Στη Χώρα μας, είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς σήμερα για το Κράτος Δικαίου χωρίς να αναφερθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ίσως τον πλέον νεωτερικό και αξιόπιστο θεσμό του ελληνικού κράτους. Στη Μεταπολίτευση, αφού πέρασε τις δικές του Trente Glorieuses συμβολής στην εμπέδωση των δικαιοκρατικών εγγυήσεων, την τελευταία δεκαπενταετία ο θεσμικός ρόλος αυτού του πλέον προβεβλημένου Ανώτατου Δικαστηρίου της Χώρας έχει δημιουργήσει έντονους προβληματισμούς. Κατά τη διάρκεια των αλλεπάλληλων κρίσεων, το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο λειτουργεί στην πράξη και σαν «Συνταγματικό Δικαστήριο», μεταλλάχθηκε σταδιακά από το «ενοχλητικό» θεσμικό αντίβαρο των δεκαετιών 1980 και 1990 σε ένα ελεγκτικό όργανο που, τις περισσότερες φορές, περιορίζεται στο να νομιμοποιεί τις επιλογές της πολιτικοοικονομικής εξουσίας. Την ίδια στιγμή, από το εθνικό Δικαστήριο με τον κατεξοχήν ευρωπαϊκό προσανατολισμό της δεκαετίας του 2000 εξελίχθηκε σε φορέα ανάσχεσης της ομοιόμορφης εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου. Στερούμενο συγκεκριμένης στρατηγικής απέναντι στην ασύμμετρη πλέον εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ ευρωπαϊκού δικαίου και εθνικών εννόμων τάξεων, συχνά το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αρνείται ή διαχειρίζεται αμήχανα τον διάλογο με τα δύο ευρωπαϊκά δικαστήρια, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το περίσσευμα θετικής εκτίμησης για το Συμβούλιο της Επικρατείας παραμένει ακόμη μεγάλο στην ελληνική κοινωνία, ώστε όλα τα σημερινά προβλήματά του -είτε αφορούν την οργάνωσή του, είτε την ποιότητα του έργου του- να είναι ακόμη αντιμετωπίσιμα. Ωστόσο, το παραπάνω περίσσευμα δεν είναι ανεξάντλητο, ούτε μπορεί να δικαιολογήσει το μέγεθος της σπατάλης θεσμικού κύρους στην οποία προβαίνουν ορισμένες φορές τα μέλη του. Σε δικαιοδοτικούς θεσμούς με ανάλογο ιστορικό βάθος, τα όποια οργανωτικά ελλείμματα μπορούν να καλυφθούν με περισσότερο ή λιγότερο βαθιές τομές. Η πιο μεγάλη πρόκληση των επόμενων ετών είναι η ανάκαμψη του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου ως πειστικού και αποτελεσματικού αντιπλειοψηφικού αντιβάρου. Προς τούτο, δικαστικές αποφάσεις όπως η πρόσφατη απόφαση 465/2024 της Ολομέλειάς του, με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική και αντίθετη στο ευρωπαϊκό δίκαιο η απαγόρευση ενημέρωσης προσώπων που το απόρρητο των επικοινωνιών τους ήρθη για λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν πρέπει να αποτελέσουν μεμονωμένες περιπτώσεις. Είναι ανάγκη το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο να ορθώσει ένα σταθερό ανάχωμα στο κυρίαρχο ρεύμα απαξίωσης των θεμελιωδών κανόνων δικαίου και, μάλιστα, σε μια περίοδο που ενδέχεται να στοχοποιηθεί και το ίδιο από τα αναθεωρητικά σχέδια της πολιτικής εξουσίας.
