Στον νεωτερικό συνταγματισμό η οργάνωση των δημοσίων εξουσιών συνδέθηκε τόσο άρρηκτα με την, άγνωστη στους ανθρώπους του Μεσαίωνα, αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ώστε Σύνταγμα και διάκριση των εξουσιών ταυτίστηκαν. Η θεμελιώδης αυτή οργανωτική αρχή μπορεί να μην εφαρμόστηκε με τον ίδιο βαθμό αυστηρότητας ούτε να συναρθρώθηκε με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας κατά τον ίδιο τρόπο στα διάφορα κράτη, πλην όμως σε όλα θεωρήθηκε απαραίτητο συστατικό του Κράτους Δικαίου. Με το πέρασμα του χρόνου, πάντως, η δυναμική διασταύρωση και η αλληλεξάρτηση των κρατικών λειτουργιών σχετικοποίησαν την παραπάνω αρχή, η οποία έπαυσε να έχει μια ενιαία και σταθερή σημασία. Στο πλαίσιο δε της αποδιοργάνωσης και της σύγχυσης των δημοσίων εξουσιών που οφείλονται, τις τελευταίες δεκαετίες, στη γενικευμένη κρίση της κρατικής κυριαρχίας και στην ανάπτυξη ενός πολυεπίπεδου συνταγματισμού, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών υποκαταστάθηκε λειτουργικά, σε μεγάλο βαθμό, από την απαίτηση διασφάλισης θεσμικών αντιβάρων (ή αντι-εξουσιών), η οποία υποδηλώνει την ανάγκη η δύναμη κάθε αποφασίζοντος οργάνου να αντισταθμίζεται και να εξισορροπείται από τη δύναμη άλλων οργάνων. Αυτή η απαίτηση διασφάλισης θεσμικών αντιβάρων, η οποία βρίσκει κοινά ιστορικά ερείσματα με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών αλλά διαφοροποιείται από αυτήν και την υπερβαίνει, αποτελεί μια μετεξέλιξη της δικαιοκρατικής θεωρίας των εγγυήσεων τήρησης του Συντάγματος (ως προς την κανονιστική πύκνωση της παραπάνω απαίτησης στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων τα τελευταία χρόνια, βλ. ΣτΕ Ολ. 435, 1304/2019 και 465/2024).

Στις μέρες μας, οι οργανωτικές ατέλειες και τα φαινόμενα διάβρωσης των θεσμικών αντιβάρων στη Χώρα μας δεν αφορούν μόνο τη δικαιοσύνη και τις ανεξάρτητες αρχές, αλλά και μια σειρά πολιτικών αντιβάρων που συνδέονται με την αναγνώριση του θεσμικού ρόλου της αντιπολίτευσης και, ειδικότερα, την κατοχύρωση και τον σεβασμό των δικαιωμάτων της να ενημερώνεται και να ελέγχει. Με κάθε ευκαιρία γίνεται αντιληπτό ότι η εκάστοτε πλειοψηφία εκμεταλλεύεται τους μηχανισμούς εξουσίας κατά τρόπο ώστε να αναπαράγει την κυρίαρχη θέση της και να θέτει εμπόδια, εκτός των άλλων, και στη δυνατότητα άσκησης πλήρους και αποτελεσματικού κοινοβουλευτικού ελέγχου των πράξεων και των παραλείψεών της.

Μελετώντας τον θεσμό των εξεταστικών επιτροπών, όπως αυτός διαμορφώθηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019, η Βασιλική Χρήστου επισημαίνει ότι η αναγνώριση του «δικαιώματος» της μειοψηφίας 120 βουλευτών να υποχρεώνουν τη Βουλή στη σύσταση εξεταστικής επιτροπής είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό θεσμικό βήμα για την εξασφάλιση αντιβάρων που ελέγχουν και περιορίζουν την εξουσία. Την ίδια στιγμή, μέσα από εμπεριστατωμένες και διεισδυτικές αναλύσεις του εθνικού και του συγκριτικού δικαίου, η συγγραφέας αναδεικνύει ότι αυτό το «δικαίωμα» παραμένει μετέωρο και αποδεικνύεται ανώδυνο και αναποτελεσματικό, εφόσον δεν εξασφαλίζονται τα δικαιώματα της μειοψηφίας και στο επίπεδο της λειτουργίας της συγκροτούμενης εξεταστικής επιτροπής.

Ο προσδιορισμός της σχέσης δικαίου και ηθικής δεν είναι εύκολο εγχείρημα, καθώς καλείται να αντιμετωπίσει τους μετασχηματισμούς και τις δυσχέρειες νοηματοδότησης τόσο του δικαίου όσο και της ηθικής. Η δε αντίληψη περί ηθικής -όπως και περί πολιτικής- ουδετερότητας του δικαίου είναι αμφιλεγόμενη, όχι μόνον ως αφετηριακό αξίωμα, αλλά και ως πρακτικό αποτέλεσμα.

