Οι πολυάριθμες και ποικιλόμορφες ανεξάρτητες αρχές αποτελούν έναν αμφιλεγόμενο θεσμό, στο μέτρο που εμφανίζονται και λειτουργούν τόσο ως εγγύηση τήρησης του Κράτους Δικαίου όσο και ως παράγοντας απορρύθμισής του. Απ’ τη μία, αποτελούν σημαντικά αντιπλειοψηφικά θεσμικά αντίβαρα. Απ’ την άλλη, αποδυναμώνουν τη συνοχή του Κράτους, προάγουν, κατά τρόπο όχι επαρκώς διαφανή, την τεχνοκρατική σε βάρος της δημοκρατικής νομιμοποίησης και συντελούν στη διάχυση της πολιτικής ευθύνης. Στο διττό αυτό πλαίσιο, η ανεξαρτησία τους όχι μόνο βάλλεται από εξωθεσμικές πιέσεις εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας και ιδιωτικών συμφερόντων, αλλά επιπλέον σχετικοποιείται κυρίως λόγω των θεσμικών μορφών ελέγχου ή επίδρασης που τους ασκούνται από όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από ευρωπαϊκά ή διεθνή δίκτυα ομόλογων αρχών στα οποία συμμετέχουν.
Στη Χώρα μας, οι ανεξάρτητες αρχές διέρχονται μια παρατεταμένη κρίση, καθώς υφίστανται τις συνέπειες μιας ευρύτερης αποδυνάμωσης των δικαιοκρατικών θεσμών. Ενδεικτικό της σοβαρότητας και του πολυδιάστατου χαρακτήρα αυτής της κρίσης είναι το γεγονός ότι, στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 7ης Φεβρουαρίου 2024, σχετικά με το κράτος δικαίου και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, εκφράζονται έντονες ανησυχίες, εκτός των άλλων, για την αντικειμενικότητα, την υποχρηματοδότηση, την υποστελέχωση και τον περιορισμό των εξουσιών πλειάδας ανεξάρτητων αρχών.
Στην πρόσφατη διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο Jean Moulin Lyon 3, ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος εντοπίζει τους βασικούς παράγοντες της κρίσης των ανεξάρτητων αρχών στη Χώρα μας, αφενός, στον συγκεχυμένο χαρακτήρα της θεσμοθέτησής τους, ο οποίος προκύπτει κυρίως από την ασάφεια των απαιτήσεων του ενωσιακού δικαίου και τη μεταβλητή γεωμετρία του εθνικού δικαίου, και, αφετέρου, στις πολλαπλές προσβολές της ανεξαρτησίας τους, οι οποίες δεν έχουν γίνει αντικείμενο αποτελεσματικού ελέγχου ούτε από τα εθνικά δικαστήρια ούτε από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο συγγραφέας υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι, στην πραγματικότητα, καθεμία από τις ανεξάρτητες αρχές φαίνεται να παρακάμπτει μια διοικητική δομή δημόσιας εξουσίας για να υπαχθεί στην επιρροή ή τον έλεγχο μιας άλλης δημόσιας ή ιδιωτικής εξουσίας. Αυτός ο διφορούμενος λειτουργικός χαρακτήρας των ανεξάρτητων αρχών εξηγεί γιατί, ιδίως στο πλαίσιο του απορρυθμισμένου συνταγματισμού στην Ευρώπη, η ανεξαρτησία τους γίνεται διαρκώς αντικείμενο αμφισβήτησης, ενίοτε δε και κακομεταχείρισης.
Η διαχείριση της μακροχρόνιας μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης έχει αποκαλύψει ότι η συνεργασία των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα ασύλου αποσκοπεί περισσότερο στην εξισορρόπηση των διακρατικών σχέσεων παρά στη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Όπως και στην περίπτωση της δημοσιονομικής κρίσης, οι οικονομικές, πολιτικές και αξιακές ασυμμετρίες μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών έχουν αλλοιώσει, στην πράξη, τις διακηρύξεις περί «αλληλεγγύης» και «δίκαιης κατανομής των ευθυνών».
Και στον τομέα της μετανάστευσης και του ασύλου, η αποδυνάμωση των δικαιοκρατικών εγγυήσεων αναπαράγεται εξαιτίας των σημαντικών θεσμικών ελλειμμάτων της Ένωσης. Τα κράτη μέλη, αντιμέτωπα με τις εισροές μεταναστών και προσφύγων, προσπαθούν να ενσωματώσουν τις κοινές αποφάσεις για τη διαχείριση αυτών των εισροών χωρίς να έχουν εμπεδωμένη και σταθερή κοινή εξωτερική πολιτική, γεγονός που συχνά τροφοδοτεί έναν φοβικό και φυγόκεντρο ρατσισμό που φτάνει να διαμορφώνει αντιλήψεις όπως η σύγχυση μεταξύ μουσουλμάνων μεταναστών και εν δυνάμει τρομοκρατών. Στο πλαίσιο αυτό, η Ένωση προσφέρει δύσκολα κατανοητές απαντήσεις στην μεταναστευτική και προσφυγή κρίση. Οι δε άμεσα θιγόμενοι, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, εάν καταφέρουν να γλιτώσουν από τους διακινητές και τα τραγικά ναυάγια, κινδυνεύουν να χαθούν στην ανασφάλεια δικαίου που προκαλούν οι μαίανδροι των ευρωπαϊκών και εθνικών νομικών διατάξεων και ερμηνειών.
