Στις 7 Μαρτίου 2025 διοργανώθηκε, στην κεντρική Αίθουσα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, επιστημονική εκδήλωση με αφορμή την κυκλοφορία, το 2024, από τις Εκδόσεις Σάκκουλα (Αθήνα-Θεσσαλονίκη), του βιβλίου της Ιφ. Καμτσίδου, με τίτλο «Η δημοκρατία και οι άλλοι. Η ψήφος των μεταναστών, των αποδήμων και των γυναικών», και του βιβλίου του Χ. Κουρουνδή, με τίτλο «Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές». Στο πλαίσιο της παραπάνω εκδήλωσης, την οποία συντόνισε ο Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ Σπ. Βλαχόπουλος, παρουσίασαν τα δύο παραπάνω βιβλία, αναπτύσσοντας τις απόψεις τους για τις φάσεις και τις αντιφάσεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, η Βασιλική Χρήστου, Επίκουρη Καθηγήτρια της ίδιας Σχολής, και ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Δημοσιεύουμε σήμερα τα κείμενα των τριών αυτών βιβλιοπαρουσιάσεων.
Σε διάλογο με τις αναλύσεις των δύο βιβλίων, ο Κ. Γιαννακόπουλος αναδεικνύει τις σημερινές αντιξοότητες της πολιτικής αντιπροσώπευσης στη Χώρα μας και, γενικότερα, στις δυτικές δημοκρατίες. Από τη μία, πραγματεύεται την ανατροπή της νεωτερικής συνθήκης της αντιπροσώπευσης, την οποία συνδέει πρωτίστως με τον απεντοπισμό και την ιδιωτικοποίηση του πολιτικού. Από την άλλη, επισημαίνει τη μετάλλαξη της σημασίας της αντιπροσώπευσης, η οποία απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη δημοκρατία, καθώς πολλαπλασιάζονται διαρκώς και επικρατούν πεδία και μηχανισμοί εικονικής αντιπροσώπευσης που προάγουν την επιστροφή στην προνεωτερική συμβολική αντιπροσώπευση. Ο συγγραφέας τονίζει ότι, απέναντι στις παραπάνω εξελίξεις, δεν στερούνται σημαντικής αξίας ούτε η ανάγκη ενίσχυσης των δεσμών μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευόμενων μέσω της έννοιας της «εντολής-πλαίσιο», την οποία υπογραμμίζει ο Χ. Κουρουνδής, ούτε η προσπάθεια πραγμάτωσης της λαϊκής κυριαρχίας σε εθνικό επίπεδο, την οποία προτάσσει η Ιφ. Καμτσίδου. Ωστόσο, μάλλον δεν αρκούν πλέον. Κατά τη γνώμη του Γιαννακόπουλου, η νεοφεουδαρχική μεταλλαγή των πολιτικών θεσμών, σε παγκόσμιο επίπεδο, μοιάζει να ωθεί στα όριά τους τις ατέλειες και τις αντινομίες του νεωτερικού συνταγματισμού. Για να ανασυγκροτήσουμε τον πολίτη και να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία, καλούμαστε πλέον να κάνουμε υπερβάσεις, να επανεφεύρουμε τα πεδία και τους μηχανισμούς πολιτικής αντιπροσώπευσης. Προεχόντως, καλούμαστε να δημιουργήσουμε μια πολυεπίπεδη, όχι μόνο αναλογική αλλά και ψηφιακή δημοκρατική αντιπροσώπευση, σε συνθήκες οριακές, στις οποίες ανεξέλεγκτοι φορείς ιδιωτικής εξουσίας διεκδικούν την κυριαρχία, καταλαμβάνοντας τόσο τις δημόσιες εξουσίες όσο και τις ηλεκτρονικές υποδομές πάνω στις οποίες εξελίσσονται διεθνώς η επικοινωνία, η οικονομία και, συνακόλουθα, η πολιτική.