Στο πλαίσιο της ομιλίας που εκφώνησε κατά την παρουσίαση της β΄ έκδοσης του τόμου «Το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο θεσμός και τα πρόσωπα» στη Μεγάλη Αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 2 Απριλίου 2024, παρουσία και της Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Νίκος Αλιβιζάτος, αναλύοντας διεξοδικά την ιστορική πορεία του Συμβουλίου της Επικρατείας, επισήμανε ότι, υπό το πρίσμα των περιπετειών που πέρασε ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός τα τελευταία εκατό χρόνια, ο απολογισμός του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου είναι τελικά θετικός. Προβληματιζόμενος, όμως, εάν, με τη σημερινή του οργάνωση και τα μέσα που διαθέτει, το Δικαστήριο αυτό μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις προκλήσεις του αύριο, ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών αναρωτήθηκε, μεταξύ άλλων, μήπως πρέπει να θεσπιστεί ένας δικαστικός σχηματισμός, κατάλληλος όχι μόνον για τον κατασταλτικό αλλά και για τον προληπτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, συγκροτούμενος από 8-10 μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και από 5 καθηγητές πανεπιστημίου που θα αναδεικνύονται με κλήρωση από έναν κατάλογο 10-15 μεταξύ των εμπειρότερων μελών των Νομικών Σχολών της Χώρας.
Με την ψήφιση του Ν. 5094/2024, ο οποίος επιτρέπει τη λειτουργία στη Χώρα παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων, κλιμακώθηκε, εκ μέρους της Κυβέρνησης, η διαδικασία απορρύθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης. Το ζητούμενο είναι πλέον εάν και σε ποιον βαθμό το Συμβούλιο της Επικρατείας θα ανακόψει αυτή τη διαδικασία. Βέβαια, η απάντηση στο ερώτημα αυτό προϋποθέτει καταρχήν την άσκηση ένδικων βοηθημάτων, κατά των πράξεων εφαρμογής του παραπάνω νόμου, που θα δώσει τη δυνατότητα στους ανώτατους διοικητικούς δικαστές να ελέγξουν παρεμπιπτόντως τη συνταγματικότητά του και τη συμβατότητά του με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Ωστόσο, δεν αποκλείεται το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο να πάρει θέση σε κρίσιμα σχετικά ζητήματα πολύ νωρίτερα, στο πλαίσιο άλλων εκκρεμουσών υποθέσεων. Για παράδειγμα, σε ένα περίπου μήνα έχει οριστεί δικάσιμος πιλοτικής δίκης (άρθρο 1 του Ν. 3900/2010) που αφορά τη συμβατότητα με το άρθρο 16 του Συντάγματος της εφαρμογής διαδικασίας αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας σε νομοθετικά ρυθμιζόμενα επαγγέλματα και σε κατόχους τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης ιδρυμάτων τρίτης χώρας που δεν είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Μαριάνθη Σταθάκη αναλύει το καθεστώς αναγνώρισης των τίτλων σπουδών μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα μετά την ψήφιση του Ν. 5094/2024. Η συγγραφέας επισημαίνει ότι η πρακτικά δυσχερής αλλά δογματικά θεμελιώδης διάκριση μεταξύ ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αναγνώρισης αποτελούσε τη «χρυσή τομή» ανάμεσα στις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου και τον ρητό συνταγματικό περιορισμό του άρθρου 16 του Συντάγματος. Οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις, που προβλέπουν κατ’ ουσίαν την ακαδημαϊκή αναγνώριση της ισοτιμίας των επαγγελματικών τίτλων σπουδών των κολλεγίων και των τίτλων σπουδών των δημόσιων πανεπιστημίων, δεν φαίνεται να διασφαλίζουν το κύρος των τελευταίων.