Σχολιάζοντας το νέο «Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου», που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 20 Δεκεμβρίου 2023, η Ευγενία Κοψίδη εστιάζει τις αναλύσεις της, αφενός, στο ιδιόμορφο «πλάσμα δικαίου» της διαδικασίας συνόρων, που παραβλέπει τη φυσική παρουσία των αιτούντων διεθνή προστασία στο έδαφος της Ένωσης, θεωρώντας ότι αυτοί βρίσκονται εκτός ευρωπαϊκού εδάφους, και, αφετέρου, στη θέσπιση ενός μηχανισμού «υποχρεωτικής» και ταυτόχρονα «ευέλικτης» αλληλεγγύης, ο οποίος φιλοδοξεί να συμβιβάσει πάγια και αντικρουόμενα εθνικά συμφέροντα. Η συγγραφέας αναδεικνύει ότι η διευρυμένη προσφυγή στη διαδικασία συνόρων θα οδηγήσει σε αυθαίρετες και μακρόχρονες κρατήσεις στις χώρες πρώτης υποδοχής, την ίδια στιγμή που η εκτεταμένη χρήση της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας» θα αποτελέσει τη νομιμοποιητική βάση για την απόρριψη αιτήσεων ασύλου ως απαράδεκτων. Παράλληλα, η δημιουργία του μηχανισμού της «ευέλικτης αλληλεγγύης» διατηρεί αναλλοίωτο το πνεύμα του «Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ», δίνοντας επί της ουσίας σε ορισμένα κράτη τη δυνατότητα να εξαγοράσουν την υποχρέωση αλληλεγγύης και δίκαιης κατανομής των ευθυνών τους.
Στις μέρες μας, ο νεωτερικός συνταγματισμός που συνδέθηκε με την εμφάνιση του εθνικού Κράτους διέρχεται μια βαθιά κρίση που δεν οφείλεται μόνο σε εξωγενείς οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Οφείλεται επίσης στον εύθραυστο χαρακτήρα των καταβολών και της δομής του, σε ατέλειες και ενδογενείς αντιφάσεις του. Όπως έχει επισημανθεί, μεταξύ άλλων, η νεωτερική εκδοχή της ενιαίας και αδιαίρετης κρατικής κυριαρχίας, μολονότι συνδέθηκε με τη μεταβίβαση της κυριαρχίας από τον Θεό στον Λαό, παρέμεινε εγκλωβισμένη σε θεολογικά στερεότυπα, ως μια εκκοσμικευμένη και εξανθρωπισμένη μετατροπή της θρησκευτικής έννοιας της κυριαρχίας (J. Derrida). Παράλληλα, η πολιτική και νομική νεωτερικότητα έχει σημαδευτεί από τη θεμελιώδη αντινομία που συνιστά το πέρασμα από την οικουμενικότητα του φυσικού δικαίου -από την οποία πηγάζουν οι νεωτερικές αντιλήψεις για την κυριαρχία και την προστασία των ατομικών ελευθεριών- σε μια ιδιόμορφη συνθήκη απουσίας παγκόσμιας κυριαρχίας και κατακερματισμού της εξουσίας σε μια πλειάδα κυρίαρχων κρατών (P. Grossi).
Απέναντι στην αποδιοργάνωση του νεωτερικού συνταγματισμού, οι σύγχρονοι ερευνητές, υποκαθιστώντας συχνά την ιεράρχηση από τη δικτύωση των θεμελιωδών κανόνων, αναζητούν έναν νέο συνταγματισμό πέρα από το Κράτος -ακόμη και πέρα από το τυπικό Σύνταγμα- και μια δημοκρατία πέρα από τον παραδοσιακό «δήμο». Στο φιλόδοξο αυτό εγχείρημά τους, βρίσκονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο, αντί να διαμορφώσουν βιώσιμες προϋποθέσεις διεύρυνσης της πολιτικής αυτονομίας, να ευνοήσουν τελικά την αναπαραγωγή των αντιφάσεων του νεωτερικού συνταγματισμού ή και να εμπεδώσουν την αναβίωση προνεωτερικών προτύπων. Πρόκειται μάλλον για τη σημαντικότερη πολιτειολογική πρόκληση της εποχής μας, η οποία ψάχνει με αγωνία για το νέο χωρίς να έχει ξεφύγει επαρκώς από το παλιό.
Αποδομώντας τον βουλησιαρχικό -όπως τον χαρακτηρίζει- συνταγματισμό, ο Ανδρέας Σαμαρτζής διερευνά τις προοπτικές μιας εναλλακτικής σύλληψης του συνταγματισμού. Αντλώντας από τη δημοκρατική θεωρία του H. Kelsen, παρουσιάζει τα πλεονεκτήματα μιας στροφής του συνταγματικού διαλόγου προς τον δημοκρατικό θεσμικό σχεδιασμό. Η στροφή αυτή σκοπεί να επανεστιάσει τον συνταγματικό διάλογο, αφενός, στην αποτελεσματική αντιπροσώπευση των ποικίλων κοινωνικών ομάδων και τη διευκόλυνση της μεταξύ τους διαβούλευσης, επί ίσοις όροις, για τον τρόπο άσκησης της πολιτικής εξουσίας και, αφετέρου, στον στοχασμό πέρα από τα ανώτατα κλιμάκια άσκησης της πολιτικής εξουσίας στο Έθνος-Κράτος, προσανατολίζοντας τη θεωρητική σκέψη προς τρόπους πραγμάτωσης της δημοκρατικής αρχής όχι μόνο σε τοπικό αλλά και σε υπερεθνικό, ούτε μόνο σε κρατικό αλλά και σε ιδιωτικό επίπεδο. Ο εκδημοκρατισμός του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της εταιρικής διοίκησης έρχονται, με τον τρόπο αυτόν, στο επίκεντρο της συνταγματικής θεωρίας.