Κάθε επιστημονικός κλάδος διακατέχεται τουλάχιστον από αμηχανία όταν επιχειρεί να ορίσει το γνωστικό του αντικείμενο και διαπιστώνει ότι η δυναμική της πραγματικότητας κλονίζει μια σειρά από βεβαιότητες. Με την αμηχανία αυτή έχει, σε μεγάλο βαθμό, συμφιλιωθεί η επιστήμη του διοικητικού δικαίου, καθώς έχει συνηθίσει εξ απαλών ονύχων να βιώνει τη διαρκή κρίση που της δημιουργούν η υπαρξιακή ανάγκη και η ταυτόχρονη αδυναμία της να αναδείξει την ειδικότερη σημασία του διοικητικού δικαίου και να δικαιολογήσει την αυτονομία του. Πρόκειται για μια επίπονη αλλά δημιουργική άσκηση διαρκούς αυτοσυνειδησίας.
Όταν κανείς προσπαθεί να δώσει έναν απλό ορισμό του διοικητικού δικαίου, διδάσκοντας, για παράδειγμα, έναν αρχάριο, έχει την τάση να υποστηρίξει καταρχάς ότι πρόκειται για το δίκαιο της δημόσιας διοίκησης, της τελευταίας νοούμενης είτε οργανικά (ως του συνόλου των διοικητικών αρχών που συνδέονται κυρίως με την εκτελεστική εξουσία) είτε λειτουργικά (ως του συνόλου των διοικητικών δραστηριοτήτων που στοχεύουν στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος). Ωστόσο, πολύ σύντομα αισθάνεται υποχρεωμένος -με αφορμή και τις πρώτες απορίες που γεννά η διδασκαλία του- να διευκρινίσει ότι μια τέτοια πρωτοτυπική αντίληψη του διοικητικού δικαίου δεν περιγράφει ούτε εξηγεί επαρκώς την πραγματικότητα. Τούτο οφείλεται πρωτίστως στις αλλεπάλληλες κρίσεις και τους μετασχηματισμούς του Κράτους που όχι μόνο μεταλλάσσουν γενικά το δίκαιο και τις πηγές του, αλλά και -κυρίως- μεταμορφώνουν την ίδια τη δημόσια διοίκηση.
Μολονότι το διοικητικό δίκαιο παραμένει το κατεξοχήν δίκαιο της δημόσιας διοίκησης, εδώ και πολύ καιρό η οργάνωση, η δράση και η ευθύνη της τελευταίας διέπονται και από άλλους κλάδους του δικαίου και, ιδίως, από το ιδιωτικό δίκαιο. Παράλληλα, ενώ η έννοια «διοικώ» δεν ταυτίζεται με τις έννοιες «κυβερνώ», «εκτελώ τον νόμο» ή «δικάζω», ουδέποτε διευκρινίστηκε τι ακριβώς διαφοροποιεί την πρώτη από καθεμία από τις επόμενες. Την ίδια στιγμή, η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος ουδέποτε αποτελούσε, στην πράξη, αποστολή αποκλειστικά των δημόσιων αρχών, καθώς διάφοροι ιδιωτικοί φορείς αναλάμβαναν, με διάφορους τρόπους, παρόμοια αποστολή.
Στην εποχή μας, πολλαπλασιάζονται οι παράγοντες που συμβάλλουν ώστε η δημόσια διοίκηση όχι απλά να απομακρύνεται από τους ειδικούς κανόνες του διοικητικού δικαίου και να διαφεύγει από τη δικαιοδοσία του διοικητικού δικαστή, αλλά ευρύτερα να χάνει ολοένα και περισσότερα στοιχεία του δημόσιου χαρακτήρα της. Η έννοιά της ρευστοποιείται, καθώς το καθεστώς οργάνωσης, λειτουργίας και ελέγχου της απορρυθμίζεται ταχύτατα. Στο πλαίσιο της συμβασιοποίησης της δημόσιας δράσης, η οποία συνδέθηκε με την επικράτηση μιας διαχειριστικής λογικής που επιδιώκει προεχόντως την οικονομική αποδοτικότητα (new public management) και με την υιοθέτηση ενός μοντέλου πολυεπίπεδης διακυβέρνησης (multi-level governance), οι κάθετες οργανωτικές δομές κατακερματίστηκαν, ενώ η εμφάνιση περισσότερο ή λιγότερο ανεξάρτητων αρχών πολλαπλασιάστηκε -υπό την επίδραση και του ενωσιακού δικαίου- σε ολοένα και περισσότερους τομείς της διοικητικής δράσης (agencification). Στο ίδιο πλαίσιο, η κανονιστική επιβολή της δημόσιας διοίκησης μέσω εκτελεστών διοικητικών πράξεων και διοικητικών συμβάσεων παραχώρησε τη θέση της στη διαπλαστικότητα διαφόρων τυπικών ή άτυπων μορφών ρύθμισης που αναπτύσσονται προεχόντως σε πεδία απελευθερωμένων αγορών και ποικιλόμορφων συμπράξεων δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Τα τελευταία δε χρόνια, τα παραπάνω φαινόμενα επιτείνονται εντυπωσιακά, κυρίως λόγω της διάχυτης υβριδοποίησης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού που υποβαθμίζει δραστικά και τείνει να ιδιωτικοποιήσει καθετί δημόσιο, καθώς επίσης λόγω του τρόπου διαχείρισης των διαδοχικών καταστάσεων ανάγκης που επιτρέπει πολλές φορές στην εκτελεστική εξουσία να αυτονομείται από τη βούληση του νομοθέτη και, ταυτόχρονα, να ξεφεύγει από τον έλεγχο των δικαστών.
Όλα τα παραπάνω καθιστούν φανερό ότι ο διαρκής αναστοχασμός πάνω στην έννοια και το καθεστώς της δημόσιας διοίκησης υπερβαίνει τις ταυτοτικές ανησυχίες της επιστήμης του διοικητικού δικαίου. Αφορά ευρύτερους προβληματισμούς γύρω από τις νομικές και πολιτικές διαστάσεις του ίδιου του Κράτους Δικαίου, της κρίσης του και των προοπτικών ανασυγκρότησής του.
Έχοντας πλήρη εποπτεία και ξεχωριστή ικανότητα συστηματοποίησης όλων των νέων δεδομένων, η Ευγενία Πρεβεδούρου παρουσιάζει μια εκτενή μελέτη γύρω από τη διοικητική λειτουργία, προσεγγίζοντάς την στο πλαίσιο της διάκρισης των κρατικών εξουσιών, διερευνώντας το περιεχόμενό της και προτείνοντας μια τυπολογία των διοικητικών αποστολών. Πρόκειται για έναν γαλαξία επί μέρους κριτικών αναλύσεων των θεσμικών εξελίξεων που αποτελεί σπουδαία συμβολή στη μελέτη της σύγχρονης δημόσιας διοίκησης.