα από τα πυρηνικά χαρακτηριστικά του. Κατά τούτο, μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι, κάτω από τη σκιά της υπόθεσης των παρακολουθήσεων, η ελληνική Κυβέρνηση αποφεύγει να επιδιώξει μια τέτοια αντικειμενική αξιολόγηση.

Μια από τις πιο σημαντικές εκφάνσεις της κρίσης του Κράτους Δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι οι προσβολές που υφίσταται η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης σε διάφορα κράτη-μέλη της. Πέραν κάθε άλλης αρνητικής συνέπειάς τους, οι προσβολές αυτές υπονομεύουν τον παράλληλο θεσμικό ρόλο των εθνικών δικαστών ως δικαστών του ενωσιακού δικαίου, επιτείνουν την ασύμμετρη εξέλιξη του ούτως ή άλλως απορρυθμισμένου διαλόγου μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και, συνακόλουθα, φαλκιδεύουν την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Ενόσω δεν λαμβάνονται οι ρηξικέλευθες πολιτικές αποφάσεις που απαιτούνται για την αποκατάσταση των θεσμικών ελλειμμάτων της οργάνωσης της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη-μέλη της, οι κρίσεις του Κράτους Δικαίου θα αναπαράγονται και ποικιλόμορφοι ιδιωτικοποιημένοι θεσμοί εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, οι οποίοι προάγουν την υποκατάσταση του δημοσίου συμφέροντος από την οικονομική αποδοτικότητα, θα διεκδικούν, ολοένα και πιο έντονα, να καλύψουν, αυτοί οι ίδιοι, τα κενά που αφήνει η αποδιοργάνωση των δημόσιων δικαιοδοτικών θεσμών.

Αναλύοντας τις συνέπειες της απόφασης του ΔΕΕ στην υπόθεση Achmea (C-284/16), η Μαρία Σαπαρδάνη υποστηρίζει ότι δεν ήταν σοφή η απόφαση των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απαγορεύσουν, κατά τρόπο απόλυτο και ανεπιφύλακτο, την πρόσβαση των ενδοενωσιακών επενδυτών στη διαιτησία. Η συγγραφέας θεωρεί ότι το αποκεντρωμένο σύστημα διαιτητικής επίλυσης διαφορών, το οποίο είναι πιο ανθεκτικό σε επιθέσεις από ανελεύθερες κυβερνήσεις στις οποίες είναι εκτεθειμένα τα εθνικά δικαστήρια, μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των ενδοενωσιακών επενδύσεων εν μέσω κρίσης του Κράτους Δικαίου.

Η πανδημία του Covid-19 σηματοδότησε μια νέα συνθήκη σοβαρής διακινδύνευσης του Κράτους Δικαίου: τις αλλεπάλληλες και, συχνά, σωρευμένες -τουλάχιστον με τη συνεχή αναπαραγωγή μιας οικονομικής κρίσης- καταστάσεις ανάγκης, οι οποίες δημιουργούν μια διαρκή κατάσταση ανάγκης που τείνει να παγιώσει την εργαλειοποίηση των συνταγματικών κανόνων. Στη συνθήκη αυτή, το συνταγματικό κράτος δικαίου φαίνεται να υποκαθίσταται από ένα κράτος πρόληψης (ή και προφύλαξης), ικανό να νομιμοποιήσει κάθε λογής περιορισμούς ως προς την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών, οι οποίοι, τις περισσότερες φορές, δεν είναι εφικτό να υπαχθούν σε αποτελεσματικό και έγκαιρο δικαστικό έλεγχο.

Σχολιάζοντας τις αποφάσεις 2135-2137/2023 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες αφορούν περιορισμούς του δικαιώματος στη θρησκευτική λατρεία που επιβλήθηκαν κατά την περίοδο της υγειονομικής κρίσης, ο Δημήτρης Βουκελάτος επισημαίνει ότι οι αποφάσεις αυτές έριξαν την «αυλαία» της νομολογίας της πανδημίας, στο πλαίσιο της οποίας ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας υπήρξε οριακός και στηρίχθηκε προεχόντως στη θεωρία των εξαιρετικών περιστάσεων. Ο συγγραφέας αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, δύο σημαντικές προεκτάσεις των σχολιαζόμενων αποφάσεων: αφενός, τον κίνδυνο σοβαρών εκπτώσεων ως προς την αποτελεσματική δικαστική προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών, λόγω της τάσης μετατροπής της έκτακτης ανάγκης σε κανονικότητα, και, αφετέρου, το γεγονός ότι η εποχή που η Εκκλησία της Ελλάδος και, ιδίως, οι εκπρόσωποί της ήταν υπεράνω του νόμου μοιάζει να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Μετάβαση στο περιεχόμενο