Αναλύοντας την αντίληψη της Ιφ. Καμτσίδου για την ανάγκη διεύρυνσης και εμβάθυνσης της πολιτικής συμμετοχής στο πλαίσιο της αυτοκυβέρνησης του λαού και την ιδέα του Χ. Κουρουνδή για την εγγενή αστάθεια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που πηγάζει από την αναπόδραστη και μεταβαλλόμενη απόσταση μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων, η Β. Χρήστου επισημαίνει ότι, σήμερα, η πιο σημαντική πρόκληση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι η ενδυνάμωση των κάθε είδους αυταρχισμών που καλλιεργούν τη μοναρχική ιδέα της συμβολικής ταύτισης του συνόλου με έναν μονοπρόσωπο φορέα κυριαρχίας. Τα προεδρικά πολιτεύματα είναι περισσότερο ευεπίφορα σε αυτή την αυταρχική στροφή, χωρίς προηγούμενη φανερή κατάλυση των διαδικασιών τους. Αντίθετα, το κοινοβουλευτικό πολίτευμα, επειδή στηρίζεται στην κομματική δημοκρατία, έχει την ικανότητα να φέρει διαρκώς στην επιφάνεια τον πολιτικό ανταγωνισμό και δεν επιτρέπει, τουλάχιστον όχι το ίδιο εύκολα, να καλλιεργηθούν οι αυταπάτες περί του ομοιογενούς λαού που ταυτίζεται σχεδόν θεολογικά με τον ηγεμόνα-μεσσία. Η συγγραφέας υπογραμμίζει ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία έχει ανάγκη από σοβαρές μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με το γεγονός ότι η μαζική κοινωνία της βιομηχανικής επανάστασης έχει γίνει ακόμη μαζικότερη λόγω της ψηφιακής επανάστασης. Ο πολίτης έχει συρρικνωθεί σε κουκίδα των ψηφιακών πάνελ που φιλοδοξούν να αναπαριστούν την πραγματικότητα. Εάν το χάσμα μεταξύ αντιπρόσωπου και αντιπροσωπευόμενου στη μαζική βιομηχανική κοινωνία κάλυπτε, επιτυχώς, η κομματική δημοκρατία, το ζητούμενο σήμερα είναι ποιος καλείται να καλύψει το χάσμα της νέας εποχής κι εάν έχει κλείσει ο ιστορικός κύκλος των κομμάτων ή εάν μπορούν να συνεχίσουν να εκπληρώνουν τον ιστορικό και θεσμικό τους ρόλο.
O A. Κεσσόπουλος παρατηρεί ότι οι μελέτες της Ιφ. Καμτσίδου και του Χ. Κουρουνδή για την εξέλιξη των συνταγματικών θεσμών εγγράφονται ως παρεμβάσεις στη ραγδαία μεταβαλλόμενη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, στο πλαίσιο της οποίας υπερεθνικοί οικονομικοί καταναγκασμοί συρρικνώνουν το πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού, αφυδατώνουν τη δυνατότητα χάραξης εναλλακτικών πολιτικών και υπονομεύουν την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αλλοιώνοντας το κοινωνικό κράτος δικαίου, όπως αυτό οικοδομήθηκε, σε διεθνές επίπεδο, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και προαναγγέλλοντας τη μετάβαση σε νέες πολιτειακές μορφές, οι οποίες θυμίζουν, όλο και περισσότερο, το «κράτος-νυχτοφύλακα» του 19ου αιώνα. Ο συγγραφέας διακρίνει και αναλύει τρεις θεματικές, οι οποίες απασχολούν τόσο την Ιφ. Καμτσίδου όσο και τον Χ. Κουρουνδή, συγκροτώντας ένα άτυπο πλαίσιο συνομιλίας των δύο βιβλίων. Η πρώτη αφορά την τάση υποκατάστασης της λαϊκής κυριαρχίας από την κυριαρχία του έθνους, η δεύτερη τον διαρκώς ενισχυόμενο ρόλο των δικαστών έναντι των νομοθετικών σωμάτων, ενώ η τρίτη την ανάγκη ενίσχυσης της δημοκρατικής λειτουργίας των σύγχρονων πολιτευμάτων με όρους πραγματικής αυτοκυβέρνησης των λαών. Ο Κεσσόπουλος επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η Ιφ. Καμτσίδου και ο Χ. Κουρουνδής πραγματεύονται τις μελλοντικές προκλήσεις για το δημοκρατικό πολίτευμα υπό το πρίσμα της ιστορίας των θεσμών, ενώ από την άλλη στοχεύουν στην αναζωογόνηση της πολιτικής δημοκρατίας χωρίς να παραβλέπουν ότι αυτή είναι συνυφασμένη με τη διαρκή μέριμνα για το κοινωνικό ζήτημα. Η τελευταία αυτή διάσταση, που διατηρεί στον κανονιστικό της ορίζοντα το οραματικό στοιχείο της κοινωνικής δημοκρατίας, κατατάσσει τα δύο βιβλία στην πλούσια θεωρητική παράδοση του ελληνικού δημοκρατικού συνταγματισμού.
Όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα, το μείζον διακύβευμα γύρω από την ψήφιση του Ν. 5094/2024, ο οποίος επέτρεψε τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στη Χώρα μας, δεν είναι τόσο η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όσο ο σεβασμός του ίδιου του ισχύοντος Συντάγματος. Πρόκειται για ένα σοβαρό σύμπτωμα της εποχής μας, στην οποία η υιοθέτηση αυθαίρετων δυναμικών ερμηνειών οδηγεί στην εγκατάλειψη της προσήλωσης στον νόμο (legalism) ως θεμελιώδους εγγύησης της λαϊκής κυριαρχίας, του πολιτικού φιλελευθερισμού και της ασφάλειας δικαίου. Ο σημερινός κόσμος εμφανίζεται γεμάτος από φιλελεύθερες ιδέες και άδειος από ελευθερίες. Στο σύντομο σχετικό σχόλιό του, ο Κωνσταντίνος Αλ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλος της Επικρατείας ε.τ., κάνει λόγο, ειδικότερα, για την απώλεια της δύναμης του πολιτικού αυτοκαθορισμού.