Οι διάδικοι μοιάζουν να θεωρούν αυτονόητο μετά το τέλος μιας δίκης ότι η σχετική απόφαση θα δεσμεύει κάθε επόμενη δίκη που τους αφορά, διότι είναι βαθιά ριζωμένη η αντίληψη του δεδικασμένου ως «νόμου» των διαδίκων. Εντούτοις, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Το δεδικασμένο, καίτοι εμφανίζεται ως σπουδαία εγγύηση της ασφάλειας δικαίου και, συνακόλουθα, του ίδιου του Κράτους Δικαίου, δεν αποτελεί μια απόλυτη και σταθερή αλήθεια. Η δεσμευτικότητά του μπορεί να ανατραπεί ή να απομειωθεί, όταν βρεθεί στη δοκιμασία να εξεταστεί από έναν άλλο δικαστή. Και, στις μέρες μας, αυτοί οι άλλοι δικαστές είναι πλέον πολυάριθμοι, καθώς επικρατεί ένας ιδιαίτερα περίπλοκος δικονομικός πλουραλισμός. Ο πλουραλισμός αυτός εκκινεί από τη συνταγματική πρόβλεψη των χωριστών δικαιοδοσιών, περιπλέκεται στο εσωτερικό της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, εξαιτίας της ύπαρξης διακριτών δικονομικών καθεστώτων επίλυσης των ακυρωτικών και των ουσιαστικών διοικητικών διαφορών, και καθίσταται ακόμη περισσότερο πολύπλοκος εξαιτίας της επίδρασης του ευρωπαϊκού δικαίου στο εθνικό δικονομικό δίκαιο και της ασύμμετρης εξέλιξης του διαλόγου μεταξύ των εθνικών και των δύο ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Στο πλαίσιο αυτό, η λογική ότι, σε κάθε διαφορά ή υπόθεση, κάποιος έχει «τον τελευταίο λόγο», φαίνεται να απουσιάζει, με αποτέλεσμα ο θεσμός του δεδικασμένου συνεχώς να σχετικοποιείται όχι μόνο ως προς τη δεσμευτικότητά του αλλά και ως προς τις προϋποθέσεις συνδρομής του. Η μελέτη των αλληλεπιδράσεων τόσο μεταξύ διοικητικής και πολιτικής δίκης όσο και μεταξύ διοικητικής και ποινικής δίκης δείχνει ότι η λειτουργικότητα του θεσμού του δεδικασμένου και, γενικότερα, η ίδια η ασφάλεια δικαίου, πράγματι, κλονίζονται μέσα στη δίνη του παραπάνω δικονομικού πλουραλισμού, ο οποίος διαμορφώνει μια σύνθετη και μεταβλητή γεωμετρία σχέσεων και συγκρούσεων μεταξύ δικαιοδοσιών και αρμοδιοτήτων.
Η Ευαγγελία Παυλίδου σχολιάζει την απόφαση 39/2023 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της οποίας συνίσταται στην προσπάθεια οριοθέτησης της επίδρασης προηγούμενης ποινικής απόφασης σε ακυρωτική δίκη σχετική με τον έλεγχο νομιμότητας της ανάκλησης διοικητικής πράξης. Η συγγραφέας αναλύει την αιτιολογία της παραπάνω απόφασης η οποία, προκειμένου να στηρίξει τη λειτουργική αυτονομία της διοικητικής δίκης, δεν περιορίζεται στη διαπίστωση της μη συνδρομής των υποκειμενικών και αντικειμενικών ορίων ενδεχόμενης δεσμευτικής επενέργειας της προηγούμενης ποινικής απόφασης, αλλά διαγιγνώσκει επιπλέον ότι το εριστό εν προκειμένω ζήτημα της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων για την ανάκληση από το αρμόδιο διοικητικό όργανο πράξης περί υπαγωγής επενδυτικού σχεδίου στις διατάξεις του Ν. 1892/1990, όπως και για τη συνακόλουθη αναζήτηση της καταβληθείσας επιχορήγησης, κρίνεται με δύναμη δεδικασμένου από τα διοικητικά δικαστήρια και ότι η επίμαχη διαδικασία δεν εμφανίζει ποινικό χαρακτήρα σύμφωνα με τα γνωστά κριτήρια Engel.