Απέναντι στην τυπικότητα και την αυστηρότητα του δικαίου (dura lex, sed lex) αντιτάσσεται διαχρονικά η επιείκεια (aequitas), ώστε να αποτραπούν οι υπερβολές που οδηγούν στην αδικία (summum jus, summa injuria). Εντούτοις, ο προσδιορισμός του περιεχομένου της πολυσημικής έννοιας της επιείκειας δεν είναι διόλου εύκολος. Ούτε η λειτουργία της είναι σαφής· άλλοτε εμφανίζεται ως πηγή, άλλοτε ως διορθωτικός μηχανισμός του δικαίου.
Με τον όρο «επιείκεια» δηλώνεται, μεταξύ άλλων, η ανεκτικότητα, η μετριοπάθεια, η ευελιξία, η κατάλληλη και αναλογική μεταχείριση, η αρετή που επιτρέπει την εφαρμογή της γενικότητας του νόμου στην ιδιαιτερότητα συγκεκριμένων καταστάσεων και αποσκοπεί στην εμπέδωση της νομικής ισότητας λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές ανισότητες.
Ως προς την κανονιστική φύση της επιείκειας, πέραν των περιπτώσεων στις οποίες η προστασία της αποτυπώνεται ρητώς σε έναν ειδικό κανόνα δικαίου, θα μπορούσε να γίνει λόγος για ένα πρότυπο (standard), δηλαδή για μια γενική οδηγία που προορίζεται να κατευθύνει τον εφαρμοστή του δικαίου και, ιδίως, τον δικαστή, παρέχοντάς του μια ιδέα για τον σκοπό του έργου του.
Κι ενώ εμφανίζει θελκτικές πτυχές, καθώς προσδίδει ανθρωπιά στην απονομή του δικαίου, η επιείκεια μπορεί, στην πράξη, να καταστεί παράγοντας αυθαιρεσιών και ρευστοποίησης του δικαίου, ιδίως αν γίνει δεκτό ότι μπορεί να αντιταχθεί ακόμη και σε περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας, ως απόκλιση από το γράμμα του νόμου. Αυτός ο διφορούμενος χαρακτήρας της επιείκειας προβάλλει, με τον πιο χαρακτηριστικό ίσως τρόπο, στον όρο του κανονικού (εκκλησιαστικού) δικαίου «κατ’ οικονομίαν», ο οποίος δηλώνει την πρόσκαιρη και συνετή παρέκκλιση των αρμόδιων εκκλησιαστικών οργάνων από την ακρίβεια των κανόνων με σκοπό τη σωτηρία των ανθρώπων.
Κατά τούτο, η γενική προβληματική της επιείκειας μπορεί να συνοψιστεί στις ακόλουθες επισημάνσεις του G. Braibant: «Ότι μια “βαλβίδα επιείκειας” είναι απαραίτητη σε ένα Κράτος δικαίου, για να λειτουργεί ως οδός διαφυγής από τις πιο κραυγαλέες αδικίες, είναι βέβαιο. Αλλά πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν θα καταλήγει να συντηρεί τις μείζονες αντιφάσεις μεταξύ του δικαίου και της επιείκειας και, τελικά, να απορρυθμίζει το σύστημα».
Στην εκτενή και εμπεριστατωμένη μελέτη του, ο Κωνσταντίνος Παναγούλιας αναδεικνύει και αξιολογεί τους κύριους τρόπους ενσωμάτωσης της επιείκειας στο θετικό δημόσιο δίκαιο και ενδιαφέρουσες πτυχές της αντιμετώπισής της από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η επιείκεια αναπτύσσει δύο λειτουργίες: την αναπληρωτική, υπό την έννοια της ερμηνευτικής αναπλήρωσης νομικών κενών, και τη διορθωτική, υπό την έννοια ότι απομονώνει την επίλυση μιας διαφοράς από την αυστηρή εφαρμογή του θετικού δικαίου, προκειμένου να δοθεί η αρμόζουσα δίκαιη λύση. Υπό το πρίσμα αυτής της διπλής λειτουργίας της επιείκειας, διερευνά τη σχέση της με την αρχή της νομιμότητας, τις παραπομπές της νομοθεσίας στην κατ’ επιείκεια κρίση, τη θέσπιση κανόνων του θετικού δικαίου που εμπνέονται από την επιείκεια, τη συγκεχυμένη νομολογιακή αντιμετώπιση της λεγόμενης «αρχής της επιείκειας» και την κατ’ επιείκεια νομολογιακή διάπλαση κανόνων. Ο Παναγούλιας παρατηρεί, αφενός, ότι η επιείκεια συνδέεται σε ορισμένο βαθμό με τη δικαστική ευχέρεια και, αφετέρου, ότι, παρά τη συχνή επίκλησή της, δύσκολα θα μπορούσε να αναγνωριστεί μια αυτοτελής «γενική αρχή της επιείκειας». Η επιείκεια, υπογραμμίζει ο συγγραφέας, δεν συνιστά εκδήλωση καλοσύνης, ούτε εκδήλωση συναισθηματισμού κατά την οποία ο δικαστής εμπνέεται από την ιδεολογία και την προσωπική αναπαράσταση της κοινωνίας, καθώς έτσι η επιείκεια θα καταδικαζόταν στον υποκειμενισμό και θα ήταν απολύτως ασύμβατη με την ασφάλεια του δικαίου. H επιείκεια πρέπει μάλλον να αντιμετωπιστεί ως ένα πρότυπο ορθολογικής αιτιολόγησης μιας λύσης καταρχήν εξαιρετικής αλλά γενικεύσιμης και διυποκειμενικώς αποδεκτής, με ύπατο κριτήριο την αρχή «το προσήκον εκάστω αποδιδόναι», η οποία μπορεί να καταστήσει το θετικό δίκαιο περισσότερο ανθρώπινο.