Η οριοθέτηση του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ενός ενδίκου βοηθήματος ή ενός ενδίκου μέσου προσδιορίζει το μέτρο διασφάλισης του κράτους δικαίου, καθώς ρυθμίζει την έκταση και την ένταση του σχετικού δικαστικού ελέγχου και της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας. Η συρρίκνωση του εννόμου συμφέροντος υποκειμενικοποιεί και περιορίζει τον δικαστικό έλεγχο, ενώ η διεύρυνση του εννόμου συμφέροντος τον αντικειμενικοποιεί και τον επεκτείνει. Δεν είναι τυχαίο ότι, στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), περιπτώσεις εντατικοποίησης του δικαστικού ελέγχου της νομοθετικής και της διοικητικής λειτουργίας, όπως αυτή που συνέβη στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, συνδέθηκαν άρρηκτα με μια σημαντική διεύρυνση του κύκλου των προσώπων που μπορούν να ζητήσουν σχετική έννομη προστασία. Αντίστροφα, σε άλλες περιπτώσεις, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρυψε την άρνησή του να ελέγξει τις αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας πίσω από τον περιορισμό αυτού του κύκλου προσώπων. Έτσι, πριν από λίγους μήνες, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίνοντας αντίθετα προς τη θέση που είχε παγιωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου, συρρίκνωσε το έννομο συμφέρον του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, προκειμένου να αποφύγει να ελέγξει τις μεθοδεύσεις της Κυβέρνησης για την επιλογή από τη Διάσκεψη των Προέδρων νέων μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΣτΕ Ολ. 1639/2024 και 1641/2024).
Στον τομέα της ανάθεσης και της εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων, το παράγωγο ενωσιακό δίκαιο και η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) απαιτούν από τους εθνικούς δικαστές μια διευρυμένη αντίληψη του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση προσφυγών κατά αποφάσεων των αναθετουσών αρχών, ώστε να διασφαλίζεται άμεσος και ταχύς δικαστικός έλεγχος, «ιδίως σε στάδιο στο οποίο οι παραβάσεις επιδέχονται ακόμη διόρθωση» (ΔΕΕ, 5.4.2017, C-391/15, Marina del Mediterráneo κ.λπ, σκ. 30), και να παρέχεται πλήρης, αποτελεσματική και έγκαιρη έννομη προστασία όλων των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων. Η καθυστέρηση και οι δισταγμοί του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς την αναγνώριση της δυνατότητας πλήρους δικαστικής προστασίας των τρίτων μη συμβαλλομένων έναντι πράξεων εκτέλεσης μιας δημόσιας σύμβασης (ΣτΕ Ολ. 1908/2001, ΣτΕ 1923/2002, ΔΕΕ, 29.4.2004, C-496/99 P, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, και ΣτΕ 1785/2021), του ενδεχόμενου εννόμου συμφέροντος (ΣτΕ 1573/2019) και του εννόμου συμφέροντος των μη οριστικά αποκλεισμένων διαγωνιζομένων (ΔΕΕ, 24.3.2021, C-771/19, NAMA κ.λπ.) αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα που μαρτυρούν ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο οριοθετεί συχνά το έννομο συμφέρον των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων με γνώμονα τη διατήρηση της πάγιας νομολογίας του και τις πρακτικές ανάγκες διαχείρισης του φόρτου των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιόν του. Στην πράξη, η συμμόρφωση προς την ευρωπαϊκή απαίτηση διεύρυνσης του εννόμου συμφέροντος των οικονομικών φορέων στον τομέα της ανάθεσης και της εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων εμφανίζεται ως μια δύσκολη υπέρβαση.
Σχολιάζοντας την απόφαση ΣτΕ 1147/2024, η Ειρήνη Γιαννάκη αναλύει την εξέλιξη της νομολογίας σχετικά με το ειδικό έννομο συμφέρον προσβολής όρων διακήρυξης διαγωνισμού για την ανάθεση δημόσιας σύμβασης. Η συγγραφέας επισημαίνει ότι, πριν από τη σχολιαζόμενη απόφαση, η νομολογία απαιτούσε την απόδειξη συγκεκριμένης βλάβης, η οποία έπρεπε να συνίσταται σε ουσιώδη δυσχέρεια ή σε αδυναμία του οικονομικού φορέα να συμμετάσχει στον διαγωνισμό. Η απόφαση ΣτΕ 1147/2024 σηματοδοτεί τη μεταστροφή προς μια χαλαρότερη προσέγγιση της προϋπόθεσης της απαιτούμενης βλάβης, κάνοντας δεκτό, αφενός, ότι η επίκληση της παραβίασης θεμελιωδών ενωσιακών αρχών που διέπουν το δίκαιο των δημόσιων συμβάσεων αρκεί για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος προσβολής μιας διακήρυξης και, αφετέρου, ότι το τελευταίο συντρέχει όταν η φερόμενη παρανομία προκαλεί, όχι μόνο αδυναμία ή ουσιώδη δυσκολία συμμετοχής, αλλά και παράνομη διεύρυνση του ανταγωνισμού στην εκάστοτε διαγωνιστική διαδικασία. Η Γιαννάκη υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι η παραπάνω μεταστροφή αποκαθιστά την τήρηση των αρχών της νομιμότητας και της διαφάνειας στις διαγωνιστικές διαδικασίες, επειδή, από τη μία, επιτρέπει τον εκτενέστερο δικαιοδοτικό έλεγχο των διακηρύξεων και, από την άλλη, διευρύνοντας το έννομο συμφέρον των οικονομικών φορέων και ενθαρρύνοντας την άσκηση περισσότερων προσφυγών, ενισχύει εμμέσως και τον ρόλο των ιδιωτών ως θεματοφυλάκων της προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού («competition watchdogs»).