Η νεωτερικότητα προώθησε την ιδέα ότι το δίκαιο διακρίνεται από την ηθική, δεν είναι ριζωμένο στην παράδοση, αλλά αποτελεί προϊόν της πολιτικής κοινωνίας. Προβάλλοντας το βασικό θεσμικό οικοδόμημά της, το Συνταγματικό Κράτος, ως τη σημαντικότερη αξία που κατισχύει κάθε άλλης ηθικής ή θρησκευτικής αξίας, επεδίωξε να εξασφαλίσει την υπακοή όλων μέσω του χωρισμού της ιδιωτικής από τη δημόσια σφαίρα, δηλαδή της διάκρισης του χώρου στον οποίο επικρατεί το ηθικοθρησκευτικό φρόνημα από τον ορατό προς τα έξω τρόπο δράσης των ατόμων που διέπεται από την αρχή της νομιμότητας. Στη συνέχεια, καθώς η αναζήτηση της διόρθωσης και της συμπλήρωσης του φιλελεύθερου από το κοινωνικό κράτος δικαίου προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις ισχυρών ιδιωτικών κέντρων εξουσίας, η επίκληση της ηθικής φιλοσοφίας συνέβαλε στην τάση συρρίκνωσης του δικαίου σε δικαίωμα και στη διάδοση της άποψης ότι πλήρης δικαστικός έλεγχος επιβάλλεται όταν διακυβεύεται η προστασία δικαιωμάτων που βασίζονται σε επιχειρήματα αρχών και όχι όταν διακυβεύονται συλλογικοί σκοποί που βασίζονται σε επιχειρήματα δικαιοπολιτικών επιλογών. Στις μέρες μας, η προϊούσα υβριδοποίηση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού και η κλιμάκωση της προσπάθειας υποταγής του πρώτου στο δεύτερο συνοδεύονται από την επανεμφάνιση μιας προνεωτερικού τύπου όσμωσης μεταξύ δικαίου και ηθικής. Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων εμφανίζεται να είναι ριζωμένη σε μια υπερβατική ηθική περί προσωπικής αυτονομίας, η οποία προωθεί την επικράτηση ενός πλήρως υποκειμενικοποιημένου δικαίου που απωθεί τα καθήκοντα και, τελικά, συνδέεται με μια αντίληψη περί δημοκρατίας χωρίς κράτος και χωρίς λαό. Δεν είναι τυχαίο ότι στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προάγεται η ηθική διάσταση μιας δημοκρατίας που βασίζεται στον πλουραλισμό και στην ανεκτικότητα. Στο δε προοίμιο του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τονίζεται ότι η τελευταία εδράζεται στις αδιαίρετες και οικουμενικές αξίες της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης, «έχοντας επίγνωση της πνευματικής και ηθικής κληρονομιάς της».

Η Σταυρούλα Χατζοπούλου διερευνά εάν το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα χαρακτηρίζεται από ηθική ουδετερότητα και τη στάση της νομολογίας απέναντι στην ουδετερότητα αυτή. Η συγγραφέας θεωρεί ότι το Σύνταγμα τηρεί μια συνεπή στάση ανοχής σε θέματα ηθικής, η δε ηθική αυτονομία ευδοκιμεί κυρίως όπου επικρατεί αυτοσυγκράτηση στην επίσημη αναγνώριση ηθικών αξιών.

Με το άρθρο των Β. Τσιγαρίδα και Χ. Κουρουνδή για τον νεοπαγή θεσμό των προτύπων προτάσεων για έργα υποδομής (Ν. 4903/2022), το οποίο δημοσιεύθηκε στη Νομαρχία στις 25 Φεβρουαρίου 2024, ξεκίνησε μια ευρύτερη επιστημονική συζήτηση που αφορά τον πολλαπλασιασμό των διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων με διαπραγματεύσεις και την ανατροπή της παραδοσιακής σχέσης μεταξύ ιδιωτών και αναθετουσών αρχών στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών.

Συμμετέχοντας στην παραπάνω συζήτηση, ο Βασίλειος Χατζηγιαννάκης σχολιάζει προβληματικές πτυχές, αφενός, του θεσμού των προτύπων προτάσεων για έργα υποδομής και, αφετέρου, της πρόσφατης κανονιστικής ρύθμισης των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών και γενικά των διαγωνισμών μελετών με απονομή βραβείων. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η επιλογή ευέλικτων μοντέλων ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων αποτελεί μια πρόκληση για τις αναθέτουσες αρχές. Από τη μία, τα μοντέλα αυτά συμβάλλουν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της συμβατικής δράσης. Από την άλλη, δεν φαίνεται να διασφαλίζουν πάντοτε με συνέπεια τον σεβασμό των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας.

Μετάβαση στο περιεχόμενο